θανάσης τριαρίδης * Η επερχόμενη πείνα 

κεφάλαιο δεύτερο

 

 

 

 

2. Η βούληση: όταν οι άνθρωποι

μυρίζουν το κρέας τους

Επτα επι Θηβασ * Φοίνισσεσ * Ιφιγενεια *

Αντιγόνη * Αίαντας * Ηρακλής 

 

 

 

 

Βούληση: Όταν μιλούμε για βούληση, μιλούμε για τη βούληση του χαμού μας. Όλος ο κόσμος μας, όλες οι ιστορικές και φαντασιακές εκδοχές του κόσμου μας ανάγονται καθ’ ολοκληρία σε τούτη τη βούληση.

 

Stetson!: Έχουμε να το σκεφτούμε: γιατί είμαστε πάνω στο αταξίδευτο καράβι; Τι μας ανέβασε εδωνάς – όπου σώνονται ό – όόλες οι τροφές;

 

Σοφά σκυλιά: Τέτοια σοφά σκυλιά είμαστε οι άνθρωποι: στα μεσοδιαστήματα του φόνου βάνουμε ερωτήματα.

 

Come altrui piacque: Αν δεχτούμε πως μας ανέβασε στο αταξίδευτο καράβι κάποιος άλλος (ή ο Άλλος εκείνος), αν δεχτούμε πως τυχαία βρεθήκαμε απάνω επειδή μας έβγαλε το βήμα μας, ο άγριος νυχτερινός αγέρας, τότε το ερώτημα ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι που κάνει εκείνο το απαίσιο φρρρτ. Απομένει η φράση γενηθήτω το θέλημά σου – και η παιδική χορωδία θα ψάλει το αλληλούια (ή μιάνα Διεθνή ή ό,τι άλλο)

 

Alien: Αν πάλι αποφασίσουμε πως το γυρέψαμε βαθιά μέσα μας εκείνο το αταξίδευτο ερώτημα, τότε εκείνο το ερώτημα μεγαλώνει απειλητικά, καταλαμβάνει όλον μας τον ζωτικό χώρο, μας κόβει την ανάσα, μας πνίγει (ίδιο με εκείνα τα ακατανόμαστα χωροκατακτητικά πλάσματα των ιστοριών του τρόμου).

 

Η πιο βαθιά ελπίδα: Κατά βάθος το ξέρουμε: ανεβήκαμε στο καράβι γιατί ελπίζουμε να μας πέσει ο κλήρος.

 

Ονείρασιν βροτών: Η Ιοκάστη, όταν αρχίζουν να έρχονται στο φως τα γεγονότα (μνήμες παιδοκτονιών, πατροκτονιών, σμιξιμάτων, γεννών, γεγονότων που θαρρείς πως βγαίνουν από τη γαστέρα της γεμάτα αίματα), προφέρει τα κρίσιμα (και ανυπόφορα ιάσιμα) λόγια: Σύ δ εις τα μητρός μη φοβού νυμφεύματα·* πολλοί γαρ ήδη καν ονείρασιν βροτών * μητρί ξυνηυνάσθησαν· αλλά ταύθ ότω * παρουδέν εστί, ράστα τον βίον φέρει. Το τραγικό πρόβλημα της Ιοκάστης είναι ότι λέει τα σωστά λόγια σε λάθος άνθρωπο, στον μοναδικό Θηβαίο που δεν θα προσχωρήσει σε αυτό το ράστα τον βίον φέρει. Ο Οιδίποδας είναι πιασμένος απ’ τα ρουθούνια – σα να έχει μυρίσει το αίμα του

 

Από μέσα: Το τραγικό διακύβευμα δεν βρίσκεται σε όσα ζούμε – όλοι ζούμε αυτά που ζούμε (και όπως τα ζούμε). Το τραγικό διακύβευμα βρίσκεται στο ότι κάποτε αποφασίζουμε να μυρίσουμε τη ζωή μας από μέσα.

 

Τρελή βελόνα: Η τραγωδία είναι μια επιλογή, μια υπόθεση της ανθρώπινης βούλησης: πραγματοποιείται επειδή θελήσαμε να ανοίξουμε το βήμα μας προς αυτήν. Είναι μια διανοητική επικράτεια του νου μας όπου κάποτε η ζωή μας και τα όνειρά μας (αυτό που μέσες-άκρες συνηθίζουμε να ονομάζουμε ύπαρξη) γίνονται ένα πρόβλημα, μια διερώτηση, μια υποψία, μια τρελή βελόνα πυξίδας, μια λησμονημένη, κάτι περισσότερο από το ουδέν. Η τραγωδία είναι η μυρωδιά του εαυτού μας – η βούλησή μας να μυρίσουμε τον εαυτό μας.

 

Stalker: Το ανυπόφορο της ύπαρξης (ό,τι, τέλος πάντων, υποψιαστήκαμε ως ανυπόφορο της ύπαρξης) είναι δική μας υπόθεση – υπόθεση της αίσθησης που επιλέγουμε να ακολουθήσουμε κι όχι του ίχνους (όλοι το ξέρουμε πως δεν υπάρχουν ίχνη). Όσο περισσότερο μυρίζουμε το κρέας μας, τόσο βαθύτερα βυθιζόμαστε στην τραγωδία.

 

Μυρωδιά: Δεν υπάρχει ζωή που να μη μυρίζει. Δεν υπάρχει άνθρωπος (ή και ανθρώπινη ψυχή) που να μη μυρίζει.

 

Ρουθούνια: Τέτοια σκυλιά είμαστε: ζούμε με τα ρουθούνια.

 

***

 

Θα κουτουλούσαμε: Στην αρχή είναι η μήνις. Γιά φαντάσου: η θεά-μούσα εφευρέθηκε για να τραγουδήσει μια μάνητα. Άμα εκείνος ο γιος του Πηλέα δεν θύμωνε, θα ήμασταν δίχως θεά-μούσα, άρα και δίχως τον κόσμο που περιέγραψε, θα κουτουλούσαμε τυφλοί σε μια σπηλιά του νου μας.

 

Ο φόνος (μας) ενώνει: Μοιάζει με ταυτολογία: δεν υπάρχει ο άνθρωπος δίχως τη βούλησή μιας ανθρωπινότητας. Η Ιλιάδα μάς διδάσκει πως ο φόνος ενώνει τους ανθρώπους – τους κάνει να διεισδύουν ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας μέσα στους άλλους, οι άλλοι μέσα σε αυτόν.

 

Ο Θυμός ζυγώνει: Στην αρχή ήταν η μήνις. Ο Προμηθέας θυμώνει, ο Πολυνείκης θυμώνει, η Μήδεια θυμώνει, η Κλυταιμνήστρα θυμώνει, ο Ιούδας θυμώνει, ο Άμλετ θυμώνει, το τέρας του Φράνκενσταϊν θυμώνει, ο Αχαάμπ θυμώνει, ο Ρασκόλνικοφ θυμώνει, ο Κουρτζ θυμώνει. Ο θυμός τους μας ζυγώνει, μπαίνει μέσα μας σαν κατάρα – αφρίζει στο στόμα μας.

 

Τρίγωνο: Το τρίγωνο Αχιλλέας-Πάτροκλος-Έκτορας. Κι οι τρεις τους θα μπορούσαν να επιζήσουν – κι όμως, ο ένας μετά τον άλλον επιλέγουν τον θάνατό τους παρά τις ορμήνιες των από πάνω. Σαν μαριονέτες που σπάσαν τα σκοινιά και αποφασίζουν μόνες τους. Δεν τους ενδιαφέρει πια κανένας μεγάλος πόλεμος – πολεμάει ο καθένας στον δικό του πόλεμο, τρέφονται ο ένας από το συκώτι του άλλου. Μέσα στο τρίγωνο αυτό φωλιάζει η πρώτη ανθρώπινη αγριότητα (: ομορφιά;) της ιστορίας.

 

Αβατάρι: Ο Πάτροκλος είναι η πρώτη ηθική παρενδυσία της λογοτεχνίας. Είναι μια παλλακίδα, αλλά πεθαίνει σαν άντρας-δολοφόνος, σαν αληθινός homo necans. Διεκδικεί τον θάνατο του Αχιλλέα από το χέρι του Έκτορα. Πεθαίνει πνιγμένος στο αίμα – αλλά την ώρα που βγήκε έξω με τους Μυρμιδόνες είναι επιτέλους ελεύθερος: φόρεσε τα όπλα του γαμιά του, γίνεται ένας δολοφόνος επειδή απέκτησε το σωστό avatar, πλέον αυτός που τον έπαιρνε έχει μεταμορφωθεί σε αυτόν που σκοτώνει.

 

Ανθρωποτητα: Στην Ιλιάδα όλοι θέλουν να κυρώσουν αυτό που ζούνε με χαμό – θαρρείς να ζεις μονάχα όταν χάνεσαι. Στην Οδύσσεια ο ήρωας θέλει και να ζήσει και να επιζήσει – γι’ αυτό και είναι τόσο αποκρουστικός: θέλει να ακούσει το τραγούδι των Σειρήνων, μα θέλει και να γλιτώσει από αυτό. Σιγά σιγά (ή και αλίμονο) η ανθρωπότητα σε αγκαλιάζει, φροντίζει για σένα.

 

Μια βούκα μόνο: Ο Οδυσσέας είναι το τέλος της τραγωδίας – όπου και να επιστρέψει, θα τον περιμένει ένας καλοσιδερωμένος κόσμος, έτοιμος για μια ειρηνική αιωνιότητα – μια ειρηνική φρίκη, σαν να λέμε. Ο Οδυσσέας γυρεύει να ζήσει δίχως να πεθάνει: να ακούσει τις Σειρήνες, να πλαγιάσει με την Κίρκη και την Καλυψώ, να κατεβεί στον Κάτω Κόσμο (μα όλα αυτά για λίγο, μια βούκα μόνο, ένα ασφαλισμένο χάιδεμα με την άβυσσο κι έπειτα πάλι πίσω.)

 

Εμετός: Ο Οδυσσέας είναι ένας εμετός – μια τραγωδία που δεν έγινε ανεκτή στο στομάχι και ξεράστηκε. Αν ήταν στη θέση του ο Αχιλλέας, θα ορμούσε και θα χάνονταν στις Σειρήνες. Αν ήταν στη θέση του ο Αίαντας και έβλεπε τη Ναυσικά, θα την ξάπλωνε στην ακροθαλασσιά, εκεί και τότε. Αν ήταν στη θέση του ο Οιδίποδας, θα πήγαινε να πλαγιάσει με την Κίρκη δίχως κανένα φίλτρο – στο ερώτημα ποιος θα γίνει γουρούνι;, θα απαντούσε εγώ.

 

Νοτίστηκε: Ο Οδυσσέας είναι ένας εμετός τόσο ανθρώπινος. Η επιστροφή του είναι η επιστροφή σε έναν κόσμο ανθρώπων που μύρισαν το κρέας τους και φοβήθηκαν την ίδια τους τη μυρωδιά. Ο νόστος είναι μια τεχνική επιβίωσης κόντρα στη βούληση να ζήσουμε κάτι περισσότερο από τη βιολογική μας προδιαγραφή. Αν ο Κουρτζ είναι εκείνος που θύμωσε, ο Γουίλαρντ είναι εκείνος που θα επιστρέψει. Μα το βέβαιο είναι πως ο Γουίλαρντ-Οδυσσέας μύρισε βαθιά τον Κουρτζ πριν τον σφάξει, πως νοτίστηκε για πάντα από τη μυρωδιά του.

 

Αχόρταστοι: Πάντοτε η επιβίωση είναι πρόσκαιρη. Δεν υπάρχει οριστική επιστροφή. Κανένας άνθρωπος δεν έχει χορτάσει πριν να φαγωθεί.

 

Νά: Κι εντέλει η βούληση είναι η βούληση του χαμού – το πώς θα φαγωθούμε από την ίδια μας τη βούληση, το πώς θα χαθούμε πριν να σωθούμε.

 

***

 

Υπόσχεση: Τα κείμενα των τραγωδιών αγωνίζονται να εξωτερικεύσουν την συνειδησιακή πείνα – να τη μεταγράψουν σε νόηση και συγκίνηση (πιο σωστά: σε υπόσχεση της νόησης και επιθυμία της συγκίνησης). Τίποτε άλλο.

 

Η πρώτη νόηση: Βούληση (μάλλον) είναι (ίσως γιατί δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο) η ελευθερία να πεθάνουμε τον θάνατό μας, μια έκφραση της ανθρώπινης πείνας πέρα από και ενάντια στον Λόγο, πέρα και ενάντια στο δίκαιο, μετά την ηθική και ενάντια στην ίδια τη διάνοια που την εμπεριέχει. Κάθε εκδοχή της βούλησης που μπορώ να σκεφτώ απολήγει σε τούτη την ελευθερία ενός ατομικού θανάτου – έναν χαμό κατά δαίμονα εαυτού και όχι κατά τον δαίμονα των άλλων. Τούτη η βούληση ενός ατομικού, προσωπικού χαμού είναι η πρώτη νόηση (και η πρώτη εξωτερίκευση) της τραγικής πείνας – η δεύτερη είναι ο φόνος, η τρίτη είναι η ύβρις.

 

Έρχομαι: Στα κείμενα των τραγωδιών ανθρώπινες εκτροπές αγωνίζονται να σχηματίσουν την ανθρώπινη βούληση του χαμού κόντρα στην τελετουργία, κόντρα στην κοινωνική επιταγή, κόντρα στη δικαιοσύνη. Δεν ξέρουμε (ή τουλάχιστον: δεν ξέρω) τι γινόταν – δεν ξέρουμε (: δεν ξέρω) τι θα γίνει στη σκηνή: μα σε τούτα τα τριάντα δύο σωσμένα (;) κείμενα λίγες είναι οι στιγμές που η συνειδητή βούληση για έναν καταδικό μας θάνατο αναδεικνύεται (: αναδύεται) σχηματισμένη. Η ώση τούτης της ανάδυσης, ακόμη κι αν αυτή δεν πραγματοποιείται, είναι η σκοτεινή (: η μαύρη) ρίζα μας.

 

Όπου και όσο: Μέσα στα κείμενα( σε όλα τα κείμενα): δυνάμει τραγικότητες και τραγικές ώρες. Ένας σοφιστής που το παραγγέλνει: Σαλώμη, τη δική σου ήθελα να με φέρουνε την κεφαλή – κι έπειτα (τάχα) ξεχνιέται. Τέτοιοι είμαστε οι άνθρωποι: δαγκώνουμε όπου μπορούμε, όσο μπορούμε.

 

Επτά: Στους Επτά επί Θήβας όλοι παραδίνονται στον θάνατο περίπου ως μαριονέτες της μοίρας – της παλιάς κατάρας των Λαβδακιδών (εκείνων που έχουν ένα κουσούρι στα πόδια τους). Στο αισχύλειο κείμενο, παρόλο που ο ίδιος ο πόλεμος εκκινεί από δυο αλληλοτροφοδοτούμενες βουλήσεις ανιερότητας (ο Ετεοκλής που δεν τηρεί τη συμφωνία, ο Πολυνείκης που στρέφεται ενάντια στην πατρίδα), ο χαμός δεν είναι υπόθεση της βούλησης αλλά υπόθεση της νομοτέλειας: κανείς δεν πολεμάει υπέρ ή ενάντια σε τούτες τις βουλήσεις, αλλά επειδή πρέπει να πολεμήσει είτε ως εντεταλμένος από μια κοινότητα είτε ως φορέας μιας κάποιας δικαιοσύνης. Το μόνο δικό τους που τους απομένει σε τούτη τη διαδρομή είναι το σήμα της ασπίδας τους – η μόνη δυνατότητα έκφρασής τους. Η λευκή ασπίδα του Αμφιάραου είναι μια εν δυνάμει τραγωδία, μια τραγική ροπή που δεν παρεκτρέπεται ποτέ (ή απομένει ένα τραγικό στοίχημα, μια αναμονή που διέλαθε της προσοχής του Μπέκετ – ή παραήταν τραγικό γι’ αυτόν).

 

Επιλογή: Οι Επτά (που στην πραγματικότητα είναι δεκατέσσερις) θα χορέψουν μια τελετουργία θανάτου γεμάτη με δυνάμει τραγικότητες που ωστόσο, στο σύνολό της, δεν είναι τραγωδία, ακριβώς γιατί μέσα της δεν υπάρχει ατομική βούληση – υπάρχει μόνο προφητεία που θα εκπληρωθεί από πιόνια που θα πέσουν στου σκακιού τον Άδη. Η μόνη κεντρική τραγική της στιγμή μπορεί να είναι η επιλογή του Ετεοκλή να πολεμήσει τον Πολυνείκη στην έβδομη πύλη – παρά τα λόγια του χορού πως κάτι τέτοιο θα σημάνει πλήρωση της προφητείας και θάνατο για τον ίδιο. Εμείς (ως δυνάμει θεατές) έχουμε να αποφασίσουμε το εάν ο Ετεοκλής διαλέγει τον θάνατό του επειδή τον γυρεύει ως μοναδικό σπαρτάρισμα ατομικότητάς του σε έναν κόσμο ηθικών χρεών (οπότε και έχουμε τραγωδία) ή επειδή πρέπει να εκπληρώσει την προφητεία για να ολοκληρώσει την τελετουργική μνήμη – πιθανώς γιατί δεν διανοείται να μείνει ζωντανός δίχως αυτή.

 

Ειμαρμένη: Οι Επτά επί Θήβας μπορούσαν να είναι τραγωδία εφόσον ο Ετεοκλής είχε λαχταρήσει να αλληλοσκοτωθεί με τον Πολυνείκη και δεν ακολουθούσε τη δικαιοσύνη της γενιάς του, τη δικαιοσύνη της κατάρας να πληρωθεί. Ο διάλογός του με τον χορό τραμπαλίζει απελπιστικά ανάμεσα σε τούτα τα δύο – μα το συνολικό αισχύλειο κείμενο δείχνει να προκαταβάλλει, να χωροκατακτά την όποια αναδυόμενη βούλησή του. Ο θάνατος του Ετεοκλή δεν είναι ατομικός χαμός, τρομερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού: είναι προαναγγελμένο χρέος, κάποιος (ένας ακόμη) φενακισμένος μετά ρώμης και κοινής ανδρείας άμα γιγνόμενος αναίσθητος θάνατος. Οι Επτά είναι κάτι που στέκει στο εξελικτικό μεταίχμιο της τραγωδίας και εκεί θα παραμείνει όσο ο θάνατος των δύο αδελφών δεν είναι επιλογή μα κομμάτι μιας ειμαρμένης πτωματόστρωσης. Κατά συνέπεια, τα λόγια/αναγγελία της Αντιγόνης στην Έξοδο είναι προφανώς άτεχνη μεταγενέστερη προσθήκη – ακριβώς γιατί κάποιος αντιγραφέας ένιωσε ασφυκτική την ανάγκη έστω και μιας επιλογικής ανθρώπινης βούλησης.

 

Οι άνθρωποι αρχίζουν: Στους Επτά οι άνθρωποι αρχίζουν να μυρίζουν δίχως να καταλαβαίνουν τι.

 

Παρκαρισμένο: Εξήντα χρόνια αργότερα από τους Επτά επί Θήβας, οι Φοίνισσες στέκουν σ’ ένα αντίστοιχο μεταίχμιο – μα τώρα η φορά είναι ολωσδιόλου αντίθετη, καθώς: αν οι Επτά είναι κάτι πριν την τραγική βούληση, οι Φοίνισσες είναι ένα πλέγμα βουλόμενων για τον χαμό ανθρώπων που παλεύουν να διαπραγματευτούν την ίδιο τον χαμό τους, να τον διαχειριστούν, να τον καθοδηγήσουν (να τον παρκάρουν κάπου) για να ζήσουν δίχως αυτόν (ή, ακόμη χειρότερα, για να ζήσουν με αυτόν τον χαμό κάπου παρκαρισμένο).

 

Φοίνισσες: Στις Φοίνισσες διαγράφεται ένα (ασυνείδητο;) επιμύθιο στον τραγικό κόσμο. Το δραματικότερο πρόσωπο, η Ιοκάστη, παλεύει (όπως περίπου η Γερτρούδη) να συμβιβάσει την αρχαία κατάρα, τις ελευθερωμένες ροπές του χαμού, τις αλυχτισμένες βουλήσεις, ουσιαστικά να περιμαζέψει τη χαμένη της ζωή, να τη ζέψει σε ένα καινούργιο μετατραγικό άρμα-δράμα.

 

Επίλογος: Οι Φοίνισσες θαρρείς να είναι μια επιλογική επιτομή: τα αδέλφια και πάλι θα αλληλοσκοτωθούν (εδώ το καβαφικό επί τέλους ακούγεται τόσο βαθύ), η Αντιγόνη και πάλι διεκπεραιώνει τις συνήθεις αποστολές της, ο Τειρεσίας ξανα-αναγγέλλει τη δίψα των ουρανών για φρέσκο αίμα, ο Κρέοντας βρίσκει το δρόμο να διεκδικήσει μια εξουσία αδειανή από κάθε τραγικότητα των προκατόχων του, ο Μενοικέας προσφέρεται για μια θυσία που κανένας δεν έχει ανάγκη, ο Οιδίποδας ζει δίχως να έχει κάτι να γεμίσει με το πελώριο εγώ του, η Ιοκάστη θα δώσει στο δράμα ένα τέλος αντάξιο μιας γυναίκας που γέννησε τα παιδιά του γιου της.

 

Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη: Στις Φοίνισσες οι άνθρωποι ουσιαστικά διαπραγματεύονται τη δραματικότητα της βούλησής τους. Βάσει πλοκής, είναι περισσότερο δραματικό και λιγότερο τραγικό έργο – καθώς η βούληση υποχωρεί προς αυτό που θα ονομάζαμε ράθυμο πεπρωμένο. Θα μπορούσε να ήταν ένα αιματοβαμμένο δράμα του Σέξπιρ ή, ακόμη, όπερα του μπελκάντο· περισσότερο από κάθε άλλο τραγικό έργο, βρίσκεται στα όρια της τραγωδίας και του κόσμου που έρχεται μετά από αυτήν.

 

Θα υπνωθεί: Το πολυσυζητημένο πρόβλημα της δομής στις Φοίνισσες δεν είναι άλλο από την κούραση των ανθρώπων από την ανθρώπινη βούληση, από την ανάγκη τους να παραδοθούν σε ένα μετατραγικό δράμα όπου η πείνα θα υπνωθεί.

 

Διαπραγμάτευση: Οι Φοίνισσες είναι μια τραγωδία όπου οι άνθρωποι διαπραγματεύονται την πείνα τους – κατά συνέπεια, την ίδια τη μυρωδιά της σάρκας τους. Αν ο κόσμος των Επτά βρίσκεται σε μια είσοδο, ένας κόσμος στις Φοίνισσες οδηγείται στην έξοδο. Η πείνα σταδιακά μεταβάλλεται σε ένα αιματωμένο πράγμα, σε ένα δράμα – η ζωή με την επιβίωση πλέκονται οριστικά.

 

Ανάμεσα: Ανάμεσα στους Επτά και τις Φοίνισσες, μέσα σε έξι δεκαετίες,, έχει εξωτερικευτεί (αναδυθεί/εκμαιευτεί/τιναχτεί) η τραγωδία ως βούληση χαμού.

 

***

 

Κοινό καλό: Το κοινό καλό στέκει στον αντίποδα της τραγωδίας – και της υπερλογικής πείνας που την τροφοδοτεί. Δεν μπορεί να υπάρχει τραγική βούληση ως θυσία για ένα ηθικό δικαιωμένο συλλογικό πρόταγμα μιας κοινωνίας, που κατασκευάζει τον ούριο άνεμο με αίμα ανθρώπων. Ούτε η Ιφιγένεια, ούτε η Πολυξένη, ούτε ο Μενοικέας, ούτε κανένας άλλος από τους κάμποσους αυτο-θυσιασμένους των τραγωδιών για τον μέγα σκοπό ή για τη θεϊκή σωτηρία της πόλης (ούτε, βέβαια, ο Προμηθέας Δεσμώτης) μπορούν να λογαριαστούν στα μάτια μου ως τραγικοί ήρωες. Ο «χαμός» τους είναι πρόταγμα – άρα δεν είναι χαμός· η καταστροφή τους είναι αυτο-θυσία, ένα δώρο προς την ανθρωπότητα – άρα δεν ξεκινάει από τη βούληση του ατομικού χαμού αλλά από την ίδια την Ιστορία.

 

Ιφιγένεια: Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι πραγματεύεται την εμβληματικότερη ανθρωποθυσία του αρχαίου κόσμου (και, υπ’ αυτήν την έννοια, την πρώτη μυθολογική νοηματοδότηση της Ιστορίας). Ένα κορίτσι πρέπει να θυσιαστεί για να φυσήξει ο άνεμος τα καράβια των δολοφόνων, να γίνει η εκστρατεία, να αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος, να δημιουργηθεί η τάξη του περιπλανώμενου homo necans, να αναδυθεί ο κόσμος (ό,τι κατανοούμε ως κόσμο, τέλος πάντων). Οι διαδρομές της βούλησης της Ιφιγένειας και των ανθρώπων που διαμάχονται γύρω από τον θάνατό της είναι σχεδόν αδύνατο να αποσυνδεθούν στο μυαλό μας από τα αντίστοιχα ευαγγελικά σπαράγματα της βούλησης του Χριστού μπροστά στο βέβαιο τέλος του. Είναι η ώρα που πρέπει να γεμίσει η μεγάλη Ιστορία με ένα κουφάρι (ένα κιβώτιο μ’ ένα πτώμα) – είναι η απάνθρωπη ώρα που η ανθρώπινη βούληση πρέπει (επιτέλους) να κοινωνικοποιηθεί.

 

Ήττα: Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι είναι ένα πλέγμα βουλήσεων γύρω από τούτη την ανθρωποθυσία – επί της ουσίας, δεν είναι η τραγωδία της θυσιασμένης αλλά η ήττα της βούλησης των ανθρώπων που παλεύουν να διαχειριστούν έναν φόνο που καθίσταται κοινωνικό καθήκον. Στο τέλος, επί της ουσίας, είναι η μεγάλη ήττα του Αγαμέμνονα που μπροστά στην Ιστορία αδυνατεί να είναι πατέρας, η μεγάλη ήττα του Αχιλλέα που μπροστά στην Ιστορία αδυνατεί να είναι άντρας, εντέλει η μεγάλη ήττα της βούλησης ενός κοριτσιού που αποδέχεται πως το σώμα της είναι χρησμός

 

Μόνη ελπίδα: Η Ιφιγένεια δεν είναι τραγωδία διότι δεν υπάρχει μήτε βούληση για χαμό, μήτε ηδυσμένος φόνος (υπάρχει τελετουργημένος κοινωνικός φόνος), μήτε η ορμή ολοκλήρωσης/τελείωσης του κόσμο με το εγώ. Η Ιφιγένεια είναι ένα υπαρξιακό, οικογενειακό και συνάμα κοινωνικό δράμα, πιθανώς το εντελέστερο της ιστορίας, μια σπαρακτική πραγματεία για τον προαπαιτούμενο φόνο, για τη γυναίκα του πρωτομάστορα που χτίστηκε μέσα στα γεφύρια και τις πυραμίδες όλου του κόσμου – μα δεν είναι τραγωδία. Είναι το δράμα διαπαιδαγώγησης στη μετατραγική εποχή: το πώς η βούληση γίνεται ανάγκη, το πώς ο αποδιοπομπαίος πειθαρχεί, το πώς η πείνα γίνεται ανθρώπινος λόγος κι οι άνθρωποι πιόνια για του σκακιού τον Άδη. Μόνη υποθήκη (: μόνη ελπίδα) η μανία της Κλυταιμνήστρας.

 

Γιά φαντάσου: Μόνη ανθρώπινη ελπίδα η μανία.

 

Εν τούτω: Η Ιφιγένεια δεν χάνεται – θα γίνει έμβλημα νίκης (ένα ακόμη φριχτό Εν τούτω νίκα) στις παντιέρες των Αχαιών. Διόλου τυχαία ο Ευριπίδης κάτω από το μαχαίρι του Κάλχα προσφεύγει στην Άρτεμη και την παιδιάστικη ανταλλαγή με την ελαφίνα – ακριβώς γιατί νιώθει πως η θυσία είναι μια συνειδησιακή διαπαιδαγώγηση (παρόμοια με τη διαδικασία πίστης που επιφύλαξε ένα απαίσιος Θεός στον δούλο του Αβραάμ). Αν κυλούσε αίμα πάνω στο μάρμαρο, θα μύριζε παράταιρα.

 

Ούριος άνεμος: Στον κόσμο της Ιφιγένειας η πείνα έχει γίνει κοινωνία.

 

***

 

Το λιγότερο, το περισσότερο: Η βούληση είναι ανιστορική – όταν ιστορικοποιηθεί, είναι μια διδασκαλία το λιγότερο απάνθρωπη, το περισσότερο απάνθρωπη.

 

Τι αλληθωρία! (με θαυμαστικό): Το πρόβλημα της βούλησης στην Αντιγόνη και σε ολόκληρη την αρχαία τραγωδία (προφανώς και σε ολόκληρη τη λογοτεχνία) εμπεριέχεται σε εκείνο το πρώτο χορικό των δεινών. Το θέμα του εν πρώτοις μοιάζει απροσδόκητα ανασκοπικό: ο άνθρωπος που προκόβει και περιορίζεται μόνο από τον θάνατο. Μα το χορικό είναι διανοητική προκάλυψη, μια αλληθωρία: στην πραγματικότητα αναγγέλλει τον άνθρωπο που ανθρωπίζεται μέσα στον θάνατό του.

 

Η Αντιγόνη: Η Αντιγόνη είναι μια απαρχή της ανθρωπινότητας κόντρα στην ανθρωπότητα: δεν θέλει να σωθεί, δεν θέλει να επιζήσει, θέλει να φαγωθεί πριν να σωθεί, πριν κανένας μάντης/παπάς/ιμάμης βρει τη μεγάλη λύση, τη χρυσή τομή, τη φιλοσοφική λίθο. Η Αντιγόνη είναι μια σκοτεινή άβυσσος που αναδύθηκε θαρρείς για να χαθεί μέσα στον εαυτό της: Η ίδια λέει πως ζει για να αγαπά, δεν συμπληρώνει όμως το αυτονόητο αδιανόητο: πως αγαπά την άβυσσό της μέχρι το τέλος της (κι αυτό στρέχει ακριβώς επειδή είναι μια αντίφαση).

 

Χαμός που υπερεκχειλίζει: Η Αντιγόνη είναι η μεγάλη τραγική ηρωίδα της βούλησης του χαμού (με τον ίδιο τρόπο που η Μήδεια είναι η μεγάλη τού ηδυσμένου φόνου). Η Αντιγόνη αρπάζεται από τον θάνατό της: ο χαμός της γίνεται εμμονή θαρρείς από την πρώτη στιγμή που η Ισμήνη τής το αναφέρει ως ενδεχόμενη ποινή για την αποκοτιά της. Η ταφή του αδελφού είναι πρόσχημα: είχε καταληφθεί τόσο από το επικείμενο τέλος της, που δεν σταματιέται από τίποτε κι από κανέναν. Υπό την έννοια αυτή, δικαίως ο Γκέτε εξοργίζεται από τους στίχους 904-920 και τους θεωρεί εξοβελιστέους – τι διάολο ανάγκη είχε από ορθολογικά επιχειρήματα ένας χαμός που υπερεκχειλίζει τη συνείδηση;

 

Φιλοσοφία: Ο Χέγκελ καταδίκασε την Αντιγόνη σε μια φιλοσοφική ερμηνεία: τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εξίσου βαριές αξιακές σφαίρες (ηθική παράδοση – κοινωνική επιταγή). Αυτό (φυσικά) δεν θα ήταν λάθος αν μιλούσε για μια παραβολή και όχι για τραγωδία. Μα όποιος φιλοσοφεί (ψάχνει μια παραδεκτή αλήθεια του κόσμου) πάνω στην τραγωδία είναι επικίνδυνος κηπουρός (: κρατάει κλαδευτήρι): η τραγωδία είναι πέρα από την αλήθεια του κλαδευτηριού του – σε μιαν επικράτεια όπου η αλήθεια μοιάζει με μουγγή απανθρωπιά.

 

Ακόμη κι αν δεν υπήρχαν Λαβδακίδες: Ο χαμός της Αντιγόνης νοτίζει τα πρόσωπα της τραγωδίας της: ο Αίμονας άμεσα και η Ευρυδίκη έμμεσα κατρακυλούνε (ή: γυρεύουν να κατρακυλήσουν) στην άβυσσό της σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Μα οι διαδοχικές αυτοκτονίες τους είναι ιστορικές (δηλαδή προκαλούνται από τα γεγονότα – παρόμοια με την αυτοκτονία της Ιοκάστης στον Οιδίποδα). Η Αντιγόνη θα χαθεί έτσι κι αλλιώς: ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Πολυνείκης, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Κρέοντας, ακόμη κι αν δεν υπήρχε η κατάρα των Λαβδακιδών, εκείνη θα τους είχε εφεύρει.

 

Ένας μονάχα κλήρος: Η Αντιγόνη τραβά μονάχη τον κλήρο της. Ένας κλήρος, μια κληρωτίδα, μια γυναίκα που θα φάει η ίδια τον εαυτό της.

 

***

 

Αίας: Ο Αίαντας είναι η πρώτη καθαρή τραγωδία της βούλησης – και επιβεβαιώνει πως κάθε βούληση ανάγεται στη βούληση του καθενός χαμού του. Για να κερδηθεί αυτή η βούληση πρέπει να ξεπεραστεί η ισχύς, η ηθική, ο Θεός – κάθε ανάσχεση της ατομικότητας, κάθε φόβος, κάθε προσδοκία του φόβου.

 

Θεριεύει: Ο Αίαντας θέλει – τα όπλα του Αχιλλέα, τον αφανισμό του Οδυσσέα, τη δική του δόξα, τον θάνατο τον άλλων, εντέλει θέλει τον χαμό του. Στην πραγματικότητα θέλει να ελευθερωθεί: από τους θεούς, τις ορμήνιες τους, την τάξη του κόσμου, τη μνήμη, τη φήμη, τη δόξα, από την γενναιότητά του. Η βούλησή του όχι μόνο δεν σωφρονίζεται από τις ήττες του, αλλά θεριεύει από αυτές. Ο μονόλογος του δήθεν «σωφρονισμού» του απομακρύνει κάθε πιθανότητα ασυνειδησίας της τελικής βουτιάς του.

 

Αντίχριστος: Στην πραγματικότητα ο Αίαντας είναι ένας πρώιμος (υπερβολικά πρώιμος) Αντίχριστος: είναι ο μόνος καθαρά αντίθεος τραγικός ήρωας, αυτός που στρέφεται ενάντια στη θεϊκή τάξη. Ο Προμηθέας υπηρετεί μια δικαιοσύνη απέναντι στην αδικία, ο Πενθέας δεν πιστεύει πως ο ξένος είναι ο Διόνυσος, ο Οιδίποδας συνεχώς υπακούει (ή νομίζει πως υπακούει). Ο Αίαντας αποφασίζει να ζήσει δίχως τους θεούς, δίχως τη προφυλακτική σκιά τους, δίχως τον σωτήριο τρόμο τους, δίχως τη δυνατότητα μετάθεσης που απλόχερα του προσφέρουν.

 

Βόγγαε: Στο τέλος θα γεμίσει το κενό του με τον ρόγχο του: ο Αίαντας γίνεται ο ήρωας που βόγγαε μαύρο έντομο. Είναι καθαρό πως έλυσε το πρόβλημα της ύπαρξης με το πελώριο κορμί του, με το ίδιο του το βάρος.

 

Τομότατος: Το σπαθί είναι για τον Αίαντα ό,τι τα μάτια για τον Οιδίποδα. Από την πρώτη του στιγμή όπου γλιστράει σαν ίσκιος στο στρατόπεδο αυτό αστράφτει μες στη νύχτα ματωμένο. Πιστεύει πως αυτό θα του δώσει τη λύση – ακριβώς γιατί θα ενωθεί μαζί του στην τρομερή στιγμή της ύπαρξης. Αίας τούπος ύστατον θροεί.

 

À Mon Seul Désir: Ο Αίαντας δεν θα συνετιστεί ποτέ – θα μείνει θυμωμένος μέχρι το τέλος, δίχως στιγμή να παζαρέψει το θυμό του, να τον διαχειριστεί, να τον βάλει στην άκρη. Μπορούσε να κλείσει το θέμα της προβατοσφαγής και να επιβιώσει ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του ένα ήμαρτον, ένα τόσο δα ήμαρτον – μα αυτός δίνεται στον μεγάλο χαιρετισμό-σφαγέα. Ο μεν σφαγεύς έστηκεν – αυτός (ο σφαγεύς) είναι η μεγαλύτερη, η πιο βαθιά του επιθυμία.

 

Διόλου μαινόμενος: Ο μαινόμενος Ηρακλής (μεταγραμμένος σε τραγικό κείμενο τρεις δεκαετίες υστερότερα από τον Αίαντα) είναι ένας εν δυνάμει Αίαντας που έξαφνα (με ευριπιδικό τρόπο) εγκαταλείπει την τραγωδία του προς χάριν της επιβίωσης. Έχει διαπράξει το ειδεχθέστερο έγκλημα: σκοτώνει γυναίκα και παιδιά, ίσως στη σπαρακτικότερη σκηνή παιδοκτονίας που έχει γραφτεί ποτέ. Στη συνέχεια αποφασίζει πως η Ήρα θέλησε να τον εμπαίξει, πως η Ίριδα και η Λύσσα μπήκαν μέσα του. Του αρκεί

 

Ευχέλαιο: Ο μαινόμενος Ηρακλής είναι ένας Αίαντας που λογικεύεται – είναι ένας Αίαντας που ακούει επιτέλους τη φωνή της συναίνεσης (της λογικής). Ερμηνεύει τον φόνο που διέπραξε ως υπερκόσμια βούληση – και συνάμα καταδικάζει τον εαυτό του να μην ξαναβουληθεί. Η Ήρα (η θρησκεία) είναι γι’ αυτόν ό,τι η εκστρατεία (η Ιστορία) για τον Αγαμέμνονα, ό,τι οι αδημονούντες για πόλεμο Μυρμιδόνες για τον Αχιλλέα. Μ’ ένα ευχέλαιο τελειώνει με το πρόβλημα της ύπαρξής του: έτσι σώζεται.

 

Φαος: Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των κειμένων (: στην ακολουθία των κειμένων) δεν ξαναϋπήρξε ένα ζεύγμα όπου να φαίνεται καθαρά ότι η τραγωδία δεν είναι η ύπαρξη και τα γεγονότα αλλά η υποκειμενική ερμηνεία της ύπαρξης και των γεγονότων. Ο Ηρακλής σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά και αποφασίζει πως το έκανε εν σκοτία, πως μια ουράνια δύναμη τον οδήγησε στην πράξη του φόνου – κι άρα απαλλάσσει τον εαυτό του από κάθε ενοχή. Ο Αίαντας σκοτώνει ένα κοπάδι πρόβατα – κι όμως τούτη την πράξη τη λογαριάζει επαρκή αιτία για να πέσει στο σπαθί του.

 

Έλυσε το πρόβλημα: Ο Αίαντας λύνει το πρόβλημα του εαυτού του με τον ίδιο τον εαυτό του. Η Αθηνά τού σκότισε τη συνείδηση, αλλά δεν του νίκησε τη βούληση. Ο Αίαντας έλυσε το πρόβλημά του ενώνοντας το σώμα του με το σπαθί του. Ο Αίαντας ελευθερώνεται επαληθεύοντας τη βασική ανθρωποποιητική εμμονή: habeo corpus.

 

Σφαγευς: Όποιος πεινά πάντοτε βρίσκει.