Θανάσης Τριαρίδης * τα μελένια λεμόνια
 
 
 
 
Βιβλίο όγδοο
 
Το Πιστεύω
έτσι όπως το είπαμε ένα δειλινό στο Μικρό Ρέμα
 
 
 
 
 
         Πιστεύω σ' ένα κόκκινο μουνί που έξαλλο γαμιέται,
         που μουσκεμένο σφαδάζει  από την γκάβλα,
         που κάνει τον κόσμο να τρέμει με το τρομερό του πύρωμα –
         κι είναι ο καθένας πάντοτε μόνος του
         σε τούτη την πίστη.
 
         Και σ' έναν πούτσο τουμπανιασμένο,
         που χώνεται μέσα του αχαλίνωτος,
         γεμάτος με όλο το αίμα των αιώνων,
         αίμα χοχλακιστό από αίμα χοχλακιστό –
         από αυτό που ξεκινούν όλα.
 
         Και σε δυο βυζιά με ολόσκληρες ρώγες
         που μπορούν να γυρίσουν ανάποδα τη θάλασσα.
         Και σε δυο αρχίδια που γεννούνε
         τη γλύκα και το θάνατο μαζί.
 
         Και σε δυο στόματα που δαγκώνουν τη σάρκα
         και τη ματώνουν από λαχτάρα.
         Και σε μια σάρκα που κομματιάζεται
         από τους αγέρηδες και τα πουλιά.
 
         Και στα χύσια που πετιούνται πέρα από τη θλίψη,
         πέρα από το χρόνο και το φόβο,
         πέρα από τη μοναξιά,
         πέρα από τη μεγάλη σύντηξη του κόσμου.
 
         Και στην πεθυμιά που οδήγησε
         τα αγόρια με τα πρησμένα πόδια,
         τα κορίτσια με τη στάχτη στα μάτια,
         τους άπιστους κουρελήδες,
         τους αρσενικοθήλυκους με τη διαμαντένια γλώσσα,
         τα προϊστορικά τέρατα της αγάπης.
 
         Και στο ρίγος των σωμάτων,
         όταν ενώνονται κι όταν σμίγουνε κι όταν αγκαλιάζονται
         κι όταν αγγίζονται με την άκρη των δακτύλων,
         με την άκρη των χειλιών,
         με την άκρη των βλεφάρων –
         ω ναι, σ' αυτήν την εκκλησία που λέγεται έξαψη,
         στα ψωλοχύματα και στα μουνοϋγρά στα πρόσωπα των ανθρώπων.
 
         Και μήτε ανάσταση προσδοκώ, μήτε ζωή του μέλλοντος αιώνος,
         μόνο να κοκκινίζουν από γκάβλα
         τα μάγουλα των ζωντανών και τα μάγουλα των χαμένων –
         να κοκκινίζουν από γκάβλα τα μάγουλά μας.