Δεύτερη πράξη
9.
(Μέσα στο σκοτάδι. To Erbarme Dich του Μπαχ συνεχίζει, όλο και πιο σιγανά, μέχρι που σβήνει.)
Π: (Πνιχτά.)
Είσαι τόσο θλιβερή… Μου προκαλείς αναγούλα…
Φ: Είναι απολύτως φυσιολογικό αυτό, αγάπη μου…
Π: Πόσο καιρό;
Φ: Πόσο καιρό, τι;
Π: Πόσο καιρό έχεις να γαμηθείς, καργιόλα;
Φ: Θα καταλάβεις… Είμαι βέβαιη πως θα καταλάβεις…
Π: Να σε γεμίσει ένας πούτσος,
αυτό χρειάζεσαι… Να σε καρφώσει μέχρι το λαιμό…
Φ: Θα σου εξηγήσω και θα καταλάβεις…
Π: Να σε πασσαλώσει, παλιοπουτάνα…
Να σου βγει από το στόμα…
Φ: Είμαι σίγουρη πως θα καταλάβεις…
Π: Αλλά δεν θα σε γεμίσει κανένας, σκύλα… Θα πεθάνεις
απότιστη…
Φ: Έχεις λογική σκέψη… Θα καταλάβεις… (Ανάβει
το φως.) Οι άνθρωποι πάνε παντού με τη λογική σκέψη…
Π: Πού θα το πας, καργιόλα; Πού
ακόμη;
Φ: Δεν το πάω πουθενά…
Π: Δεν θα με λύσεις ποτέ, έτσι;
Φ: Δεν άκουσες τι σου είπα πριν;
Π: Άκουσα…
Φ: Τότε δεν κατάλαβες…
Π: Φυσικά και κατάλαβα… Είπες πως είμαι ένα κομμένο
κεφάλι… Διόλου πρωτότυπο… Το έχω διαβάσει κάπου… Νομίζω σε κάποιο κόμικ…
Φ: Τι έχεις διαβάσει;
Π: Ήταν ένας εγκέφαλος σε γυάλα… Είχε μείνει έτσι
εξαιτίας κάποιου ατυχήματος και λειτουργούσε με ηλεκτρικό…
Φ: Και τι έκανε;
Π: Δεν θυμάμαι... Νομίζω πως έδινε συμβουλές… Ήταν σοφός
και προέβλεπε πάντοτε τι θα γίνει…
Φ: Η λογική σκέψη…
Π: Ναι, το ξέρω, μπορεί να σε πάει παντού…
Φ: Εσένα, πού σε πηγαίνει;
Π: Στο ότι θέλεις μια ψωλή να
σε ματώσει…
Φ: Εσύ, τι θέλεις;
Π: Τίποτε…
Φ: Θέλεις να σου φέρω έναν καθρέφτη;
Π: Καθρέφτη;
Φ: Ναι, για να δεις πώς είσαι…
Π: Να μου φέρεις… Ό,τι και να
δω, δεν θα το πιστέψω…
Φ: Γιατί;
Π: Είσαι τόσο διεστραμμένη, που μπορείς να φτιάξεις έναν
καθρέφτη να δείχνει ό,τι θέλεις εσύ…
Φ: Τι μπορείς να πιστέψεις;
Π: Τίποτε…
Φ: Τίποτε;
Π: Τον ήχο από τα χέρια σου όταν θα σου τα ξεριζώνω… Και
το κλάμα σου, παλιοπουτάνα, που θα ζητάς έλεος…
Φ: Είναι φυσιολογικό να μιλάς έτσι… Αλλά με τα σημερινά
δεδομένα δεν μπορούσα να κάνω τίποτε περισσότερο…
Π: «Σημερινά δεδομένα»;
Φ: Μπορούμε να επανεκκινήσουμε
τον εγκέφαλο και τις νοητικές λειτουργίες, καθώς και τις αισθητικές λειτουργίες
του κεφαλιού… Μα ακόμη δεν μπορούμε να κινήσουμε το σώμα…. Σε πέντε ή δέκα
χρόνια ίσως να το έχουμε καταφέρει κι αυτό…
Π: «Ίσως»; Γιατί «ίσως»;
Φ: Έχεις δίκιο… Σίγουρα θα το έχουμε καταφέρει…
Π: Οπότε πρέπει να περιμένεις πέντε με δέκα χρόνια…
Φ: Να περιμένω;
Π: Σε πέντε με δέκα χρόνια θα μπορείς να πασσαλωθείς πάνω
στον πούτσο μου…
Φ: Δεν μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς…
Π: Και τι θα μου κάνεις, καργιόλα;
Θα μου βγάλεις τα νύχια;
Φ: Δεν μου αρέσει ο…
Π: (Φωνάζει.) Τι θα μου κάνεις, παλιοπουτάνα;
Φ: (Με ένταση που
σταδιακά αυξάνεται.) Πρέπει να ζήσουμε
μαζί, κατάλαβέ το…
Π: (Ειρωνικά.)
Μαζί; Εγώ με σένα, καργιόλα;
Φ: Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα…
Π: Δεν θα σου βγει… Σου το υπόσχομαι πως δεν θα σου βγει…
Μπορεί να με έχεις δεμένο, αλλά δεν θα σου βγει…
Φ: Δεν είσαι δεμένος, Χαβιέ…
Π: Μην με λες, Χαβιέ… Δεν είμαι
ο Χαβιέ… Ο Χαβιέ είναι ένα
όνομα που επινόησε η διεστραμμένη φαντασία σου…
Φ: Εσύ είσαι, Χαβιέ…
Π: Δεν σε πιστεύω, παλιοπουτάνα…
Φ: Κι όμως, εσύ είσαι…
Π: Ένα τσιγάρο… Θέλω ένα τσιγάρο… Πριν, με ρώτησες αν
θέλω να καπνίσω ένα τσιγάρο…
Φ: Όντως σε ρώτησα… Αλλά εσύ δεν κάπνιζες…
Π: Τώρα καπνίζω…
Φ: (Σκύβει προς το
μέρος του.) Τώρα δεν έχεις πνευμόνια…
Π: Και πώς αναπνέω; Πώς βγαίνει η φωνή μου; Άκου με πώς
λαχανιάζω… (Λαχανιάζει παίρνοντας βαθιές
ανάσες. Κατόπιν φωνάζει με όλη του τη δύναμη.) Πώς μπορώ και φωνάζω, καρΓιόλα;
Φ: Λέγεται ψευδαισθητική ομοίωση… Είσαι συνδεδεμένος με
ηλεκτρικό ρεύμα: οι τεχνητοί νευρώνες που εμφυτεύτηκαν στον εγκέφαλό σου μετατρέπουν
την ηλεκτρική ενέργεια σε ανάσα και σε φωνή… Μπορεί να την μετατρέψει και σε
σάλιο, αλλά και σε δάκρυα…
Π: (Την κόβει.)
Λες μαλακίες… Δεν είμαι παιδάκι για να πιστεύω
τέτοιες μαλακίες…
Φ: Έγιναν πολλά στα χρόνια που κοιμόσουν… Πετύχαμε την
εμφύτευση νευρώνων, την προσθετική εγκεφαλικών στοιβάδων… Μετά από αυτό, είχα
ένα μόνο στάδιο για να σε επαναφέρω: την εγκατάσταση του πλέγματος για την
ηλεκτροδότηση του εγκεφάλου…
Π: Σε ποιο βιβλίο διάβασες τόσες σαχλαμάρες;
Φ: Εδώ και πολύ καιρό αυτά που με απασχολούν δεν υπάρχουν
στα βιβλία… Δουλεύω πάνω στο μοντέλο της τεχνητής νοητικής λειτουργίας για
περισσότερα από τριάντα χρόνια…
Π: (Ειρωνικά.)
Τριάντα χρόνια… Είναι πολύς καιρός… Άρα είσαι κωλόγρια…
Και δεν σου φαινότανε…
Φ: Ξεκίνησα να δουλεύω σε κέντρο εγκεφαλικών ερευνών
λίγους μήνες αφότου γεννήθηκες…
Π: (Συνεχίζει
ειρωνικά.) Σωστά… Ξέχασα πως είσαι και μητέρα…
Φ: Δεν το πιστεύεις… Δεν πιστεύεις τίποτε από όλα αυτά…
Π: (Πάντοτε
ειρωνικά.) Μητέρα, θα θέλατε να μιλήσετε για εμάς…
Φ: (Ολόκληρη η
αναδρομή της Φ στο παρελθόν γίνεται με στοχαστικό ύφος, σαν να μονολογεί. Οι συνεχείς
βρισιές και οι ειρωνείες του Π δεν την ενοχλούν – σαν να μην τις ακούει.)
Έμεινα έγκυος σε σένα στα δεκαεννιά μου… Ήμουν στο πρώτο έτος της Ιατρικής… Ο
πατέρας σου ήταν συμφοιτητής μου… Γεννήθηκες πάνω στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο… Σαν
τον Χριστό…
Π: Νομίζω πως ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου…
Φ: Ο Χριστός γεννήθηκε πάνω στο Ηλιοστάσιο… Πιάστηκε την
Εαρινή Ισημερία, για να γεννηθεί πάνω στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο… Την ημερομηνία
την πήγαν πιο πίσω οι παπάδες – για να μην ταυτίσουν τη γέννηση του Θεού τους
με τη μεγάλη γιορτή των παγανιστών…
Π: Ό,τι πείτε, Μητέρα… Είστε
σοφή…
Φ: Παντρευτήκαμε με τον πατέρα σου λίγες εβδομάδες μετά…
Εκείνος πίστευε πως θα κάναμε μια φυσιολογική οικογένεια γιατρών που εργάζονται
σε ερευνητικά κέντρα…
Π: Σας γαμούσε καλά ο Πατέρας, Μητέρα;
Φ: Μόνον εσένα αγαπούσα…
Π: Ωστόσο συνέχισες μαζί του… Ήθελες τον πούτσο να σε ξεσκίζει…
Φ: Μέχρι να γίνεις δέκα χρονών, πίστευα πως ήμουν φυσιολογική
μητέρα… Όλες οι μητέρες έχουν αδυναμία στους γιους τους… Γέννησα την αδελφή σου
ένα χρόνο μετά από σένα… Με τον πατέρα σου είχαμε προδιαγεγραμμένο μέλλον:
σπουδές, επάγγελμα, οικογένεια… Πήραμε τα πτυχία μας, αρχίσαμε τα μεταπτυχιακά
και τα διδακτορικά…
Π: Έτσι γίνατε σπουδαίοι γιατροί, Μητέρα…
Φ: Ο πατέρας σου έγινε νευροχειρουργός· είχε
ειδικευτεί σε επεμβάσεις όγκων… Εγώ ασχολήθηκα με επεμβάσεις πιο πειραματικές…
Π: Ήσασταν μια ιδιοφυΐα, Μητέρα…
Φ: (Κοφτά.) Την
πρόταση για το φόνο, την έκανες εσύ…
Π: (Ξαφνιασμένος.)
Τι έκανα;
Φ: (Αργά και
εμφατικά.) Την πρόταση για το φόνο, την
έκανες εσύ…
Π: (Ειρωνικά.)
Μπράβο, Μητέρα… Αφηγείστε μια ωραία ιστορία…
Φ: Έτσι έγινε…
Π: Ναι, παλιοπουτάνα, έτσι
έγινε… Εσύ ήσουν μια άπραγη παιδούλα, κι εγώ σε παρέσυρα…
Φ: Είπα πως την πρόταση την έκανες εσύ… Τίποτε
περισσότερο…
Π: Πάντως, έχεις φαντασία… Μήπως εγώ βρήκα και το
υδροκυάνιο;
Φ: Το υδροκυάνιο σ’ το έδωσα εγώ…
Π: Μπράβο, Μητέρα… Είστε σπαρακτικά ειλικρινής…
Φ: Όταν ήρθε η αστυνομία, είχαμε στήσει όλα όσα έπρεπε να
πούμε… Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτε – επιπλέον ήμουν σε κατάσταση σοκ… Εσύ
παρέμενες σιωπηλός· στην τρίτη ανάκριση έσπασες… Η αδελφή σου σου είχε εκμυστηρευτεί όσα γίνονταν με τον πατέρα σου…
Π: Πήγαινε και τη γαμούσε κάθε βράδυ… Κι εσένα σε άφηνε
απότιστη…
Φ: Στην αστυνομία είπες πως είχανε σχέσεις επί δύο
χρόνια… Από τα δώδεκά της χρόνια… Τα είπες αποσπασματικά
όπως έπρεπε: κυριολεκτικά σου τα έβγαλαν με το τσιγκέλι… Κι ύστερα βρέθηκε το
ημερολόγιο που κρατούσε στον υπολογιστή της…
Π: (Φωνάζει, με
πολύ επιθετική ειρωνεία.) Σε άφηνε
στεγνή, πουτάνα…
Φ: Ήτανε ξεκάθαρο πως αγαπιόντουσαν… Είχαν περάσει οι
αιώνες του αίματος για να συναντηθούνε, έτσι της είχε πει… Ήθελαν να ενωθούν
για πάντα… Ώσπου αυτή αποφάσισε να δώσει μια λύση… Μια μεγάλη ολόλαμπρη λύση…
Π: (Φωνάζει.) Είναι κακό πράγμα η αγαμησιά
για μία πουτάνα…
Φ: Το αρχείο στον υπολογιστή της, το είχα γράψει εγώ
τρεις εβδομάδες νωρίτερα… Η αστυνομία έκλεισε την υπόθεση· σεβάστηκαν την
εφηβική σου ηλικία και δεν έδωσαν δημοσιότητα…
Π: Πρέπει να στεναχωρήθηκες πολύ που δεν σε πέρασαν ένα
χέρι και οι μπάτσοι…
Φ: Εγώ γύρισα στη δουλειά μου… Για μέρες κυκλοφορούσαμε
στο σπίτι σαν άγνωστοι… Σιωπηλοί… Σαν να φοβόμασταν μην μας ανακαλύψουν…
Π: Και το μουνί σου αράχνιαζε, γαμιόλα…
Φ: Αλλά αυτό για τους αιώνες του αίματος… (Κομπιάζει.)
Π: Αυτό, τι;
Φ: Αυτό είναι αλήθεια… Η μόνη αλήθεια…
~
10.
Π: Τι εστίν αλήθεια;
Φ: Τι είπες;
Π: Λέγει αυτώ ο Πιλάτος: Τι εστίν αλήθεια;
Φ: Α, μάλιστα… Μου κάνει εντύπωση…
Π: Τι σου κάνει εντύπωση;
Φ: Που θυμάσαι τη φράση…
Π: Περιμένω την αλήθεια, καργιόλα…
Φ: Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια…
Π: Περιμένω τον αληθινό λόγο που είμαστε εδώ…
Φ: Δεν το έχω σκεφτεί…
Π: Για σκέψου το, γαμημένη…
Φ: Δεν ξέρω… Ίσως –
Π: (Την κόβει. Μιλάει
με επιθετική ένταση.) Ίσως γιατί θέλεις έναν πούτσο…
Έναν πούτσο για να ξεσκίσει το αραχνιασμένο σου μουνί…
Φ: (Σαν να
μονολογεί, σαν να μην τον ακούει.) Ίσως επειδή πεινούμε…
Π: Πεινάς για πούτσο, γαμημένη…
Φ: Οι άνθρωποι από παλιά ξέρανε πως θα πεθάνουν, κι όμως
πεινούσαν…
Π: Λες τις ιστορίες σου, αλλά κατά βάθος μόνο αυτό σε
νοιάζει… Ένας πούτσος που θα σου φτάσει μέχρι το
λαιμό…
Φ: Είχε περάσει ένας μήνας από τον θάνατο του πατέρα σου
και της αδελφής σου… Τότε έγινε…
Π: Τι έγινε, καργιόλα;
Φ: Ήρθες στο κρεβάτι μου… Σε περίμενα άγρυπνη κάθε νύχτα…
Αλλά εκείνη τη νύχτα ήρθες…
Π: Είσαι άρρωστη… Στ’ αλήθεια, είσαι άρρωστη…
Φ: Όταν άνοιξες την πόρτα του δωματίου, το ήξερα… Ήξερα
πως ήταν η ώρα… Ήρθες στο κρεβάτι και έγινε…
Π: (Με μεγάλη
ένταση.) Γαμήθηκες με τον γιο σου, πουτάνα…
Φ: Δόντια, δέρμα, αίμα, πόνος… Ίσως πόνος… Μια μεγάλη
ώρα, που η ύπαρξη έγινε πόνος… Δεν ήξερα πια τι ήταν δικό μου και τι δικό σου…
(Με ένταση.) Ήταν όλα μαζί…
Π: Ήταν ένα στεγνό γαμήσι…
Φ: Ήταν μια πείνα που μεγάλωνε…
Π: Το αποστήθισες από κάποιο βιβλίο; Πολλά λόγια για ένα γαμήσι…
Φ: (Σαν να μην τον
ακούει.) Θαρρείς ένα καρβέλι που το έτρωγες, κι όμως μεγάλωνε… Ώσπου…
Π: (Την κόβει.)
Ώσπου έχυσες… (Φωνάζει.) Το λυσσασμένο σου μουνί
έχυσε, γαμημένη…
Φ: (Δείχνει να μην
τον ακούει.) Ώσπου γίναμε αντρόγυνο… (Αργά,
σαν να ονειρεύεται.) Αντρόγυνο…
Π: Αντρόγυνο με το γιο σου, σκύλα…
Φ: Ήμασταν αντρόγυνο για δέκα χρόνια… Ήμασταν ένα…
Ήμασταν…
Π: (Την κόβει.)
Ήμασταν αιμομίκτες, πουτάνα… Αυτό ήμασταν…
Φ: Ήμασταν ελεύθεροι…
Π: Και μετά; Τι έγινε μετά;
Φ: Σαν τι να έγινε;
Π: Μην κάνεις τη χαζή… Τι έγινε μετά τα δέκα χρόνια;
Φ: Έγινε… κάποιο ατύχημα…
Π: Τι ατύχημα;
Φ: Ένα συνηθισμένο ατύχημα… Το είπες κι εσύ πρωτύτερα…
Κάτι καθημερινό και ασήμαντο…
Π: (Με ένταση.) Τι ατύχημα, πουτάνα;
Φ: Έπεσες στο μπάνιο…
Π: Τι έκανα;
Φ: Έκανες μπάνιο και γλίστρησες… Χτύπησες στο κεφάλι,
έπεσες σε κώμα…
Π: (Με επιθετικό
σαρκασμό.) Νομίζεις πως μιλάς σε κάποιο παιδάκι, έτσι;
Φ: Συμβαίνει σε χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα…
Π: Σε κάποιον ηλίθιο, σωστά;
Φ: (Με ένταση.)
Είναι μέσα στη ζωή… Ένα συνηθισμένο ατύχημα…
Π: (Με μεγαλύτερη
ένταση.) Πες την αλήθεια, καργιόλα…
Φ: (Με ταραχή.)
Ποια αλήθεια;
Π: Εσύ με καθάρισες,
σκύλα… Με καθάρισες γιατί βαρέθηκα να γαμάω το γέρικο
μουνί σου…
Φ: (Με ταραχή.)
Λες χυδαιότητες… Βγάζεις από το μυαλό σου χυδαιότητες…
Π: Αγάπησα μια άλλη
γυναίκα και ήθελα να σε αφήσω, κωλόγρια…
Φ: (Με ένταση.)
Δεν αγάπησες καμία…
Π: Αγάπησα μια κοπέλα
της ηλικίας μου…
Φ: (Φωνάζει.)
ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΕΣ ΚΑΜΙΑ…
Π: (Φωνάζει.) Αγάπησα μια κανονική γυναίκα… Μια που μπορούσε
να με αγαπήσει …
Φ: (Ουρλιάζει
έξαλλη.) Καμιά
δεν μπορούσε να σε αγαπήσει…
Π: Μπορούσε… Και
δεν ήταν φόνισσα σαν κι εσένα…
Φ: (Ουρλιάζοντας
και κλαίγοντας μαζί.) Καμιά δεν μπορούσε να σε αγαπήσει όπως εγω…
Π: (Με κοφτό,
γρήγορο τόνο.) Ήσουν αποφασισμένη για όλα… Μια φόνισσα αποφασισμένη για
όλα…
Φ: (Κλαίγοντας.)
ΜΟΝΟΝ ΕΓΩ ΣΕ ΑΓΑΠΟΥΣΑ….
Π: Σου είπα πως θα φύγω… Δεν κατάφερες να με μεταπείσεις…
Φ: (Κλαίγοντας.)
ΜΟΝΟΝ ΕΓΩ… ΜΟΝΟΝ ΕΓΩ…
Π: Έτσι το αποφάσισες… Θα με κρατούσες για πάντα δικό
σου…
Φ: (Κλαίγοντας.)
Ήσουν έτοιμος να κάνεις ένα πολύ μεγάλο λάθος…
Π: Ξέρω και τι έγινε το τελευταίο βράδυ… Γύρεψες ένα
τελευταίο σμίξιμο… Θέλησες να κάνουμε έρωτα για τελευταία φορά… Μου ζήτησες να
μπω όσο πιο βαθιά μπορούσα, όσο πιο δυνατά μπορούσα… Τη στιγμή που τελείωνα,
μου έκανες την ένεση στον ώμο…
Φ: (Χαμηλόφωνα, με
στεγνή φωνή, σαν να μονολογεί.) Σε αγαπούσα τόσο, που δεν ήθελα να σε
πονέσω…
Π: Και μετά ήμουν στο έλεός σου… Προφανώς, μου έκανες
λοβοτομή για να ξεχάσω τη γυναίκα που αγάπησα· και μαζί μ’ αυτήν, όλην την προηγούμενη ζωή μου…
Φ: (Πάντοτε
χαμηλόφωνα.) Ήταν το μόνο που μπορούσε να γίνει…
Π: Με έκανες μια βαλσαμωμένη πεταλούδα…
Φ: Σε ελευθέρωσα από αυτό που ερχόταν...
Π: Είσαι μια ανώμαλη… Μια ανέραστη κωλόγρια
που κάνει πειράματα…
Φ: Σε ελευθέρωσα από το σώμα σου… Το σώμα είναι ένα
λάθος…
Π: Είσαι μια ανώμαλη… Και λες ψέματα…
Φ: Το σώμα πάντοτε είναι ένα λάθος…
Π: Όλα όσα λες είναι ψέματα…
Φ: Ξέρεις πως είναι αλήθεια… Τα γέννησε η λογική σκέψη…
Μπορείς να πας παντού με τη λογική σκέψη…
Π: Κι η λογική μού λέει πως δεν υπάρχει ζωντανό κεφάλι
δίχως σώμα… Είμαι ολόκληρος άνθρωπος, καργιόλα…
Φ: Η λογική λέει πως πρέπει να πιστεύουμε αυτό που μας
λένε οι αισθήσεις μας… Αισθάνεσαι το σώμα σου; Τα χέρια, τα πόδια σου; Τα
δάχτυλά σου;
Π: Μου έκανες ένεση αναισθησίας πριν ξυπνήσω, για να μην
νιώθω τίποτε… Και να μπορείς να μου παίξεις έτσι το παιχνίδι του ασώματου
κεφαλιού…
Φ: Την όρασή σου, την εμπιστεύεσαι;
Π: Πού το πας, γαμημένη;
Φ: Θέλεις να σου φέρω τον καθρέφτη, να δεις;
Π: Ναι, πουτάνα, να μου τον
φέρεις…
Φ: Τώρα σ’ τον φέρνω, λοιπόν… (Κάνει μεταβολή και προχωράει πίσω του.)
Π: Τώρα να σε δω πόσο φτουράς, γαμιόλα…
Φ: Τώρα θα δεις τον εαυτό σου… (Έρχεται μπροστά του κρατώντας έναν φορητό καθρέφτη, σε μέγεθος βιβλίου,
δίχως ωστόσο να του δείχνει την μπροστινή πλευρά του. Τον ρωτάει με ένταση.) Είσαι έτοιμος;
Π: (Αγχωμένος.)
Μισό λεπτό… Έχω πρόσωπο; Έχω μάτια;
Φ: Θα δεις…
Π: Σε ρώτησα κάτι…
Φ: (Με ένταση.)
Θα δεις, Χαβιέ…
Π: (Με επιθετική
ένταση.) Δεν θέλω να δω προτού μου πεις…
Φ: (Με ένταση.)
Γιατί, Χαβιέ;
Μήπως φοβάσαι;
Π: (Φωνάζει.) Ναι, κωλόγρια,
φοβάμαι… Είμαι άνθρωπος και φοβάμαι…
Φ: (Φωνάζει
δυνατότερα.) Είσαι προικισμένος με
τη λογική σκέψη… Μπορείς να αντέξεις τα πάντα…
Π: (Ουρλιάζει.)
Είμαι άνθρωπος και
φοβάμαι…
Φ: (Ουρλιάζει κι
αυτή.) Δες τα,
λοιπόν… Δες τα όλα…
Π: (Κλείνει
πεισματικά τα μάτια του.) Δεν βλέπω τίποτε, κωλόγρια…
Φ: Δες τα, σου λέω…
Π: Δεν θα γίνει το δικό σου, κωλόγρια… Δεν βλέπω
τίποτε…
(Η Φ πετάει με
δύναμη τον καθρέφτη στο πάτωμα και τον θρυμματίζει.)
Φ: (Με κοφτή,
χαμηλόφωνη φωνή.) Δεν βλέπεις, γιατί ξέρεις…
Π: (Με τρόμο.)
Δεν ξέρω τίποτε…
Φ: Ξέρεις… Πάντοτε υπάρχει κάτι που ξέρεις…
Π: Είμαι ένας δεμένος άνθρωπος και δεν ξέρω τίποτε…
Φ: Ξέρεις, Χαβιέ…
Π: Δεν είμαι ο Χαβιέ… Δεν είμαι
κανένας…
Φ: Υπάρχει η αλήθεια, Χαβιέ…
Π: Δεν υπάρχει τίποτε…
Φ: Ο Πιλάτος…
Π: Ο Πιλάτος, τι;
Φ: Τότε που ρώτησε τον Χριστό τι θα πει αλήθεια…
Π: Ναι…
Φ: Λένε πως ο Χριστός τού απάντησε…
Π: Τι του είπε;
Φ: Δεν απάντησε με λόγια…
Π: Τι έκανε;
Φ: Αυτό ακριβώς… Έκανε κάτι…
Π: Τι έκανε;
Φ: Δεν ξέρουμε…
Π: (Επαναλαμβάνει
με λυτρωτικό ύφος.) Δεν ξέρουμε…
Φ: Αλλά μπορούμε να το εικάσουμε με τη λογική σκέψη…
Π: Δεν μπορούμε…
Φ: (Με ένταση.)
Φυσικά και μπορούμε…
Π: (Με μεγαλύτερη
ένταση.) Όχι, δεν μπορούμε… Εκείνος ήταν
κάτι ξεχωριστό… Είμαστε απλοί άνθρωποι και δεν μπορούμε…
Φ: (Πολύ ήρεμα,
πολύ θετικά.) Μπορούμε να πάμε παντού με τη λογική σκέψη…
~
11.
Π: Δεν μπορώ να πάω πουθενά… Είμαι ένα σκέτο κεφάλι…
Φ: Μπορείς… Αρκεί να το θελήσεις…
Π: Δεν έχω τίποτε, άρα δεν είμαι τίποτε…
Φ: Έχεις εμένα…
Π: Δεν έχω τίποτε…
Φ: Σε αγαπάω…
Π: Μαλακίες…
Φ: Σου μιλώ για την αγάπη…
Π: (Αργά, εμφατικά.) Μαλακίες…
Φ: Είναι πολύ μεγάλο πράγμα η αγάπη, Χαβιέ…
Πιο μεγάλο κι από τη λογική σκέψη…
Π: (Σχεδόν
φωνάζοντας.) Σκάσε…
Φ: Μπορείς να πας παντού με την αγάπη…
Π: Δεν θέλω να πάω πουθενά…
Φ: Δεν γίνεται να μην πας πουθενά…
Π: Το σώμα μου… Πες μου, τι έγινε το σώμα μου;
Φ: (Μονολογεί σαν
να μην τον άκουσε.) Όλοι πηγαίνουμε κάπου…
Π: (Με ένταση.)
Σε ρωτάω τι έγινε το σώμα μου…
Φ: Δεν έχει σημασία, Χαβιέ…
Π: Πες μου τι έγινε…
Φ: Δεν έχει…
Π: (Την κόβει ουρλιάζοντας.)
Πες μου τι έγινε, Γαμωτο…
Φ: (Χαμηλόφωνα.)
Σ’ το είπα και πριν… Δεν έχουμε ακόμη τη δυνατότητα να επαναλειτουργήσουμε το
σώμα…
Π: (Με μεγάλη
ένταση.) Δεν με ενδιαφέρουν οι
δυνατότητες… Θέλω να μου πεις τι έγινε με το σώμα μου… Πού βρίσκεται…
Φ: (Ξερά.)
Κάηκε…
Π: (Με μεγάλη
έκπληξη.) Κάηκε;
Φ: Απέσπασα το κεφάλι και τον αυχένα, και τα έβαλα στο
δοχείο υγρού αζώτου… Για το σώμα δεν είχα τέτοια δυνατότητα…
Π: (Έκπληκτος.)
«Απέσπασες»;
Φ: Ναι…
Π: Το έκοψες…
Φ: Πες το κι έτσι…
Π: Σαν να κόβεις το κεφάλι του αρνιού στο χασάπικο…
Φ: Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει…
Π: (Κοφτά.) Τι
είναι το δοχείο υγρού αζώτου;
Φ: Ο ενδεδειγμένος τρόπος ψύξεως ανθρωπίνων οργάνων…
Π: Έκοψες το κεφάλι μου και το έβαλες στην κατάψυξη…
Φ: Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά…
Π: Γιατί δεν κράτησες και το σώμα μου;
Φ: Δεν μπορούσα…
Π: Μπορούσες να το καταψύξεις κι αυτό…
Φ: Δεν χωρούσε στο δοχείο υγρού αζώτου…
Π: Να είχες φροντίσει να βρεις μεγαλύτερο…
Φ: Δεν υπάρχει μεγαλύτερο…
Π: Υπάρχουν τα πάντα… Οι άνθρωποι μπορούν να φτιάξουν τα
πάντα…
Φ: Εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω…
Π: Κι έτσι με έκαψες…
Φ: Δεν έκαψα εσένα… Έκαψα το σώμα σου…
Π: Το σώμα μου ήμουν εγώ…
Φ: Εσύ είσαι η ψυχή σου…
Π: Δεν υπάρχει ψυχή…
Φ: Φυσικά και υπάρχει… Και είναι αιώνια…
Π: Πώς με έκαψες;
Φ: Στο τζάκι… Σε έκοψα κομμάτια και τα έβαλα στο τζάκι
μαζί με τα ξύλα…
Π: Πώς μπόρεσες να το κάνεις; Ήμουν ο γιος σου… Το σώμα
μου, το έφτιαξες μέσα στην κοιλιά σου…
Φ: Μπόρεσα… Ήταν η μόνη λύση… Τη σκέφτηκα και την
πραγματοποίησα… Οδηγήθηκα σε αυτή με τη λογική σκέψη…
Π: Δεν μπορεί να το άντεξες…
Φ: Μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα με τη λογική σκέψη…
Π: Κι έτσι φτάσαμε εδώ…
Φ: Πού «εδώ»;
Π: Εδώ που μιλάμε…
Φ: Ναι, φτάσαμε…
Π: Και τι θα γίνει τώρα;
Φ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς…
Π: Σε ρώτησα τι θα γίνει τώρα…
Φ: Θα ζήσουμε…
Π: (Με απορία – ή
και με αηδία.) Θα ζήσουμε;
Φ: Ναι, θα ζήσουμε…
Π: Πώς θα ζήσουμε; Τι ζωή έχω εγώ;
Φ: (Εμφατικά, με αληθινή
αγάπη.) Θα ζήσουμε τη ζωή μας, αγάπη
μου…
Π: Δεν έχω σώμα… Δεν έχω τίποτε…
Φ: Έχεις εμένα… Εγώ θα είμαι το σώμα σου…
Π: Δεν έχω τη δυνατότητα καν να ανασάνω…
Φ: Θα είμαστε η αλήθεια… Σε ένα σώμα και μια ψυχή…
Π: Αυτό το γράφουν τα Ευαγγέλια;
Φ: Περίπου…
Π: Δεν γίνεται αυτό… Δεν μπορεί να γίνει αυτό…
Φ: Μπορούν να γίνουν τα πάντα, αν τα σκεφτούμε…
Π: (Με ένταση.)
Δεν γίνεται, σου λέω…
Φ: (Με μεγαλύτερη
ένταση.) Φυσικά και γίνεται… Έχει γίνει
και θα γίνεται…
Π: (Σε πανικό.)
Κι εγώ, τι θα κάνω; Πώς θα ζω εγώ;
Φ: Θα μιλάς μαζί μου…
Π: Αυτό δεν είναι ζωή…
Είναι μια κόλαση…
Φ: (Με έμφαση.)
Αυτό είναι η ζωή…
Π: Αυτό είναι η
κόλαση…
Φ: Αυτό είναι η ελευθερία…
Π: (Ουρλιάζει.)
Ποια ελευθερία;
Καταλαβαίνεις τι λες;
Φ: (Φωνάζει εξίσου
δυνατά.) Είναι
η μόνη αληθινή ελευθερία…
Π: (Αποκαμωμένος,
ηττημένος.) Η μόνη αληθινή ελευθερία…
Φ: Ναι, αυτό είναι… Ελευθερία από το σώμα… Ελευθερία από
το φόβο του σώματος… Ελευθερία από το λάθος…
Π: Από το λάθος;
Φ: Από τη δυνατότητα να κάνεις λάθος…
Π: Είναι ένας εφιάλτης όλο αυτό…
Φ: Είναι η ελευθερία από τη μοναξιά… Είμαστε πλέον μαζί…
Για πάντα…
Π: Για πάντα…
Φ: Θα μπορούσα να σου υποσχεθώ ένα τεχνητό σώμα… Ή και
ρομποτικά μέλη… Να έχεις ένα νέο σώμα… Να σε κάνω έναν υπεράνθρωπο· σαν
τον Σούπερμαν… Αλλά δεν θα το κάνω…
Π: Γιατί;
Φ: Γιατί αυτό θα είναι μια ακόμη ατέλεια…
Π: Ατέλεια;
Φ: Κάτι που περιμένει να συμπληρωθεί… Ένας Εσταυρωμένος,
δίχως την πληγή από τη Λόγχη…
Π: Ενώ τώρα…
Φ: Ενώ τώρα είσαι τα πάντα…
Π: Είναι ανυπόφορο όλο αυτό…
Φ: Ξέρεις τι έγινε με τον Χριστό και τη Λόγχη…
Π: Τότε που του τρύπησαν τα πλευρά με μια λόγχη…
Φ: Ποιος τον τρύπησε;
Π: Δεν ξέρω… Κάποιος από τους στρατιώτες…
Φ: Η Παναγία τον τρύπησε…
Π: Είσαι τρελή…
Φ: Της είπαν πως θα αναστηθεί και θα ζήσει αιώνια… Κι
αυτή του τρύπησε την καρδιά, για να τον σκοτώσει… Για να μην τον ξαναχάσει ποτέ από τις πόρνες και τους ψαράδες…
Π: Είσαι απόλυτα τρελή…
Φ: Αυτή τον είχε καταδώσει στους Ρωμαίους… Το μόνο που
ζήτησε για αντάλλαγμα ήταν να πάρει μετά το κορμί του…
Π: Είσαι –
Φ: (Τον κόβει
πλησιάζοντας στο κεφάλι του. Μιλάει τρέμοντας από την ένταση.) Μόνο αυτό την ένοιαζε…
Π: Είσαι… (Κομπιάζει
να ολοκληρώσει τη φράση του.)
Φ: Κι όταν έμαθε πως θα αναστηθεί, έκανε ό,τι έκανε… Ήθελε τη γεύση όλη δική της…
(Απομακρύνεται.)
Φ: Έτσι γίνανε τα πράγματα, Χαβιέ…
Η Παναγία πήρε τον Ιησού για δικό της… Αυτό έγινε και αυτό θα ξαναγίνει…
(Κάνει ένα βήμα
προς τον Π και γονατίζει στα πόδια του κρεβατιού όπου υποτίθεται πως είναι
δεμένος.)
Φ: Θα είσαι ο Εσταυρωμένος μου… Ο Εσταυρωμένος Ιησούς
μου… Ο Ερχόμενος Γιος μου… Θα είμαστε εγώ κι εσύ…
(Χαμηλόφωνα, σχεδόν
ψιθυριστά.)
Φ: Στον πρωινό αέρα και στο αίμα του δειλινού…
Π: (Κοφτά.) Πώς
θα πεθάνουμε;
Φ: Δεν θα πεθάνουμε…
Π: Δεν γίνεται να μην πεθάνουμε…
Φ Γίνεται…
Π: Πώς γίνεται;
Φ: Αυτό που είσαι δεν είναι πια φθαρτά κύτταρα…
Π: Τι είναι;
Φ: Ηλεκτρικό ρεύμα…
Π: Κι αν σταματήσει το ηλεκτρικό ρεύμα;
Φ: Δεν θα σταματήσει…
Π: Φυσικά και θα σταματήσει… Τίποτε δεν κρατάει για
πάντα…
Φ: Έχω φτιάξει μια αυτοφορτιζόμενη
μπαταρία… Όσο υπάρχεις, τόσο φορτίζει…
Π: Κι εσύ;
Φ: Εγώ, τι;
Π: Εσύ θα πεθάνεις… Έχεις σώμα… Δεν είσαι μπαταρία όπως
εγώ…
Φ: (Σηκώνεται όρθια.)
Θα δούμε τι θα γίνει με μένα…
Π: Τι μπορεί να γίνει με σένα;
Φ: Δεν είναι τώρα η ώρα…
Π: Ωστόσο σκέφτεσαι κάτι, έτσι δεν είναι;
Φ: Δεν είναι τώρα…
Π: (Την κόβει.)
Το έχεις σκεφτεί απ’ την αρχή… Κάποια στιγμή θα γίνεις κι εσύ μπαταρία… Τον
τρόπο τον ξέρεις· απλώς ψάχνεις τη μέθοδο για να κάνεις την επέμβαση στον
εαυτό σου… Ίσως φτιάξεις ένα ρομπότ που θα κάνει αποκλειστικά αυτή τη δουλειά
και μετά θα αυτοκαταστραφεί…
Φ: Θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο…
Π: Και το σχέδιο έχει και συνέχεια… Δεν θα συνδεθείς σε
μια οποιαδήποτε μπαταρία…
Φ: Θα ήθελα να σταματήσεις…
Π: (Με ένταση.)
Θα συνδεθείς πάνω μου… Θα γίνουμε ένα τέρας
με δύο ψυχές…
Φ: (Φωνάζοντας.)
Θα γίνουμε η αγάπη…
Π: Ένα τέρας θα γίνουμε, Μητέρα…
Φ: Τέρατα ήμασταν όταν γεννιόμασταν… Τώρα θα γίνουμε η
αγάπη…
~
12.
Π: Η αγάπη…
Φ: Ναι, η αγάπη…
Π: Πόσο μπορείς να πιστέψεις στην αγάπη;
Φ: Δεν μπορώ να πιστέψω σε οτιδήποτε άλλο…
Π: Μόνο στην αγάπη;
Φ: Μόνο στην αγάπη μας…
Π: Θέλω κάτι… Θέλω να μου πεις κάτι…
Φ: Τι;
Π: Το σώμα μου… Θέλω να μου πεις για το σώμα μου…
Φ: Σου είπα για το σώμα σου…
Π: Θέλω να μου πεις την αλήθεια… Τι το έκανες;
Φ: Σου είπα, το έκαψα…
Π: Δεν το έκαψες…
Φ: Κι όμως, αυτό έγινε…
Π: Δεν το έκαψες…
Φ: Θα ήθελες να σου πω πως το είχα κρατημένο στο ψυγείο…
Αλλά το έκαψα…
Π: Πριν, που μιλούσες για την Παναγία…
Φ: Τι έγινε πριν;
Π: Είπες κάτι…
Φ: Τι είπα;
Π: Είπες: «Ήθελε τη γεύση όλη δική της»…
Φ: Δεν θυμάμαι...
Π: Το θυμάμαι εγώ…
Φ: Πιθανώς και να το είπα…
Π: Τι εννοούσες;
Φ: Τίποτε συγκεκριμένο…
Π: Το είπες για σένα… Μιλούσες για τον εαυτό σου…
Φ: Μιλούσα για την Παναγία…
Π: Το έφαγες…
Φ: Ποιο;
Π: Το σώμα μου… Το έφαγες…
Φ: Εγώ;
Π: Έκοψες το κεφάλι, και το σώμα αποφάσισες να το φας… Για
να είναι για πάντα δικό σου…
Φ: (Με ένταση.)
Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις κάτι τέτοιο…
Π: (Με επιθετική
ένταση.) Το έτρωγες για μήνες… Κάθε μέρα
από λίγο… (Η φωνή του χαμηλώνει.)
Μέχρι που τέλειωσε… Τα πάντα είχαν επιστρέψει εκεί που ξεκίνησαν…
Φ: (Κοφτά και
ανέκφραστα.) Ήταν δίκαιο…
Π: Ήταν φριχτό κι αρρωστημένο…
Φ: (Με ένταση.)
Ήταν δίκαιο και σωστό…
Π: Ήθελες να με κρατήσεις μέσα σου… Να με χωνέψεις…
Φ: (Την κόβει.) Ήθελα να σε ελευθερώσω…
Π: Σε σιχαίνομαι… Είσαι ένα εμετικό λάθος της φύσης…
Φ: Δεν υπάρχουν λάθη στη φύση… Οτιδήποτε υπάρχει είναι
φύση… Κι έχει έναν σκοπό…
Π: Ποιος είναι ο δικός σου σκοπός;
Φ: Η αγάπη μας…
Π: Θέλω να τελειώσει αυτό…
Φ: Δεν γίνεται να τελειώσει…
Π: Θέλω να το τελειώσεις εσύ… Θέλω να…
Φ: (Τον κόβει, μιλάει
με ένταση.) Δεν είναι δυνατόν να
τελειώσει…
Π: (Φωνάζει.)
ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΤΗΝ ΜΠΑΤΑΡΙΑ…
Φ: (Με μεγάλη
ένταση.) Η μπαταρία είναι αιώνια, Χαβιέ…
Π: ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ…
Φ: (Φωνάζει πάνω
στη φωνή του.) ΕΙΣΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ… ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ ΝΑ ΣΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ…
Π: ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΌ
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ…
Φ: (Με πάρα πολύ
δυνατή φωνή.) ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ…
Π: (Με χαμηλωμένη
φωνή.) Είμαι το ηλεκτρονικό σου κατοικίδιο… Εσύ ποτίζεις, εσύ ταΐζεις, εσύ
αποφασίζεις…
Φ: Είμαστε ελεύθεροι… Κανένας δεν μπορεί να μας σκλαβώσει…
Π: Αυτό είμαι… Ηλεκτρονικό κατοικίδιο…
Φ: Υπάρχει μια ταινία…
Π: Τι ταινία;
Φ: Μια ταινία της δεκαετίας του 1960…
Π: Τη βλέπαμε μαζί αυτήν την ταινία;
Φ: Ναι, τη βλέπαμε…
Π: Από τότε που ήμουν παιδί;
Φ: Ναι, από τότε…
Π: Συνέχεια; Κάθε βράδυ;
Φ: Ναι, κάθε βράδυ…
Π: Και ποια ήταν η υπόθεση;
Φ: Ένα αγόρι πάει στον πόλεμο… Είναι ανιχνευτής…
Π: Γιατί πάει στον πόλεμο;
Φ: Γιατί σκότωσαν τη μητέρα του…
Π: Και τι γίνεται;
Φ: Τη βλέπει σε όνειρο… Συνέχεια…
Π: Την αγαπάει;
Φ: Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν…
Π: Την αγαπάει;
Φ: Ναι, την αγαπάει…
Π: Και στο τέλος;
Φ: Στο τέλος πεθαίνει… Επιλέγει να γυρίσει στο μέτωπο,
για να τον πιάσουν και να πεθάνει…
Π: Γιατί;
Φ: Για να μπει μέσα στο όνειρό του…
Π: Κι η μητέρα του;
Φ: Τι «η μητέρα του»;
Π: Θα το ήθελε αυτό;
Φ: Η μητέρα θέλει πάντοτε την ευτυχία του παιδιού της…
Π: Εσύ;
Φ: Εγώ, τι;
Π: Είσαι ευτυχισμένη μ’ αυτό;
Φ: Εγώ γίνομαι ευτυχισμένη μέσα από σένα…
Π: Και πώς θα ζήσεις;
Φ: Μαζί σου…
Π: Μαζί με ένα κομμένο κεφάλι…
Φ: Μαζί με σένα…
Π: Έφαγες το γιο σου, για να κρατήσεις ένα κομμένο
κεφάλι…
Φ: Κράτησα το γιο μου μακριά από τον όλεθρο…
Π: Ποιον όλεθρο;
Φ: Τον όλεθρο της ανθρωπότητας…
Π: Πώς θα το κάνεις;
Φ: Τι εννοείς;
Π: Πώς θα κάνεις έρωτα; Αυτό εννοώ…
Φ: Θα κάνουμε έρωτα μαζί…
Π: Μαζί;
Φ: Ναι, εγώ κι εσύ…
Π: Πώς;
Φ: Η ψυχή είναι αιώνια…
Π: (Ουρλιάζοντας.)
ΠΩΣ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΣΟΥ;
Φ: (Φωνάζει με πολύ
επιτακτικό ύφος.) ΕΓΩ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΘΑ ΕΙΣΑΙ Η ΨΥΧΗ…
Π: (Σε κατάσταση
μεγάλης ταραχής.) Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο..
Φ: Θα γίνει…
Π: (Με μεγάλη
ταραχή.) Δεν έχουμε το δικαίωμα για κάτι τέτοιο…
Φ: (Με εμφατική
ένταση.) Το έχουμε… Και θα γίνει τώρα…
Π: Δεν πρέπει να γίνει ποτέ…
Φ: Θα γίνει, και θα το
ευλογήσει κι ο Θεός…
Π: (Φωνάζοντας.) Είναι ανάρμοστο αυτό που ζούμε…
Φ: Θα το ευλογήσει κι
ο Μπαχ…
Π: Σε παρακαλώ…
Φ: Να με λες «μητέρα», Χαβιέ… Ή
«Αν»…
Π: Σε παρακαλώ, μητέρα… Είναι κακό όλο αυτό…
Φ: Δεν υπάρχει κακό στη φύση… Το κακό το γεννά η
ανθρώπινη δειλία…
(Η Φ ανοίγει το
στερεοφωνικό. Ακούγεται και πάλι το Erbarme Dich.)
Π: Θα τιμωρηθούμε γι’ αυτό, μητέρα…
(Η Φ κάθεται στην
καρέκλα μπροστά στον Φ και με ανοιχτά πόδια αρχίζει να αυνανίζεται. Ή, αν
κριθεί απαραίτητο, ας ξαπλώσει στο πάτωμα ή ας τριφτεί στον τοίχο – ή όπου
αλλού.
Ο Π μπορεί να έχει
ανοιχτά τα μάτια και να τη βλέπει – μπορεί και όχι.)
Φ: (Μιλάει κοφτά,
λαχανιασμένη.) Ποιος θα μας τιμωρήσει;
Π: Ο Θεός…
Φ: Δεν υπάρχει Θεός…
Π: Υπάρχει…
Φ: Εμείς είμαστε ο Θεός…
Π: Δεν είναι σωστό αυτό…
Φ: Εμείς είμαστε ο Θεός… Ό,τι
κάνουμε είναι ο Νόμος του Θεού…
Π: Θέλω να το σταματήσεις…
Φ: Εμείς, που θέλουμε όλη τη γεύση δική μας…
Π: Σταμάτησέ το, μητέρα…
Φ: (Με φωνή
προκλητικά ερωτική.) Μπες μέσα μου,
γαμιά μου…
Π: Δεν είναι σωστό αυτό… Δεν είναι…
Φ: Είναι το μόνο
σωστό, γαμιά μου…
Π: (Με ένταση.)
Μα δεν έχω σώμα… Δεν γίνεται να μπει μέσα
σου κάποιος που δεν υπάρχει…
Φ: (Όλο και πιο
ηδονισμένη.) Παλούκωσέ με…
Π: Δεν είμαι τίποτε…
Θέλεις να κάνεις έρωτα με ένα κομμένο κεφάλι…
Φ: (Τον κόβει. Φωνάζει
ηδονισμένη.) Μπες
και σκίσε με, γαμώτο…
Π: Εντάξει, μητέρα… Τώρα θα μπω…
Φ: Μπες, λοιπόν… Είμαι
ανοιχτή για σένα… Μπες…
Π: (Με μεγάλη
ένταση και ταραχή.) Μπαίνω, μητέρα…
Φ: (Βογγάει σαν να υπάρχει
διείσδυση στον κόλπο της.) Οοο, γαμιά μου… Αγάπη
μου…
(Και οι δύο μιλούν
κοφτά και λαχανιασμένα, στο ρυθμό της υποτιθέμενης σεξουαλικής πράξης.)
Π: Σε γαμάω, μητέρα…
Φ: Με γαμάς… Με ξεσκίζεις…
Π: Σου φτάνω τον πούτσο μου
μέχρι το λαιμό σου…
Φ: Με θερίζει ο πούτσος σου… Με
καταστρέφει…
Π: Ναι, σε θερίζει…
Φ: Μου σακατεύει τα εντόσθια…
Π: Θα σε λιανίσω, μητέρα…
Φ: Ναι, κάν’ το… (Φωνάζει.) Καν’ το, σου λέω…
Π: Θα το κάνω, μητέρα…
Φ: Κι άλλο, αγάπη μου… Λιάνισέ με, αγάπη μου…
Π: (Φωνάζει.)
ΘΑ ΣΕ ΛΙΑΝΙΣΩ, ΜΗΤΕΡΑ…
Φ: Τώρα κάν’ το… Τώρα…
(Πλέον και οι δύο
φτάνουν στην κορύφωση της υποτιθέμενης σεξουαλικής πράξης.)
Π: Τώρα θα σου χύσω το
μουνί, μητέρα…
Φ: Ναι, θα μου χύσεις
το μουνί, γιε μου…
Π: Χύνω το μουνί που με γέννησε…
Φ: (Φωνάζει.) Αυτό… Αυτό είναι η ελευθερία…
Π: (Φωνάζει κι
αυτός.) Αυτό είναι η ελευθερία,
μητέρα…
Φ: Γιε μου και
γαμιά μου… Αγάπη μου…
Π: (Σαν να έρχεται
σε οργασμό.) ΧΥΝΩ, Μητέρα… ΧΥΝΩ, Πουτάνα
μου…
Φ: (Ουρλιάζει καθώς
έρχεται σε οργασμό.) Γιε μου… Γαμιά μου… Ααααααααααααα…
(Η Φ απομένει
λαχανιασμένη στην καρέκλα ή στο πάτωμα. Ξεφυσάει, για να γαληνέψει η ανάσα της.
Ο Π παραμένει σιωπηλός, με τα μάτια κλειστά. Το Erbarme Dich σβήνει, σαν να μην χρειάζεται πια.)
~
13.
(Ο Π μιλάει με τα
μάτια κλειστά. Η Φ μιλάει σε χαμηλό τόνο, ενώ συνέρχεται από τον προηγούμενο
οργασμό.)
Π: Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι…
Φ: Τι είπες;
Π: (Αργά, σχεδόν
συλλαβιστά.) Δι’ εσόπτρου
εν αινίγματι…
Φ: Αυτή η φράση… Την είπες και πριν…
Π: Ξέρεις τι σημαίνει;
Φ: Ναι, ξέρω…
Π: Τι;
Φ: Πως τώρα βλέπουμε τον κόσμο μέσα από έναν αινιγματικό
καθρέφτη…
Π: Τι θα πει αυτό;
Φ: Φαντάζομαι, μιλάει για έναν κοίλο καθρέφτη που
παραμορφώνει τα σχήματα…
Π: Μήπως λέει κάτι περισσότερο;
Φ: Δεν ξέρω…
Π: Προσπάθησε να σκεφτείς…
Φ: Έναν καθρέφτη που μας λέει ψέματα…
Π: Που μας παραπλανά… Έναν καθρέφτη-παγίδα…
Φ: Έστω κι έτσι…
Π: Πρέπει να βγούμε… Πρέπει να βγούμε από την παγίδα…
Φ: Δεν υπάρχει καμία παγίδα…
Π: (Κοφτά και
εμφατικά.) Πρέπει να βγούμε…
Φ: Δεν χρειάζεται να βγούμε…
Π: Χρειάζεται… Οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να
βγαίνουμε από τις παγίδες…
Φ: Δεν μου αρέσουν αυτά που λες… Έχουμε μια ζωή μπροστά
μας… Έχουμε την αγάπη…
Π: Την αγάπη;
Φ: Ναι, την αγάπη μας…
Π: Είναι ολέθριο αυτό…
Φ: Ποιο;
Π: Να αγαπιούνται δυο άνθρωποι...
Φ: Γιατί;
Π: Γιατί κάποιος αγαπάει περισσότερο…
Φ: Και τι σημαίνει αυτό;
Π: Πως όποιος αγαπάει περισσότερο, θα καταστραφεί…
Φ: Κι ο άλλος, τι θα γίνει;
Π: Ο άλλος θα μείνει…
Φ: Και τι θα κάνει;
Π: Δεν ξέρω… Θα σαπίσει…
Φ: Δεν είναι αυτό η αγάπη…
Π: Ωστόσο, δεν χρειάζεται να στεναχωριόμαστε… Τίποτε από
όλα αυτά δεν μας αφορά εμάς…
Φ: Γιατί;
Π: Γιατί εμείς είμαστε ένα ψέμα…
Φ: Ψέμα;
Π: Ναι, ψέμα…
Φ: Είμαστε η μόνη αλήθεια, Χαβιέ…
Π: Ξέρεις κι εσύ πως δεν με λένε Χαβιέ…
Φ: Σε λένε…
Π: Ούτε εσύ είσαι η μητέρα μου…
Φ: Φυσικά και είμαι…
Π: Ούτε, βέβαια, στρέχει η
απιθανότητα που διηγήθηκες ως παρελθόν μου…
Φ: Στρέχει…
Π: Ήμουν ένα πτώμα από τα αζήτητα… Πήρες τον εγκέφαλό μου
και κάνεις τα πειράματά σου…
Φ: Είσαι ο γιος μου… Λέγεσαι Χαβιέ
Νταρτούιγ… Και αγαπιόμαστε…
Π: Βρήκες ένα όνομα από κάποιο βιβλίο… Ένα από εκείνα τα
βιβλία που έχουν παράξενα ονόματα…
Φ: Δεν είναι έτσι…
Π: Χαβιέ Νταρτούιγ…
Ένας λογοτεχνικός ήρωας που αγαπάς, το δίχως άλλο…
Φ: Είσαι ο γιος μου, Χαβιέ…
Π: Όπως βγάζει κάποιος Ιαβέρη το σκύλο του… Ή Αχαάβ…
Φ: Μην το χαλάς, Χαβιέ…
Π: Έψαχνες ένα κατοικίδιο… Και το έφτιαξες…
Φ: Έψαχνα να ελευθερώσω το γιο μου…
Π: Εγώ, μάλιστα, δεν χρειάζομαι νερό και σκυλοτροφή… Ούτε
τους σπόρους που τρώει το καναρίνι…
Φ: Το βρομίζεις… Κι αυτό είναι άδικο για μένα…
Π: Είμαι μια μπαταρία… Μια άφθαρτη, αιώνια μπαταρία…
Φ: Πάλεψα για να σε γυρίσω στη ζωή, Χαβιέ…
Π: Και μόλις το κομμένο κεφάλι δούλεψε, επινόησες μια
ιστορία… Μια φριχτή ιστορία φόνου…
Φ: Ποιο λόγο είχα να το κάνω;
Π: Για να με έχεις δικό σου… Έπρεπε να είμαστε δεμένοι με
το φόνο, για να με έχεις δικό σου…
Φ: Είναι τρελό αυτό που λες…
Π: Ήμουνα άγραφο χαρτί – και μπορούσες να γράψεις πάνω του
ό,τι ήθελες…
Φ: (Χαμηλόφωνα.)
Σταμάτα το, Χαβιέ…
Π: Ξύπνησα με αμνησία… Μπορούσες να μου πεις ό,τι θέλεις για τη ζωή μου…
Φ: Γιατί να το κάνω αυτό;
Π: Για να με κάνεις δικό σου… Οι άνθρωποι θέλουμε τους
άλλους δικούς μας…
Φ: Σε παρακαλώ…
Π: (Την κόβει.)
Ήθελες ένα γιο κι έναν εραστή…
Φ: (Εκνευρισμένη.)
Σε παρακαλώ, σταμάτα το…
Π: Η κάθε γυναίκα ονειρεύεται ένα γιο κι έναν εραστή… Θα
το έχει πει κι ο Φρόιντ…
Φ: (Εκνευρισμένη,
με ένταση.) Σταμάτησέ το, Χαβιέ…
Π: Αυτό δεν ήταν και ο Οιδίποδας; Ένα όνειρο της
Ιοκάστης… Μια παραγγελία της προς τον Απόλλωνα…
Φ: Πριν δεν καλοήξερες τον
Οιδίποδα…
Π: Πριν, έπρεπε να προσέχω τα λόγια μου…
Φ: Τα θυμάσαι όλα… Τα θυμάσαι όλα και εκδικείσαι…
Π: Δεν θυμάμαι τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε… Ήθελες
ένα γιο κι έναν εραστή… Και συνάμα ένα κατοικίδιο τέρας που θα ήταν ολοδικό σου…
Φ: Είμαι η μητέρα σου…
Π: Οι άνθρωποι υπάρχουμε μέσα από την κατοχή του άλλου…
Φ: Ξέρεις πως είμαι η μητέρα σου…
Π: Έτσι, έφτιαξες μια ιστορία που ενώνει αυτά τα τρία στο
κομμένο κεφάλι σου…
Φ: Δεν γίνεται να επινοήσει κανείς τόσα πράγματα…
Π: Οι άνθρωποι πάνε παντού με τη λογική σκέψη…
Φ: Ξέρεις πως είμαι η μητέρα σου…
Π: Και εκείνη η ταινία…
Φ: Ποια ταινία;
Π: Εκείνη που τάχα βλέπαμε μαζί… Με το αγόρι που πεθαίνει
για να ενωθεί με τη μητέρα του…
Φ: Ήταν η ταινία μας, Χαβιέ…
Π: Δεν ήταν τίποτε… Δεν υπάρχει εκείνη η ταινία…
Φ: Φυσικά και υπάρχει…
Π: Δεν υπάρχει…
Φ: Ξέρεις πως υπάρχει… Ξέρεις πως την έχεις δει…
Π: Δεν ξέρω τίποτε… Δεν θυμάμαι τίποτε… Έχω μόνο τη
λογική σκέψη…
Φ: Το νιώθεις, Χαβιέ… Νιώθεις
πως κάτι σε δένει μαζί μου…
Π: Δεν νιώθω τίποτε…
Φ: Το αίμα τραβάει, Χαβιέ…
Ξέρεις το σώμα μου… Το σπασμό μου… Λίγο πριν, κάναμε έρωτα…
Π: Δεν κάναμε έρωτα… Εσύ μαλακίστηκες…
Φ: Ενωθήκαμε, Χαβιέ… Γίναμε
ένα…
Π: Εσύ έβαλες το δάχτυλο στο μουνί
σου και έχυσες… Εγώ δεν έχω σώμα για να ενωθώ…
Φ: (Πλησιάζει το
πρόσωπό της, μιλάει με μεγάλη ένταση.) Έχουμε
γίνει ένα, Χαβιέ…
Π: Εσύ έχυσες… Εγώ μονάχα μιλούσα…
Φ: Ξέρεις καλά πως χύσαμε
μαζί…
Π: Αυτό δεν είναι…
Φ: (Τον κόβει.)
Χύσαμε μαζί, Χαβιέ…
(Τα πρόσωπά τους
είναι πολύ κοντά. Ο Π ανοίγει τα μάτια. Γίνεται σιωπή – απόλυτη σιωπή. Σαν να
κρατάν την ανάσα τους.)
Π: (Με αλλαγμένη
φωνή.) Έχεις δίκιο… Χύσαμε μαζί, μητέρα…
Φ: Ναι, αυτό έγινε, Χαβιέ… Όπως
παλιά…
Π: (Μηχανικά.)
Όπως παλιά…
Φ: Όπως σε όλη μας τη ζωή…
Π: Μονάχα μην πεις πως δεν προσπάθησα…
Φ: Τι προσπάθησες; Δεν καταλαβαίνω…
Π: Προσπάθησα να δώσω μια λύση… Μια λογική λύση…
Φ: Λογική λύση;
Π: Ναι, θα ήμουν ένα πτώμα στα αζήτητα… Αυτό θα ήταν
λογική λύση… Και τα υπόλοιπα, θα λέγαμε πως τα φαντάστηκες… Πολλοί άνθρωποι
έχουν δει στο όνειρό τους πως σμίγουν με το παιδί τους… Κανένας δεν θα
απορούσε…
Φ: Ενώ τώρα;
Π: Τώρα η πλαστελίνη σκληραίνει…
Φ: Η πλαστελίνη;
Π: Κάποτε η πλαστελίνη σκληραίνει…
Φ: Τι εννοείς;
Π: Δίνεις ένα σχήμα στην πλαστελίνη, κι έπειτα αυτή
σκληραίνει…
Φ: Ίσως να σκληραίνει…
Π: Γίνεται σκληρή σαν πέτρα…
Φ: Πιθανώς να γίνεται κι έτσι…
Π: Να ζει κανείς;
Φ: Δεν σε καταλαβαίνω…
Π: Πες μου τη συνέχεια… Να ζει κανείς;
Φ: Ή να μη ζει…
Π: Και παρακάτω..
Φ: Αυτό είναι το ερώτημα…
Π: Αυτή είναι η απάντηση…
Φ: Η απάντηση;
Π: Να μην ζεις… Να μην είσαι…
Φ: Δεν καταλαβαίνω…
Π: Βρήκα την έξοδο, μητέρα…
Φ: Την έξοδο;
Π: Την έξοδο από την παγίδα…
Φ: Δηλαδή…
Π: Δεν θα ζω… Δεν θα είμαι… Θα βυθιστώ στην ανυπαρξία…
Φ: (Χαμογελώντας.)
Δεν γίνεται αυτό, Χαβιέ…
Π: Γίνεται…
Φ: Δεν μπορείς να πεθάνεις… Δεν μπορείς να σβήσεις την
μπαταρία σου…
Π: Μπορώ…
Φ: Δούλευα χρόνια για να μην μπορείς…
Π: Θα σιωπήσω… Θα κλείσω τα μάτια…
Φ: (Με εκνευρισμό.)
Δεν μπορείς να πεθάνεις…
Π: Θα κλείσω τα μάτια και θα είμαι σαν πεθαμένος… Θα γίνω
ένα άψυχο γλυπτό… Μια επιθανάτια προσωπίδα…
Φ: Αυτό είναι μια τρέλα…
Π: Αυτό είναι η ελευθερία…
Φ: (Με εκνευρισμό.)
Λες ανοησίες…
Π: Εσύ μιλούσες πριν για την ελευθερία…
Φ: Και πόσο θα το κρατήσεις;
Π: Για πάντα…
Φ: Δεν μπορεί να γίνει αυτό…
Π: Μπορεί… Και θα γίνει…
Φ: Δεν θα αντέξεις… Κανείς δεν αντέχει να πεθάνει ζωντανός…
Π: Οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τα πάντα… Εάν
συλλάβουν κάτι, μπορούν και να το αντέξουν…
Φ: Δεν θα μπορείς να κρατηθείς… Κάποτε θα μιλήσεις…
Π: Δεν θα μιλήσω…
Φ: Κάποτε θα ανοίξεις τα μάτια…
Π: Δεν θα τα ανοίξω…
Φ: (Εκνευρισμένη,
με ένταση.) Κάποτε θα σπάσεις… Δεν μπορεί να μην σπάσεις…
Π: Δεν θα σπάσω… Δεν υπάρχει πια τίποτε για να σπάσει…
Φ: Μπλοφάρεις… Και δεν είναι η ώρα για κάτι τέτοιο…
Π: Θα δεις πως δεν μπλοφάρω…
Φ: Ναι, θέλω να το δω…
Π: Θα το δεις… Και τότε θα καταρρεύσεις…
Φ: (Με μεγαλύτερη
ένταση, εμφατικά.) Εσύ θα καταρρεύσεις, Χαβιέ…
Π: Αλίμονο…
Φ: Τι;
Π: Σ’ το είπα και πριν…
Φ: Τι μου είπες και πριν;
Π: Καταρρέει πάντοτε αυτός που αγαπάει περισσότερο…
(Ο Π κλείνει τα μάτια. Πλέον
έχει σιωπήσει.)
~
14.
(Μιλάει η Φ. Σε όλη
τη διάρκεια του μονολόγου της, ο Π παραμένει σιωπηλός, με κλειστά μάτια. Σαν
κέρινο ομοίωμα. Σαν μάσκα.)
Μπορεί να εξηγηθεί αυτό που κάνεις… (Βγάζει τσιγάρο.) Σίγουρα μπορεί να εξηγηθεί… (Το ανάβει, καπνίζει την πρώτη ρουφηξιά.) Νομίζεις πως δεν έχεις τον
έλεγχο, και θέλεις να τον αποκτήσεις… Οι άνθρωποι θέλουν τον έλεγχο… Ιδίως οι
άντρες…Έχουν γραφτεί τόσα βιβλία για το θέμα αυτό… Τόσες μελέτες… Κι ο Φρόιντ
θα έχει γράψει γι’ αυτό… Δεν είναι δυνατόν να μην έχει γράψει…
(Σηκώνεται όρθια.
Πηγαίνει πίσω από το ανασηκωμένο κρεβάτι του Π.)
Οι άντρες έχουν πρόβλημα με τον πούτσο
τους… Με το μέγεθος του πούτσου τους… Είναι πάντοτε
μικρός… Εξελίσσουν τη ζωή για να φτιάξουν υποκατάστατα του μικρού πούτσου τους… Όπλα και ουρανοξύστες… Όλα αυτά γίνονται
γιατί οι άντρες έχουν πρόβλημα με το μέγεθός τους… Ο πολιτισμός ολόκληρος
υπάρχει επειδή οι άντρες έχουν μικρό πούτσο…
(Πηγαίνει μπροστά
από το κρεβάτι. Κοιτάζει τον Π από κοντά, προσπαθώντας να διαπιστώσει αν
συσπάται το πρόσωπό του.)
Ωστόσο, εσύ δεν είχες τέτοιες φοβίες… Από παιδί ακόμη
ήξερες – κι ας μην είχες αναπτυχθεί ακόμη… Αντί για πούτσο,
είχες ένα παιδικό γαριδάκι· κι όμως, με είχες καρφωμένη πάνω σου…
Πασσαλωμένη… Ήξερες πως ο έλεγχος είναι δικός σου… Ο έλεγχος ξεκινάει από το
νου, από το κέντρο του νου… Και τελειώνει εκεί… Ήξερες πως υπάρχω για σένα… Πως
σε γέννησα για να υπάρξω…
(Φυσάει τον καπνό
στο πρόσωπό του με κάποιον εκνευρισμό – ίσως επειδή δεν είδε κάποια σύσπαση στο
πρόσωπό του.)
Με γαμούσες με το μυαλό σου… Με γαμούσες από την πρώτη
στιγμή… (Δείχνει το κεφάλι της.) Μέσα
εδώ… Με άνοιγες από την αρχή… Από τότε που ήσουν μέσα στη μήτρα μου… Όταν
μπήκες μέσα μου, με βρήκες ανοιχτή από παντού…
(Απομακρύνεται.
Κάθεται στην καρέκλα απέναντί του.)
Τότε ήσουν σίγουρος… Δεν είχες ανάγκη να κάνεις τέτοια
παιχνίδια… Ήξερες πως θα είσαι για πάντα ο γαμιάς
μου… Για πάντα… Πως υπάρχω για σένα… Πως είσαι ο αρχηγός μου…
(Σβήνει το τσιγάρο
της. Μιλάει κοιτώντας στο κενό.)
Πλενόμασταν μαζί… Πάντοτε πλενόμασταν μαζί… Μια μέρα, μου
έδειξες… Ήσουν οχτώ χρονών… Πήρες το τηλέφωνο του ντους και πήγες να το βάλεις
στο μουνί μου… Σου είπα πως αυτό δεν κάνει… Δεν
μίλησες… Επέμενες… Σου ξαναεξήγησα… Επέμενες να
σπρώχνεις το τηλέφωνο εκεί κάτω – πάντοτε σιωπηλός… Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να
γίνει… Έβαλα το τηλέφωνο στο μουνί μου… Κι έπειτα…
(Σηκώνεται,
πλησιάζει και τον κοιτάζει προσεκτικά. Μιλάει αργά και εμφατικά.)
Έπειτα άνοιξες το καυτό νερό…
Άνοιξες μονομιάς όλο το καυτό νερό…
(Γυρίζει στην
καρέκλα της. Μιλάει και πάλι μηχανικά.)
Ο πατέρας σου άκουσε το ουρλιαχτό μου… Όταν μπήκε, με
βρήκε λιπόθυμη στην μπανιέρα… Δεν είχε το μυαλό να προσέξει πως εσύ παρ’ όλο
που ήσουν δίπλα δεν έκλαιγες… Καθόσουν απολύτως ήρεμος και με κοίταζες… Ίσως
και να το απέδωσε στο σοκ…
(Βγάζει και πάλι
τσιγάρο, αλλά δεν το ανάβει.)
Έμεινα στο νοσοκομείο ένα μήνα… Κι έκανα θεραπείες για
οχτώ μήνες… Μέχρι σήμερα πονάω από εκείνα τα εγκαύματα… Αλλά εσύ μου είχες
δείξει…
(Τον κοιτάζει.)
Και ήμουνα ευτυχισμένη που μου είχες δείξει…
(Σηκώνεται όρθια. Τον
πλησιάζει.)
Όταν μου είπες πως θα φύγεις, σκέφτηκα το καυτό νερό μέσα
στη μήτρα μου… Αυτό το καυτό νερό ήταν η ελευθερία μου… Κι εγώ θα γινόμουν η
δική σου ελευθερία…
(Χτυπάει με το χέρι
της το κρεβάτι, δίπλα από το κεφάλι του, και ουρλιάζει.)
Εγώ ειμαι η
ελευθερία σου… Εγώ είμαι η ελευθερία σου… Εγώ είμαι…
(Πέφτει στα γόνατα
μπροστά του. Με λυγμούς.)
… η ελευθερία σου… Υπάρχω επειδή
έφτιαξα εσένα… Θα γίνω ό,τι μου πεις, θα γίνω
υποχείριό σου… Θα γίνω το σώμα που δεν έχεις… Θα γίνω εσύ…
(Στρέφει το κεφάλι
της προς τα πάνω. Ανασηκώνεται ικετευτικά.)
Μονάχα μίλησέ μου… Μίλησέ μου… Θα
κάνω ό,τι θέλεις, μίλησέ μου… Θα γίνω σκλάβα σου,
μίλησέ μου…
(Ξεσπάει.)
ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ, ΓΑΜΩ
ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥ… ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ… ΜΙΛΗΣΕ ΜΟΥ…
(Χτυπάει το σίδερο
του κρεβατιού δίπλα στο κεφάλι του.)
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙΣ… ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙΣ
ΤΑ ΓΑΜΗΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙΣ…
(Χτυπάει το πρόσωπό
του.)
ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΟΥ
ΜΙΛΗΣΕΙΣ…
(Βάζει και πάλι τα κλάματα.
Πέφτει στα γόνατά του.)
Συχώρεσέ με, αγάπη μου… Δεν το ήθελα… Ήθελα μονάχα να
σου ζητήσω να μου μιλήσεις… να ανοίξεις τα μάτια σου…
(Φιλάει το κρεβάτι, τα
σκεπάσματα.)
Σε αγαπώ, αγάπη μου…
(Όταν σώνεται ο λυγμός της, ανασηκώνεται – τον
κοιτάει.)
Θέλεις να νικήσεις εσύ, έτσι; Θέλεις να έχεις τον έλεγχο,
σωστά; Δεν με πειράζει να νικήσεις εσύ… Νίκησες… Είχες δίκιο, αυτός που αγαπάει
περισσότερο, καταρρέει… Κατέρρευσα, είμαι στα πόδια σου… Σε αγαπάω και
κατέρρευσα… Κι εσύ νίκησες… Με ακούς; (Ουρλιάζει.)
Νίκησες, σου λέω…
(Κάθεται στην
καρέκλα. Μιλάει σαν να μονολογεί.)
Νίκησες, λοιπόν… Δεν είσαι ο Χαβιέ
Νταρτούιγ… Δεν είσαι ο γιος μου… Δεν είχα ποτέ
παιδιά, ούτε και άντρα… Ήμουν μια γιατρός κλεισμένη μέσα στο εργαστήριό μου…
Από το πρωί μέχρι το βράδυ… Μια ψυχωσική γεροντοκόρη…
Μια απότιστη… Μια τρελή, αγάμητη παρθένα που κάνει
πειράματα…
(Σηκώνεται όρθια. Σκύβει
προς το μέρος του.)
Μια τρελή που έφτιαχνε ένα γιο κι έναν εραστή… Και ένα
κατοικίδιο τέρας – όπως το είπες…
(Απομακρύνεται,
γυρίζει την πλάτη της.)
Σε βρήκα στα αζήτητα του νεκροτομείου… Και δεν ήσουν καν
ένα πτώμα… Είσαι ένας συναρμολογημένος εγκέφαλος από δώδεκα κεφάλια… Κεφάλια
που βρέθηκαν στα αζήτητα του νεκροτομείου… Σαν τα παιδικά τουβλάκια, που τα
βάζουμε στη σειρά και σχηματίζουν ένα πρόσωπο… Αυτό είσαι… Ένας ραμμένος εγκέφαλος
– σαν τις μπάλες ποδοσφαίρου που παλιά τις ράβανε με κουρέλια… Μια τυχαία
συνύπαρξη δώδεκα κεφαλιών από τα αζήτητα… Και μια μπαταρία…
(Κάθεται ξανά, χωρίς
να τον κοιτάζει.)
Σκέφτηκα να σου δώσω ένα σύνθετο παρελθόν – να σε μπλέξω
με πατροκτονίες, με αιμομιξίες και άλλα τέτοια… Ήθελα να σε κάνω να εμπλακείς…
Κάπου έχω διαβάσει πως οι άνθρωποι γινόμαστε άνθρωποι μέσα από την εμπλοκή…
Ίσως να έπρεπε να σου πω την αλήθεια από την αρχή… Ίσως να το εκτιμούσες
περισσότερο… Να το δεχόσουν… Αλλά εγώ δεν ξέρω τους ανθρώπους… Δεν ξέρω πόσο
μπορούν να αγριέψουν με την ιστορία τους οι άνθρωποι…
(Σηκώνεται,
πηγαίνει προς το μέρος του.)
Κι αυτό που είπες για την πλαστελίνη… Δεν στρέχει… Εσύ είσαι αδειανός από μνήμη – άρα σκληρός σαν
διαμάντι… Η πλαστελίνη είμαι εγώ… Εγώ θα γίνω ό,τι
θέλεις… Όποιο σχήμα, όποιο αντικείμενο θέλεις…
(Πλησιάζει στο
πρόσωπό του.)
Σε παρακαλώ, πρέπει να με πιστέψεις… Να με πιστέψεις, να
με συγχωρήσεις… Και να μου μιλήσεις… Θα κάνω ό,τι μου
πεις… Ό,τι θέλεις… Θα σου φτιάξω σώμα, χέρια και
πόδια και θα αποκτήσεις σώμα… Το ωραιότερο κορμί που είχε άντρας πάνω στη Γη…
Και θα σου φτιάξω μια πούτσα όσο μεγάλη θέλεις…
(Ψιθυρίζει στο αφτί
του Π.)
Θα είσαι όποιος θέλεις… Και θα σου φτιάξω ό,τι θέλεις, αγάπη μου…
(Απομακρύνεται.
Μιλάει με ξερή φωνή.)
Κι εγώ θα γίνω σκλάβα σου… Θα εκτελώ τις διαταγές σου… Τα
λόγια σου… Και δεν θα σε ενοχλώ… Το υπόσχομαι… Θα γίνω το κατοικίδιό σου…
Μονάχα να μου μιλήσεις… Πρέπει να μου μιλήσεις… Έστω να ανοίξεις τα μάτια σου…
Να τρεμίσεις τα βλέφαρά σου…
(Ζαρώνει καταγής.
Κουλουριάζεται.)
Μονάχα, σε παρακαλώ, μίλησέ μου…
~
15.
(Ο Π ξαναρχίζει να
μιλάει. Τα μάτια του παραμένουν κλειστά.)
Π: Τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον…
Φ: (Με βουβό λυγμό.)
Το ήξερα πως θα μιλούσες… Το ήξερα…
Π: Άρτι γινώσκω εκ μέρους…
Φ: (Κλαίγοντας.)
Το ήξερα…
Π: (Επιμένει,
εμφατικά.) Άρτι γινώσκω εκ μέρους… Θυμάσαι τη συνέχεια;
Φ: Τότε δε επιγνώσομαι καθώς
και επεγνώσθην…
Π: Φοβήθηκες πριν…
Φ: (Πάντοτε με
λυγμούς.) Ναι, φοβήθηκα… Πάρα πολύ… Αλλά ήξερα πως θα μου μιλούσες…
Π: Γιατί;
Φ: Γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε ο κόσμος… Δεν θα
υπήρχε νόημα στον κόσμο…
Π: Ενώ τώρα μπορούμε να δώσουμε ένα νόημα…
Φ: (Σηκώνει το
κεφάλι και τον κοιτάζει.) Ναι, μπορούμε…
Π: Μπορούμε να μιλήσουμε για τις δυνατότητές μας…
Φ: Έχουμε κάθε δυνατότητα…
Π: Έχουμε μόνο μία δυνατότητα…
Φ: (Τον κόβει
βιαστικά.) Μπορούμε να γνωριστούμε… (Χαμηλώνει
αμήχανα τη φωνή της.) Δηλαδή να με γνωρίσεις… Να σου μιλήσω για τον εαυτό
μου… για τη ζωή μου…
Π: Έχουμε μόνο μία δυνατότητα, μητέρα…
Φ: Δεν είμαι η μητέρα σου· σ’ το είπα αυτό… Είμαι
μια νευρολόγος που κάνει πειράματα κι έμεινε γεροντοκόρη… Θα μπορούσα να σου
αφηγηθώ τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου…
Π: Έχουμε μόνο μία δυνατότητα, μητέρα… Να οδηγήσουμε…
Φ: (Τον κόβει.)
Δεν είμαι η μητέρα σου… Και μπορούμε να κάνουμε χίλια πράγματα…
Π: (Την κόβει,
επαναλαμβάνοντας και συμπληρώνοντας την προηγούμενη φράση του.) Να
οδηγήσουμε τα πράγματα στο τέλος…
Φ: (Σηκώνεται,
πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό του.) Πρέπει να με πιστέψεις…
Π: Σε πίστεψα…
Φ: Όχι πριν… Τώρα πρέπει να με πιστέψεις… Πριν, σου έλεγα
ψέματα…
Π: Με έπεισες όμως…
Φ: Σε παρακαλώ… Τώρα έχεις νικήσει…
Π: Δεν υπάρχει νίκη, μητέρα…
Φ: (Φωνάζει
υστερικά.) Δεν είμαι η μητέρα σου…
Π: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μια πείνα βαθιά μέσα μας…
Φ: (Σαν αντίλαλος της
προηγούμενης κραυγής της.) Δεν είμαι η μητέρα σου…
Π: Και κάποτε αυτή η πείνα ανεβαίνει… Φτάνει στα δόντια
και στα ρουθούνια…
Φ: Είναι πολύ συνηθισμένο… Γυρεύεις μανιωδώς να
γαντζωθείς από ένα ψέμα… Αυτό ονομάζεται «Aνάγκη Yιοθεσίας»…
Π: Κι από εκεί η πείνα ελευθερώνεται…
Φ: (Με ένταση.)
Δεν είμαι η μητέρα σου… Δεν υπάρχει Χαβιέ Νταρτούιγ… Είναι ο ήρωας
ενός ασήμαντου μυθιστορήματος… Και το Ανριέτ Σέλεϊ έρχεται από το Μαίρη Σέλεϊ…
Από τη συγγραφέα του Φρανκενστάιν… Όλα ήταν ψέματα…
μια σαχλή επινόηση… Το καταλαβαίνεις;
Π: (Μονολογεί.)
Μια σαχλή επινόηση…
Φ: Ακριβώς αυτό…
Π: Και η ταινία;
Φ: Ποια ταινία;
Π: Εκείνη η ταινία με το γιο που ονειρεύεται τη μητέρα
του…
Φ: Δεν υπάρχει τέτοια ταινία…
Π: Υπάρχει…
Φ: Δεν υπάρχει… Την επινόησα εγώ…
Π: Είναι τα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν»
του Αντρέι Ταρκόφσκι…
Φ: Δεν ξέρω καμία τέτοια ταινία…
Π: Γυρισμένη το 1962… Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της
Βενετίας….
Φ: Δεν ξέρω τίποτε από όλα αυτά…
Π: Την έχουμε δει μαζί…
Φ: Εγώ δεν έχω δει καμιά ταινία με κανέναν…
Π: Τότε φαίνεται πως την έχω δει μόνος μου…
Φ: Πιθανώς…
Π: Για την ακρίβεια, μπορεί να την είδε κάποιος από τους
δώδεκα που πλέον είμαι εγώ…
Φ: Ίσως… Δεν ξέρω…
Π: Την ταινία, την είδαμε μαζί…
Φ: Δεν είδαμε τίποτε μαζί…
Π: Την είδαμε μαζί, μητέρα…
Φ: (Πλησιάζει το
πρόσωπό του, τον αγγίζει με τα χέρια της. Μιλάει βιαστικά και λαχανιασμένα, με
ανεξέλεγκτη αγωνία.) Θέλω να σου πω κάτι
ακόμη… Σου είπα πριν ψέματα πως έκοψα το κεφάλι σου… Σου είπα ψέματα… Έβαλα στο
υγρό άζωτο ολόκληρο το σώμα σου… Πρέπει να με πιστέψεις… Δεν είσαι ένα κομμένο
κεφάλι… Έχεις το σώμα σου… Απλώς είναι ακόμη ναρκωμένο… Είσαι αρτιμελής…
Π: Μην το βρομίζεις…
Φ: (Φωνάζοντας σε
έξαλλη κατάσταση.) ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ,
ΣΟΥ ΛΕΩ…
Π: (Την κόβει.)
Μην το βρομίζεις…
Φ: (Καταρρέοντας.)
Δεν το βρομίζω…
Π: Εσύ πριν είπες πως δεν πρέπει να το βρομίζουμε…
Φ: (Με λυγμική
φωνή.) Προσπαθώ να δώσω μια λύση…
Π: Ξέρεις πως η μόνη λύση είναι η εμπλοκή… Οι άνθρωποι γινόμαστε
άνθρωποι μέσα από την εμπλοκή…
Φ: Προσπαθώ να δώσω μια ευκαιρία…
Π: Τις ευκαιρίες, τις έδινε ο Θεός… Τώρα πέρασε η ώρα…
Φ: Ο Θεός είναι παντοτινός…
Π: Τώρα πέρασε η ώρα…
Φ: Για τι είναι η ώρα;
Π: Για μια απάντηση…
Φ: Τι απάντηση;
Π: Ξέρεις, τότε δόθηκε μια απάντηση που δεν την έγραψε
κανένας…
Φ: Πότε;
Π: Τότε, με τον Πιλάτο…
Φ: Πότε; Τότε που ρώτησε τον Χριστό;
Π: Ναι, τότε… Θυμάσαι τι τον ρώτησε;
Φ: Τι εστίν αλήθεια…
Π: Μετά έγινε κάτι… Κάτι που δεν γράφτηκε…
Φ: Τι έγινε;
Π: Ο Χριστός έδωσε μια απάντηση...
Φ: Τι είπε;
Π: Δεν είπε… Έκανε κάτι…
Φ: Τι έκανε;
Π: Έκοψε κάτι και του το έδωσε…
Φ: Τι;
Π: Κάτι από το σώμα του…
Φ: Το αφτί του;
Π: Δεν ξέρουμε… Εικάζονται πολλά… Ένα δάχτυλο,
ενδεχομένως…
Φ: Και ο Πιλάτος;
Π: Το πήρε και το κράτησε…
Φ: Το δάχτυλο του Κυρίου;
Π: Ναι, το δάχτυλο του Κυρίου…
Φ: Μάλιστα…
Π: Τι «μάλιστα»;
Φ: Είπα «μάλιστα»…
Π: Δεν είναι καθόλου «μάλιστα»…
Φ: Δεν καταλαβαίνω…
Π: Το «μάλιστα» θα γίνει όταν επιστρέψεις στον Ιησού αυτό
το δάχτυλο…
Φ: Εγώ;
Π: Ναι, εσύ… Να το κόψεις και να το επιστρέψεις…
Φ: Θέλεις να κόψω το δάχτυλό μου;
Π: Αυτό ακριβώς…
Φ: Και τι θα κερδίσεις μ’ αυτό;
Π: Εγώ, τίποτε… Θα είναι η απάντησή μας…
Φ: Σε ποιον;
Π: Στον Θεό…
Φ: Δεν θα το κάνω…
Π: (Με φωνή απόλυτα
ανέκφραστη.) Είναι δικαίωμά σου…
Φ: (Με πολύ μεγάλη
ένταση, σε κατάσταση κατάρρευσης.) Ξέρεις
πως θα το κάνω… Ξέρεις πως θα κάνω τα πάντα για να μην σιωπήσεις…
Π: (Με τον ίδιο ανέκφραστο
τόνο.) Είναι δικαίωμά σου…
Φ: (Ουρλιάζει.)
Σου είπα πως θα το κάνω…
(Πέφτοντας στα πόδια του με ικεσία.) Θα κάνω ό,τι θες…
Π: Θέλω πρώτα να βγάλεις τα ρούχα σου…
Φ: Θα το κάνω… (Αρχίζει
να βγάζει τα ρούχα της.)
Π: Θέλω να σε δω… Να σε δω μέχρι το τέλος…
Φ: (Ενώ γυμνώνεται.)
Θα γίνει ό,τι θέλεις…
Π: Θα γίνει αυτό που μένει…
Φ: Τι μένει;
Π: Το τελευταίο στάδιο…
Φ: Ποιο είναι το τελευταίο στάδιο;
Π: Η ελευθερία…
(Η Φ έχει γυμνωθεί.
Στέκεται μπροστά του.)
Φ: Θα με κοιτάξεις;
Π: Θα κοιτάξω όταν πρέπει…
(Η Φ πηγαίνει με
αποφασιστικά βήματα σε έναν πάγκο. Παίρνει ένα νυστέρι.)
Φ: (Με πολύ μεγάλη
ένταση.) Ποιο δάχτυλο θέλεις;
Π: Ένα δάχτυλο… Όποιο να ’ναι…
Φ: Σου κάνει ο αριστερός δείκτης;
Π: Μου κάνει οποιοδήποτε δάχτυλο…
Φ: (Βάζει το χέρι
της στον πάγκο, έτοιμη να κόψει το δάχτυλό της με το νυστέρι.) Θα με
κοιτάξεις;
Π: (Ανοίγει τα
μάτια.) Σε κοιτάζω…
Φ: Ορίστε, λοιπόν…
(Κόβει το δάχτυλό της. Φέρνει το ακρωτηριασμένο
χέρι στην κοιλιά της και διπλώνεται.)
Π: Αυτό είναι μια απάντηση…
Φ: (Με σφιγμένη
φωνή από τον πόνο.) Ίσως να είναι μια απάντηση…
Π: Πονάς;
Φ: Λίγο… Αν ξέρεις πού να κόψεις, πονάς λιγότερο…
Π: Πρέπει να σταματήσεις την αιμορραγία…
Φ: Ξέρω να φροντίσω τον εαυτό μου… Εσύ πες μου τι θέλεις…
Π: Πρέπει να δώσεις κάπου την απάντησή σου…
Φ: Δεν καταλαβαίνω;
Π: Όπως την έδωσε ο Χριστός στον Πιλάτο…
Φ: (Ενώ τυλίγει μια
πετσέτα στο ακρωτηριασμένο χέρι της.) Θέλεις να δώσω κάπου το κομμένο
δάχτυλο;
Π: (Αργά.) Ναι,
θέλω να δώσεις κάπου το κομμένο δάχτυλο…
Φ: Σε ποιον; Σε σένα;
Π: Εγώ δεν έχω χέρια να το πάρω…
Φ: Σε ποιον, τότε;
~
16.
Π: Θέλω να το βάλεις στο μουνί
σου…
Φ: (Με μεγάλη
ταραχή – ενδεχομένως με φόβο.) Να το
βάλω στο μουνί μου;
Π: Ναι… Βαθιά… Μέσα στη μήτρα όπου έγινε η σύλληψή μου…
Εκεί όπου σε έκαψα με το καυτό νερό…
Φ: (Με ταραχή.)
Αυτό ίσως να είναι κακό… Άρρωστο και ανάρμοστο…
Π: Αυτό είναι η απάντησή μας…
Φ: Απάντηση σε ποιον;
Π: Στον Θεό… Στη φύση….
Φ: Δεν ξέρω αν μπορούμε να το κάνουμε αυτό…
Π: (Κλείνει τα
μάτια. Μιλάει ανέκφραστα.) Εσύ θα το αποφασίσεις…
Φ: (Με ένταση.)
Απλώς σου είπα πως δεν ξέρω…
Π: (Ανέκφραστα.)
Είναι δικαίωμά σου…
Φ: Εντάξει, λοιπόν…(Παίρνει
στο χέρι της το ματωμένο δάχτυλο.) Θα γίνει αυτό που λες… (Το βάζει ανάμεσα στα πόδια της. Το σπρώχνει
στον κόλπο της.)
Π: (Πάντοτε με τα
μάτια κλειστά.) Πώς νιώθεις;
Φ: Δεν ξέρω… Δεν μπορώ να το περιγράψω…
Π: Μήπως θέλεις να σταματήσουμε;
Φ: Όχι…
Π: Αν θέλεις…
Φ: (Τον κόβει.)
Σου είπα, δεν θέλω…
Π: Σου αρέσει αυτό που ζεις;
Φ: Μου αρέσει που είμαι μαζί σου…
Π: Είσαι ευτυχισμένη;
Φ: Είμαι ευτυχισμένη εφόσον είμαι μαζί σου…
Π: Νιώθεις το δάχτυλο μέσα στο μουνί
σου;
Φ: Το νιώθω…
Π: Είναι το δάχτυλό μου… Είμαι εγώ…
Φ: Ναι, εσύ είσαι…
Π: Βάλε τον Μπαχ…
Φ: Τον Μπαχ;
Π: Ναι, τον Μπαχ…
Φ: (Πηγαίνει προς
το στερεοφωνικό.) Ο Μπαχ είναι μια προσευχή στον Θεό…
Π: Βάλε τον Μπαχ, μητέρα…
Φ: (Βάζει και πάλι
το Erbarme Dich του Μπαχ. Ακούγεται σιγανά.) Νόμιζα πως είχαμε αφήσει πίσω μας τον Θεό…
Π: Δεν υπάρχει Θεός… Ο Μπαχ είναι μια προσευχή ανάμεσά
μας…
Φ: Ανάμεσά μας;
Π: Ναι… Γυρεύουμε έλεος ο ένας από τον άλλον…
Φ: (Κάθεται στην
καρέκλα, απέναντί του.) Αυτό είναι ελπιδοφόρο…
Π: Και τώρα είναι η ώρα…
Φ: Ποια ώρα;
Π: Η ώρα για να ολοκληρωθεί όλο αυτό…
Φ: Θα κάνω ό,τι μου πεις…
Π: Θυμάσαι την ταινία μας;
Φ: Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν;
Π: Αυτή είναι η ταινία μας… Τη θυμάσαι;
Φ: Νομίζω πως τη θυμάμαι…
Π: Θυμάσαι που ο Ιβάν πνίγει τη
μητέρα;
Φ: Δεν γίνεται αυτό… Τη μητέρα, τη σκοτώνουν οι Γερμανοί…
Π: Τη μητέρα, την πνίγει ο Ιβάν
στο πηγάδι…
Φ: Τη μητέρα, τη σκότωσε ένας πυροβολισμός… Κι ο Ιβάν την κοιτάζει από το βάθος του πηγαδιού…
Π: Δεν θυμάσαι καλά…
Φ: Η μητέρα δεν κατέβηκε ποτέ στο πηγάδι, Χαβιέ… Έμεινε πάνω… Ο Ιβάν
κατέβηκε για να πιάσει το αστέρι του νερού…
Π: Στο πηγάδι κατέβηκαν μαζί…
Φ: Στο πηγάδι κατέβηκε μόνο ο…
Π: (Ανοίγει τα
μάτια. Μιλάει με ένταση και εμφατικό τόνο.) Στο πηγάδι κατέβηκαν μαζί…
Φ: (Επαναλαμβάνει
αδύναμα.) Στο πηγάδι…
Π: (Συμπληρώνει τη
φράση της εμφατικά.) Κατέβηκαν μαζί…
Φ: (Παθητικά.)
Κατέβηκαν μαζί…
Π: Κι εκεί η μητέρα ξάπλωσε πάνω στο νερό…
Φ: Στο νερό…
Π: Κι έπειτα ο Ιβάν βύθισε το
πρόσωπό της…
Φ: Την έπνιξε στο νερό…
Π: Εκείνη τον κοιτούσε… Αιώνια τον κοιτούσε…
Φ: Έλαμπε σαν αστέρι τη νύχτα…
Π: Κι έπειτα έσκυψε κι αυτός μέσα…
Φ: Βυθίστηκαν μαζί…
Π: Ρουφήχτηκαν ο ένας από τον άλλον…
Φ: Κι οι Γερμανοί;
Π: Δεν υπάρχουν Γερμανοί…
Φ: Ο πόλεμος; Τα ναρκοπέδια;
Π: Δεν υπάρχει τίποτε…
Φ: Η φωτογραφία στη φυλακή του Βερολίνου; Οι συρμάτινες
κρεμάλες;
Π: Δεν υπάρχει τίποτε από όλα αυτά… Όλα τέλειωσαν μέσα
στο πηγάδι…
Φ: Κι εμείς;
Π: Εμείς αποφασίζουμε…
Φ: Τι;
Π: (Κοφτά.)
Θέλω να πεθάνεις…
Φ: Να πεθάνω;
Π: Ναι… Σαν τη μητέρα του Ιβάν…
Φ: (Με ξερή φωνή.) Πώς;
Π: Θέλω να βυθίσεις το νυστέρι στην καρδιά σου… Να
πεθάνεις μπροστά μου…
Φ: Γιατί;
Π: Για να πεθάνουμε και οι δύο μέσα σου… Για να επιστρέψω
μέσα σου…
Φ: Και η ζωή μας; Η ελευθερία μας;
Π: Η μόνη ελευθερία είναι ο θάνατός μας… Είναι η απάντησή μας…
Φ: Αυτό είναι παράλογο…
Π: Αυτή είναι η αλήθεια…
Φ: Κι εσύ, τι θα γίνεις;
Π: Θα σιωπήσω… Όταν μυρίσει το πτώμα σου, θα έρθει η
αστυνομία… Η ανάκριση θα πει πως μια τρελή μάνα είχε κόψει και ηλεκτροδοτήσει
το κεφάλι του γιου της… Κι εγώ θα είμαι σιωπηλός… Κανείς δεν θα ξέρει πως τους
ακούω…
Φ: Τι θα σε κάνουν;
Π: Όταν η υπόθεση μπει στο αρχείο, θα αποτεφρώσουν το
κεφάλι μου στον κλίβανο του νεκροτομείου…
Φ: Μπορεί να σε πάρουν στο εργαστήριο πειραμάτων…
Π: Κανείς δεν θα δεχτεί να συνεχίσει κάτι τόσο άρρωστο…
Φ: Είναι τρελό όλο αυτό…
Π: Φυσικά και είναι… Αλλά συμβαίνει… Είναι η αλήθεια…
Φ: Δεν θα το κάνω…
Π: Θα το κάνεις…
Φ: Γιατί να το κάνω;
Π: Γιατί αυτό είναι η ελευθερία μας…
Φ: (Χαμηλόφωνα,
σχεδόν ψιθυριστά.) Δεν θα το κάνω… Δεν θα σε αφήσω να καείς…
Π: Μόνον ο θάνατος είναι η ελευθερία μας…
Φ: (Φωνάζει.)
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ…
Π: Ο μεγάλος θάνατος… Που τον διαλέγεις όπως διαλέγεις
ένα διαμάντι…
Φ: Δεν θα το κάνω… Ό,τι και να
μου πεις, δεν θα το κάνω…
Π: (Κλείνει τα
μάτια. Ανέκφραστα.) Είναι δικαίωμά σου…
Φ: (Φωνάζει.) Ναι, είναι δικαίωμα μου… (Ξεσπάει σε κλάματα. Πέφτει στο πάτωμα.) Δικαίωμά μου…(Κλαίει γοερά.)
Π: (Πάντοτε με
κλειστά τα μάτια. Με πολύ χαμηλή φωνή, σχεδόν σαν ψιθύρισμα.) Ελευθερία…
(Το Erbarme Dich σβήνει μέσα στους λυγμούς της Φ. Το φως χαμηλώνει και
επικεντρώνεται μονάχα πάνω της. Ο Π δεν φαίνεται, σαν να έχει εξαφανιστεί από
τη σκηνή – ή σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εκείνη ανασηκώνεται, αγγίζει το κάτω μέρος
του κρεβατιού, εκεί όπου θα βρίσκονταν τα πόδια του Π.)
Φ: Το ήξερα… Το ήξερα καλά πως θα το τέλειωνες έτσι… Πως
θα ερχόσουν πίσω για να το τελειώσεις… Πάντοτε πήγαινες τα πράγματα ως το
τέλος… Στο τέλος είναι το κουκούτσι της αγάπης… Στο τέλος είσαι εσύ…
(Σηκώνεται και πάει
στον πάγκο.)
Και τώρα ξέρω πως η μόνη μας δυνατότητα είναι αυτή… Η
δυνατότητά μας… Να μπούμε μέσα στο διαμάντι… Να μπούμε μέσα…
(Πιάνει το νυστέρι.)
Ξέρεις πως θα το κάνω… Σε γέννησα για να σε ακολουθώ… Σε
έφτιαξα για να κάνω αυτό που μου λες… Έχω μέσα στο μουνί
μου το δάχτυλό σου… Σε έχω μέσα μου…
(Ξαναγυρίζει
μπροστά του. Ενώ μιλάει, πέφτει στα γόνατα.)
Ξέρεις πως θα το κάνω, αγάπη μου… Δεν υπήρχε περίπτωση να
μην το κάνω… Είσαι ο πούτσος που γεμίζει τη μήτρα
μου… Είσαι το λεπίδι που δικαιώνει την καρδιά μου…
(Με μεγάλη ένταση
και ταραχή.)
Είσαι ο παντοτινός γιος μου…
(Σχεδόν διπλώνεται,
καθώς το κεφάλι της αγγίζει τα γόνατά της. Χαμηλόφωνα, σαν να μονολογεί.)
Η ελευθερία σάς είναι άχρηστη αν δεν φάτε, αν δεν πιείτε,
αν δεν κοιμηθείτε μαζί μας… Η ελευθερία είναι άχρηστη αν δεν απλώσει το αίμα
μας σε τούτη την αρένα… Αν δεν ρουφηχτούνε τα αίματά μας…
(Σηκώνει το κεφάλι.)
Ναι, τη θυμάμαι καλά την ταινία… Εκεί που όλα τελειώνουνε
μες στο πηγάδι… Ο Ιβάν με τη μητέρα του βυθίζονται
στο νερό… Θυμάμαι και τη συνέχεια… Ο Ιβάν μπαίνει
μέσα στη μητέρα… Τα μάτια της ρουφάνε τον αντικατοπτρισμό του – σαν δυο ρουφήχτρες
που στροβιλίζουν μέσα τους το νερό… Έπειτα η επιφάνεια μαυρίζει… Σκοτάδι… Ο Ιβάν έχει επιστρέψει…
(Σηκώνεται και
πάλι.)
Είσαι πια μέσα μου, αγάπη μου…
(Σηκώνεται όρθια
μπροστά από εκεί που βρισκόταν το κρεβάτι του Π.)
Κοίταξέ με, Χαβιέ… Ξέρω πως με
βλέπεις· δεν μπορεί να μην με βλέπεις… Τώρα είναι η ώρα… Η ώρα για τον
μεγάλο θάνατο… Μπαίνουμε μέσα στο νερό… Μπαίνουμε μέσα στο διαμάντι… Μπαίνουμε
μέσα…
(Ακουμπάει το
νυστέρι στο στήθος της. Μιλάει αργά, με συγκίνηση και ταραχή.)
Μπαίνουμε μέσα στο διαμάντι…
(Την τελευταία της
λέξη την ψιθυρίζει αργά ενώ βυθίζει το νυστέρι στην καρδιά της.)
Ελευθερία…
***
(Μονομιάς η σκηνή
σκοτεινιάζει. Απόλυτο πηχτό σκοτάδι. Από τα μεγάφωνα αρχίζει και πάλι, αυτή τη
φορά με δυνατή ένταση, το Erbarme Dich από το Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ. Αυτή τη φορά ακούγεται δυνατά.
Να δοθεί χρόνος να
ακουστεί το κομμάτι. Ίσως σε μια οθόνη να δειχτούν εικόνες από τα Παιδικά χρόνια του Ιβάν – οι σκηνές των ονείρων με τη μητέρα. Ίσως και όχι.
Ωστόσο, όλα να
τελειώσουν μέσα στη μουσική.)
~