Πρώτη πράξη
1.
(Ένα κρεβάτι
ανασηκωμένο σε σχεδόν κάθετη στάση, όπου είναι δεμένος ο Π. Η ηλικία του,
απροσδιόριστη. Μπορεί να είναι 20 ή και 60 χρονών – μα προτιμότερο είναι να
τείνει προς τα 33 χρόνια. Δίπλα του, σε μια καρέκλα, καθισμένη η Φ. Η δική της
ηλικία εξαρτάται από τον Π: πρέπει να είναι μεγαλύτερη.)
Π: (Με τη βαθιά
φωνή ενός ανθρώπου που συνέρχεται από κώμα. Έκπληξη, τρόμος και απορία μαζί.)
Πού βρίσκομαι;
Φ: Ησυχάστε, κύριε… Είστε ασφαλής…
Π: (Με
εξακολουθητική έκπληξη και τρόμο.) Πού βρίσκομαι; Τι είναι εδώ;
Φ: Αν θέλετε να κλάψετε, κάντε το… Οι γιατροί είπαν πως
είναι φυσιολογικό να κλαίει κανείς όταν ξυπνάει…
Π: Οι γιατροί;
Φ: Οι γιατροί που παρακολουθούν την περίπτωσή σας…
Π: (Με προφανή
ανησυχία.) Ποιοι είναι οι γιατροί; (Προσπαθεί
να σηκωθεί.) Γιατί είμαι δεμένος;
Φ: Το προβλέπει το πρωτόκολλο… Όταν κάποιος ξυπνάει όπως εσείς,
μπορεί να γίνει επιθετικός…
Π: Επιθετικός;
Φ: Ή να βλάψει τον εαυτό του…
Π: (Με έντονη
ανησυχία.) Πρέπει να με λύσετε… Δεν θυμάμαι τίποτε… Ποιος είμαι;
Φ: Είναι φυσιολογικό… Δεν πρέπει να ανησυχείτε…
Π: (Με ακόμη
μεγαλύτερη ανησυχία.) Τι συμβαίνει; Τι
είναι όλα αυτά;
Φ: Θα σας τα πω εγώ… Αλλά…
Π: (Την κόβει.
Μιλάει με αυξανόμενη ένταση.) Θέλω να με
λύσετε…
Φ: Ηρεμήστε…
Π: (Προσπαθεί να
λυθεί. Φωνάζει.) Λύστε με, σας λέω…
Φ: (Ανεβάζει κι
αυτή τον τόνο της φωνής της.) Σας
παρακαλώ, ηρεμήστε…
Π: (Φωνάζει όλο και
πιο δυνατά.) ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΥΘΩ… ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ… ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΥΘΩ…
Φ: Θα σας λύσω όταν πρέπει…
Π: (Φωνάζει με όλη
τη δύναμη της φωνής του.) ΕΧΩ ΑΡΓΗΣΕΙ,
ΣΑΣ ΛΕΩ…
Φ: (Ανοίγει το
συρτάρι.) Θα αναγκαστώ να σας κάνω μια ηρεμιστική ένεση…
Π: (Τρομοκρατημένος.)
Ένεση; Όχι ένεση…
Φ: Θα ήθελα να την αποφύγω, αλλά…
Π: (Ουρλιάζει
τρομοκρατημένος.) ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΟΧΙ
ΕΝΕΣΗ…
Φ: Ηρεμήστε, δεν θα κάνουμε ένεση…
Π: (Ξεψυχισμένα,
σαν να προσεύχεται.) Όχι ένεση…
Φ: Πάντως είναι θετικό το ότι θυμάστε την ένεση…
Π: Ναι, ξέρω τι είναι η ένεση… Μου έχουν κάνει πολλές
ενέσεις…
Φ: Είναι συχνά αναγκαία… Αλλά νομίζω πως τώρα δεν θα τη
χρειαστούμε…
Π: Ποια είστε… Έχω αργήσει…
Φ: Δεν έχετε αργήσει… Πιστέψτε
με… Δεν σας περιμένει κανείς…
Π: Πότε θα με λύσετε;
Φ: Όταν πρέπει… Πρέπει να ακολουθηθεί το πρωτόκολλο…
Π: Τι είναι το πρωτόκολλο;
Φ: Οι οδηγίες των γιατρών…
Π: Και οι γιατροί; Πού είναι οι γιατροί;
Φ: Ήταν εδώ προηγουμένως… Και θα ξανάρθουν…
Π: Νιώθω πολύ άσχημα… Νιώθω πως συμβαίνει κάτι κακό…
Φ: Τώρα είναι όλα καλά… Πλέον είστε καλά…
Π: Ποιος είμαι; Πώς με λένε;
Φ: Έχω εντολή να μην σας πω το όνομά σας…
Π: Γιατί;
Φ: Είναι η πρώτη μέρα… Το άκουσμα του ονόματος από την
πρώτη μέρα μπορεί να δημιουργήσει απρόκλητες συνέπειες…
Π: Τι μπορείτε να μου πείτε;
Φ: Μπορώ να σας δώσω ένα περίγραμμα των γεγονότων…
Π: Ποιων γεγονότων;
Φ: Των γεγονότων που σας αφορούν…
Π: Ποια είστε;
Φ: Είμαι υπεύθυνη για εσάς…
Π: Είστε γιατρός;
Φ: Όχι…
Π: Νοσοκόμα;
Φ: Όχι…
Π: Τι είστε τότε… Μήπως είστε συγγενής μου;
Φ: Όχι…
Π: Γυναίκα μου; Κόρη μου;
Φ: Όχι, όχι… Είμαι υπεύθυνη για εσάς…
Π: Είστε ψυχολόγος;
Φ: Είμαι Παρακολουθήτρια
Προσαρμογής…
Π: Δεν γνωρίζω τι θα πει αυτό…
Φ: Το λένε οι λέξεις… Παρακολουθώ τη μετάβαση και την
προσαρμογή από το ένα περιβάλλον στο άλλο…
Π: Δεν γνωρίζω τέτοια ειδικότητα… Ξέρω ψυχίατρο,
ψυχολόγο, ψυχαναλυτή…
Φ: Ας πούμε πως είμαι ένας εξειδικευμένος ψυχολόγος…
Ασχολούμαι με μια ειδική κατηγορία περιπτώσεων…
Π: Είμαι, λοιπόν, ειδική περίπτωση…
Φ: Ναι, είστε…
Π: Γι’ αυτό είμαι δεμένος;
Φ: Όχι… Είστε δεμένος επειδή το επιβάλλει το πρωτόκολλο…
Π: Τι έχω κάνει;
Φ: Δεν έχετε κάνει τίποτε…
Π: Σας παρακαλώ, πέστε τι έχω κάνει…
Φ: Σας επαναλαμβάνω, δεν έχετε κάνει τίποτε…
Π: (Σαν να μην την
ακούει. Με ταραχή.) Έχω σκοτώσει; Ποιον; Πόσους;
Φ: Δεν έχετε σκοτώσει κανέναν…
Π: (Με ένταση και
ταραχή.) Και τότε γιατί με έχετε δεμένο;
Φ: Είναι το πρωτόκολλο…
Π: (Φωνάζει με
ένταση.) Πες μου
τι έχω κάνει, γαμώ τον Θεό μου…
Φ: (Ανοίγει το
συρτάρι του κομοδίνου.) Λυπάμαι, αλλά θα αναγκαστώ…
Π: (Με τρόμο.)
Όχι, σας παρακαλώ… Όχι την ένεση…
Φ: Με φέρνετε σε δύσκολη θέση… Έχω σαφείς εντολές…
Π: Δεν θα ξαναφωνάξω… Σας το υπόσχομαι…
Φ: (Κλείνοντας αργά
το συρτάρι.) Σας έχω εμπιστοσύνη…
Π: Σας ευχαριστώ…
Φ: Αν θέλετε μπορείτε να μου κάνετε ερωτήσεις…
Π: Θα ήθελα να μου πείτε για μένα… Πόσων χρονών είμαι;
Πως με λένε; Ποια είναι η οικογένειά μου; Τι δουλειά κάνω;
Φ: Είστε τριάντα τριών χρονών…
Π: Μάλιστα… Είμαι ένας άντρας τριάντα τριών χρονών… Στην
ηλικία του Χριστού…
Φ: Θυμάστε τον Χριστό;
Π: Μα φυσικά…
Φ: Τι θυμάστε από αυτόν;
Π: Τα πάντα…
Φ: Τη ζωή του, τη διδασκαλία του;
Π: Πάτερ, άφες αυτοίς… Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…
Φ: Θαυμάσια…
Π: Ηλί, ηλί,
λαμά σαβαχθανί…
Φ: Και τι νιώθετε γι’ αυτόν;
Π: Στην εποχή του ήταν ένας επαναστάτης…
Φ: Ήτανε ο Γιος του Θεού;
Π: Αυτό με τον Θεό, μου φαίνεται για παραμύθι…
Φ: Το πιστέψατε ποτέ;
Π: Νομίζω πως το πίστεψα κάποτε…
Φ: Πότε;
Π: Όταν ήμουν παιδί…
Φ: Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Π: Απολύτως τίποτε…
Φ: Τη μητέρα σας; Τον πατέρα σας;
Π: Δεν θυμάμαι κανέναν… Θαρρείς να φύτρωσα στο χωράφι…
Φ: Πέστε μου, ξέρετε ποιος ήταν ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι;
Π: Αμερικάνος Πρόεδρος, που τον σκότωσαν…
Φ: Ο Ιούλιος Καίσαρας;
Π: Αρχαίος Ρωμαίος… Τον σκότωσαν κι αυτόν…
Φ: Ποιος τον σκότωσε;
Π: Δεν θυμάμαι…
Φ: Δεν θυμάστε ή δεν ξέρετε;
Π: Μάλλον δεν ξέρω…
Φ: Πριν μου είπατε πως είστε άντρας… Πώς το ξέρετε;
Π: Τι εννοείτε;
Φ: Νιώθετε τα γεννητικά σας όργανα;
Π: Όχι… Αλλά ξέρω πως είμαι άντρας…
Φ: Πώς το ξέρετε;
Π: Δεν ξέρω να σας το εξηγήσω… Το νιώθω…
Φ: Γνωρίζετε το μέγεθος του γεννητικού σας οργάνου;
Π: Όχι…
Φ: Έχετε κάνει έρωτα;
Π: Λογικά, έχω κάνει… Αλλά δεν θυμάμαι με ποια…
Φ: Ωστόσο, ήταν γυναίκα, σωστά;
Π: Ναι, ήταν γυναίκα…
Φ: Είστε σίγουρος;
Π: Ναι, είμαι σίγουρος… Αν έχω κάνει έρωτα, θα ήταν με
γυναίκα…
Φ: Γνωρίζετε ποιος ήταν ο Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι;
Π: Ναι, βέβαια… Μεγάλος ρώσος συγγραφέας…
Φ: Γνωρίζετε κάποιο βιβλίο του;
Π: Το Έγκλημα και
τιμωρία…
Φ: Το έχετε διαβάσει;
Π: Νομίζω πως το έχω διαβάσει…
Φ: Θυμάστε το όνομα του πρωταγωνιστή;
Π: Είναι ένα ρώσικο όνομα… Είμαι σίγουρος πως κάποτε το
ήξερα…
Φ: Ρασκόλνικοφ…
Π: Ναι, αυτός είναι… Ο Ρασκόλνικοφ…
Φ: Θυμάστε τι κάνει ο Ρασκόλνικοφ;
Ποιο είναι το έγκλημά του;
Π: Σκοτώνει μια γριά… Έτσι δεν είναι; Σκοτώνει μια γριά…
Φ: Γνωρίζετε ποιος ήταν ο Χαβιέ
Νταρτούιγ;
Π: Αυτό είναι… Έχω σκοτώσει κάποιον… Γι’ αυτό με ρωτάτε
για τον Ρασκόλνικοφ…
Φ: Ρωτάω ό,τι προβλέπει το
πρωτόκολλο…
Π: Έχω σκοτώσει κάποιον… Γι’ αυτό με ρωτάτε… Κι εδώ δεν
είναι νοσοκομείο… Κάτι άλλο είναι…
Φ: Δεν έχετε κάνει τίποτε…
Π: (Με ένταση.)
Με έχετε δεμένο και με ρωτάτε για τον Ρασκόλνικοφ…
Φ: Πρέπει να ηρεμήσετε…
Π: (Με ένταση.)
Τι είναι εδώ; Τι είναι αυτό το δωμάτιο;
Φ: Είναι ένα ασφαλές μέρος…
Π: (Με ένταση.)
Εδώ είναι φυλακή… Έτσι δεν είναι;
Φ: Όχι, δεν είναι φυλακή…
Π: (Με μεγάλη
ένταση.) Είναι φυλακή και εσείς είστε
ανακρίτρια…
Φ: (Μιλάει με άλλο
ύφος. Κοφτά και πολύ αυστηρά.) Κοιτάξτε, κύριε… Δεν ισχύει τίποτε από αυτά
που λέτε… Βρεθήκατε σε μια ειδική κατάσταση και ξυπνήσατε πριν από λίγα λεπτά…
Καταλαβαίνω την αγωνία σας, αλλά πρέπει να κάνετε υπομονή… Θα σας τα πω όλα,
αλλά προηγουμένως θα τηρήσω το πρωτόκολλο… Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση
να μην τηρηθεί το πρωτόκολλο… Όσο καλύτερα συνεργαστείτε, τόσο γρηγορότερα θα
τα μάθετε όλα και θα λυθείτε….
Π: Με συγχωρείτε…
Φ: Δεν χρειάζεται να ζητάτε συγγνώμη… Ο καθένας στη θέση σας
θα είχε την ίδια αντίδραση…
Π: Κάντε τη δουλειά σας όπως πρέπει…
Φ: (Κοιτάζει στην
τσάντα της.) Καπνίζετε; (Βγάζει ένα
πακέτο τσιγάρα.)
Π: Δεν νομίζω…
Φ: Ωστόσο, δεν είσαστε σίγουρος…
Π: Αν καπνίζω, θα μου λύσετε τα χέρια;
Φ: Όχι ακόμη…
Π: Έστω το ένα;
Φ: Θα κρατάω εγώ το τσιγάρο…
Π: Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα…
Φ: Καπνίζετε λοιπόν;
Π: Ακόμη νομίζω πως δεν καπνίζω… Ίσως σε λίγο…
Φ: (Βάζει το
τσιγάρο στο στόμα της.) Όπως νομίζετε…
Π: Προς το παρόν, θέλω να τελειώνουμε με το πρωτόκολλο…
Φ: (Ανάβει το
τσιγάρο.) Σωστά…
Π: Οπότε περιμένω τις ερωτήσεις…
Φ: Τι νιώθετε για μένα;
~
2.
Π: (Αιφνιδιασμένος.)
Τι εννοείτε;
Φ: Περιγράψτε τα συναισθήματά σας για μένα…
Π: Τι συναισθήματα;
Φ: Δυσπιστία; Μίσος; Οργή; Εμπιστοσύνη;
Π: Σας έχω εμπιστοσύνη… Δεν θα έπρεπε;
Φ: Δεν αισθάνεστε και κάποια δυσπιστία;
Π: Ναι, αισθάνομαι κάτι που πλησιάζει προς τη δυσπιστία…
Νιώθω πολύ παράξενα… Πολύ απροστάτευτος…
Φ: Σεξουαλικά, σας ελκύω;
Π: (Και πάλι
αιφνιδιασμένος.) Τι εννοείτε;
Φ: Νομίζω πως είμαι σαφής… Αν νιώθετε επιθυμία να κάνετε
έρωτα μαζί μου…
Π: Κοιτάξτε, τώρα η επιθυμία μου είναι να λυθώ και να
θυμηθώ… Δεν έχω μυαλό να σκεφτώ το σεξ…
Φ: Παράξενο…
Π: Γιατί;
Φ: Συνήθως, όταν ξυπνούνε με αμνησία, σκέφτονται το σεξ…
Π: Λυπάμαι, εγώ δεν το σκέφτομαι…
Φ: (Σβήνει το
τσιγάρο.) Μα δεν χρειάζεται να λυπάστε…
Π: Ελπίζω να καταλαβαίνετε πως δεν έχει να κάνει με εσάς…
Φ: Γνωρίζετε ποιος ήταν ο Χαβιέ
Νταρτούιγ;
Π: Με ρωτήσατε και πριν… Δεν τον ξέρω…
Φ: Σας φέρνει κάποιον συνειρμό αυτό το όνομα;
Π: Λυπάμαι… Δεν μου λέει τίποτε…
Φ: Μήπως θυμάστε αν ο πατέρας σας είχε γένια;
Π: Όχι, δεν θυμάμαι τίποτε από αυτόν…
Φ: Αν ήταν ψηλός; Αν φορούσε γυαλιά;
Π: Σας είπα… Δεν θυμάμαι τίποτε από αυτόν… Σαν να μην
έχει υπάρξει…
Φ: Εφόσον υπάρχετε εσείς, υπήρξε κι αυτός…
Π: Έχετε δίκιο… Μα νιώθω σαν να μην τον έχω γνωρίσει…
Φ: Φαντάζομαι, το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα σας…
Π: Ακριβώς το ίδιο… Δεν θυμάμαι τίποτε ούτε γι’ αυτήν…
Φ: Θέλετε να μιλήσουμε για ορισμένα διάσημα τέρατα;
Π: Τέρατα;
Φ: Ναι, τέρατα της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, των
κόμικς… Αλλόκοτα πλάσματα με αλλόκοτες ιδιότητες…
Π: Αν πρέπει να μιλήσουμε, ας μιλήσουμε… Αλλά δεν μπορώ
να καταλάβω τι σχέση έχουν όλα αυτά αναμεταξύ τους…
Φ: Πιθανώς καμία… Αλλά είναι το πρωτόκολλο…
Π: Σας ακούω λοιπόν…
Φ: Τι ξέρετε για τον Λυκάνθρωπο;
Π: Κάποιος που είναι μισός άνθρωπος και μισός λύκος… Για
την ακρίβεια, γίνεται λύκος όταν βγαίνει το φεγγάρι…
Φ: Τον ξέρετε πολύ καλά…
Π: Και νομίζω πως ερωτεύεται μια κοπέλα….
Φ: Ναι, έτσι γίνεται…
Π: Αλλά στο τέλος δεν τα καταφέρνουν….
Φ: Τι δεν καταφέρνουν;
Π: Να επιζήσουν και να γεράσουν μαζί…
Φ: Σας τρομάζει μια τέτοια μοίρα;
Π: Όχι, δεν νομίζω πως με τρομάζει…
Φ: Γιατί;
Π: Δεν ξέρω… Ίσως γιατί αυτή είναι η φύση των τεράτων…
Φ: Τον Δράκουλα, τον ξέρετε;
Π: Ένας που είναι βρικόλακας – αυτός δεν είναι;
Φ: Αυτός είναι… Θυμάστε γιατί έγινε βρικόλακας;
Π: Όχι, δεν θυμάμαι…
Φ: Για να εκδικηθεί τον θάνατο της αγαπημένης του…
Π: Και ερωτεύεται μια κοπέλα που της μοιάζει…
Φ: Το θυμηθήκατε;
Π: Όχι, το υποθέτω… Έτσι γίνεται συνήθως…
Φ: Για το τέρας του δόκτορα Φρανκενστάιν,
τι ξέρετε;
Π: Ήταν ένας γιατρός που ήθελε να φτιάξει έναν άνθρωπο
από πτώματα…
Φ: Και μετά, τι έγινε;
Π: Έγινε ένα τέρας…
Φ: Και μετά;
Π: Μετά, δεν ξέρω… Δεν θυμάμαι…
Φ: Υπήρξε κάποιος καταδικασμένος έρωτας εδώ;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Μπορείτε να κάνετε μια υπόθεση, όπως πριν…
Π: Δεν ξέρω… Νιώθω πως με ανατριχιάζει αυτό…
Φ: Ποιο;
Π: Αυτό με το σώμα του, που είναι κομμάτια από σώματα
άλλων… Και που είναι γεμάτο με ραφές…
Φ: Είναι άσχημο; Αποκρουστικό;
Π: Νομίζω πως είναι αποκρουστικό…
Φ: Εσείς;
Π: Εγώ, τι;
Φ: Είστε όμορφος; Άσχημος;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Δεν θυμάστε τίποτε;
Π: Δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε… Δεν ξέρω πώς είμαι…
Φ: Θέλετε να σας φέρω έναν καθρέφτη να κοιταχτείτε;
Π: Ναι, θα το ήθελα… Αλλά, αν είμαι παραμορφωμένος, θα
ήθελα να με προειδοποιήσετε…
Φ: Όχι, σε καμία περίπτωση… Και είστε πολύ ωραίος άντρας…
Θα το διαπιστώσετε μόλις πάτε στο μπάνιο…
Π: Θα με λύσετε τώρα;
Φ: Σε λίγο…
Π: Σας παρακαλώ, επιταχύνετε τις ερωτήσεις…
Φ: Κάνω ό,τι προβλέπει το
πρωτόκολλο…
Π: Καταλαβαίνω…
Φ: Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Π: Αργήσατε να έρθετε στα παιδικά μου χρόνια…
Φ: Μπορείτε να μου απαντήσετε;
Π: Αργήσατε γιατί τα θεωρείτε σημαντικά, σωστά;
Φ: Θα ήθελα να μου απαντάτε σε αυτά που σας ρωτάω…
Π: Ο Φρόιντ είπε πως τα παιδικά χρόνια είναι ο πυρήνας
της ύπαρξης…
Φ: Ξέρετε τον Φρόιντ;
Π: Όλοι ξέρουν τον Φρόιντ…
Φ: Έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο του;
Π: Όχι… Αλλά ξέρω μέσες άκρες τι είπε…
Φ: Τι είπε;
Π: Πως όλα έχουν γίνει στην παιδική μας ηλικία…
Φ: Θα μου πείτε, λοιπόν, τι θυμάστε;
Π: Τίποτε… Απολύτως τίποτε…
Φ: Ξέρετε τι είναι το κρυφτό;
Π: Ξέρω…
Φ: Έχετε παίξει ποτέ;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Αν σας ζητήσω να μετρήσετε πέντε-πέντε μέχρι το εκατό,
μπορείτε;
Π: (Μετράει με
εξαιρετική ταχύτητα, όπως τα παιδιά όταν φυλάνε στο κρυφτό): Πέντε, δέκα, δεκαπέντε,
είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα, σαράντα πέντε…
Φ: (Τον κόβει.)
Αρκετά… Το μέτρημα, πάντως, το θυμάστε καλά…
Π: Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο…
Φ: Ξέρετε τι είναι το κολύμπι;
Π: Μα φυσικά…
Φ: Έχετε κολυμπήσει ποτέ σας;
Π: Νιώθω πως το έχω κάνει… Αλλά δεν μπορώ να είμαι
σίγουρος…
Φ: Κάποιο άλλο παιχνίδι; Ποδόσφαιρο, κυνηγητό,
στρατιωτάκια, κούκλες;
Π: Σας είπα πως δεν θυμάμαι τίποτε…
Φ: Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Θυμάστε τις γεύσεις;
Π: Θυμάμαι τα πάντα… Αλλά δεν ξέρω τι μου αρέσει…
Φ: Προτιμάτε κρασί ή μπύρα;
Π: Δεν ξέρω τι προτιμώ…
Φ: Τώρα, διψάτε;
Π: Όχι, δεν διψάω…
Φ: Θυμάστε ποτέ τον εαυτό σας διψασμένο;
Π: Όχι, δεν τον θυμάμαι…
Φ: Ήσασταν ποτέ πεινασμένος;
Π: Και πάλι δεν θυμάμαι…
Φ: Θυμάστε τι είναι το πηγάδι;
Π: Το πηγάδι που οι άνθρωποι παίρναν
νερό;
Φ: Ναι, αυτό…
Π: Φυσικά και θυμάμαι…
Φ: Έχετε βρεθεί ποτέ σας σε πηγάδι;
Π: Δεν ξέρω… Ίσως και να έχω βρεθεί…
Φ: Θα σας πω μια φράση, και θέλω να τη συμπληρώσετε
εσείς…
Π: Πείτε μου…
Φ: Τον άρτον ημών τον επιούσιον…
Π: Δος ημίν
σήμερον…
Φ: Θαυμάσια… Να σας πω και μια ακόμη μισή φράση;
Π: Πείτε μου…
Φ: Να ζει κανείς;
Π: Ή να μην ζει…
Φ: Μήπως θυμάστε και τη συνέχεια;
Π: Πλαστελίνη…
Φ: (Απορημένη.)
Δεν κατάλαβα…
Π: Είπα «πλαστελίνη»…
Φ: Αυτή είναι η συνέχεια;
Π: Όχι… Μίλησα για τον εαυτό μου…
Φ: Θυμηθήκατε κάποιο παιδικό σας παιχνίδι;
Π: Όχι, δεν θυμήθηκα τίποτε…
Φ: Τότε τι σημαίνει αυτό που είπατε;
Π: Πως είμαι σαν την πλαστελίνη…
Φ: Δεν καταλαβαίνω…
Π: Δεν θυμάμαι τίποτε… Έχω όλην
την εμπειρία μιας ζωής, όλες τις γνώσεις μιας ζωής… Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ
αυτή τη ζωή… Οπότε…
Φ: Οπότε τι;
Π: Οπότε μπορείτε να με κάνετε ό,τι
θέλετε… Να μου δώσετε όποια ζωή θέλετε… Όπως πλάθουμε την πλαστελίνη…
Φ: Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό…
Π: Μια χαρά μπορεί να γίνει… Μπορείτε να μου πείτε πως
είμαι ένας δολοφόνος… Ή ο Ιησούς Χριστός… Ή όποιος άλλος…
Φ: Γιατί να το κάνω αυτό;
Π: Για να με κάνετε δικό σας…
Φ: Και γιατί να σας κάνω δικό μου;
Π: Οι άνθρωποι θέλουμε να κάνουμε τους άλλους ανθρώπους
δικούς μας…
Φ: Δεν είναι πάντοτε έτσι…
Π: Νομίζω πως πάντοτε είναι έτσι… Κι επιπλέον…
Φ: Επιπλέον, τι;
Π: Με έχετε δεμένο… Με έχετε κλεισμένο σε ένα δωμάτιο…
Ξυπνάω με αμνησία και με ρωτάτε τις πιο παράξενες ερωτήσεις…
Φ: Εκτελώ το πρωτόκολλο…
Π: Εγώ δεν βλέπω κανέναν γιατρό… Μόνο εσάς βλέπω…
Φ: Πριν είπατε πως μου έχετε εμπιστοσύνη…
Π: Πριν βιάστηκα… Έπρεπε να σας πω πως θα περιμένω να δω
αν μπορώ να σας έχω εμπιστοσύνη…
Φ: Αν δεν μου έχετε εμπιστοσύνη, δεν μπορώ να βοηθήσω…
Π: Δεν είναι λογικό να σας έχει εμπιστοσύνη ένας δεμένος…
Φ: (Σηκώνεται
όρθια.) Θέλετε κάτι γλυκό; Μια καραμέλα;
Π: Όχι, δεν θέλω…
Φ: Δεν έχετε την ανάγκη για κάτι γλυκό; Όσοι ξυπνούνε,
θέλουνε κάτι γλυκό…
Π: Εγώ θέλω να με λύσετε… Και να μάθω ποιος είμαι…
Φ: Θα γίνουν και τα δύο… Αλλά πρέπει να τηρηθεί το
πρωτόκολλο…
Π: Τι ώρα τελειώνει η βάρδια σας;
Φ: Η βάρδια μου;
Π: Προφανώς δεν δουλεύετε είκοσι τέσσερις ώρες το
εικοσιτετράωρο… Έτσι δεν είναι;
Φ: Σωστά…
Π: Τι ώρα θα έρθει ο αντικαταστάτης σας, λοιπόν…
Φ: Βιάζεστε να με ξεφορτωθείτε;
Π: Πέστε το κι έτσι…
Φ: Δεν σας παρεξηγώ… Συμβαίνει σε αυτούς που ξυπνάνε…
Π: Ποιο πράγμα συμβαίνει;
Φ: Να γίνονται επιθετικοί με τον Παρακολουθητή…
Π: Πότε θα έρθει ο αντικαταστάτης σας, λοιπόν;
Φ: Δεν θα έρθει σήμερα… Θα έρθει αύριο… Αλλά εγώ θα φύγω
(Κοιτάζει το ρολόι της.) Και εδώ που
τα λέμε, είχα ξεχαστεί… Με τα λόγια, πέρασε η ώρα… Σε ένα τέταρτο τελειώνω…
Π: Σε ένα τέταρτο;
Φ: Για την ακρίβεια, σε δεκαεννιά λεπτά…
Π: Και με μένα, τι θα γίνει;
Φ: Θα ξεκουραστείτε… Και αύριο θα συνεχίσετε με το
συνάδελφο…
Π: (Με εκνευρισμό.)
Δεν θέλω να ξεκουραστώ…
Φ: Πρέπει να ξεκουραστείτε… Το γράφει το πρωτόκολλο…
Π: (Με σχετική
ένταση.) Δεν θέλω να ξεκουραστώ, σας λέω…
Φ: Θα μείνετε μόνος και θα ξεκουραστείτε…
Π: (Με μεγαλύτερη
ένταση.) Δεν έχετε δικαίωμα να το κάνετε
αυτό…
Φ: Σας παρακαλώ, ηρεμήστε… Θα ξεκουραστείτε και θα
συνεχίσετε αύριο με έναν άλλον συνάδελφο…
Π: (Φωνάζει.)
ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΤΕ ΑΥΤΟ…
Φ: Αν θέλετε, μπορώ να σας κάνω μια ένεση…
~
3.
Π: (Ξεψυχισμένα,
φοβισμένα.) Δεν έχετε δικαίωμα να το κάνετε αυτό…
Φ: Γίνεται για τη δική σας προστασία…
Π: Δεν μπορείτε να με αφήσετε μόνο… Δεμένο και μόνο…
Φ: Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο… Αλλά πρέπει να
ακολουθηθεί το πρωτόκολλο…
Π: Είναι βασανιστήριο… Το πιο φριχτό βασανιστήριο… Δεν
έχω ούτε μια ανάμνηση από τη ζωή μου και με έχετε δεμένο… Δεν ξέρω ποιος είμαι
και δεν μπορώ καν να ψηλαφίσω το πρόσωπό μου…
Φ: Ξέρετε, στις περιπτώσεις που δεν ακολουθήθηκε το
πρωτόκολλο, υπήρξαν απρόβλεπτα γεγονότα…
Π: Τι εννοείτε;
Φ: Στο παρελθόν λύσαμε ανθρώπους μόλις ξύπνησαν, και
έγιναν πράγματα που δεν τα χωράει ο νους…
Π: Τι πράγματα;
Φ: Δεν μου επιτρέπεται να σας πω…
Π: Σας παρακαλώ, μην φύγετε…
Φ: Πριν βιαζόσασταν να φύγω…
Π: Τώρα θέλω να μείνετε… Δεν προβλέπει το πρωτόκολλο τη
διακριτική σας ευχέρεια να μείνετε;
Φ: Τη διακριτική μου ευχέρεια;
Π: Ναι, αυτό ακριβώς… Το να θεωρήσετε πως πρέπει να μείνετε
γιατί ο ασθενής βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο συνειδητοποίησης…
Φ: Ξέρετε, είστε ωραίος άντρας…
Π: Είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί τώρα…
Φ: Κι επιπλέον είστε πολύ έξυπνος… Ωραίος και έξυπνος…
Π: Δεν μπορεί το πρωτόκολλο να μην προβλέπει τη
δυνατότητα παράτασης της συνομιλίας μας…
Φ: Και γιατί να θεωρήσω πως πρέπει να υπάρξει παράταση;
Π: Εσείς δεν νιώθετε πως πρέπει να μείνετε;
Φ: Δεν βλέπω κάποιο λόγο να μείνω…
Π: Γιατί το θέλω…
Φ: Δεν κατάλαβα…
Π: Είπα πως πρέπει να μείνετε γιατί το θέλω…
Φ: Δυστυχώς, δεν είμαι εδώ για να ικανοποιώ τα θέλω σας…
Π: Θέλω να είμαι μαζί σας…
Φ: Είμαι εδώ για να εφαρμόσω το πρωτόκολλο…
Π: Κι επιπλέον μου έχει σηκωθεί…
Φ: (Τον κοιτάει με
έκπληξη.) Αλήθεια;
Π: Ναι, έχω ερεθιστεί για εσάς…
Φ: Από πότε;
Π: Εδώ και ώρα… Από τότε που με ρωτήσατε αν έχω
σεξουαλική επιθυμία για εσάς…
Φ: Και τώρα έχετε;
Π: Ναι, έχω…
Φ: Πόσα εκατοστά;
Π: Τι εννοείτε;
Φ: (Με κοφτή φωνή.)
Πόσα εκατοστά σού είναι σηκωμένη;
Π: Πολλά…
Φ: Πόσο πολλά;
Π: Ξέρεις πως δεν θυμάμαι… Αλλά τη νιώθω να είναι μεγάλη
σαν ψωλή αλόγου…
Φ: Και πού έχεις δει ψωλή
αλόγου;
Π: Έχω δει… Δεν ξέρω πότε, αλλά έχω δει…
Φ: Και είναι τεντωμένη ή μελάτη;
Π: Είναι σαν κάγκελο…
Φ: (Με λαγνεία, σαν
να ανταποκρίνεται.) Α, ναι;
Π: Νιώθω πως θα σκίσει το παντελόνι μου…
Φ: Και σου έχει γίνει έτσι για μένα;
Π: Ναι, για σένα…
Φ: Τι σου αρέσει σε μένα;
Π: Όλα μου αρέσουν… Όλο το πακέτο…
Φ: Γίνε πιο συγκεκριμένος…
Π: Μου αρέσει που έχεις τον έλεγχο… Που κάνεις κουμάντο…
Φ: Μάλιστα… Δεν μπορώ να πω, τα λες ωραία…
Π: Βγάλε μου το παντελόνι να τη ρουφήξεις…
Φ: Δεν φοβάσαι μήπως αποδειχτεί μικρή σαν γαριδάκι;
Π: Βγάλ’ τη μου έξω και θα
δεις…
Φ: (Προκλητικά.)
Θα μου γαμήσεις το μουνί;
Π: (Με πολύ
ερεθισμένη φωνή.) Θα σου το ξεσκίσω…
Φ: (Συνεχίζει με
την ίδια ερεθισμένη φωνή.) Ξέρεις, εγώ είμαι λίγο στενή…
Π: Θα πας μετά να σε ράψουν…
Φ: Θα με ματώσεις;
Π: Θα πεταχτεί παντού το αίμα σου…
Φ: Πώς θα πεταχτεί;
Π: Όταν σε ξεσκίσω…
Φ: (Με άλλο τόνο –
μιλάει όπως πριν τη σεξουαλική συζήτηση.) Καλή προσπάθεια…
Π: Κι εσύ θα ουρλιάζεις σαν να σε σφάζουν…
Φ: Πολύ καλή προσπάθεια… Αλλά λες ψέματα…
Π: (Κάπως
αιφνιδιασμένος και αμήχανος.) Θα ουρλιάζεις, σου λέω…
Φ: (Κοφτά.)
Είσαι βαριά τραυματισμένος στην κοιλιακή χώρα… Έχεις πάνω από τριάντα ράμματα…
Δεν μπορείς να αισθανθείς καν τα γεννητικά σου όργανα· κι αν είχες στύση,
θα ούρλιαζες από τον πόνο…
Π: (Θυμωμένος.)
Γιατί με άφησες να μιλάω;
Φ: Μου το επέβαλε το πρωτόκολλο… Έπρεπε να δω αν είσαι σε
θέση να το τραβήξεις…
Π: (Με χαμηλή φωνή.)
Είσαι μια καργιόλα… Μια γαμημένη καργιόλα…
Φ: Καταλαβαίνω το θυμό σου… Αλλά δεν κάνουμε πάντοτε αυτό
που θέλουμε…
Π: Είσαι μια σαδίστρια… (Με ένταση.) Είσαι μια πουτάνα σαδίστρια…
Φ: Και καλό θα ήταν να ξαναγυρίσουμε στον πληθυντικό
αριθμό…
Π: (Φωνάζει.) Δεν ξαναγυρίζω πουθενά, γαμώ
την Παναγία σου…
Φ: Θέλετε να εκτονωθείτε βρίζοντας;
Π: (Εξακολουθεί να
φωνάζει.) ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΛΥΣΕΙΣ, ΕΙΔΑΛΛΩΣ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ… ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΣΕ
ΣΚΟΤΩΣΩ…
Φ: (Σκύβει προς το
μέρος του και μιλάει με επιθετική ένταση.) Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως είσαι
σε νοσοκομείο και πως εγώ είμαι Παρακολουθήτρια;
Π: (Αιφνιδιασμένος
από τον τόνο της Φ.) Δεν πιστεύω τίποτε από σένα, παλιοπουτάνα…
Φ: Πιστεύεις πως εδώ είναι φυλακή, έτσι δεν είναι;
Π: Ναι, αυτό πιστεύω, γαμημένη…
Φ: Και νομίζεις πως, αν φωνάξεις, θα σε λύσω; Σε έφερα σε
μια φυλακή, για να σε λύσω μόλις υψώσεις τον τόνο της φωνής σου;
Π: (Χαμηλόφωνα.)
Όχι… Θα με λύσεις μόλις σου πω αυτά που θέλεις…
Φ: Αυτά που θέλω;
Π: Ναι, αυτά που θέλεις… Προφανώς, πριν τραυματιστώ,
ήξερα κάποια πράγματα που θέλεις να μάθεις…
Φ: Πριν πίστευες πως είχες κάνει κάποιο έγκλημα…
Π: Αν είχα κάνει κάποιο απλό έγκλημα, δεν θα με έφερνες
εδώ δεμένο…
Φ: Είσαι πολύ έξυπνος… Φάνηκε και προηγουμένως…
Π: Άρα είμαι δεμένος εδώ για να μιλήσω…
Φ: Είσαι δεμένος επειδή το επιβάλλει το πρωτόκολλο…
Π: Το πρωτόκολλο… Ακόμη επιμένεις μ’ αυτό;
Φ: Το πρωτόκολλο είναι η δουλειά μου…
Π: Το πρόβλημα είναι πως δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε… Πως
δεν ξέρω αυτά που θέλεις…
Φ: Εγώ δεν θέλω τίποτε….
Π: Φυσικά και θέλεις… Πάντοτε θέλουμε κάτι όταν δένουμε
τους ανθρώπους… Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;
Φ: Εκείνο που ξέρω είναι πως είσαι πολύ έξυπνος… Πέτυχες
να επιβάλεις τον ενικό αριθμό… Αξιοποιείς την παραμικρή κουβέντα μου για να
μάθεις ποιος είσαι…
Π: Τον ενικό τον ξεκίνησες εσύ… Και δεν έχω μάθει τίποτε…
Φ: Ξέρεις πως είσαι ένας άντρας τριάντα τριών χρονών και
πως έχεις χάσει τη μνήμη σου σε κάποιο ατύχημα…
Π: Αυτά τα λες εσύ… Μπορεί να είναι παγίδες… Μπορεί στην
πραγματικότητα να είμαι εξήντα χρονών… Ή και είκοσι…
Φ: Παγίδες; Ποιον λόγο έχω να σε παγιδεύσω;
Π: Δεν με πιστεύεις…
Φ: Σε τι δεν σε πιστεύω;
Π: Δεν πιστεύεις την αμνησία μου… Σκέφτεσαι πως παίζω
θέατρο… Πως παριστάνω ότι δεν θυμάμαι τίποτε…
Φ: Ποιον λόγο θα είχες να το κάνεις αυτό;
Π: Εσύ ποιον λόγο έχεις να με κρατάς δεμένο;
Φ: Σου έχω απαντήσει… Το πρωτόκολλο…
Π: Δεν υπάρχει πρωτόκολλο… Το μόνο που υπάρχει είναι το
σχέδιό σου…
Φ: Ποιο είναι το σχέδιό μου;
Π: Είναι κάτι που ήξερα… Και είσαι βέβαιη πως το θυμάμαι
ακόμη…
Φ: Είσαι πολύ έξυπνος…
Π: Και ετοιμάζεσαι να μου το βγάλεις… Όπως βγάζουν το
σαλιγκάρι με εκείνη την ειδική τσιμπίδα…
Φ: Θυμάσαι πώς βγάζουν το σαλιγκάρι; Άρα έχεις φάει…
Π: Λογικά, θα έχω φάει…
Φ: Σίγουρα έχεις φάει…
Π: Έτσι θέλεις να μου βγάλεις το μεγάλο μυστικό…
Φ: Α, είσαι πολύ έξυπνος… Έχω γίνει βαρετή να το λέω…
Π: Με την τσιμπίδα που βγάζουν τα σαλιγκάρια…
Φ: Κι επειδή μου αρέσουν οι έξυπνοι άνθρωποι, θα σου κάνω
ένα δώρο…
Π: Τι δώρο;
Φ: Θα σου πω το όνομά σου…
Π: Το όνομά μου;
Φ: Ναι, το όνομά σου…
Π: Το όνομα είναι το μόνο εύκολο…
Φ: (Βγάζει τσιγάρο.)
Αν δεν το θέλεις, να μη σ’ το πω…
Π: Είμαι ο Χαβιέ Νταρτούιγ…
~
4.
Φ: (Με ξερή, κοφτή
φωνή. Προσπαθεί να μην δείξει έκπληξη.) Πόση ώρα;
Π: Τι «πόση ώρα»;
Φ: Πόση ώρα είναι που το έχεις θυμηθεί; Ή μήπως το
θυμόσουνα από την αρχή;
Π: (Με ικανοποίηση.)
Αυτό, επίτρεψέ μου να το κρατήσω για τον εαυτό μου…
Φ: (Βάζει το
τσιγάρο πίσω στο πακέτο. Είναι θυμωμένη.) Η ώρα πέρασε… Θα συνεχίσεις αύριο
με το συνάδελφο…
Π: Ξέρεις κάτι;
Φ: Τι;
Π: Είσαι ωραία όταν θυμώνεις…
Φ: (Φοράει το
πανωφόρι της.) Σε ευχαριστώ πολύ…
Π: Μην φεύγεις… Ξέρεις πως δεν έχω θυμηθεί τίποτε…
Φ: Εκτός από το όνομά σου…
Π: Αλίμονο, δεν έχω θυμηθεί τίποτε… Αλλά με ρώτησες δυο
φορές γι’ αυτόν τον Νταρτούιγ…
Φ: Και υπέθεσες πως είσαι εσύ…
Π: Λογικό δεν είναι;
Φ: Είσαι στ’ αλήθεια πολύ έξυπνος…
Π: Είμαι Ισπανός; Ή μήπως Γάλλος;
Φ: Είσαι στ’ αλήθεια πολύ έξυπνος… Αλλά…
Π: Αλλά τι;
Φ: Αλλά είσαι δεμένος… Κι η μεγαλύτερη εξυπνάδα ενός
δεμένου ανθρώπου είναι να καταλαβαίνει τη θέση του…
Π: Αυτό είναι απειλή… Ωμή απειλή…
Φ: Αυτό είναι μια απλή σκέψη…
Π: Έχεις θυμώσει… Δεν είσαι σίγουρη για το αν δεν θυμάμαι
στ’ αλήθεια ή αν μπλοφάρω… Και σε θυμώνει αυτό…
Φ: Όταν ήμουν μικρή, υπήρχε ένα παιχνίδι… Το παίζαμε στη
γειτονιά… Εγώ με τα αγόρια της γειτονιάς…
Π: Και μου αρέσει πολύ που θύμωσες…
Φ: Το λέγαμε «όποιος δεν καταλαβαίνει, μένει μόνος»…
Π: Μου αρέσει πάρα πολύ… Με βεβαιώνει πως υπάρχω… Μπορεί
να μην θυμάμαι τίποτε, αλλά υπάρχω…
Φ: Κι όποιος έμενε μόνος, τον τρώγανε οι λύκοι…
Π: Κι αυτό είναι απειλή…
Φ: (Κοφτά.) Καληνύχτα,
λοιπόν… (Προχωράει προς την πόρτα. Πλέον
είναι εκτός του οπτικού πεδίου του Π. Ανοίγει την πόρτα και την κλείνει, χωρίς
όμως να βγει έξω.)
Π: Ακόμη και ένα μικρό παιδί θα το ήξερε πως δεν έφυγες… Άνοιξες
και έκλεισες την πόρτα χωρίς να βγεις έξω… Θυμώνεις που το κόλπο γίνεται τόσο
προφανές – όμως, μέσα σου το ξέρεις πως είναι δίκαιο να μην έχεις σε όλα το
πάνω χέρι…
(Ξεροβήχει.)
Π: Είμαι δεμένος και δεν θυμάμαι τίποτε από τη ζωή μου…
Είσαι λυμένη και γνωρίζεις τα πάντα για μένα – όλα όσα δεν ξέρω εγώ… Τόση
ανισότητα, τη μισεί ακόμη κι ο Θεός… Όταν υπάρχουν δύο μέσα σε ένα δωμάτιο,
πρέπει να ματώσουν και οι δυο…
(Σταματάει για
λίγο.)
Π: Στ’ αλήθεια, μου φαίνεται αστείο που προσπαθείς να
κρατηθείς σιωπηλή… Μα εγώ ακούω την ανάσα σου… Μην σου πω πως ακούω και το
χτύπο από την καρδιά σου…
(Παίρνει ανάσα.)
Π: Πες μου τώρα, είμαι Ισπανός ή Γάλλος;
Φ: (Από την πόρτα,
πίσω από το ανασηκωμένο κρεβάτι του Π.) Στη μητέρα σου άρεσαν αυτά τα
ονόματα…
Π: Πώς λέγανε τη μητέρα μου;
Φ: Μην βιάζεσαι…
Π: Θα βιάζομαι όσο θέλω…
Φ: (Πάντοτε από την
πόρτα, ενώ ο Π δεν μπορεί να την δει.) Ακούς μουσική;
Π: Δεν ξέρω τι ακούω…
Φ: Μπορείς να μου τραγουδήσεις κάποιο μουσικό κομμάτι;
Π: Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιο…
Φ: Να σφυρίξεις έστω μια μελωδία;
Π: Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε…
Φ: Θα σου βάλω ένα μουσικό κομμάτι και θα μου πεις τι
ακούς…
Π: Δεν θέλω να μου βάλεις τίποτε… Θέλω να έρθεις μπροστά
μου… Να μπορώ να σε δω…
(Η Φ βάζει σε
σιγανή ένταση στο στερεοφωνικό το Erbarme dich από τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Γιόχαν Σεμπάστιαν
Μπαχ. Μετά από μισό λεπτό τον ρωτάει.)
Φ: Αναγνωρίζεις το κομμάτι αυτό;
Π: Δεν το ξέρω… Δεν μου είναι άγνωστο, αλλά δεν το ξέρω…
Φ: Τι μπορεί να είναι;
Π: Προφανώς κλασική μουσική… Αλλά δεν ξέρω τίποτε
περισσότερο…
Φ: Αν σε ρωτήσω το συνθέτη;
Π: Δεν τον ξέρω… Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε…
Φ: Κάνε μια προσπάθεια…
Π: Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε…
Φ: Φυσικά και μπορείς να σκεφτείς… Τα πάντα μπορείς να κάνεις…
Π: Θέλω να μου μιλήσεις για τη μητέρα μου…
Φ: Σου ζήτησα να κάνεις μια προσπάθεια…
Π: Θέλω να μου πεις για μένα… Για τον Χαβιέ
Νταρτούιγ…
Φ: Πρώτα θα σκεφτείς το συνθέτη αυτής της μουσικής…
Π: (Με σχετική
ανησυχία – ή και εκνευρισμό.) Δεν τον ξέρω, σου είπα…
Φ: Ένας κλασικός συνθέτης είναι…
Π: Ο Μότσαρτ; Ο Μπαχ; Κάποιος από αυτούς;
Φ: Κι όμως το βρήκες… Με την πρώτη… Είναι ο Μπαχ…
(Αρχίζουν τα λόγια
του κομματιού:
Erbarme dich,
Mein Gott, um meiner Zähren willen!
Schaue hier,
Herz und Auge weint vor dir
Bitterlich.)
Π: (Ενώ ακόμη το
κομμάτι βρίσκεται στον πρώτο στίχο του.) Μπορείς να σταθείς μπροστά μου… Να
σε βλέπω…
Φ: (Παραμένοντας
πίσω του.) Όχι ακόμη…
Π: Πότε;
Φ: Όταν θα πρέπει…
Π: Πότε θα πρέπει;
Φ: Και τι λέει το κομμάτι;
Π: Δεν μπορώ να καταλάβω τα λόγια…
Φ: Άσε τη φαντασία σου να ταξιδέψει… Τι μπορεί να λένε
αυτά τα λόγια;
Π: Δεν ξέρω… Συνήθως αυτά τα κομμάτια μιλούνε για τον
Θεό…
Φ: Εσένα, σου αρέσει;
Π: Να μου αρέσει, τι;
Φ: Αυτό που ακούς…
Π: Ναι, μου αρέσει… Μου αρέσει πολύ…
Φ: Και τι μπορεί να λέει στον Θεό ένα τέτοιο κομμάτι;
Π: Να λυπηθεί τους ανθρώπους…
Φ: Και να κάνει τι, εφόσον λυπηθεί τους ανθρώπους;
Π: Να τους σώσει…
Φ: Πώς να τους σώσει;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Φαντάσου…
Π: Σε παρακαλώ, έλα μπροστά μου…
Φ: (Επιτακτικά.)
Φαντάσου…
Π: Έχω την ανάγκη να σε βλέπω…
Φ: (Με μεγάλη
ένταση.) Σου είπα να φανταστείς…
Π: (Φωνάζει.) Δεν
ξέρω πώς μπορούν να σωθούν οι άνθρωποι…
Φ: (Με ένταση.)
Αν ήσουν εσύ ο Θεός, τι θα έκανες;
Π: (Φωνάζει.) Δεν ξέρω… Δεν ξέρω… (Παίρνει ανάσα. Μιλάει με χαμηλή φωνή.)
Θα τους έδινα μια ευκαιρία…
Φ: Τι είπες;
Π: Τίποτε…
Φ: (Φωνάζει.) Τι είπες;
Π: (Με δυνατή φωνή.)
Είπα πως θα τους έδινα μια ευκαιρία…
Φ: Νομίζεις πως έχεις αυτό το δικαίωμα;
Π: Δεν ξέρω…
Φ: Νομίζεις πως μπορείς να δίνεις ευκαιρίες;
Π: Δεν ξέρω αν μπορώ να δώσω κάποια ευκαιρία σε
οποιονδήποτε…
Φ: Αν μπορούσες, όμως, θα έδινες…
Π: Ναι, θα έδινα…
Φ: (Προχωράει και
στέκεται μπροστά του.) Έχεις σκοτώσει τέσσερις ανθρώπους…
Π: Λες ψέματα… Δεν νιώθω κάτι τέτοιο…
Φ: Το έχεις κάνει… Και βρίσκεσαι σε παρακολούθηση γι’
αυτόν το λόγο…
Π: Λες ψέματα…
Φ: Είσαι πολύ έξυπνος… Θα το ψάξεις… Θα με ξεψαχνίσεις
στις ερωτήσεις, ώσπου να βεβαιωθείς πως είναι αλήθεια…
Π: Θέλω να με λύσεις…
Φ: Σκότωσες μια οικογένεια…
Π: (Με ένταση.)
Θέλω να με λύσεις…
Φ: Τον πατέρα, τη μητέρα και τα δυο παιδιά…
Π: (Φωνάζει.)
ΛΥΣΕ ΜΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥ…
Φ: (Μιλάει πολύ
αυστηρά, επιτακτικά.) Ξέρεις πως δεν θα σε λύσω… Είναι δύσκολο, αλλά πρέπει
να το ακούσεις…
Π: (Ψιθυρίζει.)
Πουτάνα, γαμώ τον Χριστό
σου…
Φ: Έχεις στην πλάτη σου τέσσερα πτώματα…
Π: Στ’ αλήθεια μιλάει για τον Θεό το κομμάτι;
Φ: (Απορημένη.)
Ο Μπαχ;
Π: Ναι, ο Μπαχ…
Φ: Νομίζω πως ναι… Έχω διαβάσει πως ολόκληρο το έργο του Μπαχ
μιλάει για τον Θεό…
Π: Για τη δεύτερη ευκαιρία μιλάει;
Φ: Ποια δεύτερη ευκαιρία;
Π: Αυτήν που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους…
Φ: Λογικά θα μιλάει και γι’ αυτή…
Π: Πώς έγινε;
Φ: Ποιο πράγμα;
Π: Ο φόνος που περιγράφεις… Πώς έγινε;
Φ: Πώς μπορεί να έγινε;
Π: Με μαχαίρι;
Φ: Στ’ αλήθεια δεν θυμάσαι;
Π: Όχι, δεν θυμάμαι…
Φ: Τους έδωσες δηλητήριο…
Π: Τι δηλητήριο; Ποντικοφάρμακο;
Φ: Τους έριξες κυάνιο στο πρωινό τους… Στον καφέ των
γονιών, στο γάλα των παιδιών…
Π: Πού βρήκα το κυάνιο; Ήμουν γιατρός;
Φ: Το έκλεψες από το φαρμακείο ενός γιατρού…
Π: Γιατί το έκανα;
Φ: Γιατί το έκανες… Δεν είναι τόσο εύκολη η απάντηση… Ας
πούμε… (Καθυστερεί να συνεχίσει.)
Π: Ας πούμε, τι;
Φ: Ας πούμε πως το έκανες για την ελευθερία…
Π: Για την ελευθερία; Πώς μπορεί να σκοτώσει κανείς για
την ελευθερία;
Φ: Μα γι’ αυτό ακριβώς σκοτώνουν οι άνθρωποι… Για να
ελευθερωθούν…
~
5.
Π: Από τι γύρεψα να ελευθερωθώ;
Φ: Από τη ζωή σου…
Π: Τη ζωή μου;
Φ: Αυτό που ζούσες… Αυτό που ήταν να ζήσεις…
Π: Τι ήταν να ζήσω;
Φ: Κάτι ημίμετρο…
Π: Και σκοτώνοντας μια οικογένεια, θα ζούσα κάτι
μεγαλύτερο;
Φ: Δεν ήταν μια οποιαδήποτε οικογένεια…
Π: Ποιοι ήταν;
Φ: Δεν θυμάσαι;
Π: Δεν θυμάμαι τίποτε…
Φ: Σε πιστεύω… Ίσως να είναι λάθος αλλά σε πιστεύω…
Π: Πες μου, λοιπόν, ποιοι ήταν αυτοί που σκότωσα…
Φ: Ήταν η οικογένειά σου…
Π: Πρέπει να με λύσεις… Το αστείο παρατράβηξε…
Φ: Δεν είναι αστείο…
Π: Πρέπει να με λύσεις…
Φ: Αν σε λύσω, θα με σκοτώσεις…
Π: Γιατί να το κάνω αυτό;
Φ: Γιατί έτσι αντιδρούν σε αυτές τις περιπτώσεις…
Σκοτώνουν το σύνδεσμο με το παρελθόν και φεύγουν…
Π: Και τι κάνουν μετά;
Φ: Νομίζουν πως θα χαθούν μέσα στο πλήθος…
Π: Αλλά δεν το καταφέρνουν;
Φ: Κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί για πάντα… Στο τέλος,
πάντοτε φανερώνονται…
Π: Γιατί;
Φ: Δεν ξέρω… Ίσως γιατί αυτή είναι η φύση των ανθρώπων…
Π: (Κοφτά.)
Γιατί τους σκότωσα;
Φ: Σου το είπα πριν… Έπρεπε να πεθάνουν, για να
ελευθερωθείς…
Π: (Συνεχίζει σε
κοφτό τόνο.) Γιατί; Τι ήταν; Τέρατα;
Φ: Καλύτερα να σκεφτείς τι ήσουν εσύ…
Π: Εγώ ήμουν το τέρας;
Φ: Τι έχεις στο νου σου όταν λες τη λέξη «τέρας»;
Π: Μα το είπαμε πριν: τον Φρανκενστάιν,
τον Λυκάνθρωπο, τον Δράκουλα…
Φ: Μπορείς να μου δώσεις κάποιον ορισμό;
Π: Κάτι το οποίο είναι ενάντια στη φύση…
Φ: Τι μπορεί να είναι ενάντια στη φύση;
Π: Ένα πλάσμα με εφτά κεφάλια και δέκα μάτια… Ή με κεφάλι
ανθρώπου, σώμα λιονταριού και ουρά φιδιού… Ή ένας γίγαντας με μονάχα ένα μάτι…
Ή ένας ακέφαλος καβαλάρης…
Φ: Ή κι ένα κομμένο κεφάλι που μιλάει…
Π: Τι ήμουν, λοιπόν;
Φ: Τίποτε από όλα αυτά… Απλώς ερωτεύτηκες, πώς να το πω,
κάπως ανάρμοστα…
Π: Ερωτεύτηκα «κάπως ανάρμοστα»;
Φ: Ναι, ερωτεύτηκες κάποιον που δεν έπρεπε να αγαπήσεις…
Π: Τη μάνα μου…
Φ: Γιατί τη μάνα σου;
Π: Γιατί οι άντρες ερωτεύονται τη μάνα τους… Ο Φρόιντ δεν
το είπε αυτό;
Φ: Ναι, ο Φρόιντ το είπε…
Π: Ερωτεύτηκα τη μάνα μου, λοιπόν… Και σκότωσα τον πατέρα
μου και τα αδέλφια μου, για να μείνουμε οι δυο μας…
Φ: Όλα αυτά τα υποθέτεις ή τα θυμάσαι;
Π: Δεν χρειάζεται να θυμάμαι… Είμαι άνθρωπος, έχω λογική
σκέψη… Μπορώ να ανασυνθέσω τη ζωή μου…
Φ: (Τον διακόπτει.)
Στ’ αλήθεια μπορείς;
Π: Είμαι ένας άνθρωπος προικισμένος με λογική σκέψη…
Φ: Σωστά…
Π: Μπορώ να κάνω θαύματα με τη λογική σκέψη…
Φ: (Σαν να διστάζει
να πει κάτι.) Άρα…
Π: Άρα τι;
Φ: Άρα δεν με χρειάζεσαι… Μπορείς να φτιάξεις ένα
παρελθόν και να ζήσεις με αυτό…
Π: Πράγματι, δεν σε χρειάζομαι…
Φ: Και δεν φοβάσαι;
Π: Να φοβηθώ, τι;
Φ: Μήπως φτιάξεις ένα παρελθόν που δεν αντέχεται…
Π: Οτιδήποτε ανθρώπινο αντέχεται…
Φ: Να φύγω, λοιπόν…
Π: Ναι, βεβαίως να φύγεις… Αρκεί να με λύσεις πρωτύτερα…
Φ: Θα σε λύσει αύριο ο συνάδελφος…
Π: Γιατί τη σκότωσα;
Φ: Ποιαν;
Π: Τη μάνα μου… Ήμουν ερωτευμένος μαζί της, ήθελα να
ζήσουμε μόνοι μας… Γιατί να βάλω στρυχνίνη στον καφέ της;
Φ: Είσαι άνθρωπος με λογική σκέψη… Μπορείς να το
σκεφτείς…
Π: Έγινε κάποιο λάθος…
Φ: Λάθος;
Π: Ναι, λάθος… Μόνο έτσι εξηγείται… Ήπιε κατά λάθος από τον
καφέ του πατέρα…
Φ: Σου κάνει αυτή η εκδοχή;
Π: Ναι, ναι, αυτό είναι.. Ήπιε από τον καφέ του πατέρα…
Κι ύστερα, όταν την είδα να πέφτει νεκρή μαζί με τους άλλους, πήρα το
κουζινομάχαιρο και ξεκοίλιασα τον εαυτό μου…
Φ: Μπορεί ένας άνθρωπος να ξεκοιλιάσει τον εαυτό του;
Π: Ναι, μπορεί… Αν είναι απελπισμένος, μπορεί… Γι’ αυτό
έχω και τα ράμματα στην κοιλιά…
Φ: Πού ξέρεις για τα ράμματα στην κοιλιά;
Π: Εσύ μου το είπες νωρίτερα… Αφού με άφησες να
ξευτελιστώ, βέβαια…
Φ: Τώρα όμως έχεις πάρει τα πάνω σου…
Π: Ναι, δυναμώνω μέσα από τη λογική σκέψη… Είμαι άνθρωπος
και θα τα καταφέρω…
Φ: Και γιατί επέλεξες το μαχαίρι;
Π: Δεν καταλαβαίνω…
Φ: Γιατί επέλεξες το κουζινομάχαιρο; Είναι πολύ δύσκολο
να πεθάνεις μαχαιρώνοντας τον εαυτό σου… Γιατί δεν ήπιες στρυχνίνη από τα
ποτήρια των υπολοίπων;
Π: Πέφτοντας, είχαν παρασύρει τα ποτήρια τους στο πάτωμα…
Φ: Δεν είχες κρατήσει στρυχνίνη, να βάλεις ένα ακόμη
ποτήρι γάλα;
Π: Όχι, δεν είχα κρατήσει…
Φ: Η βιβλιογραφία λέει πως οι δολοφόνοι προμηθεύονται περισσότερο
δηλητήριο από όσο χρειάζονται…
Π: Εγώ δεν ήμουν συνηθισμένος δολοφόνος…
Φ: Πολύ ωραία… Η ιστορία σου σχηματίστηκε…
Π: Ναι, σχηματίστηκε…
Φ: Θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο;
Π: Όχι… Μπορώ να απαντάω μόνος μου… Να γεμίζω τα κενά με
τη λογική…
Φ: Αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο…
Π: Θα με λύσεις τώρα;
Φ: Γιατί;
Π: Τι εννοείς «γιατί»;
Φ: Γιατί να σε λύσω;
Π: Το υποσχέθηκες…
Φ: Δεν υποσχέθηκα τίποτε…
Π: (Με οργή.)
Το υποσχέθηκες, καργιόλα… Είπες πως θα με λύσεις
μόλις μάθω την ιστορία μου…
Φ: Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο…
Π: (Φωνάζει.) Λύσε με, γάμω την
Παναγία σου…
Φ: Τώρα ξαναγίνεσαι κοινότοπος…
Π: (Με οργή και
ένταση.) Θα σε σκοτώσω, καργιόλα… Πίστεψέ με, θα σε σκοτώσω…
Φ: Σε πιστεύω… Γι’ αυτό δεν θα σε λύσω…
Π: (Μιλώντας μέσα
από τα δόντια του.) Πες μου τι θέλεις…
Φ: Δεν θέλω τίποτε… Μονάχα… (Σταματάει.)
Π: Μονάχα τι;
Φ: Τίποτε…
Π: Ποια είσαι;
Φ: Πώς σκέφτεσαι να ζήσεις στο εξής;
Π: Θα ζήσω όπως θέλω, γαμημένη…
Φ: Το φόνο, πώς θα τον διαχειριστείς;
Π: Θα είμαι ένας άλλος άνθρωπος… Δεν θα με βαρύνει το
παρελθόν…
Φ: Πιστεύεις πως θα το καταφέρεις;
Π: Ναι, θα το καταφέρω… Είμαι ένας νεογέννητος… Θα πω πως
ήσουν μια ψεύτρα… Μια ψυχοπαθής ψεύτρα… Θα ξεχάσω όσα μου είπες και θα συνεχίσω
να ζω…
Φ: Με τη λογική σκέψη…
Π: Ναι, με τη λογική σκέψη…
Φ: Δεν ήταν η μάνα σου…
Π: Τι είπες;
Φ: Δεν ερωτεύτηκες τη μάνα σου…
Π: Ποιος το λέει αυτό;
Φ: Εγώ σ’ το λέω… Ερωτεύτηκες την αδελφή σου…
Π: Δεν σε πιστεύω…
Φ: Ήσουν ερωτευμένος μαζί της για οχτώ χρόνια… Αρχίσατε
να φιλιέστε στα οχτώ σας… Στην αρχή ήταν ένα παιχνίδι…
Π: Δεν πιστεύω τίποτε από όσα λες, καργιόλα…
Φ: Φιλιόσασταν στα χείλη όπως βλέπατε να κάνουν στις
ταινίες… Κάποτε εκείνη σου είπε να ανοίξετε τα χείλη…
Π: Πλαστελίνη… Παίζεις μεγάλο παιχνίδι, γαμημένη…
Φ: Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη… Η γλώσσα της μπήκε στο
στόμα σου…
Π: Προσπαθείς να με πλάσεις σαν την πλαστελίνη…
Φ: Κι έτσι αρχίσατε να πηγαίνετε όλο και παραπέρα… Κάθε
φορά, όλο και παραπέρα…
Π: Θέλεις να με πείσεις πως είμαι πλαστελίνη…
Φ: Κάποτε αρχίσατε να δαγκώνεστε και να ρουφάτε ο ένας το
αίμα του άλλου…
Π: Πως παίρνω σχήμα από τα δάχτυλά σου…
Φ: Τα βράδια, όταν κοιμούνταν οι γονείς σας, γλιστρούσατε
ο ένας στο κρεβάτι του άλλου…
Π: Είσαι ένα σίχαμα… (Φωνάζει.) ενα σίχαμα είσαι…
Φ: (Με ένταση.)
Βγάζατε τα ρούχα σας και αγκαλιαζόσασταν…
Π: (Φωνάζει.) Δεν πιστεύω τίποτε από σένα…
Φ: Ένα βράδυ, δώσατε τον όρκο…
Π: (Πνιχτά, μέσα
απ’ τα δόντια του.) Θα σου τα κόψω τα δάχτυλα, καργιόλα..
Φ: Θυμάσαι τον όρκο;
Π: Δεν υπάρχει όρκος… Δεν υπάρχει τίποτε…
Φ: Είπατε πως δεν θα σας χωρίσει ποτέ κανένας… Ούτε η ζωή
ούτε ο θάνατος…
Π: (Με ένταση.)
Δεν είπαμε τίποτε…
Φ: Αλήθεια, θυμάσαι τι είναι ο θάνατος;
Π: (Φωνάζει.)
ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ ΤΙΠΟΤΕ, ΓΑΜΗΜΕΝΗ…
Φ: (Πλησιάζει κοντά
του. Το πρόσωπό της σχεδόν αγγίζεται με το δικό του. Μιλάει εμφατικά, με
ένταση.) Θυμάσαι τι είναι ο θάνατος, Χαβιέ;
Π: Γιατί με λες έτσι…
Φ: (Ψιθυρίζοντας.)
Στ’ αλήθεια, θυμάσαι;
Π: (Με ταραχή.)
Γιατί με λες Χαβιέ;
Φ: Αυτό είναι το όνομά σου… Σ’ το είπα και πριν…
Π: Ναι, αλλά πρώτη φορά με λες Χαβιέ…
Φ: Πάντοτε σε έλεγα Χαβιέ…
Π: Ποια είσαι;
Φ: Ξέρεις ποια είμαι…
Π: Δεν ξέρω τίποτε…
Φ: Έχεις λογική σκέψη… Είμαι αυτή που καταλαβαίνεις…
Π: Δεν θέλω να καταλάβω τίποτε…
Φ: Η αδελφή σου… Αυτή που ξάπλωνε μαζί σου τα βράδια.
Π: (Σαν να ρωτάει
τον εαυτό του.) Η αδελφή μου;
Φ: Ναι, η αδελφή σου, Χαβιέ…
Που ρουφούσαμε αίμα ο ένας από τα χείλη του άλλου…
~
6.
Π: Είσαι τρελή… Είσαι τρελή και διεστραμμένη…
Φ: Δεν θα είναι εύκολο…
Π: Λύσε με… (Ουρλιάζει.)
ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ, ΛΥΣΕ ΜΕ…
Φ: Το ήξερα από την αρχή… Ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό…
Π: Είσαι σχιζοφρενής…
Φ: Ήμουν προετοιμασμένη από χρόνια, Χαβιέ…
Έχω επεξεργαστεί μέσα μου κάθε πιθανή σου αντίδραση…
Π: Δεν θα πιστέψω τίποτε από όσα λες… (Και πάλι φωνάζει.) τ’ ακούς, πουτάνα;
Φ: Για δύο χρόνια προσπαθούσαμε να κάνουμε έρωτα… Είχες
στύση, αλλά δεν κατάφερνες να μπεις…
Π: Βούλωσ’ το, καργιόλα…
Φ: Ένα βράδυ, μας βρήκαν… Μας έπιασε η μαμά στο κρεβάτι
μου…
Π: (Πνιχτά.)
Δεν θα σταματήσεις… Το ξέρω πως δεν θα σταματήσεις…
Φ: Μας πήγαν σε γιατρούς και ψυχολόγους… Μας βάλανε σε
πρόγραμμα θεραπείας… Μας χώρισαν…
Π: Είσαι θλιβερή… Γελοία…
Φ: Και στο εξής κοιμόμουν με τη μαμά… Κι εσύ, βέβαια, με τον
μπαμπά μας…
Π: Θέλεις να με κλονίσεις… Νομίζεις πως μπορείς να
θαμπώσεις το νου μου τόσο, ώστε να χάσω την πίστη μου…
Φ: Την πίστη σου στον Θεό;
Π: Την πίστη μου στην ανθρώπινη λογική…
Φ: Πλέον δεν μας άφηναν ποτέ μαζί μόνους… Μας έστελναν σε
διαφορετικά σχολεία… Έψαχναν τα ρούχα μας, να βρούνε σημειώματα του ενός προς
τον άλλον…
Π: Η λογική είναι η λογική, καργιόλα…
Ό,τι κι αν πεις, μένει η ίδια…
Φ: Βρίσκαμε απίθανους τρόπους επικοινωνίας… Ο πιο
συνηθισμένος ήταν να γράφουμε τις σκέψεις μας στο χρησιμοποιημένο χαρτί
τουαλέτας που πετούσαμε στον μεταλλικό κάδο…
Π: Στο χρησιμοποιημένο χαρτί τουαλέτας;
Φ: (Με ένταση.)
Ναι, στο σκατωμένο χαρτί τουαλέτας… Εκεί που δεν θα
ψάχνανε οι δικοί μας…
Π: Το έχεις ωραία στημένο, δεν μπορώ να πω…
Φ: Μου έγραφες πως με αγαπάς… Και στίχους από τραγούδια…
Π: Αλλά δεν θα με κλονίσεις… Δεν μπορείς να με κλονίσεις…
Φ: Ώσπου μια
μέρα, μου το έγραψες στο σκατωμένο χαρτί…
Π: Τι σου
έγραψα;
Φ: (Με πολύ μεγάλη ένταση κι ενώ πλησιάζει το
πρόσωπό της στο πρόσωπό του.) ΕΙΣΑΙ
ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ; (Απομακρύνεται,
μιλάει με κανονική φωνή.) Αυτό μου έγραψες… Με κεφαλαία γράμματα…
Π: Κι εσύ μου
απάντησες;
Φ: Ναι, σου
απάντησα… Με τα ίδια κεφαλαία…
Π: (Σαν να μονολογεί.) ΑΝ ΕΙΣΑΙ, ΕΙΜΑΙ…
Φ: Το θυμήθηκες;
Π: Το υπέθεσα…
Εξάλλου, ήταν εύκολο… Δεν υπάρχει άλλη απάντηση σε αυτό το ερώτημα…
Φ: Αυτό ήταν και
το μόνο που είπαμε… Όλα τα άλλα, τα έκανες εσύ… Διάβασες για τα δηλητήρια,
ανακάλυψες πως ο γιατρός πατέρας ενός συμμαθητή σου είχε στο φαρμακείο του
σπιτιού του αμπούλες υδροκυανίου, έστησες το σχέδιο…
Π: Και τι έκανα;
Φ: Μια μέρα που
είχες πάει σπίτι του, δήθεν για να διαβάσετε μαζί, έκλεψες τέσσερις αμπούλες…
Π: Ο πατέρας του
φίλου μου, δεν το κατάλαβε;
Φ: Όχι, δεν έλεγχε
το φαρμακείο του καθημερινά… Το ανακάλυψε όταν όλα είχαν γίνει, από τις
ανακρίσεις της αστυνομίας…
Π: Είναι
εξωφρενικό όλο αυτό…
Φ: Κι ήρθε
εκείνο το πρωινό της άνοιξης… Την προηγουμένη, μου είχες γράψει στο σκατωμένο χαρτί τουαλέτας μια μόνη λέξη: ΑΥΡΙΟ…
Π: Πόσων χρονών
ήμασταν;
Φ: Εγώ δεκαπεντέμισι… Κι εσύ δεκατέσσερα…
Π: Είναι αλήθεια
πως σημαίνει πολλά το «αύριο» σε αυτές τις ηλικίες…
Φ: Όλο το βράδυ
έμεινα ξύπνια… Ήμουνα σίγουρη πως θα γίνει…
Π: Τι θα
γινόταν;
Φ: Η ελευθερία
μας… Θα γινόταν η ελευθερία μας…
Π: Πώς θα
γινόταν;
Φ: Θα τους
σκότωνες… Δεν ήξερα τον τρόπο, αλλά ήξερα πως θα τους σκότωνες…
Π: Και τι έγινε
το πρωί;
Φ: Το πρωί ήταν
η σειρά σου να σερβίρεις το πρωινό… Ήταν συνήθεια στην οποία επέμενε πολύ η
μαμά… Θα σερβίρουμε το πρωινό εκ περιτροπής…
Π: Τότε έβαλα το
υδροκυάνιο στον καφέ τους…
Φ: Έβαλες το
υδροκυάνιο στον καφέ και στο γάλα…
Π: Στο γάλα…
Γιατί στο γάλα;
Φ: Στ’ αλήθεια
δεν θυμάσαι;
Π: Όχι, δεν
θυμάμαι…
Φ: Για να
πεθάνουμε κι εμείς μαζί με τους γονιούς μας…
Π: Γιατί;
Φ: Δεν μου το
εξήγησες ποτέ… Προφανώς δεν μπορούσες να αντέξεις τη ζωή μετά το φόνο…
Π: Ίσως να μην
το μπορούσα…
Φ: Ίσως πάλι να
πίστευες στον μεγάλο θάνατο…
Π: Τι είναι ο
μεγάλος θάνατος;
Φ: Δεν μπορώ να
σου τον περιγράψω…
Π: Προσπάθησε…
Φ: Λένε πως
είναι η ώρα που οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στον θάνατό τους… Πως
τον διαλέγουν – όπως θα διάλεγαν ένα διαμάντι… Και πως νιώθουν ότι με τον
θάνατό τους γίνονται αιωνιότητα…
Π: Αυτό δεν
γίνεται… Οι άνθρωποι φοβούνται…
Φ: Λένε πως
γίνεται… Πως ο μεγάλος θάνατος είναι ένα αντίδοτο στο χρόνο… Και στο φόβο του
χρόνου…
Π: Ποιοι τα λένε
αυτά;
Φ: Δεν ξέρω…
Π: Οι φιλόσοφοι;
Φ: Δεν ξέρω…
Ίσως και οι φιλόσοφοι…
Π: Αυτά είναι
σαχλαμάρες… Αποκλείεται να πίστευα κάτι τέτοιο…
Φ: Δεν ξέρω τι
μπορεί να πίστεψες… Δεν είχες τη δυνατότητα να μου εξηγήσεις…
Π: Προφανώς
ισχύει το πρώτο που είπες… Δεν μπορούσα να ζήσω με τις τύψεις του φόνου…
Φ: Δεν μπορώ να
ξέρω…
Π: Δεν άντεχα
τις τύψεις… Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο…
Φ: (Κάπως ενοχλημένη.) Σου είπα, δεν ξέρω…
Π: Ωστόσο,
ζούμε… Κι εγώ κι εσύ…
Φ: Ναι, ζούμε…
Π: Τι έγινε με
το δικό μας δηλητήριο;
Φ: Σέρβιρες τον
καφέ και το γάλα στις κούπες… Εγώ ήμουν σίγουρη πως ο καφές θα είχε κάποιο δηλητήριο…
Όταν είδα τον μπαμπά να διπλώνεται, σχεδόν χαμογέλασα…
Π: Αλλά δεν το
είχες σκεφτεί για το γάλα…
Φ: Το κατάλαβα
αμέσως μετά, όταν σε είδα να πίνεις την κούπα σου μονορούφι, κοιτώντας με στα
μάτια… Ήταν μια στιγμή προτού πιω κι εγώ τη δική μου…
Π: Τι είδες στα
μάτια μου;
Φ: Με
αποχαιρετούσες… Είδα τον αποχαιρετισμό…
Π: Και τι
έκανες;
Φ: Πέταξα το
γάλα μου κι όρμησα πάνω σου… Σου πήρα την κούπα από τα χέρια… Την είχες πιει
όλη… Άρχισα να φωνάζω: κάνε εμετό, κάνε εμετό…
Π: Η μητέρα τι
έκανε;
Φ: Η μαμά μάς
κοιτούσε έκπληκτη· μια τον μπαμπά που σπαρταρούσε και μια εμάς, που είχα
ορμήσει πάνω σου… Την αμέσως επόμενη στιγμή, διπλώθηκε κι αυτή…
Π: Κι έπειτα;
Φ: Έβαλα το
δάχτυλο στο στόμα σου… Σε ανάγκασα να κάνεις εμετό… Ξέρασες… Μετά φώναξα ασθενοφόρο
και σε σήκωσα να περπατάς μαζί μου μέχρι να έρθεις…
Π: Γι’ αυτό
έζησα…
Φ: Όταν ήρθε το
ασθενοφόρο, είχες ήδη λιποθυμήσει… Όταν έφτασες στο νοσοκομείο, ήσουν σε κώμα…
Οι γιατροί είπαν πως ο εγκέφαλός σου δεν είχε αιματωθεί
για σαράντα λεπτά και πως δεν θα συνέλθεις ποτέ…
Π: Και τότε, πώς
συνήλθα;
Φ: (Σαν να μην ακούει το ερώτημά του.) Τα
υπόλοιπα, τα φαντάζεσαι… Είσαι προικισμένος με λογική σκέψη, μπορείς να
φανταστείς…
Π: Η αστυνομία
έκανε ανακρίσεις, οι εφημερίδες έγραψαν για ένα αποτρόπαιο οικογενειακό
έγκλημα…
Φ: «Δαιμονικά
αδέλφια-εραστές σκοτώνουν τους γονείς τους»…
Π: Σε δίκασαν;
Φ: Ήμουνα
δεκαπέντε χρονών… Το δικαστήριο ανηλίκων δέχτηκε πως όλα τα έκανες εσύ, πως δεν
ήξερα τίποτε… Κρίθηκα μόνο υπό επιτροπεία και ψυχολογική παρακολούθηση… Κι εσύ,
φυσικά, λόγω της κατάστασής σου, απαλλάχτηκες από κάθε δίωξη…
Π: Νομίζω πως το
παρατραβάς…
Φ: Όταν
ενηλικιώθηκα, μου δόθηκε μια υποτροφία σπουδών από το ίδρυμα ενός εφοπλιστή που
συγκινήθηκε από την τραγωδία μου. Στο αιτιολογικό έγραφε πως ήθελαν να σπουδάσω
«για να προσφέρω υπηρεσίες στην Ανθρωπότητα»… Διάλεξα την Ιατρική και
ενθουσιάστηκαν… Και καθώς προχωρούσαν οι σπουδές μου, επέλεξα τη
Νευροχειρουργική…
Π: Για να
μπορέσεις κάποτε να με γυρίσεις στη ζωή…
Φ: Ναι, γι’
αυτό… Πήρα όλα τα πτυχία μου με άριστα, ειδικεύτηκα στη χειρουργική συνένωση
νευρώνων, στην τεχνητή επανάκτηση εγκεφαλικών λειτουργιών… Δούλεψα για δέκα
χρόνια στα μεγαλύτερα νευρολογικά κέντρα του κόσμου, πήρα βραβεία και
υποτροφίες… Κι έπειτα γύρισα… Και ζήτησα να αναλάβω τη φροντίδα σου…
Π: Από πού το
ζήτησες;
Φ: Από το Κέντρο
Μέριμνας Ανήκεστων Νευρολογικών Περιστατικών… Εκεί όπου νοσηλευόσουν επί χρόνια
σε άγρυπνο κώμα…
Π: Πώς δέχτηκαν να
με αναλάβεις; Δεν θυμήθηκαν την παλιά ιστορία με τα δαιμονικά αδέλφια-εραστές
που σκότωσαν τους γονείς τους;
Φ: Τώρα πια,
ήμουνα σπουδαία γιατρός… Επιστήμονας διεθνούς κύρους… Μπορούσα να υποστηρίξω
την περίπτωσή σου με τον καλύτερο τρόπο…
Π: Και με ανέλαβες…
Φ: Ναι, σε
ανέλαβα…
Π: Και με έφερες
εδώ… Ήμουν πια δικός σου…
Φ: Ναι, ήσουν
επιτέλους δικός μου, Χαβιέ…
~
7.
Π: Πώς σε λένε;
Φ: Δεν κατάλαβα;
Π: Τι δεν
κατάλαβες; Σε ρώτησα πώς σε λένε. Εγώ είμαι ο Χαβιέ·
εσύ, ποια είσαι;
Φ: Στ’ αλήθεια
δεν με θυμάσαι;
Π: Πες μου το
όνομά σου και μην παίζεις μαζί μου…
Φ: Ανριέτ… Εσύ με φώναζες Αν…
Π: Ανριέτ Νταρτούιγ…
Φ: Ανριέτ Σέλεϊ…
Π: Γιατί έχουμε
διαφορετικό επίθετο;
Φ: Το άλλαξα μόλις
έγινα δεκαοχτώ… Δεν ήθελα να με συνδέει κανείς με την παλιά ιστορία…
Π: Ντρεπόσουνα;
Φ: Μπορεί να
ήταν εμπόδιο…
Π: Εμπόδιο σε
τι; Στην καριέρα σου;
Φ: Εμπόδιο στο
σχέδιο…
Π: Ποιο σχέδιο;
Φ: Πάντοτε
υπάρχει ένα σχέδιο…
Π: Το σχέδιό σου
να γυρίσεις και να με πάρεις…
Φ: Ας πούμε πως
ήταν αυτό.…
Π: Και το
πέτυχες…
Φ: Ναι, το
πέτυχα…
Π: Και μένα, τι
μου έκανες;
Φ: Τι εννοείς;
Π: Με πήρες από
την κλινική και με έφερες εδώ, σωστά;
Φ: Σωστά…
Π: Τι είναι εδώ;
Φ: Το σπίτι μας…
Π: Το σπίτι μας;
Φ: Ναι, το σπίτι
μας…
Π: Μάλιστα… Κι
αφότου με έφερες στο σπίτι μας, τι μου έκανες;
Φ: Σε μελετούσα
για να σε επαναφέρω…
Π: Για πόσο
καιρό;
Φ: Για χρόνια…
Π: Για πόσα;
Φ: Για πολλά…
Π: Πόσα…
Φ: Τι σημασία
έχει…
Π: Θέλω να ξέρω
την ηλικία μου…
Φ: Σ’ το είπα
και πριν… Είσαι τριάντα τριών χρονών…
Π: Ναι, στην
ηλικία του Χριστού…
Φ: Πες το κι
έτσι…
Π: Και τελικά με
επανέφερες…
Φ: Ναι…
Π: Κάτι σαν
ανάσταση…
Φ: Πες το κι
έτσι…
Π: Εσύ, πώς θα
το έλεγες;
Φ: Ελευθερία…
Π: Μιλάς προφανώς
για τη δική μου ελευθερία…
Φ: Για τη δική
μας ελευθερία…
Π: Μου έκανες
εγχείρηση;
Φ: Σου έκανα μια
σειρά από εγχειρήσεις…
Π: Είχες
δικαίωμα να το κάνεις αυτό;
Φ: Είχα δικαίωμα
να κάνω το καθετί…
Π: Γιατί;
Φ: Γιατί γύρευα
την ελευθερία μας…
Π: Τι είναι η
«ελευθερία μας»;
Φ: Δεν μπορεί να
εξηγηθεί… Ας πούμε, η αρχή της ζωής… Αυτό για το οποίο γίνονται όλα…
Π: Αυτό για το
οποίο οι άνθρωποι γεννάνε και πολλαπλασιάζονται;
Φ: Αυτό για το
οποίο οι άνθρωποι γεννάνε και σφάζουν…
Π: (Κοφτά.) Θα με λύσεις τώρα;
Φ: Όχι ακόμη…
Π: Γιατί «όχι
ακόμη»;
Φ: Γιατί δεν
είσαι έτοιμος…
Π: Φυσικά και
είμαι έτοιμος…
Φ: Παριστάνεις
πως είσαι… Αλλά δεν μπορείς καν να υποκριθείς…
Π: (Με παρακλητική ένταση.) Μα γιατί, Αν…
Αφού τώρα τα έμαθα όλα…
Φ: Ποια όλα;
Π: Για μένα… Για
την προηγούμενή μου ζωή… Για τη ζωή μας…
Φ: Δεν πιστεύεις
απολύτως τίποτε από όσα σου είπα… Νομίζεις ότι είμαι μια σαδίστρια που σε πλάθω
σαν πλαστελίνη…
Π: Δεν είναι
έτσι…
Φ: Είναι μόνο
έτσι… Συμφωνείς μαζί μου –άτεχνα, είναι η αλήθεια– μονάχα για να σε λύσω…
Π: Δεν είναι
έτσι, Αν…
Φ: Και μόλις σε
λύσω, θα με σκοτώσεις…
Π: Μέχρι στιγμής
εσύ μου είπες ψέματα, όχι εγώ… Εσύ μου συστήθηκες ως Παρακολουθήτρια
Προσαρμογής, εσύ μου είπες πως ο χώρος εδώ είναι νοσοκομείο… Και τώρα μου λες
πως είσαι η αδελφή μου, πως έχω σκοτώσει τους γονείς μου, πως ήμασταν εραστές…
Φ: (Τον κόβει.) Δεν ήμασταν εραστές…
Ερωτευμένοι ήμασταν… Εραστές δεν γίναμε ποτέ…
Π: Εννοείς πως
δεν μπήκα μέσα σου; Πως δεν σε γάμησα;
Φ: Ναι, αυτό
εννοώ…
Π: Και σου
έμεινε ένα κενό…
Φ: Δεν μου
αρέσει ο τρόπος που μιλάς…
Π: (Με επιθετικό τόνο.) Αυτό είναι… Γι’
αυτό, λοιπόν, τα έκανες όλα… Για να γεμίσεις το κενό…
Φ: (Με αυξανόμενη ένταση.) Δεν μου αρέσει ο
τρόπος που μιλάς…
Π: (Φωνάζει πάνω στη φωνή της.) Για να γαμηθείς, καρΓιόλα,
τα έκανες όλα…
Φ: (Φωνάζει πάνω στη φωνή του.) Τα έκανα για την
ελευθερια μας…
(Σιωπούν και οι δυο. Παίρνουν ανάσες.)
Π: (Μιλάει κοφτά και χαμηλόφωνα.) Είσαι τρελή…
Είσαι στ’ αλήθεια διεστραμμένη… Δεν γαμήθηκες στα δεκαπέντε σου, και σου έμεινε
απωθημένο… Βασάνισες τη ζωή σου και τώρα βασανίζεις εμένα…
Φ: Μην το
βρομίζεις, Χαβιέ…
Π: Θα το βρομίζω
όσο θέλω, καργιόλα…
Φ: Μην επιτρέπεις
στον εαυτό σου την ασχήμια… Σκέψου τους αιώνες του αίματος…
Π: Τους αιώνες
του αίματος;
Φ: Οι άνθρωποι,
για να συναντηθούν, περνούνε μέσα από αιώνες αίματος…
Π: Τι θα με
κάνεις;
Φ: Τι εννοείς;
Π: Αυτό που σε
ρώτησα… Τι σκοπεύεις να με κάνεις;
Φ: Θα σε κάνω να
θυμηθείς…
Π: Αν θυμηθώ, θα
με λύσεις;
Φ: Ναι, θα σε
λύσω… Αλλά πρέπει να θυμηθείς στ’ αλήθεια…
Π: Δεν πιστεύω
τίποτε…
Φ: Έχεις λογική
σκέψη… Αυτή θα σε οδηγήσει…
Π: Είπες πως
ήμουν δεκατέσσερα όταν έγινε αυτό με τους γονείς μας, σωστά;
Φ: Γιατί λες
«αυτό»; Φονικό ήταν…
Π: Το φονικό…
Δεν θα τα χαλάσουμε εκεί… Στα δεκατέσσερα δεν ήμουν;
Φ: Ναι, στα
δεκατέσσερα…
Π: Λες ψέματα…
Δεν νιώθω πως πνευματικά είμαι στα δεκατέσσερα…
Φ: Ήσουν πολύ
αναπτυγμένος πνευματικά…
Π: Νιώθω πολύ μεγαλύτερος…
Φ: Ίσως να σου
δίνει εντολές το σώμα σου που έχει γεράσει…
Π: Νιώθω πως
θέλω να ξυριστώ… Γνωρίζω την αίσθηση της κολόνιας στα ξυρισμένα μάγουλα…
Φ: Και τι
σημαίνει αυτό;
Π: Πως λες
ψέματα… Στα δεκατέσσερα, κανένα αγόρι δεν ξυρίζεται…
Φ: Μπορεί να σε ξύριζαν στο Κέντρο Μέριμνας…
Π: Και το
τραύμα; Πώς έγινε το τραύμα;
Φ: Ποιο τραύμα;
Π: Το τραύμα μου
στην κοιλιακή χώρα… Αυτό που χρειάστηκε πολλά ράμματα… Και δεν μπορώ να έχω
στύση εξαιτίας του…
Φ: Δεν υπάρχει
τραύμα στην κοιλιακή χώρα…
Π: Γιατί μου
είπες πως υπάρχει;
Φ: Αν έβαζες τη
λογική σου να δουλέψει, θα το καταλάβαινες…
Π: (Με ένταση.) Γιατί μου είπες πως υπάρχει;
Φ: Γιατί έτσι
έπρεπε…
Π: (Με μεγάλη ένταση.) Τι «έπρεπε», καργιόλα;
Φ: (Με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.) Έπρεπε να σταματήσεις… Δεν ταίριαζε στο παρελθόν
μας να μου λες τέτοια λόγια…
Π: Σκάσε,
γαμημένη… (Ουρλιάζει.) ΣΚΑΣΕ…
Φ: Δεν ταίριαζε σε εμάς…
Π: (Χαμηλόφωνα.) Θα σου βουλώσω το στόμα…
Φ: (Συνεχίζει στον προηγούμενο τόνο, σαν να μην
άκουσε την κουβέντα του.) Θα το καταλάβεις… Μόλις περάσει το πρώτο σοκ, θα
το καταλάβεις…
Π: Θα βγάλεις τη
μούγκα…
Φ: Δεν θα
επέτρεπα να το βρομίσεις…
Π: (Πλέον μιλάει
χαμηλόφωνα και κοφτά.) Ένα λάθος… Ένα μόνο…
Φ: Τι λάθος;
Π: Ένα λάθος, γαμημένη… Ένα μόνο… Δεν θα χρειαστώ
περισσότερο…
Φ: Δεν καταλαβαίνω τι λες…
Π: Θα κάνεις ένα λάθος…
Φ: Τι λάθος θα κάνω;
Π: Όλοι, ακόμη κι οι εξυπνότεροι, κάνουν τουλάχιστον ένα
λάθος…
Φ: (Με ένταση.) Τι λάθος;
Π: Δεν υπάρχει ιστορία δίχως ούτε ένα λάθος… Καμία
ιστορία…
Φ: Πες μου το λάθος που θα κάνω…
Π: Θα με λύσεις…
Φ: Εγώ θα σε λύσω;
Π: Ναι, εσύ..
Φ: Ίσως και να το κάνω…
Π: Θα με λύσεις… Θα νιώσεις τόσο κυρίαρχη, τόσο σίγουρη,
που θα με λύσεις…
Φ: Πώς είσαι τόσο σίγουρος;
Π: Είναι νόμος της ζωής… Όλοι κάνουν λάθη…
Φ: Ναι, όλοι κάνουν λάθη…
Π: Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της ζωής…
Φ: Προφανώς… Γι’ αυτό τους λένε και «νόμους»…
Π: Θα ξεχαστείς… Θα το δεις πως θα ξεχαστείς…
Φ: Και τι θα γίνει τότε;
Π: Θα σου ξεριζώσω να χέρια… Θα σου τα βγάλω από τον ώμο…
Φ: Θα μου τα κόψεις;
Π: Όχι, όχι… Θα σου τα βγάλω… Θα τα ξεριζώσω…
Φ: Γίνεται αυτό;
Π: Φυσικά και γίνεται… Και θα ακούσεις τον ήχο του
ξεριζώματος… Σου υπόσχομαι πως θα τον ακούσεις…
Φ: Θα λιποθυμήσω νωρίτερα… Η φύση είναι σοφή· έχει κάνει
τους ανθρώπους να λιποθυμούν νωρίτερα από τον πόνο…
Π: Εσύ δεν είσαι άνθρωπος… Είσαι τέρας… Και δεν θα
λιποθυμήσεις… Και ξέρεις κάτι;
Φ: Τι;
Π: Θέλεις πολύ να ακούσεις τον ήχο από το ξερίζωμα των
χεριών σου… Το περιμένεις μέσα στους αιώνες του αίματος… Αυτός ο ήχος… (Σταματάει, σαν να το ξανασκέφτηκε.)
Φ: Αυτός ο ήχος, τι;
Π: (Με αργή φωνή.)
Αυτός ο ήχος θα είναι η ελευθερία σου…
~
8.
Φ: Ώστε, λοιπόν, είμαι ένα τέρας…
Π: Ναι, είσαι…
Φ: Ίσως να μην είναι τόσο κακό αυτό…
Π: Για σένα, τίποτε δεν είναι κακό…
Φ: Πριν ψάχναμε τι είναι τέρας, έτσι δεν είναι;
Π: Ναι, το ψάχναμε…
Φ: Οι άνθρωποι ονομάζουμε τέρας όποιον αγαπάει λίγο
παραπάνω από το συνηθισμένο…
Π: Άσε την αγάπη στην άκρη…
Φ: Μπορείς να μου πεις τι είναι «συνηθισμένο»;
Π: Όχι, δεν μπορώ…
Φ: Συνηθισμένο είναι αυτό από το οποίο δεν κινδυνεύουμε…
Π: Αν θες να κινδυνέψεις στ’ αλήθεια, το μπορείς… Λύσε
με…
Φ: Θα σε λύσω…Σου δίνω το λόγο μου, θα σε λύσω…
Π: Κάν’ το…
Φ: Είχες δίκιο…
Π: Σε τι;
Φ: Δεν γίνεται
ένα παιδί να βρει τόσο εύκολα υδροκυάνιο…
Π: Ναι, δεν
γίνεται…
Φ: Ούτε η
πνευματική σου ηλικία είναι δεκατεσσάρων χρονών…
Π: Πες την
αλήθεια, λοιπόν…
Φ: Και υπάρχουν
αρκετές λεπτομέρειες που βγάζουν στο κενό… Το ποιος πλήρωνε το Κέντρο Μέριμνας,
λόγου χάρη….
Π: Σου αρέσει να
παίζεις… Μια την Παρακολουθήτρια Προσαρμογής, μια τη
νευροχειρουργό αδελφή μου…
Φ: Προσπαθώ να
σε κάνω να θυμηθείς…
Π: Να θυμηθώ με
τα ψέματα;
Φ: Δεν είναι
ακριβώς ψέματα… Είναι παραλλαγές της αλήθειας… Η συνηθέστερη τεχνική
συνειδησιακής επαναφοράς…
Π: Σου αρέσει, καργιόλα… Σαν τη γάτα που παίζει με το παγιδευμένο ποντίκι…
Φ: Θυμάσαι τις
αρχαίες ελληνικές τραγωδίες;
Π: Λίγα
πράγματα…
Φ: Τον Οιδίποδα
Τύραννο, ας πούμε;
Π: Μέσες άκρες,
κάτι θυμάμαι…
Φ: Θυμάσαι τι
γίνεται στις αρχαίες τραγωδίες όταν φανερώνεται η αλήθεια;
Π: Όχι, δεν
θυμάμαι…
Φ: Αν πεις σε
έναν άνθρωπο όλη την αλήθεια, είναι σαν να του δίνεις ποντικοφάρμακο…
Π: Ενώ εσύ μου τη λες σε δόσεις…
Φ: Ναι, αυτό κάνω…
Π: (Μέσα από τα δόντια του.) Σαν πλαστελίνη…
Φ: Δεν άκουσα;
Π: Κρατάς ζεστή
την πλαστελίνη… Αυτό κάνεις…
Φ: «Ζεστή»;
Π: Για να
πλάσεις καλά την πλαστελίνη, πρέπει να μένει ζεστή… Να μην κρυώνει…
Φ: Δεν ισχύει
τίποτε από αυτά… Δεν έχω κανέναν λόγο να σε πλάθω σαν πλαστελίνη…
Π: Τότε γιατί
βρισκόμαστε εδώ; Γιατί είμαι δεμένος; (Με
ένταση.) Γιατί με φλομώνεις στα ψέματα, παλιοπουτάνα;
Φ: Για να σε
προετοιμάσω για…
Π: (Την κόβει ουρλιάζοντας.) Γιατί
θέλεις να σπάσω, γι’ αυτό το κάνεις…
Φ: (Με μεγάλη ένταση κι ενώ πλησιάζει το στόμα
της στο πρόσωπό του.) Για να σε
προετοιμάσω για την αλήθεια…(Απομακρύνεται
λίγο. Με ξερή φωνή.) Για την αλήθεια μας…
Π: (Με φωνή ουδέτερη, σαν να μονολογεί.)
Αλλά δεν θα σπάσω… Δεν είναι δυνατόν να σπάσω…
Φ: Είσαι προικισμένος με λογική σκέψη, έτσι δεν είναι;
Π: Ναι, έτσι είναι…
Φ: Και μπορείς να πας παντού με τη λογική σκέψη…
Π: Ναι, μπορώ να πάω παντού…
Φ: Θα σου ζητήσω να πας λίγο παραπέρα, λοιπόν…
Π: Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις…
Φ: Η ιστορία είναι σχεδόν η ίδια… Τα ίδια πρόσωπα, το
ίδιο υδροκυάνιο… Μονάχα θα γίνει μια μικρή μετατόπιση… Ένα κλικ παραπέρα είναι…
(Πλησιάζει στο πρόσωπό του.) Ένα κλικ
παραπέρα…
Π: Είμαι έτοιμος για όλα…
Φ: Δεν είμαι η αδελφή σου… Είμαι η μητέρα σου…
Π: (Δίχως να
αλλάξει τον τόνο της φωνής του.) Το ήξερα…
Φ: Το είχες καταλάβει…
Π: Το είχα σκεφτεί με τη λογική σκέψη…
Φ: Και πώς νιώθεις;
Π: Είμαι έτοιμος να ξαναρχίσω από την αρχή…
Φ: Θέλεις να μάθεις την ιστορία μας;
Π: Με ενδιαφέρει το μέλλον…
Φ: Έχει σημασία η ιστορία μας…
Π: Οι ιστορίες είναι πάντοτε οι ίδιες…
Φ: Οι ίδιες;
Π: Με αγάπησες από την πρώτη στιγμή… Στα δώδεκά μου με μαλάκισες για πρώτη
φορά… Στα δεκαπέντε μπήκα μέσα σου… Στα δεκαέξι αποφασίσαμε να σκοτώσουμε τον
πατέρα και την αδελφή μου… Ήσουν γιατρός… Όπως και ο πατέρας… Δεν ήταν διόλου
δύσκολο να βρεθεί υδροκυάνιο…
Φ: Πού το ήξερες πως ο πατέρας σου ήταν γιατρός;
Π: Οι γιατροί παντρεύονται με γιατρούς…
Φ: Πράγματι…
Π: Μπορεί να σε πάει παντού η λογική σκέψη…
Φ: Πράγματι…
Π: Τα υπόλοιπα είναι εύκολα… Παρουσιάσαμε το φόνο του
πατέρα και της αδελφής μου σαν ατύχημα… Ή μάλλον καλύτερα: στήσαμε έτσι τα
γεγονότα, ώστε να φανεί πως τον σκότωσε η αδελφή μου επειδή αυτός δεν
ανταποκρίθηκε στον έρωτά της… Και μετά αυτοκτόνησε και η ίδια…
Φ: Έτσι… (Διστάζει.)
Π: Έτσι μείναμε οι δυο μας, μητέρα… Για δεκαεφτά χρόνια
ήμασταν εγώ κι εσύ… Δοσμένοι στον μεγάλο όλεθρο της αγάπης…
Φ: Και μετά, τι έγινε;
Π: Μετά έγινε το ατύχημα…
Φ: Ποιο ατύχημα;
Π: Κάποιο ατύχημα, δεν έχει σημασία…
Φ: Τι έχει σημασία;
Π: Αυτό που είμαστε τώρα… Αυτό που θέλουμε τώρα…
Φ: Σωστά, αυτό έχει σημασία…
Π: Ξέρεις τι θέλω, μητέρα;
Φ: Πες μου…
Π: Θέλω να ακούσω εκείνο το τραγούδι του Μπαχ…
Φ: Το Erbarme Dich…
Π: Αυτό που μιλάει για τη δεύτερη ευκαιρία…
Φ: Γιατί;
Π: Γιατί μου το έβαζες όταν ήμουν μωρό… Κάθε βράδυ…
Φ: Το θυμάσαι;
Π: Δεν χρειάζεται να το θυμάμαι… Έχω λογική σκέψη… Μπορώ
να ανασυνθέσω τον κόσμο με το μυαλό μου…
Φ: Μπορείς να φτιάξεις και το παρελθόν;
Π: Ναι, μπορώ… Και ξέρω πως βάζουνε κλασική μουσική στα
παιδιά… Λένε τα κάνει πιο έξυπνα…
Φ: Και στην εγκυμοσύνη συστήνουν κλασική μουσική. Για να
αναπτυχτούν τα έμβρυα στη μήτρα…
Π: Λένε πως βοηθάει να βλαστήσουν ακόμη και τα φυτά…
(Η Φ βάζει στο
στερεοφωνικό το Erbarme Dich.)
Φ: Θέλεις να σβήσω και το φως;
Π: Ναι… Να γίνουμε όπως παλιά…
(Η Φ σβήνει το φως.
Σκοτάδι.)
Φ: Πες μου για το μέλλον… Για εμάς…
Π: Για εμάς;
Φ: Ναι, για σένα και για μένα… Για ό,τι
είναι να ζήσουμε…
Π: Θα ζήσουμε αυτό που έχουμε να ζήσουμε… Το όνειρό μας…
Πριν έλεγες για τον μεγάλο θάνατο… Εγώ τώρα θα σου πω για το μεγάλο μεσημέρι…
Θα ζήσουμε το μεγάλο μεσημέρι…
Φ: Τι είναι το μεγάλο μεσημέρι…
Π: Αυτό που καταλαβαίνεις… Είναι μια ζωή, πώς να το πω,
καταπρόσωπο…
Φ: Καταπρόσωπο;
Π: Ναι, καταπρόσωπο… Όπως στην Προς Κορινθίους Επιστολή… Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι… Τότε... (Σταματάει, σαν να σκέφτηκε κάτι.)
Φ: Τότε;
Π: Τότε δε πρόσωπο προς πρόσωπον…
Φ: Θα με γαμάς;
Π: Ναι, θα σου κάνω έρωτα…
Φ: Θα με φιλάς;
Π: Ναι, θα σε φιλάω όλη μέρα…
Φ: Θα με αγαπάς;
Π: Πάντοτε σε αγαπούσα…
Φ: Και δεν θα φοβάσαι;
Π: Τι να φοβηθώ;
Φ: Που είμαι η μητέρα σου… Που είμαστε αιμομίκτες…
Π: Πάντοτε σε αγαπούσα, μητέρα…
Φ: Ξέρεις τι λέω εγώ; Πως λες ψέματα…
Π: (Σε τόνο
διαμαρτυρίας.) Δεν λέω ψέματα…
Φ: Πως τα λες όλα αυτά για να σε λύσω…
Π: (Σαν να μονολογεί.) Δεν λέω ψέματα…
Φ: Και μόλις σε λύσω, θα γίνει αυτό που είπες… Θα μου
ξεριζώσεις τα χέρια μου… Κι εγώ θα ακούσω τον ήχο του ξεριζώματος…
Π: (Φωνάζει.)
ΔΕΝ ΛΕΩ ΨΕΜΑΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ…
Φ: Λες… Αλλά δεν με νοιάζει το τι θα κάνεις… Η ελευθερία
είναι άγριο πράγμα… Μια αγριότητα που συσπειρώνεται στο κέντρο του ανθρώπου…
Π: Η ελευθερία είναι…
Φ: (Τον κόβει.)
Η ελευθερία μου είσαι εσύ… Και τώρα θα λύσω τα λουριά σου…
Π: (Με φωνή
λυτρωμένη.) Λύσε με, αγάπη μου, και θα δεις ποιος είμαι…
Φ: Απλώς…
Π: Απλώς, τι;
Φ: Απλώς υπάρχει μια δυσκολία…
Π: Τι δυσκολία;
Φ: Τόση ώρα που μιλάμε, νιώθεις τα χέρια και τα πόδια
σου;
Π: Δεν τα καλονιώθω… Προφανώς
είναι μουδιασμένα, έτσι όπως είναι δεμένα τόσες μέρες…
Φ: Χαβιέ…
Π: Αλλά θα ξεμουδιάσω γρήγορα…
Φ: Αλίμονο, Χαβιέ, δεν θα
μπορέσεις να κουνήσεις τα χέρια σου… Ούτε τα πόδια σου…
Π: (Αλλάζει ύφος.
Γίνεται επιθετικός.) Γιατί;
Φ: Γιατί δεν γίνεται...
Π: (Φωνάζει
έξαλλος.) Γιατί, γαμώ
τη μάνα σου;
Φ: Γιατί δεν είσαι δεμένος…
Π: (Συνεχίζει
έξαλλος.) ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ…
Φ: Δεν είναι διόλου εύκολο πράγμα η αλήθεια…
Π: (Με πνιχτή φωνή,
μέσα απ’ τα δόντια του.) Μου έχεις κάνει ένεση και έχω παραλύσει…
Φ: Διόλου εύκολο…
Π: (Ουρλιάζει.)
Με έχεις αφήσει παράλυτο,
καρΓιόλα…
Φ: Χαβιέ… Δεν είσαι αυτό που
νομίζεις…
Π: (Χαμηλόφωνα,
σαστισμένος από την έκπληξη.) Τι λες, γαμημένη;
Φ: Δεν έχεις χέρια… Ούτε σώμα…
Π: (Πνιχτά, σχεδόν
ψιθυριστά.) Τι λες, παλιοπουτάνα…
Φ: Είσαι μονάχα ένα κεφάλι που λειτουργεί με ηλεκτρισμό…
Π: (Ουρλιάζει.)
ΤΙ ΛΕΣ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ
ΧΡΙΣΤΟ ΣΟΥ…
Φ: (Εμφατικά, με
απόκοσμη φωνή.) Είσαι ένα κεφάλι δίχως
σώμα… Ένα σκέτο κεφάλι… Ένα κεφάλι…
(Το Erbarme Dich συνεχίζεται μέσα στο σκοτάδι.
***
Εδώ τελειώνει η πρώτη
πράξη. Αν κριθεί απαραίτητο, στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει διάλειμμα.
Ειδάλλως, το έργο ας συνεχιστεί κατευθείαν με τη σκηνή 9.)
~