θανάσης τριαρίδης * Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα 

 

μέρος ε [εκείνο το βράδυ] *  κεφάλαιο 61ο

 

 

 

 

 

61.

 

SPIRA, SPERA

 

 

 

Μετά από τρία λευκά φύλλα του κοκκινου τετραδίου της δασκάλας μας, διάβαζες γραμμένη μια ολότελα αλλοπρόσαλλη συνταγή, για την οποία με την πρώτη ματιά δεν μπορούσες να καταλάβεις αν αποτελούνταν από γράμματα και λέξεις — τόσο τρεμάμενο ήταν το χέρι που την έγραψε. Δε σ' το κρύβω, φοβήθηκα πολύ όταν τη διάβασα, και τώρα που την ξαναγράφω φοβάμαι και πάλι, και ξέρω πως ίσως να φοβηθείς κι εσύ και να πάψεις να διαβάζεις αυτή την ιστορία· δε βλέπω όμως τι άλλο μπορώ να κάνω, παρά να ξαναγράψω χωρίς να κατανοώ αυτό που έγραψε πριν από τόσα χρόνια εκείνη που τόσο λάτρεψα:

 

Βράσε το αίμα σε κατσαρόλι για τρεις μέρες...

ρίξε μέσα τα λουλούδια για άλλες τρεις...

τάισε τα πουλιά που θα 'ρθουν μες στο χιόνι.

 

Τώρα, αν υποθέσει κανείς ότι τα πουλιά που θα 'ρθουν μες στο χιόνι είναι οι αλκυόνες —κι αυτό είναι το πιο λογικό—, τότε αυτή η συνταγή πρέπει να γράφτηκε στα μέσα του Ιανουαρίου· το αίμα που η δασκάλα μας θα 'βραζε στο κατσαρόλι ήταν το δικό της —ποιανού άλλου; Κι όταν έγραφε για τα λουλούδια που θα 'ριχνε μες στο αίμα, το δίχως άλλο εννοούσε τις βιολέτες και τις ανεμώνες που δεν τολμούσε να μαζέψει εκείνη κι ένα βράδυ τις μαζέψαμε εμείς γι' αυτήν. Και το ξέρω καλά, αγάπη μου, πως από τέτοιες σκοτεινές κουβέντες μπορούν να προκύψουν αναρίθμητες εκδοχές, ακόμα κι οι φοβερότερες, εκείνες που θα καταδεικνύουν το πιο αδιανόητο μίσος ή την πιο αδιανόητη αγάπη — εγώ όμως πιστεύω αυτό που διάβασα, μ' όλο που και τα δικά μου γόνατα τρέμουν, και το πιστεύω όχι γιατί έχω κάποια αδιάψευστη απόδειξη, αλλά γιατί είμαι φτιαγμένος για να αγαπώ αυτούς που αγάπησα, γιατί δεν μπορώ διαφορετικά, δε γίνεται να πιστέψω τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό, ότι δηλαδή η κυρία Δομένικα, είκοσι μέρες πριν πεθάνει, θέλησε να ταΐσει με το αίμα της τις αλκυόνες.