θανάσης τριαρίδης * Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα 

 

μέρος γ [σου ανακάτεψε] *  κεφάλαιο 33ο

 

 

 

 

 

33.

 

Κεφάλαιο με αριθμό δύσκολο –

άμα σε χαλάει το παραλείπεις

 

 

 

Όταν ενάμιση χρόνο υστερότερα, δηλαδή το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ, ο παπα-Λεπ Ταιρ μάς εξηγούσε πως αυτό που δεν πρέπει να δεις συμβαίνει να το βλέπεις πάντοτε, δείχνοντάς μας τα σημάδια στην πλάτη του, κατάλαβα πως εκείνη την παγερή μαρτιάτικη νύχτα που είχαμε ξαπλώσει μπρούμυτα γύρω απ' τη Φωλίτσα της Κουπέλας, με μια φωτιά να καίει χαμηλά την κοιλιά μας, αυτός που όριζε τους δαίμονες του μαύρου λόφου είχε αποφασίσει ότι θα βλέπαμε αυτά που προσπαθήσαμε να μη δούμε: τα δάχτυλα των χεριών μου, έτσι όπως κρατούσαν τα μάτια μου κλειστά, άρχισαν να χαλαρώνουν, να ανοίγουν, αφήνοντας μικρές γρίλιες —ορκίζομαι πως δεν το 'κανα επίτηδες, έγινε ενώ δεν το ήθελα— κι ανάμεσα απ' τις τρυπούλες που σχηματίστηκαν απ' τα χαλαρωμένα δάχτυλά μου, το βλέμμα μου βρήκε το δρόμο του κι έτσι είδα τα όσα έκαναν οι δύο γυναίκες αγκαλιασμένες στη γούβα της Φωλίτσας... Και καθώς στις ονειροφαντασιώσεις μου ίσαμε τότε δεν είχα καν διανοηθεί ότι γυναίκα μπορεί να σμίξει με γυναίκα, έβλεπα τη δασκάλα μας να δαγκώνει με πάθος το λαιμό, τους ώμους και το στέρνο της τόσο θελκτικής άγνωστής μας, και να 'ναι το δάγκωμά της τόσο δυνατό, που η σάρκα να ματώνει, και φοβήθηκα πως κάτι πολύ κακό μπορεί να συνέβαινε εκείνη τη νύχτα, μπορεί, λόγου χάρη, η κυρία Δομένικα, που την ημέρα δεν έκοβε ούτε ένα λουλούδι για να μην το σκοτώσει, τις νύχτες να μεταμορφωνόταν σε αιμοβόρο κτήνος που κατασπάραζε τις ζεστές σάρκες και ρουφούσε τη ζωή απ' τα κορμιά των ανθρώπων και ξερίζωνε καρδιές και τις έκρυβε σε μια μαύρη κασέλα κι έβγαζε τα μάτια και τους βολβούς και τους έβαζε σ' ένα μπουκάλι με νερό από κάποιον ποταμό της Αφρικής... Αυτά σκεφτόμουνα λοιπόν, και δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου απ' τα δύο κορμιά που λίγα μέτρα πιο πέρα έσμιγαν σιωπηλά, κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό, είναι η αλήθεια, μόνο πνιχτές ανάσες ακούγονταν, τίποτε άλλο, ούτε ένας αναστεναγμός, μονάχα ο βόμβος της σιωπής· κι όσο κοιτούσαμε, άλλαζε η όψη εκείνου του ερωτικού συμπλέγματος, σαν δαιμονικό τέρας που συνέχεια μεταβάλλει τη μορφή του ή σαν τις παράξενες εικονίτσες του Τζακ του Ταρνανά, όπου στην ίδια επιφάνεια άλλοτε οι λύκοι κατασπαράζαν τα πρόβατα κι άλλοτε τα φίδια έπνιγαν τους λύκους... Από εκείνο το σμίξιμο των δύο γυναικών θυμάμαι πρώτα τα δόντια που μάτωναν το ολόλευκο στέρνο, έπειτα τα χείλη που βύζαιναν τα φουσκωμένα στήθη, τα νύχια που όργωναν την πλάτη, τα δάχτυλα που τσιμπούσαν μανιασμένα τις πρησμένες ρώγες κι έσταζε κάποτε από εκεί μαύρο γάλα. Και δεν έμενε μήτε ένα εκατοστό της σάρκας, είτε της μιας είτε της άλλης, που να μην τη ρούφηξε ένα λαίμαργο στόμα, παρά μόνο τα στόματα δεν ενώθηκαν μεταξύ τους, μήτε και μπορείς να φανταστείς τρύπα του ανθρώπινου κορμιού που να μη χώθηκαν τολμηρά δάχτυλα, ενώ άλλα δάχτυλα έσκαψαν το χώμα με μανία για να ξεσπάσουν κάπου την ατέλειωτη ηδονή τους. Όλο και πιο συχνά τα σώματα τινάζονταν από σπασμούς φοβερούς, τα χέρια τραβούσαν τα μαλλιά του κεφαλιού λες κι ήθελαν να τα ξεριζώσουν, οι γλώσσες έσταζαν το σάλιο τους επάνω στις κοιλιές και εκεί σχηματίζονταν ανάγλυφα σημάδια πάνω στο δέρμα, άνθη λουλουδιών ή μελανιές από φαρμακερή τσούχτρα. Κι όταν τα δυο κορμιά γλίστρησαν σε στάση τέτοια που τα δύο στόματα να χαθούν στις δύο μαύρες χνουδωτές φωλιές, τότε, αχ, τότε έγιναν πράγματα και θαύματα, καθώς οι γλώσσες προχώρησαν στο δρόμο της αργής, βασανιστικής χαράς, και τα μπούτια έκλεισαν σαν τανάλιες γύρω από τα κεφάλια, κι η φυλακισμένη θάλασσα φούσκωνε ολοένα, κι έξαφνα άρχισε να φυσά ξέφρενα ο άνεμος, κι από τις ανθισμένες ακόμη μυγδαλιές πάνω από τις δύο γυναίκες στροβιλίστηκαν αμέτρητα λευκά άνθη, ενώ ανάμεσα απ' τα κλαδιά τους το σφύριγμα του αγέρα σχημάτιζε ολοκάθαρα —έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε— ένα αναμενόμενο παράγγελμα: «φίλησε»... Τη στιγμή εκείνη ένιωσα πως στ' αλήθεια τα δύο κορμιά έγιναν ένα που δε θα χώριζε ποτέ, μια σάρκα που δε γινόταν πια να ξανακομματιαστεί εις τους αιώνες των αιώνων· και τότε μέσα από τους απέναντι θάμνους αποκαλύφθηκαν τα ζώα εκείνου που πρώτα αγοράζει την ψυχή κι έπειτα ανασταίνει το σώμα: χιλιάδες φίδια γλίστρησαν με χρυσή ράχη και μαύρο ύψιλον ανάμεσα στα μάτια και στη στιγμή τύλιξαν το σάρκινο σύμπλεγμα· και σαύρες με διχαλωτή ουρά ξεπήδησαν μέσα απ' το χώμα και χώθηκαν στις πιο κρυφές γωνιές του σώματος. Κι από τις μυγδαλιές μαύρα πουλιά με μάτια σκύλου όρμησαν και ράμφισαν τ' αριστερά πλευρά των σωμάτων για να φτάσουν στο γλυκό συκώτι και να το φάνε, και τότε ακούστηκαν τα πρώτα αχ, μικρά και διακεκομμένα, σαν πυρωμένα κάρβουνα που πέφτουν στο πηγάδι, και πασχαλίτσες και κάβουρες με πόδια ακρίδας και φτερωτοί σκορπιοί και μέλισσες ζαλισμένες, μεγάλες όσο ένα σπουργίτι, έφτασαν με βόμβο ως τη σάρκα και κόλλησαν επάνω της και την τσίμπησαν ξανά και ξανά, και βάτραχοι με δόντια σαρκοφάγου θηλαστικού βρήκαν απροστάτευτους τους δύο λαιμούς και τους δαγκώσαν· ναι, αυτά έβλεπα κι έλεγα όλο με το νου μου πως στα σίγουρα ήμουν στην κόλαση και δε θα έφτανε —καθώς μας είχε πει ο Τζακ— μήτε η αιωνιότητα για να απαριθμήσει κανείς τα τέρατά της· αυτά τα τέρατα αποκαλύφθηκαν μπροστά μου: θεόρατα κουνούπια με κεντρί μέλισσας έσχιζαν τον αέρα και αρουραίοι με σαράντα πόδια έτρεχαν και λαγοί με μούρη κροκοδείλου τους ακολούθησαν και ζώα της θάλασσας, σαν χταπόδια και σαν αστερίες και σαν ιππόκαμποι συνάμα, χώθηκαν ανάμεσα απ' τις κοιλιές, και κάποτε εκείνο που λίγο πριν ήτανε οι δύο γυναίκες έγινε μια Λερναία Ύδρα πνιγμένη στο αίμα, με αναρίθμητα κεφάλια ανθρώπων που είχαν βγαλμένα μάτια και ούρλιαζαν, και τότε άρχισε το φοβερό σπαρτάρισμα, ένα σπαρτάρισμα αδιάκοπο, ολοένα και πιο δυνατό, που ένιωσα πως η ψυχή μου βγήκε απ' το σώμα μου και ολόκληρο το είναι μου έγινε ένας σπασμός και χάθηκαν όλα από μπροστά μου —και η Λερναία Ύδρα και οι μυγδαλιές και το φεγγάρι— κι έμεινε μόνο το σπαρτάρισμα της σάρκας, κι ήτανε πια και δικό μου το σπαρτάρισμα, και το ουρλιαχτό που υψώθηκε, σκίζοντας τα πέπλα της νύχτας, συντάραξε —αλίμονο— και τους δικούς μου τους πνεύμονες, όλοι ουρλιάζαμε τότε μαζί με τα κορμιά που 'σμιγαν και το ουρλιαχτό έγινε ιαχή που με το τέλος της θα ερχότανε στα σίγουρα ο θάνατος, κυρίαρχος παντοτινός· κι όλα κατέληξαν σε ένα απόκοσμο σκλήρισμα, ίδιο με ρόγχο: «ααααααααααααα!».