θανάσης τριαρίδης * Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα 

 

μέρος γ [σου ανακάτεψε] *  κεφάλαιο 32ο

 

 

 

 

 

32.

 

Όπου οι μαθητές δοκιμάζονται από κάποιον πονηρό

μα, όπως φαίνεται, κανείς δεν θέλει να γλιτώσει

 

 

 

Ήταν μια Παρασκευή με μισό φεγγάρι στα μέσα του Μαρτίου —η έβδομη Παρασκευή που ο Αγιούτος κι εγώ παραφυλάγαμε πεσμένοι μπρούμυτα πίσω από τους θάμνους— όταν μάθαμε τι έκανε τις νύχτες επάνω στην Κουπέλα η κυρία Δομένικα. Είχαμε ανέβει στους θάμνους κοντά στις δέκα και μισή, όπως πάντοτε· η νύχτα ήταν ιδιαίτερα παγερή, τόσο που ο Αγιούτος είχε φέρει από το σπίτι του και τη μάλλινη κουβέρτα που σκεπαζότανε τα βράδια. Ξαπλώσαμε λοιπόν μπρούμυτα πάνω στο χώμα και σκεπαστήκαμε με την κουβέρτα — ευτυχώς που ο Αγιούτος την είχε πάρει μαζί του, γιατί αλλιώς θα ξεπαγιάζαμε· στις εκβολές του Θανάτου δε φαινότανε ψυχή, είχε μισό φεγγάρι και, όσο να πεις, θα βλέπαμε κάποιον που θα περνούσε. Σε πέντε λεπτά πιάσαμε κιόλας τη σιγανοκουβέντα· για την ακρίβεια, ο Αγιούτος μού μιλούσε και μου 'λεγε για το όνειρο που 'βλεπε ξανά και ξανά τις νύχτες, πως μια φωτιά τού 'καιγε τα σωθικά κι αυτός έτρεχε μπροστά από ένα σβησμένο κερί κι ανάσαινε κι άναβε το κερί και τότε το κάψιμο μέσα του ησύχαζε. Αυτά μου έλεγε, όταν ξαφνικά ακούστηκε η υπόκωφη μελωδία από το μενταγιόν μέσα απ' την κοιλιά του· μείναμε σιωπηλοί να την ακούμε. Μαγεμένοι απ' τις υπέροχες νότες, παραδοθήκαμε σε ένα γλυκό βαθύ ύπνο — μήτε που θυμάμαι τι ονειρευτήκαμε. Η ουσία είναι πάντως πως, όταν χτύπησε μεσάνυχτα η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ (δεν μπορεί να μη χτύπησε), εμείς δεν πήραμε χαμπάρι. Κι όπως υπολόγισα αργότερα, θα 'ταν η ώρα δύο τη νύχτα όταν με ξύπνησε ένα σύρσιμο. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω: μια ανθρώπινη σκιά γλιστρούσε μες στο σκοτάδι, είχε πράγματι το σουλούπι της δασκάλας μας, έτσι όπως την έβλεπα, φορούσε μια μαύρη μακριά σκισμένη καμπαρντίνα. Στην αρχή νόμισα πως ήταν όνειρο, όμως στη στιγμή μού 'κοψε και ξύπνησα τον Αγιούτο σκουντώντας τον —πίστευα, βλέπεις, ο χαζός πως δε γινότανε δυο μαζί να βλέπουνε το ίδιο όνειρο—, τον ξύπνησα, που λες, κι όπως με κοίταξε τρομαγμένος, του 'δειξα τον ίσκιο που ήδη είχε αρχίσει να ανεβαίνει το Θάνατο. Ο Αγιούτος κοίταξε για μια στιγμή —δε χρειαζότανε παραπάνω, είχε σπουδαία όραση ακόμα και στο σκοτάδι— κι αμέσως γύρισε προς το μέρος μου: τα μάτια του πετούσαν αστραπές μες στο σκοτάδι· ένα λεπτό μετά και κοιτώντας με με μάτια που έλαμπαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά... Όταν ξανακοιτάξαμε προς την Κουπέλα, ο ίσκιος είχε χαθεί πια στο Θάνατο· τότε γύρισα προς το μέρος του και του ψιθύρισα «τρέξε και φώναξέ τους όλους εδώ...», «ναι...» μου απάντησε ο Αγιούτος, «μείνε εδώ και περίμενέ μας...». Κι όπως σηκωνότανε, μου ψιθύρισε χαμογελώντας παράξενα «να ξέρεις πως οι άγγελοι έχουν άφθα στα χείλια...» αυτό μου είπε κι έπειτα χάθηκε στο δρόμο που οδηγούσε πίσω στη γειτονιά με το κοκκινόχωμα.

 

Ήρθανε όλοι μαζί μισή ώρα αργότερα· ο Αγιούτος έτρεξε σαν τρελός, τους σφύριξε το σύνθημα κάτω απ' τα παράθυρά τους κι ευθύς βρέθηκαν απ' τα κρεβάτια τους στο δρόμο. Και βέβαια όση ώρα τους περίμενα κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου· φοβόμουν τόσο πολύ, που έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα, χωμένος ως το λαιμό κάτω από τη μάλλινη κουβέρτα, έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα μπράτσα μου και δεν έβλεπα τίποτε. Άκουγα συνέχεια θορύβους και στον καθένα από αυτούς κρατούσα την ανάσα μου κι έλεγα από μέσα μου πως είχε φτάσει η ώρα που το σιδερένιο σουβλί θα μου τρυπήσει την πλάτη και θα με καρφώσει στο χώμα κι ύστερα σκεφτόμουν την κυρία Πανδώρα και σιγοψιθύριζα μέσα απ' τα δόντια μου «ας έρθει...». Κάποτε ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Σήκωσα τότε το κεφάλι μου· ήταν ο Αγιούτος. «Εμείς είμαστε...» μου είπε, «ήρθαμε...». Ανασηκώθηκα και τους είδα στο φως του μισού φεγγαριού· είχανε έρθει όλοι, τα μάτια τους ήτανε κόκκινα από τον ύπνο και τα λαχανιασμένα χνότα τους άτμιζαν μες στην παγωνιά. Έξαφνα είδα ανάμεσα σε όλους τους άλλους και το Γιώργο· «μα εσύ...» πήγα να του πω απορημένος, «τόσες νύχτες περίμενα να ακούσω το σύνθημα...» μ' έκοψε εκείνος σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. Κι έπειτα, χωρίς άλλη χρονοτριβή, προχωρήσαμε ως την εκβολή του Θανάτου και, αφού πιαστήκαμε χέρι χέρι, αρχίσαμε σιωπηλοί να ανεβαίνουμε το στενό μονοπάτι. Πρώτος πήγαινε ο Όττος, όπως πάντα, εγώ ήμουνα τρίτος απ' το τέλος, ο Μεγάλος Πρόδρομος τελευταίος κι ο Γιώργος ανάμεσά μας — θέλαμε να τον έχουμε από κοντά μην και δεν κρατιόταν κάποια στιγμή απ' όσα έβλεπε... Κάποτε φτάσαμε στις αρχές της Φωλίτσας. Εκεί, χωρίς να βγάλουμε άχνα, πέσαμε μπρούμυτα, φτιάχνοντας μια κυκλική γραμμή πίσω από τις τελευταίες μυγδαλιές πριν απ' το ξέφωτο. Κι ήταν αρκετό το μισό φεγγάρι για να δούμε, κρατώντας την ανάσα μας, τα όσα φοβερά για τα παιδικά μας μάτια γινόντουσαν στη γούβα της Φωλίτσας· ήταν τόση η ένταση και η ταραχή μου, που ξέχασα ολωσδιόλου το κρύο εκείνης της παγερής μαρτιάτικης βραδιάς, έστω κι αν δε σκεπαζόμουν πια με την κουβέρτα του Αγιούτου...

 

Ήταν λοιπόν δυο άνθρωποι στη γούβα της Φωλίτσας, δυο γυναίκες· η μια γονατισμένη απέναντι απ' την άλλη σε απόσταση μισού μέτρου. Οι γυναίκες αυτές ήταν κι οι δυο τους ολόγυμνες· πέρασαν ένα δυο λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε πλήρως, για να βεβαιωθούμε πως απέναντί μας είχαμε δυο γυμνά κορμιά μέσα στην παγωμένη νύχτα... Σχεδόν αμέσως αναγνωρίσαμε τη μια από αυτές τις γυναίκες — ήταν η κυρία Δομένικα. Την άλλη γυναίκα δεν την είχαμε ξαναδεί, ωστόσο, τώρα που σου έχω μιλήσει για την Τζίλντα, είναι εύκολο να φανταστείς το τι νιώσαμε όταν την είδαμε (γιατί η Τζίλντα ήταν βέβαια η δεύτερη γυναίκα), έτσι όπως την είδαμε, στην αχνή λάμψη του μισού φεγγαριού. Τα μακριά μαλλιά της, κόκκινα στο φως της μέρας, τη νύχτα έμοιαζαν με μαύρο μέλι που μόλις χύθηκε απ' το πιθάρι πάνω σε φρεσκοψημένο σταρένιο ψωμί — έτσι πέφταν τα μαλλιά της πάνω στην πλάτη της. Στο πρόσωπό της —τις λίγες στιγμές που ξέφευγε απ' το σκοτάδι— αποκαλυπτόταν μια αλλόκοτη κατάφαση πρόκλησης και συνάμα παράκλησης, θαρρείς να απαιτούσε και την ίδια στιγμή να εκλιπαρεί. Μαύρα θαμπά δείχναν τα χείλια της μες στη νύχτα και δυο φορές πιο μαύρες οι κόχες των ματιών της, που μέσα τους σπίθιζε έξαλλη μια λάμψη. Ο λαιμός της —ίδιος με πέτρα λειασμένη σε νερά ρυακιού— ήταν μια αληθινή πρόκληση για το κοφτερό φεγγάρι· το στέρνο της γαλατένιο, τα βυζιά της βελούδινοι γιαρμάδες, οι ρώγες της μαύρες ίδιες με τιναγμένα βαλανίδια, τα μπούτια της, οι γάμπες της, τα κωλομέρια της, όλα μια σάρκα λαχταριστή που σε καλεί να τη ζουλήξεις· η κοιλιά της μια ιδέα φουσκωμένη και κάτω από κει —Χριστέ μου— εκείνο το μαύρο χνουδωτό, το μελωμένο που σε γλύκαινε, το αμύγδαλο που σου πίκραινε για πάντα τα σωθικά — αχ, εκείνο, που αργότερα έμαθα να το λέω μουνί και το άγγιξα και το πόθησα παράφορα, εκείνη η τρυφερή τσεκουριά, το σαρκοφάγο άνθος που μας γέννησε και στο τέλος θα μας κατασπαράξει... Έτσι φάνταζε στο φως του μισού φεγγαριού η Τζίλντα· όχι πως η δασκάλα μας δεν προκαλούσε το ίδιο δέος, όλα τα ερεθισμένα κορμιά είναι εξίσου έτοιμα για την καταστροφή, μα η Τζίλντα ήταν για μας τόσον καιρό το μυστηριώδες αίνιγμα, γι' αυτό ήταν επόμενο τα μάτια μας να κολλήσουν σε αυτήν. Και τότε, όπως κοιτούσα, ένιωσα μες στα σπλάχνα μου να φουντώνει μια μεγάλη φωτιά, όπως πάθαινε στα όνειρά του ο Αγιούτος, μια φωτιά που γύρευε να τιναχτεί πύρινη λάβα ως τα έγκατα της γης, δεν το μπορούσε όμως, κι όσο περνούσε η ώρα, μου καρβούνιαζε όλο και πιο πολύ τα σωθικά μου· μα στα σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που ένιωθα έτσι, καθώς μες στη σιωπή της βραδιάς άκουγα την ανάσα των φίλων μου που κοιτούσαν μπρουμυτιασμένοι όπως εγώ, να γίνεται βαριά, ασθματική, σαν πνιγμένο μουγκρητό κάποιου που βλέπει εφιάλτη. Ωστόσο οι δύο γυναίκες εκεί στη γούβα της Φωλίτσας, λίγα μέτρα πιο πέρα από μας, δε μας άκουσαν, καθώς ήταν κι οι δύο στο δικό τους κόσμο, κοιτιόντουσαν με μάτια που πέταγαν σπίθες και βγάζανε μικρές απόκοσμες κραυγούλες, ήχους ξεριζωμένους από τα έγκατα της ψυχής, εκεί που δεν υπάρχει τίποτα το ανθρώπινο — τέτοιες διακεκομμένες κραυγούλες ακούγαμε πότε απ' τη μια και πότε απ' την άλλη κι η σάρκα μας ριγούσε απ' το φόβο. Κι όταν τις πρόσεξα λίγο περισσότερο, είδα πως οι παλάμες τους, έτσι όπως ακουμπούσαν στο χώμα, σιγά σιγά σέρνονταν προς τα μπρος και πλησίαζαν αναμεταξύ τους, κι έτσι κύρτωνε η μέση τους, όπως τα σαρκοφάγα ζώα πριν απ' την επίθεση στο θύμα τους. Και λίγες στιγμές πριν συναντηθούν τα χέρια τους, ένιωσα πως ήμασταν μπροστά σε κάποια τελετουργία μαγείας που είχε γεννηθεί σίγουρα απ' την ανάσα του δαίμονα, απ' την τρέλα, από ένα πάθος τυφλής καταστροφής· μην το ξεχνάς, αγάπη μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα ανθρώπους να σμίγουνε έτσι και δε χωρούσε τότε στο μυαλό μου πως ακόμα και η πιο άγρια επίθεση είναι συχνά τρόπος αγάπης — ίσως ο πιο αληθινός. Χρειάστηκε, βλέπεις, να δω όσα είδα εκείνη τη βραδιά για να αρχίσω να σκέφτομαι πως μπορεί ο δαίμονας να είναι μέρος εκείνου του Θεού για τον οποίο μας είχε μιλήσει η κυρία Δομένικα πριν από ενάμιση χρόνο. Κι όταν τα ακροδάχτυλά τους συναντήθηκαν, τότε έγινε η έκρηξη που τόση ώρα ετοιμαζόταν· η δασκάλα μας χίμηξε στην Τζίλντα κι εκείνη τη δέχτηκε με έκφραση βουβής ευγνωμοσύνης... Την ίδια στιγμή άκουσα ένα θόρυβο από δεξιά μου· έστρεψα το κεφάλι μου και είδα πλάι μου το Γιώργο να έχει γυρίσει ανάσκελα κοιτώντας με μάτια υγρά το κίτρινο μισό φεγγάρι στο μαύρο ουρανό. Και τη βρήκα φυσική την αντίδραση αυτή του Γιώργου: επόμενο ήταν να μη θέλει να δει τα αγκαλιάσματα εκείνης που για το χατίρι της έβαλε, και θα έβαζε σε κάθε περίπτωση, το λαιμό του στο σίδερο. Μα κι απ' τα αριστερά μου άκουσα σούσουρο· πλάι απ' τον Αγιούτο ο Ζήσης την ίδια περίπου στιγμή ψιθύρισε «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» κι έβαλε τις δυο παλάμες του μπροστά απ' τα μάτια του για να μη βλέπει, κι έτσι να γλιτώσει από τον πονηρό. Κι όσο κι αν σου φανεί παράξενο, τούτη η κίνηση του Ζήση μάς επηρέασε όλους εκείνη την ώρα — δεν είναι εύκολο να περιφρονήσεις το φόβο του πονηρού, ιδίως την ώρα που νιώθεις πως αυτός φανερώνεται εμπρός σου· κι έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, βάλαμε τις δύο παλάμες μας μπροστά στα μάτια μας για να μη βλέπουμε —όλοι εκτός απ' το Γιώργο που έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπε—, όλοι κλείσαμε τα μάτια μας, ακόμα κι ο Τζίμης —που στην κουβέντα του Ζήση δε συμπλήρωσε το «αμήν» που συνήθιζε—, ακόμη κι ο Σώτερ, κι ο Μεγάλος Πρόδρομος, ακόμα κι εγώ, μ' όλο που στ' αλήθεια δεν το 'ξερα εκείνη την ώρα αν πράγματι το 'θελα να γλιτώσω από τον πονηρό ή μήπως όχι...