θανάσης τριαρίδης * Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα 

 

μέρος β [ο άνεμος] *  κεφάλαιο 30ο

 

 

 

 

 

 30.

 

Portavit illud Ventus

in ventre suo

 

 

 

Με τα λόγια αυτά η κυρία Δομένικα έπαψε τη μακρά διήγησή της για το μαύρο λόφο της Κουπέλας, ενώ είχε ήδη περάσει το μεσημέρι εκείνης της παγερής πρωτομηνιάς του Φλεβάρη. Και είναι αλήθεια πως σταμάτησε κάπως απότομα —την ώρα που μιλούσε για τα προστάγματα του ανέμου—, ίσως γιατί ένιωσε πως πήγαινε να προχωρήσει πιο πολύ απ' ό,τι έπρεπε, φανερώνοντάς μας μυστικά που δε θα μας πονήρευαν απλά, αλλά θα έπνιγαν τη διάνοιά μας στους βάλτους της τρέλας και θα έκαναν την ψυχή μας έρμαιο μιας αρρωστημένης εμμονής, μιας εμμονής που θα μας οδηγούσε στον όλεθρο, χωρίς δική μας απόφαση... Το ίδιο απότομα τέλειωνε και η γραπτή εκδοχή της ιστορίας εκείνης στο τέταρτο από τα κόκκινα τετράδιά της —πάλι όταν έγραφε για τα προστάγματα του ανέμου—, που σήμαινε πως ήταν συνειδητή επιλογή της δασκάλας μας να κρατήσει κάποια πράγματα στο σκοτάδι, καθώς πίστευε πως όποιος ήθελε να διαλέξει ετούτο το δρόμο έπρεπε να οδηγηθεί μόνος του ως εκεί, κι όχι να τον μπλέξουν τα δικά της λόγια χωρίς τη θέλησή του... Κι εμείς, όση ώρα την ακούγαμε, νιώθαμε το φόβο να απλώνεται μέσα μας, μουδιάζοντας ηδονικά σάρκα και νου, κι όταν σταμάτησε, δεχτήκαμε τη σιωπή της με ένα ανάμεικτο συναίσθημα, κάτι σαν ανακούφιση και θλίψη μαζί· και βέβαια το καταλάβαμε πως δάγκωσε τη γλώσσα της μια στιγμή πριν ξεστομίσει κάτι που ίσως να ήταν η ουσία του μυστικού της, μα δεν είχαμε πια μέσα μας σιγουριά για τίποτα ώστε να επιμείνουμε με μια ακόμη ερώτηση. Γείραμε προς τα πίσω —από το κρύο δε νιώθαμε πια τα αυτιά και τις μύτες μας— και, κλείνοντας τα μάτια, παραδοθήκαμε σε μια ομαδική παραίσθηση γεμάτη με εικόνες νυχτερινής αγρύπνιας γύρω από φλόγες — άνθρωποι με μαύρη μάσκα στο πρόσωπο και φριχτοί ετοιμοθάνατοι που αγκαλιάζαν μανιασμένα τους διπλανούς τους... Μόνο ο Γιώργος δεν το 'βαλε κάτω — κι είχε βέβαια τους λόγους του. Θα 'χαν δε θα 'χαν περάσει δέκα λεπτά, όταν ακούσαμε τη φωνή του, ψιλή κι εριστική, να ρωτά τη δασκάλα μας: «Κι εσύ γιατί βρέθηκες σ' αυτόν το λόφο; Ξέρεις πολλά για να τα 'μαθες τυχαία...». Η δασκάλα μας απάντησε με δυσκολία, δε μιλούσε πια με την αργή γλυκύτατη φωνή της, αλλά μ' ένα ανεξέλεγκτο τραύλισμα· ανασηκωθήκαμε όλοι μας κοιτώντας την με απορία — ήτανε φανερό πως κάτι συνέβαινε στην κυρία Δομένικα εκείνη την ώρα, σαν να πάλευαν οι κουβέντες της με τον άλλο της εαυτό: «σου 'χω μιλλλήσει για τις θάλασσες... του αίματος τις θάλλλασσες... εγώ δεν έπρεπε... δεν έπρρρεπε να φιλήσω... μα εγώ φίλλησα...». Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες, πιάνοντας το στήθος της σαν να πονούσε, και συνέχισε το παραλήρημά της: «...ένας κομμμένος λαιμός και νννα σου οι θάλασσες από αίμα... Μμμου 'δωσε τη ζωή... μμμου 'δωσε και το θάνατο... Κι ο βαρρρκάρης με το ξουριαφιασμμμένο πρόσωπο δδδεν αντέχει...». Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει. «Με βββήμα λλλύκου και μμμάτια πελλλαργού, σου λέω... Πίσω απ' τους κορρρμούς των δέντρων με περιμένουν οι δδδαίμονες... Ό,τι μου δδδόθηκε μου δόθηκε... Χίλιες μμμέρες είναι χίλλλιες μέρες...» αυτά είπε κι έπειτα ούρλιαξε μ' όλη τη δύναμη των πνευμόνων της, πέφτοντας μπρούμυτα και κρύβοντας το πρόσωπό της μες στις παλάμες της — κι ύστερα το ουρλιαχτό της έγινε βήχας ασταμάτητος. Όταν ησύχασε, το τραύλισμα είχε φύγει απ' την ομιλία της· όμως τώρα μιλούσε με φωνή δωδεκάχρονου κοριτσιού, κοφτά και χαμηλόφωνα, το μάτι της γυάλιζε σαν του λαβωμένου αγριμιού, κι ο φόβος μάς είχε κυκλώσει και πάλι για τα καλά: «Κι αν θέλετε να μάθετε γιατί βρέθηκα σ' αυτόν το λόφο...» είπε, «κοιτάξτε, λοιπόν...». Κι ευθύς, με γοργές κινήσεις, έβγαλε όλα τα ρούχα της· το παλτό, την μπλούζα, το πουκάμισο, τη μακριά φούστα, τις μάλλινες κάλτσες, τα εσώρουχα, απόμεινε ολόγυμνη κι ούτε που νοιαζόταν για το φοβερό κρύο· αμέσως η ματιά μας πήγε στα στήθη της κι όχι στο μαύρο τρίχωμα χαμηλά στην κοιλιά, δεν είχαν καμιά σχέση με τα τεράστια βυζιά της Ελίζαμπεθ που 'χαμε δει στη φωτογραφία του Τζακ — τα στήθη της κυρίας Δομένικας ήταν δυο μικρά εξογκώματα πάνω στον αδύνατο θώρακα, σαν δυο καρύδια· και, το πιο παράξενο, δεν κατέληγαν σε ρώγες, δεν είχε καθόλου θηλές στο στήθος της... «Το βλέπετε... είμαι μια μυγδαλιά δίχως μύγδαλα...» είπε πάντοτε με κοριτσίστικη φωνή· κι αμέσως μετά ψιθύρισε με ένα τρελό χαμόγελο: «έχω μόνο τον άνεμο...». Τρόμαξα τόσο, που ένιωσα μια λόγχη να με κόβει εκεί κάτω χαμηλά, κάτω απ' το στομάχι· την ίδια στιγμή ο Σώτερ τη ρώτησε με έξαψη —πώς βρήκε το θάρρος ο αθεόφοβος— «...και πού τον συναντάς αυτόν τον άνεμο;». Εκείνη ξέσπασε τότε σε γάργαρα γέλια που δε σταματούσαν, έπεσε κάτω και κυλιόταν γυμνή στο παγωμένο χώμα και ξεκαρδιζόταν, έμοιαζε διονυσιασμένη, ασυγκράτητη, έτοιμη να περάσει κάθε όριο· κι όπως κυλιόταν, βρήκε πλάι στον κορμό μιας μυγδαλιάς ένα καλάμι, έπειτα μπουσούλησε ως τη Φωλίτσα και χάραξε πάνω στο χώμα μια φράση που προφανώς απαντούσε στην ερώτηση του Σώτερ:

 

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

 

Και τότε, μόλις η δασκάλα μας έγραψε αυτές τις λέξεις, αμέσως πετάχτηκε ο Γιώργος φωνάζοντας, έξαλλος από έρωτα, ζώντας στο δικό του κόσμο: «κυρία, δώσε μου τούτο το καλάμι... Είμαστε πια μαζί... Θα γίνεις γυναίκα μου... Θα γράφουμε πια μαζί στο χώμα... κρατώντας το και οι δυο...». Εκείνη τον κοίταξε στιγμιαία μ' ένα φριχτά άδειο βλέμμα και έπειτα με μια αστραπιαία κίνηση έσπασε το καλάμι στο γόνατό της — έμοιαζε αφιονισμένη. Ο Γιώργος έμεινε ακίνητος, θαρρείς κεραυνοβολημένος, με τα μάτια στυλωμένα επάνω της. Έξαφνα εκείνη μας γύρισε την πλάτη της, κι έτσι, ολόγυμνη όπως ήταν, άνοιξε τα χέρια της κι άρχισε να τραγουδάει με σπασμένη και συνάμα παρανοϊκά παιδική φωνή το τραγούδι της πρώτης μέρας του Φεβρουαρίου: «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρτερούσα, για να φιλήσω έξαλλα τα χείλη που ποθούσα...». Την ίδια ώρα άρχισε να φυσά ο άνεμος, και η κυρία Δομένικα, στην αρχή με μικρά βήματα κι έπειτα με κανονικά, άρχισε να χορεύει έναν παράξενο πρωτόγονο χορό, ενώ συνέχιζε να τραγουδά... Κι όσο χόρευε, τόσο δυνάμωνε ο άνεμος. Όταν το τραγούδι τέλειωσε, ο χορός της δε σταμάτησε, ίσα ίσα, γινόταν όλο και πιο τρομακτικός· το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα απ' τα κλαδιά μάς τρυπούσε τα αυτιά. Η δασκάλα μας δεν ήταν πια ο εαυτός της. Ο ήλιος έγερνε. «Πρέπει να την αφήσουμε μόνη...» ψιθύρισε ο Σώτερ, κι όλοι, παρά την ταραχή μας, το καταλαβαίναμε καλά πως ο φίλος μας είχε δίκιο... «Πάμε» είπε κοφτά ο Όττος και προχώρησε προς το θεόστενο μονοπάτι που ήταν μαύρο σαν το θάνατο· τον ακολουθήσαμε αμίλητοι, ενώ η κυρία Δομένικα συνέχιζε τον τρελό χορό της...