Θανάσης Τριαρίδης

 

 

Η ελευθερία του ενάντιου λόγου

είναι υπαρκτική μου ανάγκη

 

μια διευκρίνιση

 

 

 

            Στις 28.12.2009 δημοσίευσα στην ιστοσελίδα μου το κείμενο «Η θεσμική ανεξιθρησκία ως προϋπόθεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD063.htm), με αφορμή την αίτηση που έκανα προς τον Συνήγορο του Πολίτη για την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τις σχολικές αίθουσες και την κατάργηση της υποχρεωτικής προσευχής και του εκκλησιασμού στα σχολεία. Το κείμενό μου αυτό αναπαράχθηκε ευρέως από τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ και σχολιάστηκε ακόμη ευρύτερα στο Διαδίκτυο. Ανάμεσα στα πολλά αρνητικά/υβριστικά/απειλητικά σχόλια διάβασα με ενδιαφέρον το ενυπόγραφο κείμενο του Μητροπολίτη Καλαβρύτων & Αιγιαλείας Αμβροσίου που δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του ιστολόγιο στις 13.01.2010 (http://mkka.blogspot.com/2010/01/blog-post_13.html) και στο οποίο, μέσα σε ένα ντελίριο επιθέσεων εναντίων μου, ο εν λόγω κληρικός ζητάει «να αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα από τους προδότες της Πατρίδας» που είναι «ά-εθνοι, ά-θεοι, α-πάτριδες» και «να καούν στο Πυρ το Εξώτερον». Σε όλο το κείμενο αναφέρεται ονομαστικά σε μένα (είμαι το μόνο φυσικό πρόσωπο που κατονομάζεται), αναπαράγεται στο σύνολο το κείμενό μου, γίνεται αναδρομή «στον βίο και την πολιτεία μου», σε παλιότερα κείμενα και βιβλία μου – ενώ ο τίτλος του κειμένου («Ά-θεος, ά-εθνος, ά-πατρις») παραπέμπει (κατά δήλωση του συντάκτη του) στον γνωστό αυτοπροσδιορισμό μου («Αυτοπροσδιορίζομαι ως ένας ελληνόγλωσσος Σαλονικιός, άεθνος, άπιστος και άπατρις», ήταν τα ακριβή λόγια μου) κατά την παρουσίαση του μακεδονικού Αμπεσενταριού τον Νοέμβριο του 2006 (τη γνωστή εκδήλωση που εκτός από μένα στοχοποίησε έκτοτε πλήθος άλλους συμμετέχοντες – ανάμεσά τους και τον Μιχάλη Τρεμόπουλο).

 

          Αρχειοθέτησα το κείμενο του Μητροπολίτη Αμβρόσιου με την αυτονόητη σχετική ικανοποίηση – όταν γίνεσαι στόχος μιας τόσο μισαλλόδοξης λεκτικής επίθεσης από έναν κατεξοχήν εκπρόσωπο του φοβικού λόγου και της κοινωνίας εν τρόμω, σημαίνει πως δεν είναι ολωσδιόλου μάταια τα γραπτά σου. Και φυσικά για μένα το οποιοδήποτε θέμα της σχέσης μου με τον εν λόγω άνθρωπο έμεινε εκεί – στην σκέψη μου κάθε ύβρις (ή και κατάρα) είναι μια μορφή κριτικής και όποιος εκφέρει δημόσιο λόγο οφείλει να την περιμένει. Έτσι, το μεσημέρι της 10-04-2010, στην ανακοίνωση της Ένωσης Ουμανιστών Ελλάδας, μαζί με την αυτονόητη καταγγελία της μαφιόζικης και φασιστικής επίθεσης στον δικηγόρο και μέλος της Ένωσης Χρήστο Ζουμπουλίδη, διάβασα (με δυσάρεστη έκπληξη) τα ακόλουθα:

 

«[…]Ένδεκα άθεοι/ες μέλη της ΕΝΩ.ΟΥ.ΜΕ., στις 8 Απριλίου 2010, είχαν καταθέσει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών έγκληση κατά του Μητροπολίτη Καλαβρύτων & Αιγιαλείας Αμβροσίου και του Ελληνικού Δημοσίου ως αστικώς υπευθύνου. Θεωρούν ότι με το κείμενο «Ά-εθνος, Ά-θεος, Ά-πατρις!» (http://mkka.blogspot.com/2010/01/blog-post_13.html) γενικά και ειδικότερα με τα αποσπάσματα «όταν εντός των τειχών υπάρχουν Έλληνες που καυχώνται ότι είναι ά-εθνοι, ά-θεοι και α-πάτριδες, και η Ελληνική Δημοκρατία ΔΕΝ ΣΠΕΥΔΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ και ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ, αποστέλλοντάς τους στο πυρ το εξώτερον ως προδότες της Πατρίδος μας, τότε το τέλος της Ελλάδος είναι εγγύς!» ο εγκαλούμενος «εκ προθέσεως προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία και εκφράζει ιδέες προσβλητικές κατά προσώπων ή ομάδες προσώπων εκ μόνου του λόγου του θρησκεύματός τους» [άθεοι/ες] (παράβαση άρθρων 1.1 και 2 Ν. 927/79) και προβαίνει σε εξύβριση με ομαδικό χαρακτηρισμό των άθεων (άρθρο 361.1 ΠΚ) άρα και των εγκαλούντων και εγκαλουσών» (http://www.facebook.com/pages/Enose-Oumanistn-trin-Elladas-ENOOUME/272724652717#!/notes/enose-oumanistn-trin-elladas-enooume/enooume6-katadike-epitheses-kata-zoumpoulide-kai-enklese-kata-ambrosiou/384321872610).

 

            Όπως είναι προφανές, πρόκειται για το ίδιο κείμενο που έχει ως σχεδόν αποκλειστικό στόχο εμένα (και δευτερευόντως το Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι). Και, καθώς τα 11 μέλη της Ένωσης Ουμανιστών Ελλάδας δεν κατονομάζονται, ίσως ευνόητα μπορεί κανείς να σκεφτεί πως είμαι και εγώ ανάμεσα τους. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν στρέχει κάτι τέτοιο: όχι μόνο είμαι αντίθετος σε οποιαδήποτε έγκληση για οποιοδήποτε κείμενο (ό,τι κι αν λέει αυτό, όσο αποκρουστικό και απάνθρωπο κι αν είναι το περιεχόμενό του) αλλά ειδικά αυτό το κείμενο που υβρίζει και καταριέται εμένα (και οποιοδήποτε άλλο ανάλογο), για λόγους αρχής και για λόγους δημοκρατικής εγρήγορσης θα το υπερασπιστώ με κάθε τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή σπουδή. Ως εκ τούτου, όχι μόνο δηλώνω τη σαφή αντίθεση μου με την έγκληση των 11 μελών του ΕΝΩ.ΟΥΜ.Ε., αλλά και το ότι σε οποιοδήποτε δικαστήριο θα είμαι μάρτυρας υπεράσπισης του Μητροπολίτη Αμβρόσιου και του αναφαίρετου δικαιώματός του να με βρίζει και να με καταριέται, να ζητάει για μένα αφαίρεση της υπηκοότητάς μου, και την αποστολή μου «στο Πυρ το Εξώτερον», με όσην ένταση θέλει, με όποια φρασεολογία θέλει, όπως θέλει, όσο θέλει και όποτε θέλει. Γιατί αυτή είναι, κατά την γνώμη μου, η ουσία της δημοκρατίας – το να υπερασπίζεσαι αυτόν που αποστρέφεσαι με τον ίδιο τρόπο που υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου.

 

          Μερικές διευκρινίσεις – απαραίτητες ενδεχομένως: τις εν λόγω θέσεις μου τις διατύπωσα ρητά σε κείμενα και βιβλία μου από το 2005 – και φυσικά δέχτηκα με χαρά την (συχνά γόνιμη) κριτική γι’ αυτές. Και ξεκαθαρίζω πως οι θέσεις μου αυτές δεν ακυρώνουν τη μεγάλη εκτίμησή μου για την Ένωση Ουμανιστών (της οποίας υπήρξα ιδρυτικό μέλος) και τη συμπόρευσή μου σε ορισμένες δράσεις της (π.χ., την υπόθεσή των θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιους χώρους). Επίσης, οι θέσεις μου αυτές δεν ακυρώνουν (φυσικά) την αγάπη μου προς τον Παναγιώτη Δημητρά και τη δημόσια εκπεφρασμένη εκτίμησή μου (καταγεγραμμένη σε δημόσια κείμενα και βιβλία μου) για την τεράστια και καθοριστική συμβολή του (του ίδιου και του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι) στην υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια (άλλωστε, εγώ ήμουν ο συντονιστής της σειράς που εξέδωσε το βιβλίο του Αναζητώντας τα Χαμένα Δικαιώματα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις τυπωθήτω). Ωστόσο, η αγάπη, η εκτίμηση και η εξακολουθητική συνεργασία ετών (η οποία συνεχίζεται), δεν μας εμποδίζει να διαφωνούμε – ίσα-ίσα κάνει και πιο ουσιαστικές τις ανθρώπινες σχέσεις. Εξάλλου, είναι καταγεγραμμένη η θέση μου για την ελεύθερη κυκλοφορία κάθε είδους λόγου μίσους (και εδώ ας επισημάνω πως πολύ προτού ξεκινήσει η υπόθεση της μήνυσης για το αποκρουστικό αντισημιτικό βιβλίο του Κ. Πλεύρη, είχα εκφραστεί δημόσια ενάντια σε κάθε απαγόρευση βιβλίου/κειμένου, ακόμη κι αν αυτό είναι ένα τυφλό παραληρηματικό κήρυγμα μίσους…).

 

          Επαναλαμβάνω πολύ σύντομα την (πολύ απλή θαρρώ) λογική μου: ο κάθε λόγος (άρα και ο λόγος του μίσους) είναι μια ανθρώπινη έκφραση – και η εκφορά του είναι θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα. Επιπλέον, το τι ορίζει κανείς ως κήρυγμα μίσους είναι υπόθεση μιας συγκεκριμένης ηθικοπολιτικής οπτικής… Εγώ, ας πούμε, ως κήρυγμα μίσους λογαριάζω οποιαδήποτε κείμενο ή ιδέα στρέφεται εναντίων του τρεμάμενου ανθρώπινου σώματος με την πιο γενική και καθολική του μορφή. Μα είναι βέβαιο πως και τον δικό μου λόγο κάποιοι άλλοι άνθρωποι θα τον λογαριάσουν ως «κήρυγμα μίσους» – επειδή ορίζονται από μια άλλη ηθικοπολιτική τάξη. Ως εκ τούτου, κοινωνική ανάγκη είναι η προστασία των ανθρώπων από τις πράξεις του μίσους και όχι από την έκφραση του μίσους – διότι, αν αποδεχτούμε ως θεμιτή την απαγόρευση του κηρύγματος μίσους για να προλάβουμε την πράξη, θα έχουμε διολισθήσει σαφώς προς τον ολοκληρωτισμό (και αυτό δείχνει πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η δημοκρατία).

 

          Πριν από δέκα χρόνια, ήμουν εκείνος που έγραψε την πρώτη μηνυτήρια αναφορά με βάση τον Νόμο 927/1979 που έγινε ποτέ στην Ελλάδα (ήταν η μηνυτήρια αναφορά του Ιουνίου του 2000 που υποβάλαμε μια ομάδα ανθρώπων ενάντια στον αποκλεισμό της διέλευσης Τσιγγάνων μέσα από τη Νέα Κίο Αργολίδας με απόφαση του τότε Δημοτικού Συμβουλίου). Ωστόσο, από τότε είχα επισημάνει το προβληματικό σκέλος αυτού του Νόμου σε ό,τι αφορά την δίωξη του ρατσιστικού ή μισαλλόδοξου λόγου (επιμένοντας στην αποκλειστική δίωξη της ρατσιστικής/μισαλλόδοξης πράξης): δεν γίνεται να ποινικοποιηθεί ο μισαλλόδοξος και ρατσιστικός λόγος (όσο αποκρουστικός κι αν μας φαίνεται) διότι αυτό θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη βασική και θεμελιακή αρχή της ελευθερίας της έκφρασης. Και εξηγούμαι: Μισαλλόδοξος και ρατσιστικός δεν είναι μόνον ο λόγος των νεοναζί ή των κατ’ επάγγελμα ρατσιστών. Ένα πολύ μέρος του ρατσιστικού λόγου σήμερα στην Ελλάδα εκφράζεται και μέσα από κοινοβουλευτικά κόμματα – θα τα απαγορεύσουμε; Και, αν ανοίξουμε έναν τέτοιο ασκό του Αιόλου, τι θα γίνει με τον προφανώς ρατσιστικό και μισαλλόδοξο λόγο των «Ιερών Βιβλίων» των μονοθεϊσμών – και χιλιάδων άλλων θρησκευτικών/παραθρησκευτικών εγχειριδίων… Θα τα απαγορεύσουμε κι αυτά; Τι θα γίνει με τις προφανέστατα αντισημιτικές Διδαχές του Κοσμά του Αιτωλού και με το προφανώς ρατσιστικό Πηδάλιο του Νικόδημου του Αγιορείτη, τον ακραίο μισογυνισμό του Ιωάννη του «Χρυσοστόμου» και εκατοντάδες άλλων θεολογικών κειμένων τα οποία δομούνται πάνω σε αποκρουστικά μισαλλόδοξα στερεότυπα; Τι θα γίνει με εκατοντάδες πολιτικά κείμενα (ανάμεσά τους και πολλά «επαναστατικά») τα οποία ιερουργούν ένα προφανές μίσος (ταξικό ή και υπερταξικό) για όποιον προσδιορίζουν ως «εχθρό»; Τι θα γίνει με εκατοντάδες λογοτεχνικά έργα (ανάμεσά τους και κάμποσα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα) τα οποία έχουν προφανώς μισαλλόδοξο χαρακτήρα; Θα μπορούσαμε να διανοηθούμε μια απαγόρευση του Εμπόρου της Βενετίας ερειδόμενοι στον ακραία αντισημιτικό χαρακτήρα του έργου; Δικαιούμαστε να απαγορεύσουμε οποιοδήποτε έργο λογαριάζουμε (με την όποια δική μας ηθική τάξη και οπτική) ρατσιστικό ή μισαλλόδοξο;

 

          Η δική μου απάντηση είναι νομίζω ξεκάθαρη και έχει δοθεί εδώ και πέντε χρόνια στο κείμενο μου «Το δικαίωμα του να είσαι φασίστας» (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD031.htm – συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο μου Σημειώσεις για το Τρεμάμενο Σώμα, τυπωθήτω, 2006, σσ. 134-39):

 

«[…] Το habeo corpus προσδιορίζεται σε σχέση με το habere corpus του απέναντί μας. Ό,τι κι αν πιστεύουμε, όπως κι αν το πιστεύουμε, οφείλουμε να προτάξουμε ετούτο το δικαίωμα του απέναντι σώματος – ακόμη κι όταν αυτό (το σώμα) πάει πιο πέρα από την ηθική μας. Κάπως έτσι νομίζω πως προσδιορίζεται η ανεκτικότητα – η θεμελιακή προϋπόθεση της ανοιχτής κοινωνίας […]. Σκέφτομαι [λοιπόν] το κατά πόσο σε μια ανοιχτή κοινωνία είναι δημοκρατικό δικαίωμα του καθένα μας το να είναι φασίστας. Συχνά-πυκνά πρέπει να αντιστρέφουμε το ερώτημα: μπορούμε να απαγορεύσουμε σε κάποιον να είναι φασίστας, να μισεί όσους είναι διαφορετικοί από αυτόν, να λογαριάζει πως πρέπει να διορθωθεί ό,τι του φαίνεται ατέλεια στη φύση; Απάντηση: ούτε μπορούμε, ούτε πρέπει να απαγορεύουμε μήτε τις σκέψεις, μήτε τα λόγια: για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούμε να απαγορεύουμε οποιαδήποτε άποψη, οποιαδήποτε ρητορική, οποιοδήποτε συναίσθημα. Το μίσος (σωστότερα: αυτό που εκλαμβάνουμε εμείς για μίσος) είναι ένας τρόπος έκφρασης (αποκρουστικός για μένα, μα τρόπος έκφρασης), δηλαδή είναι ένα πνευματικό δικαίωμα (δικό μας και των άλλων). Κι ούτε βέβαια είναι κάτι ξένο στη ζωή μας: ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός δομήθηκε πάνω σε ρυθμιστικές θρησκείες, δηλαδή πάνω σε θεοκρατικής αφετηρίας εκφράσεις μίσους του “εχθρού”, που είναι “ξένος” και “άπιστος”, δηλαδή ένας άλλος. Το όριο της ανεκτικότητας απέναντι στην έκφραση του μίσους είναι εκείνο το θολό, αμφιλεγόμενο σημείο όπου η φασιστική ρητορική μετασχηματίζεται σε φασιστική πράξη, όταν τα λόγια γίνονται γροθιές, σιδερολοστοί και βόμβες· δηλαδή όταν το Μein Kampf γίνεται Νόμοι της Νυρεμβέργης και Kristallnacht.

 

Κοντεύουν δυόμιση αιώνες από τότε που ο Βολτέρος ξεχώρισε επιγραμματικά τη διαφωνία από το δικαίωμα έκφρασης. Η στόχευση μιας ανοιχτής κοινωνίας, που υπαινίχτηκαν (πολύ νωρίτερα από τον Μπερξόν και τον Πόπερ) ο Βολτέρος και οι συγκαιρινοί του, δεν είναι το να μη γράφονται τα Mein Kampf (δεν έχουμε δικαίωμα να απαγορεύσουμε μήτε καν τα παραληρήματα μίσους, είτε αυτά ονομάζονται Αποκάλυψη, είτε Malleus Maleficarum, είτε Ο Αγών μου, είτε όπως αλλιώς – εξάλλου, ως γνωστόν, οργανωμένα παραληρήματα γράφονταν πάντοτε και πάντοτε πουλούσαν καλά). Η στόχευση της ανοιχτής κοινωνίας είναι να μη μετασχηματίζονται οι όποιες Αποκαλύψεις σε Ιερές Εξετάσεις και διωγμούς “απίστων” και τα όποια Mein Kampf σε Νόμους της Νυρεμβέργης, Kristallnacht, Άουσβιτς και Νταχάου (και μάλιστα με τη συναίνεση της κυρίαρχης πλειοψηφίας). Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον δρόμο προς τούτον το σκοπό παρά μια ενεργητική κοινωνική δράση όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή οι επιλογές που απορρέουν από το habeo corpus, προτάσσονται από τις ιδεολογίες, τις ηθικές επιταγές, τις μεγάλες αφηρημένες λέξεις-φενάκες. Με άλλα λόγια: από μια κοινωνία όπου κάποιος προαιώνιος Αφέντης ή κάποιος νεόκοπος Μεγάλος Αδελφός θα επιβάλει την “καθολική αγάπη”, προτιμώ μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα επιλέγουν το αν και το πώς θα αγαπούν ή θα μισούν. Μπορεί κάποιοι να μου προσάπτουν σχετικισμό (τον οποίο φαίνεται να λογαριάζουν για αμαρτία), ωστόσο πιστεύω ότι, στην επιλογή τού να είναι κανείς φασίστας, η αντιπρόταση είναι στα χέρια μας: οφείλουμε (πρωτίστως στους εαυτούς μας) να αναγνωρίσουμε στους φασίστες το δικαίωμα να είναι ό,τι θέλουν – ακριβώς γιατί αυτή η αναγνώριση είναι ο πυρήνας της στάσης που θα εμποδίσει το μετασχηματισμό της φασιστικής ρητορικής σε φασιστική πράξη. Κι ακόμη: αυτή η αναγνώριση είναι η καλύτερη απάντηση στο φασισμό τους – αλλά και μια κρίσιμη άσκηση ανεκτικότητας στο φασισμό που κρύβουμε μέσα μας.»

 

          Μετά από όλα αυτά ελπίζω να καταλαβαίνει κανείς όχι μόνο το γιατί διαφωνώ πλήρως με την έγκληση των 11 μελών της Ένωσης Ουμανιστών Ελλάδας κατά του Μητροπολίτη Αμβρόσιου, αλλά και τον λόγο που σε ένα ενδεχόμενο δικαστήριο εναντίον του θα είμαι αναμφίβολα μάρτυρας υπεράσπισής του. Με άλλα λόγια: το δικαίωμα του εν λόγω Μητροπολίτη (και κάθε άλλου ανθρώπου) να με βρίζει, να με καταριέται, να με μισεί και να αναπαράγει το τυφλό μίσος του είναι για μένα ένα ιερό ανθρώπινο δικαίωμα, κατά πολύ υπέρτερο της όποιας διαφωνίας έχω μαζί του ή και της όποιας αποστροφής μού προκαλεί.

 

Στον κόσμο που προσπαθώ (ίσως και μάταια) να ονειρευτώ (όποτε και όσο ονειρεύομαι), η ύπαρξη όλων όσων με μισούν είναι εξίσου απαραίτητη με όλους όσους αγαπώ. Και στο διάλογο στον οποίο προσβλέπω η ύπαρξη του ενάντιου λόγου δεν είναι απλώς σεβαστή – είναι υπαρκτική μου ανάγκη.

 

          Ελπίζω πως είμαι σαφής.

 

 

            Θ. Τ. – 10.04.2010