|
Θανάσης
Τριαρίδης Για τις Αντιρρήσεις
* ένας
απολογισμός Στην
πενταετία 2000-2005
μου δόθηκε η
δυνατότητα να
γράφω σε
έντυπα και
εφημερίδες
που είχαν
μαζική κυκλοφορία
– όχι βέβαια
επειδή
αναγνωρίστηκε
η μεγαλοφυΐα
μου (ή έστω
κάποια
πρωτοτυπία
στη σκέψη μου),
αλλά επειδή το
αναζήτησα και
το προσέφερα
απολύτως
δωρεάν (τζάμπα
που λέμε).
Έχοντας τη
βεβαιότητα
πως πολύ
γρήγορα θα
εκδιωχτώ και
θα αποκλειστώ
από όλα τούτα
τα μέσα
(βεβαιότητα
που ίσως
μπορεί να πει
κανείς πως
λειτούργησε
ως αυτοεκπληρούμενη
προφητεία),
αποφάσισα να
μη γράψω για
ρόδινα ακρογιάλια
και μαγευτικά
δειλινά (τα
οποία λατρεύω),
αλλά να
τοποθετηθώ
καθαρά, με το
όνομα και το
επίθετό μου,
απέναντι στις
τρεις φενάκες
που, κατά τη γνώμη
μου, διαχρονικά
σκλάβωσαν και
σκλαβώνουν, χούγιασαν
και
χουγιάζουν,
αιματοκύλισαν
και
αιματοκυλίζουν
τον κόσμο: στις
θρησκείες (σε όλες
τις θρησκείες),
στα έθνη (σε όλα τα
έθνη) και στον κοσμοδιορθωτισμό
(σε κάθε κοσμοδιορθωτισμό,
ηθικό,
πολιτικό ή
όποιον άλλον…). Έτσι,
λοιπόν,
ξεκίνησα
τούτα τα
δημόσια
γραπτά μου
χαρακτηρίζοντας
τα έθνη ως
διανοητικά
στρατόπεδα (Lager)
που εξαρχής
φτιάχτηκαν
για να στοιβιάξουν
τους
ανθρώπους, για
να τους
μεταβάλουν σε
γρανάζια μιας
μηχανής φόνου,
τρόμου και
ρατσισμού, για
να τους
υποτάξουν απανθρωποποιώντας
τους,
για να τους
καταστρέψουν.
Αφιέρωσα
γραπτά
αρκετών
χρόνων (και
εξέθεσα τον εαυτό
μου σε λογής
διώξεις)
γυρεύοντας να σταθώ
απέναντι στη
φενάκη του
έθνους, να
μιλήσω για τα εγκλήματα
των εθνικών
κρατών που
συγκροτούν τη
μεγάλη εθνική
αφήγηση του
τρόμου… Φυσικά
όλα αυτά θα
ήταν μια ωραία
θεωρία (για την
ακρίβεια,
ωραία επανάληψη
θεωριών) αν δεν
συνοδεύονταν
από την καθαρή
εναντίωση στα
εγκλήματα που
αποκρύβει από
τη μνήμη του (ή,
ακόμη
χειρότερα,
αντιλαμβάνεται
ως Νίκη)
το πολιτισμικό
σύνολο στο
οποίο
μεγάλωσα και
ζω – αυτό που
ονομάζουμε Ελλάδα.
Έτσι έγραψα τα
(γνωστά πια)
κείμενα για τη
σφαγή των 32.000
Τούρκων και
Εβραίων της Τριπολιτσάς,
για τον «Ύμνο
εις την
Ελευθερία» του Σολωμού ως
μια δοξολογία
του
τελετουργικού
φόνου αμάχων,
τα κείμενα για
την ανάγκη
αναγνώρισης
της
μακεδονικής
γλώσσας και τη
διδασκαλία
της στα σχολεία
των περιοχών
όπου μιλιέται,
τα κείμενα για
την ανάγκη να
μιλήσουμε για
όλα
ανεξαιρέτως
τα θύματα των
λογής
εθνικισμών, να
διεκδικήσουμε
τη μνήμη τους
μέσα στη μνήμη
μας, να
βιώσουμε την
απώλειά τους
ως δική
μας προσωπική
απώλεια… Στα ίδια
(δημόσια)
γραπτά θέλησα
να ξεκαθαρίσω
τη σχέση μου με
τις θρησκείες: φυσικά και
θα κατέβαινα
στο δρόμο για
να
υπερασπιστώ
το δικαίωμα
των ανθρώπων
να πιστεύουν
σε αυτές (ή σε ό,τι άλλο,
από τους
εξωγήινους
μέχρι την
ποδοσφαιρική
τους ομάδα).
Ωστόσο θα
ήθελα από τους
ίδιους πιστούς
να κατέβουν
στο δρόμο και
να
υπερασπιστούνε
και το
δικαίωμα να
έχω κι εγώ μια
άποψη: πως από
όσα τέρατα
επινόησε ο
νους του
ανθρώπου (τον Μινώταυρο,
τον Γκοτζίλα ή τον σχιζοφρενή
δολοφόνο με το
πριόνι) δεν
υπάρχει
φριχτότερο
από τούτον τον Θεό που δημιουργεί/σκέπει/δικάζει/σώζει.
Μοιραία οι
θρησκείες που
στήνονται
πάνω του υπάρχουν
για να
αφανίσουν
τους
διαφορετικούς
(άπιστους)
και για να
σκλαβώσουν
διά παντός
τούς πιστούς
– στην ουσία για
να
εκμηδενίσουν
το ανθρώπινο
σώμα με τις
ορμές του, το
οποίο
προσδιορίζουν
ως τον μεγαλύτερο
και παντοτινό
μόνιμο εχθρό
τους. Εξίσου
απάνθρωπος με
τα έθνη και τις
θρησκείες είναι
στα μάτια μου ο
ηθικός, φιλοσοφικός
και βέβαια
πολιτικός κοσμοδιορθωτισμός.
Πιστεύω πως, με
τον ίδιο τρόπο
που ο ύπνος της
λογικής
γεννάει
τέρατα (και ας
θυμηθούμε το
γνωστό χαρακτικό
του Γκόγια), τα κοσμοδιορθωτικά
φαντασιώματα
γεννούνε ντούμπες
με πτώματα και
ράφια με
ανθρώπινα
κρανία. Για
μένα υπάρχει
ένα ξεκάθαρο
νήμα που
συνδέει τον Πλάτωνα με
τον Πολ Ποτ – και
τούτο το νήμα
το διαπερνά το
ρίγος μιας
κτηνώδους
απόφασης/απόφανσης:
πως εμείς θα ισιάξουμε
τον ατελή
άνθρωπο δίχως
αυτός να το
ξέρει, πως θα τον
οδηγήσουμε
είτε με τη θέληση
του είτε δίχως
αυτή, σε μια
αποφασισμένη
από εμάς
τελειότητα
που θα σημάνει
το τέλος της
δικής του
ιστορίας. Κάθε -ισμός
σφυρίζει στ’
αφτιά μου σαν
μαστίγιο: όσο
περισσότερη ευτυχία/σωτηρία/αρετή
υπόσχεται,
τόσο
περισσότερο
με τρομάζει. Η
δημόσια παρουσία
μου με κείμενα,
δοκίμια και
άρθρα
παρέμβασης σε
μαζικής
κυκλοφορίας
εφημερίδες
και περιοδικά
κράτησε
περίπου πέντε
χρόνια και,
όπως είχα υπολογίσει,
με οδήγησε
στον
παντοειδή και
καθολικό αποκλεισμό
μου από τα
έντυπα Μέσα
(έχω
καταγράψει αναλυτικά
το ιστορικό
και σε άλλα
κείμενά μου: http://www.triaridis.gr/soma/note/
και http://www.triaridis.gr/keimena/keimD047.htm).
Έτσι από τον
Αύγουστο του 2005
και εξής μπορώ
να δημοσιεύσω
μονάχα στο
Ίντερνετ. *** Η ιδέα
μιας σειράς
βιβλίων που θα
στεγάζουν
κείμενα με
δημόσιες
τοποθετήσεις
απέναντι στις
κυρίαρχες
φενάκες της
θρησκείας, του
έθνους και των κοσμοδιορθωτισμών,
αναζωπυρώθηκε
μέσα μου
εκείνες τις
τελευταίες
εβδομάδες του
καλοκαιριού
του 2005 – προφανώς
επιζητώντας
μια συνέχεια
σε αυτό που
(νόμιζα πως)
είχα
ξεκινήσει με
την
αρθογραφία
μου. Στο νου μου
είχα διάφορες
προσπάθειες
με αντίστοιχη στόχευση
(ας πούμε, την
εκδοτική
προσπάθεια
των εκδόσεων Μπατάβια
έτσι όπως
εκφράστηκε
μέσα από τα αντιεθνικιστικά
βιβλία των Νακρατζά
και Λιθοξόου).
Ωστόσο, όταν
κάθισα να
σχεδιάσω τη σειρά
έβαλα τις εξής
προϋποθέσεις: α) Την
επιλογή
συγγραφέων
από ένα
ευρύτερο
ιδεολογικό-πολιτικό
φάσμα, με μόνη
προϋπόθεση τη
σαφή και
καθαρή
εναντίωση σε
έθνη,
θρησκείες, κοσμοδιορθωτισμούς
και
ρατσιστικές
ρητορικές
μίσους. Η
κεντρική θέση
που με οδήγησε
σε αυτήν τη
θέση είναι πως
οι ζωτικές
ανθρώπινες ανάγκες
(αυτό που
ονομάζουμε ανθρώπινα
δικαιώματα)
είναι μια αξία
μεγαλύτερη
από την ιδεολογία
(ή τις
πολιτικές
ιδεολογίες) –
τις οποίες
άλλωστε εγώ
αποστρέφομαι. β) Έναν
εκδότη που θα
είχε την τόλμη
να αντέξει μια σειρά
βιβλίων που
πολύ γρήγορα
θα
χαρακτηριζόταν
αντεθνική,
αντίχριστη, αντικομμουνιστική
ή ό,τι άλλο
(πιστέψτε με, στην
Ελλάδα των
δομημένων
ιερατείων και
των ποικίλων
εξαρτήσεων
είναι πάρα
πολύ δύσκολο
κάτι τέτοιο). γ) Έναν
εκδότη ο
οποίος
μπορούσε να
αντέξει μεγάλα
σε όγκο βιβλία
(έτσι ώστε να
καταγραφούν
όλες οι πτυχές
τις σκέψεις
του κάθε
συγγραφέα) και
θα ήταν αποφασισμένος
να εκδώσει
τουλάχιστον 6
από αυτά ώστε
να καταγραφεί
ο
αντιρρητικός
λόγος
συγγραφέων
που ξεκινούν
από
διαφορετικές
αφετηρίες. Με
άλλα λόγια,
έναν εκδότη
εύρωστο
οικονομικά, ο
οποίος επιπλέον
θα είχε
οργανωμένη
κεντρική
διάθεση στην
ελληνική επικράτεια
– άρα να
ξεπεράσει
κάπως τις
παθογένειες
του ελληνικής
βιβλιοπωλικής
πραγματικότητας,
που
υποχρεώνει τη
μεγάλη
πλειονότητα
των βιβλίων να
κυκλοφορούν
ουσιαστικά
έξω από τα
βιβλιοπωλεία
(σε κάθε άλλη
περίπτωση θα
βγάζαμε
βιβλία που θα
κυκλοφορούσαν
από χέρι σε
χέρι, πρακτική
στην οποία
πιστεύω ιδιαίτερα
σε ό,τι
αφορά τη
λογοτεχνία – μα,
στην
περίπτωση
μιας σειράς
βιβλίων
παρέμβασης, η
εκτός
εμπορίου
κυκλοφορία
ακυρώνει ένα
μεγάλο μέρος
από τον ίδιο το
χαρακτήρα της
παρέμβασης). Τον
Σεπτέμβριο
του 2005 κατέβασα
το σχέδιο στον
φίλο μου
συγγραφέα Κυριάκο
Αθανασιάδη
(επιπλέον και
ψυχή των
εκδόσεων τυπωθήτω).
Ο Κυριάκος
ήταν αυτός που
μετασχημάτισε
το σχέδιο σε
πρόταση και
έφτιαξε το
δυνητικό χρονοδιαγράμμα
(παρένθεση
επιβεβλημένη:
κάποτε θα
χρειαστεί ένα
συνεργείο
φιλολόγων και
επίπονη
δουλειά ετών
για να
εντοπίσει
πίσω από πόσα βιβλία και
πόσες
εκδοτικές
κυοφορίες
βρίσκεται
αυτός ο
πραγματικά
μοναδικός
άνθρωπος –
μοναδικός σε
όλα του, και στα
υπέροχα
βιβλία του και
στην
απίστευτη δοτικότητά
του και στο
ζοριλίκι που
πρέπει να
περνάς αν
είσαι φίλος του).
Περίπου
μοιραία, η
πρόταση
κατέληξε στον Γιώργο
και στον Κώστα Δαρδανό·
στα μέσα του
Οκτωβρίου του
2005 μιλήσαμε για
πρώτη φορά με
τον Γ.Δ. σε
ένα
τηλεφώνημα
που κράτησε
λιγότερο από
πέντε λεπτά: Συμφωνούμε,
κλείνουμε για
έξι βιβλία,
είσαι ο
συντονιστής,
προχώρησε εν
λευκώ… Έτσι
προχώρησα
αμέσως στο
σχεδιασμό της
πρώτης εξάδας
των Αντιρρήσεων:
Ανάμεσα στους
πολλούς
συγγραφείς
που γυρνούσαν στο
μυαλό μου
έκανα μια
επιλογή. Ο Νίκος Δήμου,
για μένα ο
σημαντικότερος
αντιρρητικός
συγγραφέας
δημόσιας παρέμβασης
στην Ελλάδα
των
τελευταίων
δεκαετιών, ερχότανε
από την
παράδοση του
φιλελευθερισμού
με πυρήνα του
στοχασμού του
τον
φιλοσοφικό
σκεπτικισμό. Ο Γιώργος
Τσιάκαλος,
ο άνθρωπος που
εισηγήθηκε τη
σύνδεση του αντιρατσιστικού
λόγου με την
παιδαγωγική
στην ελληνική
πραγματικότητα,
ερχότανε μέσα
από τα σπλάχνα
της
αντιδογματικής
Αριστεράς.
Ο Πάσχος Μανδραβέλης,
ένας από τους
πρώτης
γραμμής
πολιτικούς
αρθογράφους
σήμερα,
πρεσβεύει τον
καθαρό
φιλελευθερισμό
που με τη σειρά
του
προϋποθέτει
άρνηση κάθε
δογματικού ορίου,
θρησκευτικού,
εθνικού ή κάθε
άλλου. Ο Παναγιώτης
Δημητράς,
που με το
Ελληνικό
Παρατηρητήριο
των Συμφωνιών του
Ελσίνκι
άλλαξε ριζικά
(και ελπίζω
ανεπίστρεπτα)
το τοπίο
διεκδίκησης
των
ανθρωπίνων
δικαιωμάτων
στην Ελλάδα
της
τελευταίας
δεκαπενταετίας
(και αυτό
φαίνεται από
την ένταση και
τη δριμύτητα με
την οποία έχει στοχοποιηθεί
κατά καιρούς),
ερχόταν από
την παράδοση
του αμερικάνικου
και
δυτικοευρωπαϊκού
στοχοπροσηλωμένου
ακτιβισμού.
Τέλος, ο Διονύσης
Γουσέτης,
κατά τη γνώμη
μου ο πιο αντιεθνικιστής,
αντικοσμοδιορθωτικός
και
δικαιωματικός
αρθογράφος
του «αριστερού
χώρου», ήταν κι
αυτός
γέννημα-θρέμμα
της
ανανεωτικής Αριστεράς
με έντονη
ωστόσο
προσήλωση
στις αρχές της
δυτικού τύπου
αστικής
δημοκρατίας
και των δομών
της. Αυτοί οι
πέντε, μαζί μ’
εμένα, που ας πούμε
πως
πλατσουρίζω
σε έναν αντιιδεολογικό
(αντιδιορθωτικό)
ανθρωπισμό
(αυτό που
επικριτικά
ονομάζεται μεταμοντερνισμός),
συγκρότησαν
την εξάδα
των
συγγραφέων. Στις
αρχές του
Νοεμβρίου του
2005 πήρα στο
τηλέφωνο
αυτούς τους
πέντε
συγγραφείς
και τους
μίλησα για τις Αντιρρήσεις
και για την
ιδέα μου να
συνεισφέρουν
βιβλίο σε αυτές.
Κανένας τους
(είτε είχαμε
μια
προηγούμενη
σχέση, είτε
μιλούσα μαζί
του για πρώτη
φορά) δεν χρειάστηκε
παραπάνω από
δυο-τρία λεπτά
για να στέρξει –
γεγονός που
κολάκεψε την
(έτσι κι αλλιώς
θεριεμένη)
ματαιοδοξία
μου. Από εκεί και
πέρα, τα
υπόλοιπα ήταν
ζήτημα χρόνου
και κόπου: έπρεπε
να
συγκροτηθούν
(και στην
περίπτωση του Δημητρά να
γραφτούν) τα
βιβλία. Στο
βιβλίο του
Δήμου, κατόπιν
δικής του
επιθυμίας, η
ανθολόγηση
(από ένα περίπου
δεκαπλάσιο
υλικό) έγινε
από μένα, και
έγραψα τον Πρόλογο του
βιβλίου. Στην
περίπτωση των Μανδραβέλη
και Γουσέτη
επίσης
συγκρότησα τα
βιβλία εγώ,
κυρίως ως προς
τη δομή τους,
χρησιμοποιώντας
βέβαια τα κείμενα
που οι ίδιοι
έθεσαν στη
διάθεσή μου. Με
τους Τσιάκαλο
και Δημητρά
συζητήσαμε
εκτενώς τη
μορφή των
βιβλίων τους
πριν αυτά
συγκροτηθούν
από τους
ίδιους –
επιπλέον, ένα
μεγάλο μέρος
του βιβλίου
του Δημητρά
γράφτηκε εκ
του μηδενός.
Τέλος, οι
τίτλοι των
βιβλίων είναι
κατά κύριο λόγο
δικές μου
προτάσεις (που
φυσικά ερίζονται
σε τίτλους
κείμενων των
εκάστοτε
συγγραφέων). Κι είναι
βέβαια
περιττό να
σημειώσω
(ωστόσο το κάνω) πως
όλα αυτά (όπως
άλλωστε και
την
προηγούμενη
αρθογραφία) τα
έκανα
απολύτως
εθελοντικά,
χωρίς καμία
αμοιβή, χωρίς
κανένα
αντάλλαγμα… Στην
συνέχεια
ανέλαβε τη
γνώριμη γι’
αυτόν δράση ο
Αθανασιάδης:
σχεδίασε την
έκδοση, τα
εξώφυλλα, επιμελήθηκε
τα κείμενα,
έκανε όλες τις
διορθώσεις,
συντόνισε τα
χρονοδιαγράμματα,
φορτώνοντάς
τα στην έτσι και
αλλιώς
παράλογη
καθημερινότητά
του. Παρά τον αναμφίβολα
υστερικό
χαρακτήρα μου,
παρά τις χρονικές
καθυστερήσεις
στις εκδόσεις,
η συνεργασία με
τις εκδόσεις τυπωθήτω
και τους
Γιώργο και
Κώστα Δ. δεν
διαταράχτηκε:
ίσως γιατί
έβλεπα στο
βάθος την
καθαρή διάθεσή
τους να
εκδώσουν
βιβλία από τα
οποία δεν είχαν
να προσδοκούν
κανένα κέρδος
παρά μόνο
επιθέσεις.
Επιπλέον, και
αυτό οφείλω να
το πω, για
κανένα από τα
έξι βιβλία των Aντιρρήσεων (και για
οποιοδήποτε
άλλο βιβλίο το
οποίο έγραψα ή
στο οποίο
εμπλέκομαι) οι
δυο εκδότες
δεν έκαναν την
παραμικρή
συζήτηση για
οποιαδήποτε
φράση, λέξη ή,
έστω, άνω
τελεία (μόλο
που ήξεραν πως
για πολλές από
αυτές θα
βρεθούν στις
λίστες του
υβρεολόγιου
των φασιστοφυλλάδων
και των φασιστοεκπομπών
που, όλο και
περισσότερο,
θυμίζουν
μπυραρίες του
Μονάχου της
δεκαετίας του
1920) – αντιθέτως
υπερασπίστηκαν
στην πράξη το
δικαίωμα του καθενός
συγγραφέα να
γράφει
ελεύθερα ό,τι
θέλει (άραγε
πόσοι εκδότες
το αντέχουν
αυτό;) *** Έτσι
μέσα σε τρία
χρόνια
εκδόθηκαν τα
έξι βιβλία των Αντιρρήσεων.
Τα καταγράφω
εδώ, έτσι όπως
τα
παρουσιάσαμε
στα δελτία
τύπου: *** Ασκήσεις
ελευθερίας
του Νικου Δημου
(γεν. 1935), μια
ανθολογία με
ανέκδοτα και
εκδομένα κείμενα
του πλέον
εμβληματικού
Έλληνα
αντιρρητικού
συγγραφέα – μια
πολυσέλιδη
συλλογή που
συνοψίζει τη
μοναχική και
επίπονη
διαδρομή
τριών δεκαετιών
κόντρα σε
μύθους,
μυθεύματα και
φοβίες της ελληνικής
κοινωνίας
(σελίδες 536,
Μάιος 2006). *** Απέναντι
στα
εργαστήρια
του ρατσισμού του
Γιώργου
Τσιάκαλου
(γεν. 1946), ένα
βιβλίο για το
πώς τα
κοινωνικά και
πολιτισμικά
στερεότυπα εκθρέφουν
το φόβο και
γεννούν το
ρατσισμό, τη
μισαλλοδοξία και
τον
αποκλεισμό –
απέναντι σε
αυτά, το αίτημα
για την
ανθρώπινη
αξιοπρέπεια
προβάλλει ως
κεντρική
πολιτική
διεκδίκηση
(σελίδες 326,
Μάιος 2006). *** Σημειώσεις
για το τρεμάμενο
σώμα του Θαναση Τριαρίδη
(γεν. 1970), μια
απόπειρα
διερεύνησης
του
πιθανοτήτων
του φθαρτού
ανθρώπινου
σώματος
απέναντι σε
έθνη, θρησκείες
και
ιδεολογίες
της μίας
«αλήθειας»,
απέναντι σε
θεσμούς βίας,
τελετουργικού
φόνου και
συλλογικής αυτοκατάφασης
(σελίδες 400,
Μάιος 2006 * στο
Ίντερνετ
κυκλοφορεί
ολόκληρο εδώ: http://www.triaridis.gr/soma/). *** Ασκήσεις
Φιλελευθερισμού
του Πάσχου Μαδραβέλη
(γεν. 1963), μια
συλλογή 100
χαρακτηριστικών
κειμένων με κύριο
στόχο της
πολεμικής
τους τα εθνικά
ιδεολογήματα,
τον
θρησκευτικό
φανατισμό, τον
ολοκληρωτισμό,
τον ρατσισμό,
την
ανελευθερία,
τον ανορθολογισμό
και τα κάθε
λογής δόγματα
(σελίδες 256,
Νοέμβριος 2006). *** Αναζητώντας
τα χαμένα
δικαιώματα
στην Ελλάδα
του Παναγιώτη
Δημητρά
(γεν. 1952), ένα
βιβλίο
γραμμένο από
τον ιδρυτή και
επί 15 χρόνια
εκπρόσωπο του
Ελληνικού
Παρατηρητηρίου
των Συμφωνιών
του Ελσίνκι,
μια ευκαιρία
για κάθε καλόπιστο
να
συνειδητοποιήσει
το τεράστιο
δικαιωματικό
έλλειμμα του
υποτιθέμενου
ελληνικού
«κράτους
δικαίου» –
δικαιωματικό
έλλειμμα που
τελικά είναι
και
«δημοκρατικό
έλλειμμα (σελίδες
326, Νοέμβριος 2007). *** Αχάριστος
φωνή του Διονύση Γουσέτη
(γεν. 1944), ένα
μαχητικό
βιβλίο θέσεων
για τα
ανθρώπινα
δικαιώματα,
τις
μειονότητες
και το
δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού
τους, για τις
υπόγειες
διαδρομές
όπου
συνδέονται ο
εθνικισμός, ο
θρησκευτικός
σκοταδισμός, ο
αποκρουστικός
ρατσισμός, ο
ξύλινος
δογματισμός
και ο τυφλός
ανορθολογισμός
(σελίδες 356,
Οκτώβριος 2008). Φυσικά
δεν μπορώ να
αντισταθώ
στον πειρασμό
και να μην
παραθέσω και
το συστατικό
κείμενο των
Αντιρρήσεων έτσι
όπως
καταγράφεται
στο αφτί των
βιβλίων: Οι
Αντιρρησεις
είναι μια
σειρά βιβλίων
με κείμενα και
θέσεις που
φιλοδοξούν να
καταγράψουν
τις
δυνατότητες
της ανθρώπινης
συνύπαρξης
(δηλαδή της πολιτικής)
απέναντι σε
θεσμοθετημένες
βεβαιότητες
και «μεγάλες
Αλήθειες»:
απέναντι στην
ανελευθερία
και τον
ολοκληρωτισμό,
απέναντι στον
εθνικισμό, το
ρατσισμό και
τον
αποκλεισμό,
απέναντι σε
κάθε ορθο-δοξία (που,
σχεδόν
πάντοτε,
κυοφορεί τη
μισαλλοδοξία)
και κάθε κοσμοδιορθωτισμό
– άρα απέναντι
σε κάθε αυτοκατάφαση
(ακόμη και στην
ενδεχόμενη αυτοκατάφαση
των
συγγραφέων
τους). Ο στόχος
τους δεν είναι
να γίνουν
κανενός
είδους
μανιφέστο ή
ευαγγέλιο,
αλλά να
ανοίξουν
συζητήσεις –
και, εφόσον αξιωθούν
γόνιμες
αναγνώσεις, να
γεννήσουν
νέες αντιρρήσεις
και αγωνίες. Τέλος
και μια
αναφορά
σχεδόν
επιβεβλημένη.
Πέρα από τους
έξι ανθρώπους
που τελικά
βγάλανε
βιβλίο στις Αντιρρήσεις
συζήτησα το
ενδεχόμενο
έκδοσης των
βιβλίων και κάποιων
άλλων
συγγραφέων.
Τους αναφέρω
(και συνάμα
τους προτείνω
σε όποιον
θέλει να
πιάσει την
εκδοτική
σκυτάλη των Αντιρρήσεων):
είναι η Τέτα
Παπαδοπούλου
(της οποίας το
βιβλίο είχε
συγκροτηθεί
σχεδόν στο
σύνολό του,
μέχρι που η
ίδια για δικό
της λόγο
ανέβαλε την
έκδοση), ο Τάκης Μίχας
(με τον οποίο,
κάποια στιγμή,
η επαφή μας
διακόπηκε για
λόγους που
αγνοώ), η Σίσσυ Βωβού
και ο Γιάννης
Γκλαρνέτατζης
(με τους
οποίους η
συζήτηση είχε
γίνει όταν πια
η σειρά είχε
κλείσει από
τίτλους), ο Παύλος Φιλίποφ-Βοσκόπουλος
(ο οποίος με τα τόσα
που ασχολείται
δεν μπόρεσε να
βρει χρόνο να
γράψει το
βιβλίο – ωστόσο
να θυμάται πως
μου το
χρωστάει). Θα
ήθελα σε τούτη
τη σειρά να
μαζέψω
κείμενα
τουλάχιστον 80
ακόμη ανθρώπων
που νιώθω πως
με τα γραπτά
τους βρίσκονται
εντός της
αντιρρητικής
ορμής που περιέγραψα
προηγουμένως.
Δεν τα
κατάφερα: η
αγορά του
βιβλίου είναι
ιδιαίτερα
νοσηρή –
επιπλέον τα
κείμενα των
Αντιρρήσεων
έχουν ως
ζωτικό τους
χώρο το
Διαδίκτυο… Οι
εκδόσεις τυπωθήτω
κατάφεραν να
σηκώσουν 6
τέτοια βιβλία
συνολικής έκτασης
2200 πυκνογραμμένων
σελίδων
μεγάλου
σχήματος. Αυτά
μπόρεσα (ή αν το
θέλετε έτσι:
αυτά
μπορέσαμε) με
τις Αντιρρήσεις.
Όχι μηδενικά –
και φυσικά
πολύ λιγότερα
από όσα είχα
ανάγκη (όπως
πάντοτε
συμβαίνει).
Μακάρι να μην ήταν
(: να μην
είναι) μάταια…
Εξάλλου, ως
γνήσιος μεταμοντέρνος
επιμένω
πως είναι
πάντοτε νωρίς: όσο ζω (:
όσο ζούμε),
διακυβεύομαι. *** Κάπου
εδώ είναι η ώρα
ενός
αποχαιρετισμού
– ας πούμε κάτι
σαν: Ήταν
τιμή μου που
έπαιξα μαζί
σας, κύριοι…
Ωστόσο είμαι
αρκετά
ματαιόδοξος
για να
προσχωρήσω σε
τόση κοινοτοπία..
Αντ’ αυτού,
προτιμώ να
στρέψω την αποφώνηση
μιας τέτοιας
προσπάθειας
σε πέντε
ανθρώπους που θεωρώ
πως αρθρώνουν
αντιρρητικό λόγο
σήμερα, hic et nunc, στο
ελληνόφωνο
Ίντερνετ. Και
οι πέντε μού
ήσαν παντελώς
άγνωστοι όταν
πρωτοδιάβασα
τη δουλειά τους
– ωστόσο
ετούτοι οι
διαφορετικοί
μεταξύ τους
άνθρωποι (και
προφανώς μαζί
τους και
πολλοί ακόμη
που αγνοώ) ίσως
να αποτελούν
την πρώιμη
απόδειξη της άποψής
μου πως τα
πλέον
σημαντικά
αντιρρητικά
κείμενα του 21ου
αιώνα όχι μόνο
θα
διαβάζονται
από οθόνη μα θα αυτο-εκδίδονται
απευθείας στο
Διαδίκτυο… Σας
υποβάλλω,
λοιπόν,
τούτους τους
πέντε – κι ας μου
συγχωρεθεί
(ή και ας μη μου συγχωρεθεί
– δεν πειράζει) ο
τόνος του
εγκωμίου: Ο
κυριολεκτικά
καταπληκτικός
(εφόσον
διαρκώς με καταπλήσσει)
blogger dimitrisdoctor
(http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/).
Μιλώντας για
το ελληνόφωνο
Ίντερνετ, έχω
την αίσθηση
πως, εδώ και
καιρό, το blog του
συνιστά την
πλέον
αντιδογματική-αντικοσμοδιορθωτική
(και κατά
συνέπεια: βαθιά
ουμανιστική)
προσέγγιση
της αλλόκοτης θαμπούρας
που
ονομάζουμε ιστορική
μνήμη. Τα δυο
φοβερά και
τρομερά
παιδιά της
ομάδας Αυτονομία
ή Βαρβαρότητα:
ο ανίερος Νίκος Μάλλιαρης
και ο
μαγματικός Θανάσης
Πολλάτος
(http://autonomyorbarbarism.blogspot.com/
και http://imaginaireradical.blogspot.com/).
Με ταλέντο που
ξεχειλίζει απ’
τα μπατζάκια
τους οι Μάλλιαρης-Πολλάτος
θαρρώ πως
έχουν ήδη
ξεκινήσει για
τη μεγάλη επίθεση
(το γκραντ χιούμιγμα,
όπως λέω εγώ)
ενάντια στη
θεωρία της
πολιτικής/μεταπολιτικής
σωτηρίας. Τίποτα-τίποτε
δεν τους
σταματά. Ο
θυελλώδης Anemos /
Αντρέας Παναγόπουλος-Σάντερς (http://naftilos.blogspot.com/).
Μέσα στο blog του ένας υπερ-κερασμένος
από τα τόσα
γεγονότα
αφηγητής
καταφεύγει
τυφλά κι
ανέλπιστα στη
βιωματική
εμπλοκή του
προσωπικού
και του
πολιτικού
λόγου. Τούτη η
προσωπική
προσφυγή στα βιώματα
ως απάντηση
στο πολιτικό
κενό με
ανταριάζει –
καθώς από
καιρό πια οι
άνθρωποι
δολοφονούνται
επειδή δεν
χωράνε στην
επικράτεια
του νου μας, του δικού
μας νου. Last but
not
least, ο
σπαρακτικός Παναγιώτης
Παπαδόπουλος-Κάιν, του
οποίου τα
κείμενα, απ’ όσο
ξέρω, τα
βρίσκει
κανείς
σκόρπια σε «αντιεξουσιαστικές»
σελίδες
(κυρίως στο http://athens.indymedia.org/) –
από τις οποίες
συχνά-πυκνά
λογοκρίνεται:
Αν ωστόσο
κανείς
υπομονετικός
συγκεντρώσει
σε μια σειρά αυτά
τα κείμενα του Κάιν και
αναμετρήσει
τη διαδρομή
του από τους Πυρήνες
και τις Πρωτοβουλίες
στον αυτοπροσδιορισμό
μεμονωμένο
άτομο του
αναρχικού
χώρου, θα δει,
με απρόσμενη
καθαρότητα, το
τρέμουλο όπου οι
(στο σούρωμά
τους πάντοτε
φονικές) ιδέες
ακυρώνονται
από ό,τι
μπορεί να
είναι η ανθρωπινότητα,
το λαχάνιασμα
που θαμπώνει
κάθε
αστραφτερή αυτοκατάφαση.
Εντέλει
το λαχάνιασμα:
νά μια
ωραία λέξη,
κατάλληλη για
ένα κλείσιμο
ίσως λιγότερο
κοινότοπο.
Επιπλέον, νά
μια ωραία
ίντριγκα για
να
συνεχίσουμε
να γράφουμε
κείμενα – ή
τουλάχιστον
για να
συνεχίσω να γράφω
εγώ: γυρεύοντας
να
λαχανιάσουμε –
ή και
γυρεύοντας να σμίξουνε
τα
λαχανιάσματά
μας, να
ανακατωθούμε
κάπως, όπως
μπορούμε και
για όσο
προφταίνουμε, όσο μας
πάει κι όσο το
φτάσουμε. Θ. Τ. –
Οκτώβριος του
2008
|
|