|
Θανάσης
Τριαρίδης Μικρή
σημείωση για
μια κομμένη
γλώσσα Σε ένα
από τα
ωραιότερα
ποιήματά του ο
Μάρκος Μέσκος
(στο υπ’ αριθμ.
ΙΙ από
τον Ισκιο
της γης του 1986)
ξεκινάει με
μια
προμετωπίδα
από εκείνες που
συχνά (:ή έστω: κάποτε)
είναι πιο
κρίσιμες από
αλάθητα
μανιφέστα και
αναγγελίες θριάμβων.
Την αντιγράφω: «Θ’
ανταμώσουμε
πάλι στη
στάχτη· /
μακεδονίτικα
πουλιά λαλούν
μακεδονίτικα!». Δεν θα
σας μιλήσω στα
στενά όρια
μιας
επιφυλλίδας
για τον
ποιητικό λόγο
του Μέσκου
(ωστόσο μπαίνω
στον πειρασμό
να σημειώσω
πως σε πείσμα
των λογής φιλολογικών
ιερατείων, ο Μέσκος, για
τη δική μου
οπτική, είναι
πράγματι ένας
από τους πιο
σημαντικούς
μεταπολεμικούς
ποιητές της γλώσσας
μας,
θρησκευόμενος
όχι με
τρομερούς
Παντοκράτορες
αλλά
αποκλειστικά
με ίσκιους της
γης, με σώματα
και δέντρα, με
μυρουδιές κι ανέμους,
ματωμένα
χώματα και
αχαλίνωτα
νερά). Θα σας
μιλήσω για
κάποιους
συμπολίτες
μας (μεταφορικά:
για κάποια πουλιά
στο δάσος του
κόσμου), στους
οποίους, εδώ
και κάμποσες
δεκαετίες,
απαγορεύτηκε
να μιλήσουν τη
γλώσσα της
μάνας τους, να
τραγουδήσουν
τα
νανουρίσματα
και τα
μοιρολόγια
ετούτης της
γλώσσας, να
δηλώσουν
μεγαλόφωνα
την ταυτότητα
τους – να αυτοπροσδιοριστούν.
Είναι οι
Μακεδόνες: οι
πολίτες της
χώρας μας που ονομάστηκαν
από τον
κυρίαρχο εθνοφασισμό
«νεζνάμηδες»,
(δηλαδή οι ανθρώποι
που απαντούν νε ζναμ
– που σημαίνει δεν
ξέρω),
πληρώνοντας
τα λύτρα του
ολέθριου
μύθου περί «ομοιογενούς
έθνους-κράτους».
Είναι οι
άνθρωποι που στο
πρόσωπό τους βλέπουμε
(ή πιο σωστά: πρέπει
να
αναζητήσουμε)
τον καθρέφτη
της θεσμικής
βίας μας, την
κτηνωδία του
εθνικισμού
μας. Γνώρισα
στη ζωή μου
κάμποσους
τέτοιους
ανθρώπους,
πολίτες της
Ελλάδας, που
μιλούν τη
μακεδονική γλώσσα
– ανθρώπους που
υποχρεώθηκαν
να αυτοακρωτηριαστούν
για να
επιβιώσουν, να
αποκρύψουν τη
γλώσσα της
μάνας τους
πληρώνοντας
τα ακατανόητα
λύτρα του εθνοφασισμού
που έγινε στην
Ελλάδα
κυρίαρχη
ιδεολογία. Κι
όση προπαγάνδα
κι αν μας
γεμίζει η
εκπαίδευση
του τρόμου μας,
η θρησκεία της
απάνθρωπης αυτοκατάφασης,
τα μαζικά μέσα
της ιδεολογικοποιημένης
φενάκης και η
πολιτική
δημαγωγία,
δύσκολα
μπορεί να
κρυφτεί η μουγγή
αλήθεια: ο
κυρίαρχος
ελληνικός
εθνικισμός
έθεσε έναν
πληθυσμό και
μια γλώσσα υπό διωγμόν –
μια γλώσσα με
την οποία
ερωτεύονταν,
αγαπιούνταν
και
ονειρεύονταν
χιλιάδες
άνθρωποι. Για
δεκαετίες
κανείς δεν
μπορούσε να
αντιδράσει –
και όταν κάποιοι
λιγοστοί που
όρθωσαν το
ανάστημά τους
στις αρχές της
δεκαετίας του
΄80 (ήταν οι
ίδιοι που
αργότερα
συγκρότησαν
την πολιτική
κίνηση του
Ουρανίου Τόξου)
χαρακτηρίστηκαν
μονομιάς από
τους λογής εθνοφσίστες
ως «προδότες»
και «πράκτορες» -
απέκτησαν
δηλαδή έναν
τίτλο τιμής... Να
μιλάμε καθαρά:
Κάποιοι από
τους
αναγνώστες
ετούτης της
στήλης
πιστεύουν πως
υπάρχουν έθνη
και αυτοπροσδιορίζονται
ως εθνικά
Έλληνες.
Λογαριάζω τα
έθνη ως φονική
κατασκευή
βίας και θανάτου
(όπως άλλωστε
και τις
θρησκείες), μα
θα κατέβαινα
ευχαρίστως
στον δρόμο για
να
υπερασπιστώ το
δικαίωμα
ετούτων των
αναγνωστών να αυτοπροσδιορίζονται
ως εθνικά
Έλληνες
-ακριβώς γιατί
ο αυτοπροσδιορισμός
της
ταυτότητάς
τους είναι
σημαντικότερος
από την άποψή
μου. Παρόμοια
υπάρχουν
πολίτες της
χώρας μας
(λίγοι ή πολλοί,
αυτό είναι
αδιάφορο) που αυτοπροσδιορίζονται
ως εθνικά
Μακεδόνες ή
εθνικά
Τούρκοι: αν
πιστεύουμε,
έστω και
ελάχιστα, στα
ανθρώπινα
δικαιώματα οφείλουμε
να κατεβούμε
με την ίδια
ζέση στον
δρόμο και να
διεκδικήσουμε
το δικαίωμα
του αυτοπροσδιορισμού
τους, το
δικαίωμα τους
να είναι
εθνικά
Τούρκοι ή εθνικά
Μακεδόνες ή ό,τι άλλο
επιθυμούν.
Κάθε
περιστολή
ετούτου του
δικαιώματος
(όπως ο άθλιος
ισχύων νόμος
του 1982 που, κόντρα
σε κάθε αρχή
δικαίου, στους
«μη εθνικά
Έλληνες»
πολιτικούς
πρόσφυγες να
γυρίσουν στην
Ελλάδα και να
διεκδικήσουν
τις
περιουσίες
τους) είναι μια
προσχώρηση
στον φασισμό –
μια
προσχώρηση
στην
τελετουργία
της βίας και
του φόβου. Κι αν
τα έθνη είναι
φονικές
κατασκευές οι
ανθρώπινες
γλώσσες είναι
το όργανο του
ανθρώπινου
λόγου, αυτό που
μας επιτρέπει
να εκφράζομαστε
και εν τέλει να
ζούμε. Όποιος,
στο όνομα του εθνοφασισμού
του ή της
πολιτικής του,
ακρωτηριάζει
μια γλώσσα ή
εμποδίζει την
ελεύθερη
ομιλία της
διαπράττει ένα
έγκλημα κατά
ολόκληρης της
ανθρωπότητας –
παρόμοια με
αυτόν που
ξεραίνει έναν
ποταμό ή
νεκρώνει μια λίμνη.
Και αυτό το
έγκλημα το
έκαναν όλα τα
εθνικά κράτη
τα τελευταία
διακόσια
χρόνια σε
βάρος των «μειονοτικών»
γλωσσών (κι ας
μην υπάρχει
«λάθος» γλώσσα
όπως δεν
υπάρχει
«λανθασμένη
θάλασσα»). Η
εθνικιστική Ελλάδα
δεν θα
μπορούσε να
αποτελεί
εξαίρεση: το ελληνικό
κράτος από το 1913
και μετά και
για ολόκληρο
τον 20ο αιώνα
κυνήγησε,
ενοχοποίησε,
απαγόρευσε,
κατέστειλε
και ταπείνωσε
όσους
μιλούσαν τα
μακεδονικά, όσους
ένιωθαν πως
έχουν μια άλλη
ταυτότητα από
αυτήν που
επέβαλε η
κυρίαρχη πλειοψηφία.
Οι αδιάκοπες
απειλές, τα
μουρουνόλαδα,
οι αποκλεισμοί,
το ξύλο, οι
εκτοπίσεις, οι
φυλακίσεις, η
χρήση του
φόβου ως
μεθόδου
πειθαναγκασμού
συνιστούν τον
ορισμό της
θεσμικής
εθνικιστικής
βίας πάνω στην
ανθρώπινη
έκφραση
(δηλαδή: πάνω
στο ανθρώπινο
σώμα). Και τούτη
η αθλιότητα
συνεχίζεται
μέσα στις
μέρες μας, ως
κηλίδα
ντροπής αυτού
που με ευκολία
περισσή
ονομάζουμε «στέρεη
δημοκρατία»·
γιατί
δημοκρατία
δίχως αυτοπροσδιορισμό
δεν υπάρχει – με
την ίδιο τρόπο
που δεν
υπάρχουν άνθρωποι
δίχως όνομα ή
άνθρωποι
δίχως γλώσσα. Ξεκίνησα
την μικρή μου
σημείωση με
ένα στίχο του Μάρκου
Μέσκου –
εξάλλου Κομμένη
γλώσσα
ονομάζεται η
πρώτη συλλογή
των
διηγημάτων
του που
κυκλοφόρησε
το 1979. Πριν από
δεκαπέντε
χρόνια ένας
φίλος μου
πρωτομίλησε
για τούτη την
κομμένη
μακεδονική
γλώσσα – κι από
τότε μαζεύω
σκόρπιες
λέξεις
προσπαθώντας
να
βυθομετρήσω
τις ενοχές μου.
Η τελευταία
μου ανακάλυψη
είναι η ζέλμπα
(που
προφέρεται με
παχύ z):
στα μακεδονικά
σημαίνει την
έντονη
λαχτάρα, την πεθυμιά.
Δεν είναι
εύκολο να
προσπεράσεις
μια τέτοια λέξη.
Και τώρα που
γράφω αυτές
τις γραμμές
προσπαθώντας
να περιγράψω
μια ακόμη
κτηνωδία του
ελληνικού εθνοφασισμού,
σκέφτομαι πως
είναι καθήκον
(ναι, ανθρώπινο
καθήκον) όλων
μας να πάψει η
μακεδονική
γλώσσα να
είναι μια
«κομμένη
γλώσσα» και να
διδαχτεί
επιτέλους
(μαζί με τα
τραγούδια της
και τα
λογοτεχνήματά
της) στα σχολεία
των περιοχών
όπου μιλιέται.
Για να μπορούν
όσοι μιλούν
μακεδονίτικα
να τα λαλούν
και να τα γράφουν
ελεύθερα –
δίχως τις
απειλές, τα
σκαμπίλια, τα
μουρουνόλαδα
και τα
κυνηγητά,
δίχως την θεσμική
βία και τον
σπαρμένο φόβο
του κυρίαρχου εθνοφασισμού
μας. Αξίζει να
γυρέψουμε
ετούτη τη ζέλμπα. Υστερόγραφο
σε μια μικρή
σημείωση Το
κείμενο «Μικρή
σημείωση για
μια κομμένη
γλώσσα» σταλθηκε
ηλεκτρονικά
στην
εφημερίδα
«Μακεδονία της
Κυριακής» στις
09-8-2005 προκειμένου
να
δημοσιευτεί
στο κυριακάτικο
φύλλο της 14ης-8-2005.
Στις 11-8-2005 μου
ανακοινώθηκε
από την
«Μακεδονία» το ό,τι η
εφημερίδα δεν
μπορούσε να
δημοσιεύσει
το
συγκεκριμένο
άρθρο για
λόγους αρχής
και μου
ζητήθηκε ένα
άλλο. Φυσικά αρνήθηκα –
και
ανακοίνωσα με
την σειρά μου
πως η 18μηνη
συνεργασία
μου με την
εφημερίδα
«Μακεδονία»
τέλειωνε αυτόματα. Μια
απαραίτητη
διευκρίνηση:
όταν τον Φεβρουάριο
του 2004 μου
προτάθηκε από
την «Μακεδονία»
η συνεργασία
με το
κυριακάτικο
φύλλο, του
απάντησα πως
τα κείμενα μου
μπορεί να
χαρακτηριστούν
ακραία και πως
θα
προκαλέσουν
ποικίλες
αντιδράσεις (ιδίως
στο κοινό της
«Μακεδονίας»). Οι
διεύθυνση της
εφημερίδας με διαβεβαιώσε
πως δεν υπήρχε
η παραμικρή
περίπτωση να
υπάρξει η
οποιαδήποτε
λογοκρισία
στα κείμενα
μου (καθώς, έτσι
κι αλλιώς, η
άποψη του
συντάκτη δεν δεσμέυει
την εφημερίδα).
Και μου
επισήμανε πως
αν ένα κείμενο
αντιβαίνει
ευθέως στις
αρχές της εφημερίδας,
απλώς δεν
δημοσιεύεται.
Συμφώνησα σε αυτήν
την σκέψη,
λέγοντας του
πως βρίσκω
τίμια και καθαρή
μια τέτοια
εξήγηση – και
του δήλωσα από
την πλευρά μου
όταν προκύψει
αυτό το (μη δημοσιεύσιμο)
κείμενο θα
είναι από
μεριά μου και
το τέλος της συνεργασίας
μας. Είναι
αλήθεια πως
από τον
Φεβρουάριο
του 2004 μέχρι τον
Αύγουστο του 2005,
επί εξήντα
πέντε (65)
Κυριακές, η συμφωνία
τηρήθηκε
μέχρι κεραίας.
Απόψεις οι
οποίες προκαλούσαν
θύελλα
αντιδράσεων,
ύβρεων και
απειλών
δημοσιεύονταν
κανονικά και
χωρίς την
παραμικρή
λογοκρισία.
Καθώς το
σύνολο αυτών των
επιφύλλίδων
βρίσκονται
δημοσιευμένες
και στην
ιστοσελίδα μου
(www.triaridis.gr)
είναι εύκολο
να αποδειχτεί
του λόγου το
αληθές. Στο
μεταξύ, οι
συγκεκριμένες
επιφυλλίδες
αναδημοσιεύτηκαν
σε δεκάδες
δικτυακούς
τόπους,
επίσημες
ιστοσελίδες
Μη Κυβερνητικών
Οργανώσεων,
ηλεκτρονικά
περιοδικά και forums
πολιτικού
προβληματισμού,
ενώ δέκα (10) από
αυτές μεταφράστηκαν
και
κυκλοφορούν
και στα
αγγλικά. Και πρέπει
να αναγνωρίσω
πως παρά τις
ιδιαίτερα
σκληρές
αντιδράσεις
που έφταναν
στη «Μακεδονία»
από φορείς,
συλλόγους και
πρόσωπα (και
μπορώ να τις
φανταστώ από
τις αντίστοιχες
αντιδράσεις
που δεχόμουν
εγώ και οι οποίες,
κατά μέσο όρο,
ξεπερνούσαν
τις 100 επιστολές για κάθε
κείμενο, κατά
το πλείστον
υβριστικές
και απειλητικές),
επί 18 μήνες η
διεύθυνση της
εφημερίδας δεν
μου έκανε ποτέ
την παραμικρή
όχληση ή νύξη
για να αμβλύνω
τα γραφόμενά
μου. Για όλα
αυτά οφείλω να
ευχαριστήσω
και την εφημερίδα
και την τότε
διεύθυνσή της. Κάποτε
ήρθε η ώρα που
ένα κείμενό
μου αντίβαινε
με τις αρχές
της
εφημερίδας
(έτσι όπως τις ορίζει
η διεύθυνσή
της – αυτό άλλωσε
είναι το
λογικό).
Τηρώντας την
συμφωνία μας η
«Μακεδονία» μου
ανακοίνωσε
πως δεν
μπορούσε να
δημοσιεύσει
ένα κείμενο
για το
δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού
όσων νιώθουν
πως είναι
εθνικά
Μακεδόνες και
για την
διδασκαλία
της μακεδονικής
γλώσσας στα
σχολεία της
Ελλάδας· τηρώντας
κι εγώ την
συμφωνία μας
της
ανακοίνωσα το
τέλος της
συνεργασίας
μας. Το ελαφρώς
οξύμωρο είναι
πως οι ίδιες
απόψεις μου
για το
δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού
των εθνικά
Μακεδόνων
διατυπώθηκαν
καθαρά και στο
φύλλο της 15ης Μαίου του 2005,
στο κείμενο
«Μικρή
σημείωση για
τον αυτοπροσδιορισμό
των ανθρώπων»,
το οποίο
δημοσιεύτηκε
κανονικά. Ας είναι.
Όπως έχω εγώ
τις δικές μου
αρχές, έχουν
τις δικές τους
αρχές και οι
άλλοι. Είμαι
χαρούμενος
που η
«Μακεδονία»
τηρεί τις
αρχές της, κι
είμαι
χαρούμενος
που κι εγώ τηρώ
τις δικές μου.
Είναι το τίμιο
τέλος μιας
τίμιας σχέσης. Δεν
χρησιμοποιώ
συχνά την λέξη χαρούμενος,
ακριβώς γιατί
δηλώνει αυτοκατάφαση,
την οποία
γενικά την
λογαριάζω για
καταστροφική.
Ωστόσο εδώ ας
μου επιτραπεί
μια μικρή
κατάχρηση.
Είμαι
χαρούμενος που
για εξηνταπέντε
Κυριακές,
έγραφα αυτά
που πίστευα
δίχως την παραμικρή
λογοκρισία
στην ιστορικότερη
εφημερίδα της
Θεσσαλονίκης,
μιας πόλης που
τα τελευταία 20
χρόνια έχει
εξελιχτεί σε
προπύργιο του εθνοφασισμού,
– προκαλώντας,
μαζί με τις
ύβρεις και της
απειλές, την
συνεχή
διερώτηση «μα
πώς τα
δημοσιεύει
αυτά η Μακεδονία;».
Είμαι
χαρούμενος
που σταματάει
έτσι η συνεργασία
μου με την
εφημερίδα, με
αυτόν τον τρόπο:
έχω την
ικανοποίηση
πως πληρώνω
τις απόψεις
μου και
στερούμαι ένα
βήμα από όπου
θα μπορούσα να
εκφράζω
δημόσια τις
σκέψεις μου. Θα
μπορούσα να γράφω
πράγματα
ανώδυνα: για
μαγευτικές
ακρογιαλιές,
για βαθύσκια
δάση, για
γάργαρα νερά
ποταμών (πιστέψτε
με, όλα αυτά τα
λατρεύω). Μα τι
αξία θα είχε να
κρατώ ένα
δημόσιο βήμα
έκφρασης, άμα
είναι να μην
μπορώ να
μιλήσω για
κομμένες
γλώσσες και
κυνηγημένους
ανθρώπους; Και
τέλος: είμαι
δυο φορές
χαρούμενος
που το κρίσιμο,
το επίμαχο
κείμενο
τελειώνει με
την λέξη ζέλμπα... Θ.Τ.
– 12-8-2005. (Δημοσιεύτηκε
στις 14-8-2005 στην
ιστοσελίδα www.triaridis.gr.
Περιλαμβάνεται
στο βιβλίο
Σημειώσεις
για το τρεμάμενο
σώμα που
εκδόθηκε την
άνοιξη του 2006
στην σειρά «Αντιρρήσεις»
των εκδόσεων Τυπωθήτω.) |
|