Θανάσης Τριαρίδης

 

 

Η «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους

 

 

 

1

 

          Εδώ και αρκετές εβδομάδες αφιέρωσα μια σειρά επιφυλλίδων για  να καταγράψω το πώς, κατά τη γνώμη μου, οι θρησκείες χρησιμοποιούν τους ανθρώπινους μύθους και τους μετατρέπουν σε φριχτές «Μεγάλες Αλήθειες» που σκλαβώνουν και αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους. Ψάχνοντας μια αντιπρόταση στις θρησκείες, μοιραία κανείς αναλογίζεται την ελευθερία – εξάλλου με ετούτη τη λέξη ορίζουμε τον αντίποδα της σκλαβιάς. Μα η ελευθερία (: η δυνατότητα να υπάρχουμε δίχως αφέντες που προστατεύουν και προορίζουν τη ζωή μας) όσο προσπαθείς να την ζυγώσεις, μοιάζει με μαγική εικόνα - ή με τον ίσκιο της μυθικής Ευρυδίκης: για αιώνες η φιλοσοφία πασχίζει να την περιγράψει, να την καταστήσει κάτι χειροπιαστό, κάτι περισσότερο από ένα όνειρο, μια αυταπάτη, έναν θαμπό αντικατοπτρισμό που ωστόσο δίνει ένα νόημα στη ματαιότητά μας. Πιθανώς για αυτό να γοητεύει τόσο πολύ τους ανθρώπους – για τον ίδιο λόγο που τους τρομάζει: γιατί η ελευθερία είναι μια παρτίδα που πρέπει να ρισκάρουν αφήνοντας κατά μέρος βεβαιότητες, γιατί είναι ένα κομμάτι της τραγωδίας τους - δηλαδή είναι ένα κομμάτι της ζωής που έχουν να ζήσουν.

 

          Κι όμως: εδώ και διακόσια χρόνια, μια από τις χειρότερες στρεβλώσεις της ανθρώπινης ιστορίας, ο εθνικισμός, καπηλεύτηκε ετούτη τη μεταιχμιακή και διαρκώς αναζητούμενη ανθρώπινη ελευθερία και την έκανε πρόσχημα και σύνθημα σφαγών, μακελειού, μίσους και θανάτου. Συμβαίνει με όλες τις ωραίες λέξεις (και με όλους τους ωραίους μύθους): γίνονται εύκολα αφιόνι που μετατρέπει τους ανθρώπους σε δολοφόνους. Παρόμοια και η ελευθερία: ως λέξη διαστρεβλώθηκε, ως ιδέα βιάστηκε, έγινε πρόφαση για γενοκτονίες και ολοκαυτώματα, για ομαδικούς τάφους σφαγμένων, για μνημεία που δοξάζουν εγκλήματα και φονιάδες, για γιορτές και παρελάσεις μίσους. Κι αν οι θρησκείες αιματοκυλίζουν τους ανθρώπους για να τους κρατήσουν υποχείριά τους τα τελευταία χίλια εφτακόσια χρόνια, οι φονικοί εθνικισμοί ήρθαν στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα για να συμπληρώσουν το παμπάλαιο έργο των θρησκειών: για να ρημάξουν το σώμα και να σκλαβώσουν τον νου. Κι εκεί που οι θρησκείες βάζουν τη «Σωτηρία», οι εθνικισμοί βάζουν, δυστυχώς, την «Ελευθερία», έτσι με κεφαλαίο Εψιλον...

 

          Δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει διαπράξει εθνικιστικά εγκλήματα, που να μην έχει στα θεμέλια της εθνικής βιτρίνας (στο σκοτεινό υπόγειό της, έγραψα άλλοτε) της πτώματα αθώων. Φυσικά όλοι μιλούμε για τα εγκλήματα των άλλων – για τα δικά μας βυθιζόμαστε στη βολική σιωπή. Ίσως γι αυτό στέκομαι και ξαναστέκομαι (μονότονα επαναληπτικά) σε μια ιστορία που όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα την ξέρουμε μα δεν μιλάμε για αυτήν: είναι μια ιστορία φρίκης που για δυο αιώνες ένας ολόκληρος λαός πασχίζει (αλίμονο, εντελώς συνειδητά) να τη μετατρέψει σε «σελίδα δόξας» - ή έστω σε εφαρμογή κανόνων ιστορικής νομοτέλειας. Τα γεγονότα είναι γνωστά: στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, όπου έχουν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της Ηπειρωτικής Πελοποννήσου και μαζί τους 1500 ένοπλοι Αρβανίτες (ετούτοι οι τελευταίοι αποτελούν και την ουσιαστική άμυνα της πόλης). Η σφαγή που ακολουθεί είναι μία από τις μεγαλύτερες (πιθανώς η μεγαλύτερη) που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγιάζουν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένος βιάσανε, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, κάψανε, λιώσανε κεφάλια μωρών σε τοίχους – δηλαδή: κάνανε τα «ιερό χρέος τους» σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία). Ο, εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ δεν διστάζει να γράψει ότι «μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικάνα της σφαγής της Τριπολιτσάς».  Ο Έλληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη γλαφυρότερος μιλώντας για την σφαγή: «Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές... Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ινείπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Αλλά και ο ίδιος ηθικός αυτουργός της σφαγής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (αφού φρόντισε να διαφύγουν σώοι οι 1500 οπλισμένοι Αρβανίτες, με τους οποίους είχε κάνει συμφωνία – γεγονός που αποδεικνύει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του ασκεριού του, άρα το επιχείρημα περί του «ανήμπορου Κολοκοτρώνη να ελέγξει την δίκαιη εκδικητική ορμή των στρατιωτών του» πέφτει στο κενό) μιλάει στα Απομνημονεύματά του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνια (και εντυπωσιακή λακωνικότητα): «το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς...» (βλ. Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής, Απομνημονεύματα Κολοκοτρωναίων, Εκδόσεις Νάστου, τόμος 1, σελ. 112). Μετά από τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν: «Η φρενίτις εκείνη της φυλετικής εκδικήσεως δεν εγνώρισεν όρια. Έφτασε μέχρι των τάφων. Το τουρκικόν κοιμητήριον ανεσκάφη, και οστά και νεκροί ταφέντες προ ολίγου καιρού ερρίφθησαν εις τους δρόμους.» (Διονυσίου Κόκκινου Η Ελληνική Επαναστασις, Μέλισσα 1957, τόμος Γ΄, σελ. 318). Πολύ σύντομα τα έκθετα πτώματα των 32.000 σφαγμένων μαζί με τα ξεθαμμένα κουφάρια προκάλεσαν θανατηφόρα επιδημία που άπλωθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Κόκκινος, ο.π. σελ. 334). Για να αισθητοποιήσουμε τον αριθμό των σφαγμένων, θυμίζω: τα σκοτωμένα παιδιά του σχολείου στο Μπεσλάν ήταν 350, οι νεκροί της 11ης  Σεπτεμβρίου του 2001 περίπου 4.000, οι νεκροί της Σάμπρα και της Σατίλα 2.000, οι νεκροί της Σρεμπρένιτσα περίπου 8.000...

 

          Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν εξ αρχής αδιαμφισβήτητο γεγονός (για να το αρνηθεί κάποιος θα έπρεπε να βγάλει τρελούς όλους τους έλληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, μαζί του και τον Τερτσέτη): μοιραία ολάκερη η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία» (δηλαδή, η «ελληνική» εκδοχή της αλήθειας) επιχείρησε να βρει ηθική υπόσταση στη σφαγή (!) αποδίδοντας την στη «δίκαιη αγανάκτηση των Ελλήνων για τα 400 χρόνια της σκλαβιάς», υποσημειώνοντας  πως «όλα δείχνουν ότι οι νεκροί δεν ήταν 32.000 αλλά μέχρι  12.000», θαρρείς και 12.000 νεκροί είναι ένα «νόμιμο» νούμερο σφαγμένων αμάχων (ο θλιβερός αυτός ισχυρισμός αυτός έχει την ακόμη θλιβερότερη συνέχεια ότι ο «Γέρος» είχε ξεμωραθεί ελαφρώς όταν υπαγόρευε στον Τερτσέτη). Γενικό συμπέρασμα όλων αυτών: ναι μεν η σφαγή έγινε, αλλά ούτε ο Κολοκοτρώνης έφταιγε, διότι ήταν «ανήμπορος να ελέγξει το δίκαιο μένος του στρατού του, μόλο που το προσπάθησε», ούτε το ασκέρι των σφαγιαστών έφταιγε, διότι «είχε στην πλάτη του τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς»... Ποιος έφταιγε, λοιπόν: αλίμονο, κατά την κυρίαρχη εκδοχή του εθνοφασισμού έφταιγαν οι ίδιοι οι σφαγμένοι, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα βρέφη, διότι ήσαν «μιαρά σκυλιά»...

 

          Φυσικά όλα αυτά είναι χονδροϊδέστατα ψέματα τα οποία (κι αυτό είναι το χειρότερο) πέρασαν στο θυμικό της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός ολόκληρου λαού, στην  εκπαίδευση και στη λογοτεχνία, στην καθημερινή ρητορική μας. Ένα από τα χαρακτηριστικά του εθνοφασισμού είναι η λατρεία του απόλυτου παραλόγου: όλοι ξέρουμε πως η σφαγή των 32.000 αμάχων Τούρκων και Εβραίων έγινε με συνειδητή απόφαση του Κολοκοτρώνη – πολλοί φιλέλληνες (ενδεικτικά αναφέρω τον Σάμουελ Χάου) πιστοποιούν αυτό που οι ελληνικές ιστορίες συνήθως αποκρύπτουν: την υφαρπαγή και το διαγούμισμα των περιουσιών των Τούρκων από μέρους όλων των Ελλήνων αρχηγών: του Κολοκοτρώνη, του Πετρόμπεη, του Γιατράκου ή ακόμη και της Μπουμπουλίνας (η οποία, κατά μία εκδοχή μπήκε μέσα στην πολιορκημένη πόλη για να μαζέψει τα κοσμήματα από τις πλοπύσιες Τουρκάλες τάζοντας τους απατηλές υποσχέσεις σωτηρίας). Ωστόσο η υφαρπαγή και το διαγούμισμα των τουρκικών περιουσιών, ήταν εφικτά (πιθανώς και αποδοτικότερα) και χωρίς την σφαγή των 32.000 – έτσι το ερώτημα τού γιατί αποφασίστηκε μια σφαγή (η οποία μάλιστα κινδύνευε να αμαυρώσει οριστικά την εικόνα των Ελλήνων στο εξωτερικό) παραμένει ανοιχτό.

 

          Δυστυχώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής – και εξαιρετικά πικρή: ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνον αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια». Αυτή η «επικράτεια» δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Πελοπόννησο: από την άνοιξη του 1821 οι ένοπλες ομάδες των εξεγρεμένων Ελλήνων αρχίζουν κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων (ενδεικτικά αναφέρω: Πάτρα, Καλαμάτα, Ναβαρίνο, Μονεμβασία, Ακροκόρινθο). Μοιραία, ιδίως μετά τις νίκες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι και στα Βέρβαινα, ο έντρομος τούρκικος και εβραϊκός πληθυσμός της Πελλοπονήσου είχε καταφύγει κατά πρώτο λόγο στην Τριπολιτσά και στα λιμάνια του Ναυπλίου και της Μεθώνης κατά δεύτερο. Ως εκ τούτου, μια καθολική σφαγή στην Τριπολιτσά (την οποία επί της ουσίας δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι γερλίσιοι Τούρκοι – δηλαδή: οι Τούρκοι που για αιώνες ζούσαν στην Πελοπόννησο) θα προκαλούσε την άμεση φυγή όσων είχαν συγκεντρωθεί σε Ναύπλιο και Μεθώνη - άρα η Πελοπόννησος θα γινόταν «ελληνική επικράτεια» μέσα σε λίγες μέρες. Το υπόλοιπα ήταν ευκολότερα: το ασκέρι των Ελλήνων μπήκε ασύδοτο στην Τριπολιτσά για να κόψει και να σκοτώσει – και σταμάτησε μονάχα όταν έσφαξε όλους τους ανθρώπους και όλα τα ζώα στρώνοντας το κατα Φιλήμανα πτωματόστρωτο... Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζει τον εαυτό του στα «Απομνημονεύματα» να μην κάνει επί τρεις μέρες την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει τη σφαγή (ούτε καν μια υποκριτική, έστω, επίκκληση πριν ή κατά τη διάρκεια της σφαγής) - κι όταν τελειώνει το μακελειό, μονάχα τότε μπαίνει στην Τριπολιτσά (περνώντας καβαλάρης πάνω απότο πτωματόστρωτο) για να σταθεί νικητής στον πλάτανο της πλατείας. Μα πώς ονομάζεται αυτό; «Άλωση», «Πτώση», «Απελευθέρωση», όπως μας έμαθαν στα σχολεία μας; Όχι· ονομαζεται σφαγή και εθνοκάθαρση.

 

          Ανοίγουμε τα λεξικά: «Εθνοκάθαρση, η· η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή/και ο μαζικός αφανισμός τους, η εξόντωσή τους». Ας μην παίζουμε με τις λέξεις: αυτό που έγινε στην Τριπολιτσά εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1821 είναι ο απόλυτος ορισμός της εθνοκάθαρσης. Διόλου μη αναμενόμενο: η προσχώρηση των ανθρώπων στον εθνικισμό δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιστορία διαρκών εθνοκαθάρσεων – που με την σειρά τους γεννούν εθνοκαθάρσεις. Δεν είναι τυχαίο πως μετά από την Τριπολιτσά, η εθνοκάθαρση έγινε η κυρίαρχη βαλκανική πρακτική (ας πούμε: τι πήγε να εφαρμόσει ο Ιμπραήμ της Αιγύπτου και πάλι στην Πελοπόνησσο, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τούτη τη φορά επί των Ελλήνων;). Αρκεί κανείς να διαλέξει μια τυχαία περίοδο, ας πούμε τα χρόνια 1912-1922 και να αναλογιστεί τι έγινε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία (ας πούμε, το πώς «εκκαθάρισαν» -διάβαζε: σφάγιασαν- οι Τούρκοι διαδοχικά Αρμενίους, Ποντίους και Μικρασιάτες Έλληνες, ή το πώς επιχείρησαν να «εκκαθαρίσουν» οι Έλληνες τους Μικρασιάτες Τούρκους την τριετία 1919-1922), για να διαπιστώσει το πλέγμα της φρίκης: κάθε φενακισμένη «εθνική γιορτή», κάθε τρομερή «παρέλαση», κάθε απαίσια «επέτειος νίκης» του ενός «έθνους» σημαίνει την καταστροφή, την εθνοκάθαρση, τον χαλασμό ενός λαού – μια αλλόκοτη τραγωδία αιώνων που κρατά γερά μέχρι σήμερα...  

 

          Συχνά γυρίζουμε στην ποίηση για να σκεφτούμε τις λέξεις: ο Σεφέρης στην «Ελένη» μιλά για τον παλιό δόλο των θεών. Ωστόσο -το έχω γράψει κι άλλη φορά- για μένα τουλάχιστον δεν υπάρχει κανένας δόλος των θεών – υπάρχουν αποφάσεις και επιλογές των ανθρώπων. Δυστυχώς εμείς είμαστε που επιλέγουμε και αποφασίζουμε την προσχώρησή μας στο εθνικιστικό μίσος. Κι έχουμε να το σκεφτούμε: ποιος διανοητικός μηχανισμός μας οδηγεί σε τόσην απανθρωπιά;

 

 

 

2

 

          Μιλούσα στην προηγούμενη επιφυλλίδα για την σφαγή της Τριπολιτσάς εκείνου του μακρινού (ή όχι και τόσο μακρινού) Σεπτεμβρίου του 1821 και επέμενα πως είμαστε εμείς (οι άνθρωποι και όχι κάποια υπερουράνια δύναμη) που επιλέγουμε την προσχώρηση μας στην απανθρωπιά.  Ωστόσο κάθε φορά που μιλάω για την Τριπολιτσά βλέπω πως τα αντανακλαστικά της πλειοψηφίας των αναγνωστών αγνοούν την όποια διερώτηση και πρσφεύγουν στην εθιμοτυπική επαναληπτικότητα: κάθε φορά ο ίδιος σχετικός συνωστισμός από mail, ανώνυμα και επώνυμα, με διάφορες διαβαθμίσεις ύβρεων - και στα διάφορα φόρουμ του Ίντερνετ όλο και συχνότερα κυκλοφορούν διάφορες ανώνυμες επικηρύξεις που ζητούν «να κρεμαστώ επί εσχάτη προδοσία». Κάποιοι (περισσότερο επιεικείς, είναι η αλήθεια) επιμένουν πως πρέπει «να μου κοπεί η γλώσσα από τη ρίζα» καθώς η δυνατότητα μου να μιλάω οφείλεται ακριβώς σε τούτη τη σφαγή που επικρίνω· και κάμποσοι με καλούν να αφήσω την Τριπολιτσά και να γράψω για την σφαγή στην Χίο – «αν τολμάω», όπως σημειώνουν...

 

          Όλες αυτές οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες – και ταυτόχρονα δηλωτικές του παραλόγου που δοξάζει ο εθνικισμός. Μεγαλώσαμε μέσα στον εθνοφασισμό: σε ένα σύστημα μιας ιδιότυπα απόλυτης κατοχής της κοσμολογικής «αλήθειας», όπου η γλώσσα μας παραμένει στο στόμα μας μονάχα για να συμφωνήσουμε – ειδάλλως κόβεται από τη ρίζα. Μεγαλώσαμε σε μια χώρα που για αιώνες προέταξε ως ύψιστη συλλογική αξία τη σφυρηλάτηση ενός νόθου «εμείς» που στηρίζεται στο «καθαρό αίμα» μας, στα «ιερά μας κόκαλα», στην «Ελευθερία» μας που συνδυασμένη με τη «Δικαιοσύνη» μας θα πετσοκόψει τους «κακούς εχθρούς» μας. Φυσικά και όλα αυτά δεν είναι μονάχα ελληνικά άνθη: ήδη ο πρώτος εθνικός ύμνος της ιστορίας, η φορτισμένη με λογής ρομαντικούς θρύλους τάχα «απελευθερώτρια» γαλλική «Μασσαλιώτιδα», μιλάει καθάρα από το 1792 για «το βρωμερό αίμα των εχθρών που έρχονται να μας σφάξουν». Ξέρω πως δεν καταλάβουν και πολλά πράγματα όσοι με βρίζουν, ωστόσο θα το πω: μιλώ και θα μιλώ για την Τριπολιτσά γιατί θέλω να μιλώ για τη Χίο, για το Άουσβιτς, για τη Χιροσίμα – και το αντίστροφο. Μιλώ και θα μιλώ για την Τριπολιτσά, γιατί σκέφτομαι πως η σιωπή είναι συνενοχή – και η συνειδητή σιωπή για έστω κι έναν σφαγμένο άμαχο, είναι η σιωπή για όλους τους αδικοσφαγμένους της ιστορίας. Κι ακόμη, μιλώ για την Τριπολιτσά (η φράση έχει και στόμφο και καμποση μελοδραματική ρητορεία μα την πιστεύω), γιατί κάθε σφαγή αμάχων είναι μια επικείμενη σφαγή των παιδιών μας.

 

          Εν μέσω όλων αυτών, δέχομαι και κάπως ευπρεπέστερες επιστολές και μηνύματα που με ρωτούν: «δηλαδή, κατά τη γνώμη σου, δεν έπρεπε να γίνει η Ελληνική Επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία; Έπρεπε να παραμείνουμε για πάντα σκλάβοι στους Τούρκους;». Το ερώτημα είναι απλοϊκά ανιστόρητο και δείχνει το πώς ονομάζουμε «ιστορία» την παπαγαλία συνθημάτων – στο τέλος ετούτης της παπαγαλίας υπάρχει και η ταμπέλα του προδότη ή του δειλού:  όποιος δεν αποδέχεται τη σφαγή αμάχων και θεωρεί τα εθνικά κράτη μορφώματα μίσους είναι «είτε πράκτορας, είτε γεννημένος σκλάβος». (Το ανατριχιαστικό με το «γεννημένος σκλάβος» δεν είναι αυτή καθευατόν η κατηγορία· είναι το ό,τι αυτοί που την απευθύνουν λογαριάζουν τους εαυτούς ως «ελεύθερους».)

 

          Ωστόσο απαντώ – με την ελπίδα πως, έστω κι έτσι, ίσως μπορούμε να προχωρήσουμε στην διερώτηση ετούτου του κειμένου. Πρώτον: σαφώς και έπρεπε να γίνει η επανάσταση του λαού ενάντια στους δυνάστες Τούρκους διοικητικούς και Έλληνες κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι με την συνεργασία του κλήρου δυνάστευαν τους κολίγους τους. Και στα Βαλκάνια των μεικτών πληθυσμών του 1821 ο μόνος πραγματικός στόχος μιας λαϊκής επανάστασης ήταν να ξεσκλαβώσει τους ανθρώπους από τον οθωμανικό ζυγό μέσα από μια Βαλκανική Συνομοσπονδία με βασικό άξονα το ανεξίθρησκο καθεστώς σεβασμού διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών - κι όχι να κάνει εθνοκαθάρσεις για να δημιουργήσει το έρεισμα ενός ακραιφνούς εθνικού κράτους με προαιώνια εκίννηση και ουράνια αποστολή - και με όλα τα αντανακλαστικά δεινά που θα γεννούσε σε ολόκληρη τη Βαλκανική κάτι τέτοιο. Δυστυχώς τα Βαλκάβνια παραδόθηκαν στον εθνικισμό· και και κάθε εθνικό κράτος στο βάθος του τούνελ του υπόσχεται σκλαβιά και θάνατο: οι «πατριώτες» μιλούν για «Ελευθερία» μα λησμονούν πως τα Βαλκάνια για δυο αιώνες αιματοκυλίζονται και λεηλατούνται από εθνικά κράτη που διεκδικούν «ζωτικούς χώρους», «αρχαίες κοιτίδες» και «παμπάλαιο αίμα που ζητάει εκδίκηση»…

 

          Δεύτερον: καμία επανάσταση δεν νομιμοποιεί τη σφαγή αμάχων, μήτε και νομιμοποιεί εθνοκαθάρσεις όπως αυτή που έγινε στην Πελοπόννησο το 1821. Κι όποιος προσπαθεί να διαβάσει την ιστορία πέρα από τα σχολικά βιβλία (γραμμένα από υπαλλήλους εν υπηρεσία) ή από μορφώματα «για κάθε σπίτι» όπως αυτό της Εκδοτικής Αθηνών, θα διαπιστώσει ότι η σφαγή της Τριπολιτσάς και η εθνοκάθαρση της Πελοπονήσου από Τούρκους και Εβραίους δεν θεμελίωσε την ελληνική ανεξαρτησία, όπως πασχίζουν να αποδείξουν οι «πατριώτες ιστορικοί» – τουναντίον κινδύνεψε να την ακυρώσει εν τη γενέσει της. Οι «πατριώτες ιστορικοί» ξεχνούν πως την ανεξαρτησία στην Ελλάδα την αποφάσισαν οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, μέσα από ένα σύνθεμα διαμόρφωσης συγκεκριμένων συμφερόντων και πολύπλευρης πίεσης, πίεσης που δημιούργησαν (πρωτίστως) η συνειδητοποίηση της αδυναμίας της Πύλης να ελέγξει ικανοποιητικά την ανατολική Μεσόγειο και συνεπακόλουθα η ανάγκη δημιουργίας ενός απολύτως εξαρτημένου προτεκτοράτου στην ανατολική Μεσόγειο, η εθνοκάθαρση που επιχειρούσε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (η οποία θα δημιουργούσε μια υπερενισχυμένη Αίγυπτο), σε συνδιασμό με διάφορα γεγονότα που επέδρασαν στα φιλελληνικά συναισθήματα διπλωματικών κύκλων (η σφαγή της Χίου, ο θάνατος του Μπάιρον, η πτώση του Μεσολογγίου). Οι «πατριώτες ιστορικοί» σφυρίζουν αδιάφορα όταν πρέπει να πουν πως τον καιρό της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, η επανάσταση είχε σβήσει ολοκληρωτικά – από το 1826 στην Ελλάδα δεν πολεμούσε κανένας μήτε τους Τούρκους, μήτε τον Ιμπραήμ...

 

          Η συνταγή είναι γνωστή (και δοκιμασμένη) από παλιά: όσο μεγαλύτερο είναι ένα ψέμα, τόσο πιο πιστευτό γίνεται. Ο κυρίαρχος εθνικισμός από την πρώτη στιγμή εστίασε την προσπάθειά του στο να πείσει την πλειοψηφία και κυρίως να καταγράψει στις επίσημες ιστορίες το ότι οι «πανάρχαιοι Έλληνες «ελευθερώθηκαν με δικές τους δυνάμεις αφού έδιωξαν τους εισβολείς Τούρκους». Στο κέντρο αυτής της γελοίας κατασκευής η σφαγή των αμάχων της Τριπολιτσάς κατέχει δεσπόζουσα θέση, καθώς λογαριάζεται κάτι σαν ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, «ιστορική θεραπεία» (!) του 1453 και σίγουρα η «αφετηρία» της ελληνικής ελευθερίας. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία για αυτό: η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν ένα υπέροχο εργαλείο μίσους για τον εθνικισμό καθώς για τα επόμενα εκατό χρόνια θα βάθαινε το μίσος ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, θα έφερνε νερό στον μύλο του Τούρκικου εθνικισμού και θα απέκλειε την δυνατότρητα μεικτών κρατών – τον αιώνιο φόβο των εθνικισμών. Έτσι, συντονισμένος με το κλίμα αυτό, ο Κολοκοτρώνης, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη σφαγή, δεν ντρέπεται διόλου να πει καθαρά, προς όλες τις κατευθύνσεις, τι έγινε και πώς έγινε – ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως σφάζοντας αμάχους «ελευθέρωσε» την Ελλάδα. Το ιδεολόγημα του μίσους ήταν ήδη ενεργό: η «εθνικώς καθαρή» νεότερη Ελλάδα «απελευθερώθηκε με τις δικές της δυνάμεις» αφού προηγουμένως καθάρισε τα «άγια χώματά της» από τους «μιαρούς σκύλους».

 

          Ο χαρακτηρισμούς των σφαγμένων αμάχων της Τριπολιτσάς ως «μιαρών σκύλων» γίνεται και σε ένα πολύστροφο ποίημα πρωτοφανούς εθνικιστικού μίσους που γράφτηκε το 1823, όπου αφιερώνεται περίπου στο ένα τέταρτο του για να περιγράψει την πτώση της «άθλιας Τριπολιτσάς» μηδενίζοντας τα θύματα και δοξάζοντας τους σφαγιαστές. Το ποίημα αυτό ονομάζεται, αλίμονο, Ύμνος εις την Ελευθερίαν και ο συγγραφέας του είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ελληνικής γλώσσας. Για χρόνια το διαβάζουμε και καμωνόμαστε πως δεν καλοκαταλάβαμε τι λέει.

 

          Μιλάει για μια απαίσια και στρεβλωμένη «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους...

 

 

 

3

 

          Ο Υμνος εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Κόμη Σολωμού λέγεται πως γράφτηκε μέσα σε ένα μήνα (τον Μάιο του 1823) μετά από παρότρυνση του Σπυρίδωνα Τρικούπη και δημοσιεύτηκε το 1824. Οι δυο πρώτες στροφές αυτού του Ύμνου εγιναν ο «εθνικός ύμνος» του ελληνικού κράτους – τις ξέρουμε όλοι. Σαφώς λιγότεροι έχουμε διαβάσει τις υπόλοιπες 156 στροφές όπου περιγράφονται διάφορα περιστατικά της Ελληνικής Επανάστασης – και όπου κατά καιρούς επαναλαμβάνεται η εμβληματική 2η στροφή «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη...» - σε καθαρά ποιητικό επίπεδο μια από τις πιο μεγάλες μεταφορές που έγιναν ποτέ.. Για εκατόν ογδόντα χρόνια διαβάζουμε το ποίημα: στις 39 κεντρικές στροφές του (35-73) περιγράφεται η σφαγή της «αθλίας Τριπολιτσάς». Μα τι διαβάζουμε, λοιπόν; - η «Ελευθερία» που είναι «βγαλμένη από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά» τώρα απαιτεί την σφαγή των «μιαρών σκυλιών», των αμάχων γυναικών, παιδιών και αντρών της Τριπολιτσάς. Αλλιώς: διαβάζουμε ένα κείμενο όπου δοξολογείται η σφαγή αμάχων, όπου το αίμα είναι φύρα και η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι ύμνος στην ελευθερία – κάτι τέτοιο είναι  ένας ύμνος στους δολοφόνους...

 

          Παρένθεση (σχεδόν επιβεβλημένη): έχω γράψει πολλές φορές πως ο Σολωμός είναι ένας από τους πιο μεγάλους ποιητές της Ευρώπης – πιθανώς ο πιο μεγάλος του ρομαντισμού. Επίσης γνωρίζω (σωστότερα: υποψιάζομαι) τι οφείλει στον Σολωμό η γλώσσα την οποία μιλώ και στην οποία γράφω – ίσως για αυτό είναι ακόμη πιο αντιφατικό να διαβάζεις από την πένα του ένα ποίημα όπου δοξολογούνται σφαγείς αμάχων. Τέλος γνωρίζω πως τις δύο πρώτες στροφές του σολωμικού ύμνου τις τραγούδησαν πραγματικοί ήρωες μπροστά στα αποσπάσματα των φασιστών (ένα μονάχα παράδειγμα, για το οποίο έχω γράψει κι άλλοτε: αυτό που τραγούδησαν οι διακόσιοι της Καισαριανής εκείνη την Πρωτομαγιά του 1944, ή αυτό που τραγούδησαν οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου το βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 1973 ήταν αναμφίβολα κάτι περά από έναν εθνοφασιστικό ύμνο). Ωστόσο, η άρνηση του εθνικισμού ως μηχανισμού απανθρωπιάς προϋποθέτει αποδόμηση στερεοτύπων που συγκροτούν το εγώ ή το εμείς μας: δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο Ύμνος του Σολωμού είναι ένα κομμάτι από την ζωή μας – μα, δυστυχώς, είναι και το έμβλημα του εθνοφασισμού μας.

 

          Ας δούμε, λοιπόν, τι λέγεται και τι σημαίνεται σε εκείνες τις κρίσιμες στροφές, από την 35η  μέχρι και την 73η (αντιγράφω από την έκδοση και την ορθογραφία του Λίνου Πολίτη, Ίκαρος 1986):

 

          Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει

          Της αθλίας Τριπολιτσάς·

          Τώρα τρόμου αστροπελέκι

          Να τις ρίψεις πιθυμάς. (στροφή 35η)

 

          Από την πρώτη στροφή του επισοδείου είναι καθαρό τι πρέπει να συμβεί στην «άθλια» Τριπολιτσά: δυστυχώς το «αστροπελέκι τρόμου» θα είναι μονάχα η αρχή. Πολύ γρήγορα ο ποιητής του Ύμνου απευθύνεται στους μύριους άντρες, γυναίκες και παιδιά της Τριπολιτσάς:

 

          Λίγα μάτια, λίγα στόματα

          Θα σας μείνουνε ανοιχτά

          Για να κλαύσετε τα σώματα

          Που θε νάβρη η συμφορά. (στροφή 38η)

 

          Σύμφωνα με τον ποιητή, η πρώτη «μάχη» δίνετια στο φως της ημέρας όπου «λάμπει, κόφτει το σπαθί» των Ελλήνων (στροφή 39η) ενώ οι εχθροί φεύγοντες δειλιούν και κλείνονται στο κάστρο. Η νύχτα πέφτει – μα η «μάχη» αρχίζει πάλι (στην πραγματικότητα δεν υπήρξε μάχη – υπήρξε αποκλεισμός και πείνα):

 

          Α! Τι νύχτα ήταν εκείνη

          Που την τρέμει ο λογισμός

          Άλλος ύπνος δεν θα γίνει

          Πάρεξ θάνατου πικρός. (στροφή 45η)

 

          Ακολουθεί μια σκηνή εκπληκτικής ποιητικής δύναμης – κι είναι εξαιρετικά πικρό και παράλογο να διαβάζεις τόσο μεγάλη ποίηση να δοξολογεί τόσο βάναυσα μια ανθρωποσφαγή. Ενώ «ο άδης ακαρτέρεε τα σκυλιά» (σημειώνω: τα «σκυλιά» είναι οι προς σφαγήν άμαχοι της Τριπολιτσάς), έξαφνα από τη γη πετιούνται οι μαύροι ίσκιοι όσων (Ελλήνων βέβαια) «είναι άδικα σφαγμένοι από την τούρκικη οργή»

 

          Τ’ ακαρτέρε. – Εφαίνοντ’ ίσκιοι

          Αναρίθμιτοι γυμνοί,

          Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

          Βρέφη ακόμη στο βυζί. (στροφή 48η)

 

          Όλη μαύρη μυρμηγιάζει,

          Μαύρη η εντάφια συντροφιά,

          Σαν το ρούχο όπου σκεπάζει

          Τα κρεβάτια τα στερνά. (στροφή 49η)

 

          Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

          Επετιούντο από τη γη,

          Όσοι είναι άδικα σφαγμένοι

          Από τούρκικη οργή. (στροφή 50η)

 

          Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ: ο Σολωμός του 1823 προσπαθεί να αιτιολογήσει την επικείμενη σφαγή και προσφεύγει σε μια «οραματικής τάξεως» περιγραφή: οι ίσκιοι των Ελλήνων αδικοσφαγμένων ολόκληρης της ιστορίας πετιούνται μέσα από τη γη, προκειμένου να καταστήσουν τη σφαγή των αμάχων της Τριπολιτσάς «δίκαιη». Έχουμε εδώ, λοιπόν, μια αλλόκοτη μεταφυσική παρέμβαση από το υπερπέραν που «διψάει για εκδίκηση». Αν κανείς επιχειρούσε μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, θα έλεγε πως το σχήμα «κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφοι ακόμη στο βυζί» επιστρατεύεται ακριβώς γιατί αυτά ήταν κατά κύριο λόγο τα θύματα της Τριπολιτσάς – με αυτά θέλει να ρεφάρει τη σφαγή ο ποιητής του Ύμνου.

 

          Κι εδώ μια (ακόμη) παρένθεση: με τον ίδιο τρόπο που ο Σολωμός του 1823 επικαλείται τα φαντάσματα τα αδικοσφαγμένων για να δικαιολογήσει την σφαγή των σωμάτων, ο Κολοκοτρώνης του 1839 επικαλείται την εξίσου δραστική (ή και δραστικότερη) «θεωρία του πλάτανου». Και πάλι η αναφορά γίνεται στη δική του Διήγηση: ο ηθικός αυτουργός της σφαγής της Τριπολιτσάς αφού περίμενει επί τρεις μέρες να ολοκληρωθεί η «δουλειά» των σφαγιαστών, μπαίνει νικητής στην πόλη και κάθεται κάτω από τον ιστορικό πλάτανο της κεντρικής πλατείας όπου αναθυμάται πως εκεί έχουν κρεμαστεί τόσοι δικοί του – κι αυτό «μαλακώνει τη θλίψη του για τον χαμό των Τούρκων». Το κεντρικό επιχείρημα όλων των χασάπηδων της ιστορίας, η θεωρία της «ιστορικής ανταπόδωσης», όπου σφάζουμε βρέφη σήμερα για να πατσίσουμε μια αδικία του παρελθόντος, είναι ήδη, από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας  μια «εθνική βεβαιότητα»...

 

          Εξάλλου ξαναγυρνώντας στον Ύμνο του 1823 οι προθέσεις ετούτων των σολωμικών φαντασμάτων περιγράφονται σαφώς:

 

          Με τα μάτια τους γυρεύουν

          Όπου είν’ αίματα πηχτά,

          Και μες τα αίματα χορεύουν

          Με βρυχίσματα βραχνά, (στροφή 55η)

 

          Και χορεύοντας μανίζουν

          Εις τους Έλληνας κοντά

          Και τα στήθια τους εγγίζουν

          Με τα χέρια τα ψυχρά. (στροφή 56η)

 

          Πλέον η επικείμενη εθνοκάθαρση έχει νομιμοποιηθεί και από τα φαντάσματα. Δεν απομένει, κάπου στην 59η στροφή, να αρχίζει και η καθεαυτή σφαγή, που θα κρατήσει για δεκαπέντε στροφές:

 

          Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·

          Κάθε κτύπημα που εβγή

          Είναι κτύπημα θανάτου.

          Δίχως να δευτερωθεί. (στροφή 59η)

 

          Κοίτα χέρια απελπισμένα

          Πως θερίζουνε ζωές

          Χάμου πεφτουνε κομμενα

          Χέρια, πόδια, κεφαλιές, (στροφή 64η)

 

          Και παλάσκες και σπαθία

          Με ολοσκόρπιστα μυαλά,

          Και με ολόσχιστα κρανία

          Σωθικά λαχταριστά. (στροφή 65η)

 

          Κάποτε νιώθει κανείς πως ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής του Ύμνου δεν αντέχει την ίδια του την αφήγηση. Στην 66η στροφή έξαφνα ζητάει να πάψουν οι σκοτωμοί («Φτάνει· ως πότε οι σκοτωμοί;»). Γρήγορα ωστόσο επανέρχεται στο γνώριμο ρυθμό: οι σκοτωμοί θα πάψουν όταν θα αφανιστούν οι «σκύλοι» (όπου «σκύλοι» και «μιαροί» είναι οι σφαγιαζόμενοι άμαχοι).

 

          Ολιγότευαν οι σκύλοι,

          Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά·

          Και των Χριστιανών τα χείλη

          Φωτιά εφώναζαν, φωτιά. (στροφή 68η)

 

          Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,

          Πάντα εφώναζαν φωτιά,

          Και οι μιαροί κατασκορπιούντο

          Πάντα εσκούζωντας Αλλά. (στροφή 69η)

 

          Στον 72η στροφή επιχειρείται η έσχατη προσπάθεια μηδενισμού των σφαγμένων αμάχων – μηδενισμού της αξίας τους ως σώμα και ως μνήμη. Το αίμα τους που έχει γίνει σαν ποτάμι στην πεδιάδα, μιαίνει κατά κάποιο τρόπο το «αθώο χορτάρι που πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά». Προσοχή: η λέξη «αθώο» χρησιμοποιείται για το χόρτο, την ίδια ώρα που το αίμα 32.000 αμάχων είναι «ρυπαρό αίμα σκυλιών».

 

          Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

          Και κυλάει στη λαγκαδιά,

          Και το αθώο χόρτο πίνει

          Αίμα αντίς για τη δροσιά. (στροφή 72η)

 

          Η πτώση της «αθλίας Τριπολιτσάς» έχει ολοκληρωθεί. Η 74η στροφή που ακολουθεί μοιάζει με την αποθέωση του παραλόγου: το αίμα 32.000 σφαγμένων Τούρκων και Εβραίων το ήπιε το «αθώο χορτάρι», ωστόσο η Ελευθερία παραμένει «από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά». Για το γεγονός ότι επί 39 στροφές οι (έχοντες τα «ιερά κόκαλα») Έλληνες είναι αυτοί που σφάζουν, εκκωφαντική σιωπή...

 

          Ετούτες οι 39 (35-73) στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν είναι πραγματικά μια μοναδική περίπτωση στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπου ένας ποιητής αναλαμβάνει όχι μόνο να δικαιολογήσει αλλά να δοξολογήσει μια ανθρωποσφαγή αμάχων γυναικόπαιδων, θέτοντας την ποίησή του στην υπηρεσία των σφαγέων. Η λογική αντίδραση για τον ιταλόγλωσσο Σολωμό (που ήξερε καλά πως στην Ευρώπη του Διαφωτισμού δεν αρέσουν οι σφαγές αμάχων) θα ήταν να προσπεράσει τη σφαγή των αμάχων της Τριπολιτσάς – μπορούσε κάλλιστα να γεμίσει 39 στροφές με την σφαγή της Χίου και να «καθαρίσει» με όλα τα μελανά σημεία. Το ότι αποφάσισε να ενσωματώσει σε έναν ύμνο «εις την Ελευθερίαν» τη δοξολόγηση μιας σφαγής 32.000 ανθρώπων από μέρους των σφαγέων καταδεικνύει το πόσο θεμελιακή θεωρούσε (αυτός και πολλοί άλλοι) την εθνοκάθαρση της Πελοπονήσου για την ελληνική ανεξαρτησία. Επίσης καταδεικνύει πως ακόμη και για την καρμποναρική Ευρώπη του Διαφωτισμού οι αλλόθρησκοι ήσαν «μιαρά σκυλιά» που ακόμη και το αίμα τους «μιαίνει το αθώο χορτάρι». Τέλος τούτη η σολωμική επιμονή καταδεικνύει ότι η νεώτερη Ελλάδα έβαλε στα θεμέλια του νεότερου πολιτισμού τις πιο σκληροπυρηνικές εθνικιστικές και ρατσιστικές δοξασίες. Το νεό «Ελληνικό Έθνος» δομήθηκε με φαντασιώσεις μίσους και φρίκης: εφεξής «αστροπελέκια τρόμου» θα πέφταν απάνω στους εχθρούς του, τα σπαθιά των στρατιωτών του «λάμπουν-κόφτουν» όποιον βρεθεί μπροστά του, οι πρόγονοι σηκώνονται σαν ίσκιοι από τη γη και παραστέκουν σε κάθε σφαγή «σκύλων» (ελπίζω να μη χρειάζεται να ξαναθυμίσω ποιοι ονομάζονται «σκύλοι»).

 

          Συμπέρασμα: οι στροφές 35-73 του Ύμνου εις την Ελευθερίαν είναι ένα από τα πιο απάνθρωπα και πιο φριχτά ποιήματα της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Σαφώς και υπήρξαν ποιητές που υποστήριξαν διαφόρους δολοφόνους και λογής φασίστες: μα προσωπικά δεν έχω διαβάσει άλλον ποιητή τέτοιου μεγέθους να δοξολογεί μέσα στην ίδια του την ποίηση τη σφαγή αμάχων από ένοπλους σφαγιαστές. Να το πω αλλιώς: και ο Πάουντ και ο Χάμσουν και ο Σέλιν υποστήριξαν με θέρμη τους Ναζί – ωστόσο κανένας τους δεν δημοσίευσε ένα ποίημα ή πεζό που να δοξολογεί τα Ες Ες περιγράφωντας αναλυτικά το πώς έβαζαν τους Εβραίους στους θαλάμους αερίων. Κι ούτε μπορούμε καλά καλά να αναρωτηθούμε το πώς θα αισθανόμασταν αν ένας Γερμανός ποιητής αποκαλούσε «μιαρά σκυλιά» τους εκτελεσμένους των Καλαβρύτων ή τους Διακόσιους της Καισαριανής δοξολογώντας τους Ναζί που τους εκτέλεσαν. Οι στροφές 35-73 του Ύμνου εις την Ελευθερίαν αποτελούν ένα αδιανόητο ηθικό στίγμα: για τον Σολωμό, για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, για την ίδια την ποίηση, για όλους μας.

 

          Σαν από τραγική ειρωνεία της μοίρας ο Σολωμός από το τέλος της δεκαετίας του 1820 και μέχρι και το τέλος της ζωής του πέρασε στην αντίπερα πλευρά και καταπιάστηκε με ένα αλωνάκι αδικοσφαγμένων. Στους Ελευθερους Πολιορκημένους προσπαθεί να μιλήσει από τη μεριά ετούτων των σφαγιασμένων – αυτός ο ίδιος που στον Ύμνο δικαίωσε τους σφαγιαστές. Ήταν τόσο μεγάλος ποιητής που το κατάφερε: οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα ποιητικό όριο για ολόκληρη την λογοτεχνία όπου πράγματι η ψυχή ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της – δεν νομίζω πως εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια έχει γραφτεί τίποτε ανάλογο. Δεν πιστεύω πως στη ζωή μπορούμε να κρίνουμε τελεσίδικα ανθρώπους από ένα γραπτό τους που γράψαν στα εικοσιπέντε τους ή στα εβδομηνταπέντε τους χρόνια, υπό το κράτος οργής, αυταπάτης ή οποιασδήποτε άλλης συνθήκης ή να ρεφάρουμε «κακές» και «καλές» στιγμές τους. Ο Σολωμός κρίθηκε, κρίνεται και θα κρίνεται από το σύνολο του έργου του. Και αυτό το κείμενο δεν κρίνω τον Σολωμό: κρίνω τον Ύμνο, τις στροφές 35-73 και λέω πως είναι ένα ποίημα που δοξάζει μια ανθρωποσφαγή αμάχων, πως είναι ένα ποίημα που θρησκεύεται με το μίσος του, ένα κήρυγμα πρόδρομου όσο και θεμελιακού εθνοφασισμού.

 

          Κι εδώ (μια ακόμη) παρένθεση: Υπάρχουν κάμποσοι υποστηρικτές της άποψης πως στα 1821 η σφαγή αμάχων ήταν μια πρακτική ανεκτή, ηθικά επιτρεπτή ή εν πάση περιπτώσει ανήθικη μεν μα παραδεκτά αναμενόμενη, περίπου αυτονόητη.  Αυτή και μόνο η ύπαρξη των Ελεύθερων Πολιορκημένων (ή η ύπαρξη του πασίγνωστου πίνακα Η σφαγή της Χίου του Ευγένιου Ντελακρουά) ακυρώνει το (έμπλεο υποκριτικού ιστορισμού) επιχείρημά τους εν τη γενέση του. Εάν οι σφαγές αμάχων του καιρού εκείνου ήταν περίπου αυτονόητες, τότε γιατί ο πίνακας του Ντελακρουά στα 1824 αναστατώνει την Ευρώπη ολόκληρη και δημιουργεί έντονο φιλελληνικό κλίμα; Εάν η ανθρώπινη ζωή αξιολόγουνταν ως «απόλυτα ασήμαντη» μπροστά στους πολιτικο-στρατιωτικούς στόχους, τότε γιατί ο αφηγητής των Ελεύθερων Πολιορκημένων δεν έχει δει τόπον ενδοξότερο από το αλωνάκι του Μεσολογγίου; Μα δυστυχώς, όπως σε όλες τις περιπτώσεις του εθνοφασισμού, βασιλεύει το πυκνό και θολό παράλογο: οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου δοκιμάζονται από όλους τους πειρασμούς της ζωής, τον Απρίλη και τον Έρωτα που χορεύουν και γελάνε, την δοξασμένη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι – αλλά οι πολιορκημένοι της Τριπολιτσάς είναι μιαροί σκύλοι που πρέπει να δεχτούν ένα αστροπελέκι τρόμου μέχρι την «δίκαιη και δοξασμένη» σφαγή τους.

 

          Μπορεί κανείς να πει πως ο πρόδρομος εθνοφασισμός του Ύμνου εις την Ελευθερίαν αρχίζει από τη δεύτερη στροφή όπου με ευκολία λογαριάζει πως η «Ελευθερία» βγαίνει από τα «ιερά κοκκαλα των Ελλήνων» (ως εκ τούτου υπάρχουν και «μιαρά κόκκαλα των μη Ελλήνων - ας πούμε, των Τούρκων ή των Κινέζων), ως εκ τούτου η δοξολογία της σφαγής της Τριπολιτσάς είναι απολύτως αναμενόμενη. Επί της ουσίας συμφωνώ με αυτή τη σκέψη – ωστόσο μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Σολωμός σε εκείνη τη δεύτερη (και διαρκώς επαναλαμβανόμενη) στροφή αναφέρεται σε κόκκαλα αδικοσκοτωμένων (που είναι πάντοτε ιερά, είτε είναι Έλληνες, είτε οποιοιδήποτε άλλοι). Το ίδιο το ποίημα μας απαντά πως ετούτη η όποια σκέψη περί των ιερών αδικοσφαγμένων ανεξαρτήτως καταγωγής είναι μάταιος κόπος: ο Ύμνος λογαριάζει ιερούς μόνο τους αδικοσφαγμένους Έλληνες – οι αδικοσφαγμένοι Τούρκοι και Εβραίοι είναι «καύσιμη ύλη» στο όνομα της «Δικαιοσύνης». Κι όταν σφαγιάζονται, το αίμα τους «μιαίνει» αντί για δροσιά το αθώο χορτάρι».

 

          Οπότε απομένει να δούμε τι κάνουμε εμεις με όλα αυτά.

 

 

 

4

 

          Τι να κάνουμε: το ερώτημα είναι παλιό και απλό – συχνά μας προκαλεί τρόμο ιδίως όταν, πέρα από μπροσούρες και οδηγίες συλλογικής καθυποταγής, εξατομικεύεται στον καθένα μας: τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στον δομημένο εθνικισμό μας, απέναντι σε δύο αιώνες ψεμάτων, που διαμόρφωσαν την εκπαίδευσή μας, την οπτική με την οποία βλέπουμε την ιστορία, τη λογοτεχνία, ολόκληρο τον νεολληνικό πολιτισμό, τις παιδικές μας μνήμες. Το να αντισταθεί κανείς τον εθνικισμό προϋποθέτει το να μπορεί να αρνηθεί έναν κομμάτι από τον εαυτό του, από τη ζωή του και τους δομικούς μύθους της κοινωνίας του. Ας πούμε, μια απάντηση μπορεί να είναι εκείνο το εμβληματικό ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού: αντίσταση σε όλους και για όλα, παρελάσεις, προέδρους Εφετείων, φοβερές σημαίες των κρατών, διπλωματία, κρατική εκπαίδευση, φόρο, ως και σε μένα ακόμη που σας ιστορώ. Επίσης απάντηση μπορεί να είναι το να σκεφτόμαστε τον Όργουελ: δεν υπάρχουν ζώα περισσότερο ίσα από τα άλλα, μήτε και αίμα «δικών» μας (πχ. Ελλήνων του Μεσολογγίου) που αξίζει περισσότερο από το αίμα των «άλλων» (πχ. Τούρκων της Τριπολιτσάς). Τέλος απάντηση είναι να μην περιφρονούμε την ανθρώπινη ζωή, με λόγια και πράξεις, όσο μπορούμε. Κι ακόμη, να μην προσπερνούμε αδιαμαρτύρητα την κάθε περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή και κάθε εξαγγελία φρίκης – είτε την εκφράζει μια συμμορία έξαλλων Χρυσαυγιτών που υποδύονται τους «φιλάθλους», είτε την εκφράζει ένας πράγματι μοναδικός ποιητής που ωστόσο γράφει για «μιαρά βρέφη που μόλυναν με το αίμα τους το αθώο χορτάρι»...

 

          Να απαντήσουμε στις εξαγγελίες της φρίκης – σε αυτό το «Λίγα μάτια, λίγα στόματα / θα σας μείνουν ανοιχτά / για να κλαύσετε τα σώματα / που θε νάβρη η συμφορά». Δεν είναι διόλου εύκολο: έχουν επιστρατευτεί κάμποσες ακολουθίες επιχειρημάτων που νομιμοποιούν τη σφαγή αμάχων για χάρη μιας ολέθριας «Ζωτικής Ανάγκης» (στην Γερμανία του Χίτλερ οι λέξεις ήταν σχεδόν οι ίδιες: «Lebensraum» - δηλαδή «Ζωτικός Χώρος»). Μπορεί κανείς να ομαδοποιήσει αυτές τις ακολουθίες σε τρεις κατηγορίες: πρώτη από όλες στέκει η ωμή όσο και αποκρουστική θεωρία του «καταβληθέντος τιμήματος» - και δεύτερη, η επιστημονικοφανής θεωρία του «ιστορικού αναχρονισμού».  Η τρίτη δεν είναι δομημένη θεωρία, είναι η συγκατάβαση: ένα θολό, πηχτό ένστικτο που απλώνεται βάθια μέσα μας...

 

          Σαφώς η πιο ξεκάθαρη στην επιχειρηματολογία της είναι η θεωρία του «καταβληθέντος τιμήματος». Σύμφωνα με αυτήν οι σφαγμένοι άμαχοι της ιστορίας (της Τριπολιτσάς και ολόκληρου του κόσμου) εσφαγιάστηκαν νόμιμα και δίκαια εάν οι δολοφόνοι τους πίστευαν σε κάτι «Μεγάλο και Υψηλό». Οι σφαγμένοι άμαχοι λογαριάζονται ως το καταβληθέν τίμημα – κι όσοι διαμαρτύρονται λοιδορούνται ως «διεθνιστούληδες», «δήθεν ανθρωπιστές» που λησμονούν πως «η ιστορία γράφεται με αίμα και όχι με ωραία λόγια». Η θεωρία αυτή είναι η εκφράζει την θέση του καθαρού εθνοφασισμού, αυτού που θεωρεί τον εαυτό του ως αποκλειστικό εκφράζοντα το «Δίκαιο», άρα και νομιμοποιούμενο να σφάζει γυναικόπαιδα προκειμένου να υπερασπιστεί αυτό το «Δίκαιο» - το οποίο βέβαια είναι και «Μεγάλο» και «Υψηλό».  

 

          Είναι μια πραγματικά αποκρουσιστική ακολουθία επιχειρημάτων του εθνοφασισμού (στα οποία, διόλου συμπτωματικά, οι περισσότερες λέξεις αρχίζουν με κεφαλαίο)· την έχουμε ακούσει όλοι τόσες φορές στα σχολικά μας χρόνια, σε αφασικούς πανηγυρικούς, σε κούφια λόγια πολιτικών, σε λογίδρια και άρθρα πατριδοκαπήλων ή απλώς αλαλαζόντων δημοσιογράφων: «Στην Τριπολιτσά αποδείχτηκε ότι η Ελευθερία έχει το τίμημά της – και το τίμημα αυτό πάντοτε καταβάλλεται ποτισμένο με αίμα... Η Ελευθερία καθαγιάζει το φονικό... Η Ελευθερία κατακτιέται με βία, το Μεγάλο και το Υψηλό θέλει θυσίες... Η Ελευθερία είναι τρομερή, ολόλαμπρη, αμείλικτη, μανιασμένο θηρίο που διψά για αίμα... Η Ελευθερία είναι η Μητέρα της Ζωής που δικαιώνει τον θάνατο». Με άλλα λόγια: 32.000 σφαγμένοι άμαχοι, οι καμένες γυναίκες και τα πολτοποιημένα παιδιά, λογαριάζονται ως «τίμημα ελευθερίας». Οι σφαγείς τους είναι απόλυτα δικαιωμένοι, διότι τους έσφαξαν για κάτι που οι ίδιοι νόμιζαν πως είναι «Υψηλό». Με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ακολουθία επιχειρημάτων μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως οι Νεότουρκοι λογάριασαν για «τίμημα της ελευθερίας» τους ενάμιση εκατομμύριο σφαγμένους Αρμενίους, ή πως οι Ναζί προσδιόρισαν ως «τίμημα» της δικής τους «ελευθερίας» 6.000.000 εξοντωμένους Εβραίους. Τόσο καλά...

 

          Ως επιστέγασμα όλων αυτών των επιχειρημάτων έρχεται σχεδόν πάντοτε και η παράθεση της γνωστής φράση του Τζέφερσον: «Το δέντρο της ελευθερίας ποτίζεται με το αίμα πατριωτών και τυρράνων· είναι το φυσικό της λίπασμα». Η φράση είναι αυτή (που αδικεί τον κατά τα άλλα ουμανιστή Τζέφερσον) είναι ένας ακόμη κρίκος στην εθιμοτυπία της κτηνωδίας: όταν ο τελετουργικός φόνος αποκαλείται λίπασμα, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε είδους σφαγή. Έτσι οι ευάριθμοι υμνητές της Τριπολιτσάς (και κάθε άλλης σφαγής της ιστορίας) δοξολογούν ανθρώπους που δολοφόνησαν γυναικόπαιδα – και θεωρούν νόμιμο που το «δέντρο της ελευθερίας» του ποτίστηκε από αίμα αθώων σφαγμένων. Μα όταν λογαριάζουμε 32.000 αμάχους ως αναλώσιμη σάρκα στον «Υψηλό και Μεγάλο σκοπό μας», και με τόση δοξολογική βεβαιότητα μετατρέπουμε την σφαγή τους σε «δίκαιο» και «ηθική», τότε το Άουσβιτς (: η λογική του Άουσβιτς, η πρακτική του Άουσβιτς, η τελεολογία του Άουσβιτς) είναι κοντά μας, απελπιστικά οικεία, δική μας, πολύ πιο δική μας από όσο νομίζουμε...

 

          Δύο (τυχαία) δείγματα από τις αναρίθμητες δοξολογίες της σφαγής της Τριπολιτσάς  συνιστούν και οι ακόλουθες δηλώσιες. Η πρώτη έχει ως εξής: «Η Άλωση της Τριπολιτσάς είναι η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι της νεοελληνικής ιστορίας...». Και η δεύτερη: «Η Άλωση της Τριπολιτσάς είναι το Αγιο Δισκοπότηρο της ιστορίας μας από το οποίο μεταλαμβάνουμε και θα μεταλαμβάνουμε όλοι οι Έλληνες...».

 

          Τα δύο αυτά αποσπάσματα αποτελούν κατά λέξη απομαγνητοφώνηση δηλώσεων που έγιναν στην Αίθουσα της Παλαιάς Βουλής στις 22-9-2005 σε εκδήλωση για τα 184 χρόνια από την σφαγή της Τριπολιτσάς και αναμεταδόθηκαν από την κρατική Νέα Ελληνική Τηλεόραση την επόμενη ημέρα. Το πρώτο ανήκει σε έναν εν ενεργεία Υφυπουργό Πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας, το δεύτερο σε έναν πρώην Υπουργό Εργασίας τους ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φυσικά είναι σαφές πως ως εκλεγόμενοι στην Αρκαδία και οι δύο πολιτικοί άντρες διαγκωνίζονται για το ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον σε εθνοφασιστική βλακεία (ο Υπουργός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Δημήτρης Ρέππας ως εμπειρότερος στην ανοητολογία φαίνεται να κερδίζει τον Υφυπουργό της Ν.Δ. κ. Πέτρο Τατούλη). Μα το ολέθριο δεν αφορά τα δύο συγκεκριμένα πρόσωπα και τις δηλώσεις τους (που υπέπεσαν τυχαία στην αντίληψη του γράφοντως)· το ολέθριο είναι πως εδώ και 150 χρόνια κυριάρχησε στην χώρα μας μια τέτοια κουλτούρα θεσμοθετημένης δοξολογίας του φόνου, που το να αινείς την σφαγή της Τριπολιτσάς είναι πια λόγος τετριμένος, εθιμοτυπικός. Έτσι η πρωτοφανούς ανοησίας δήλωση του τέως Υπουργού αποκτά ένα αλλόκοτη διάσταση: όντως το «Άγιο Δισκοπότηρο του Έθνους» (και όλων των εθνών του κόσμου) είναι ο τελετουργικός φόνος, η σφαγή, ο φόβος και ο θάνατος.

 

          Το ότι οι δηλώσεις των δύο πολιτικών δεν είναι μια εξαίρεση αλλά ο καθολικός κανόνας της συλλογικής μας κατάφασης στην απανθρωπιά, πιστοποιείται και με μια απλή έρευνα (στα ηλεκτρονικά πια) αρχεία των εφημερίδων. Μόλις στις 25 Σεπτεμβρίου του 2005 ο (έχοντας θητεία έξι μηνών) Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επισκέπτεται την Τρίπολη και καταθέτει τα διαπιστευτήρια του στον θεμέλιο λίθο του εθνοφασισμού: «Είμαι ευτυχής γιατί είμαι εδώ σήμερα, μια ιστορική μέρα για ολόκληρο τον Ελληνισμό και το Εθνος. Το παράδειγμα των μαχητών της Τριπολιτσάς είναι συνεχώς επίκαιρο» (Ελευθεροτυπία, 26-9-2005). :Δυστυχώς η δειγματοληπτική αρχειακή έρευνα συχνά ανασύρει και περιπτώσεις πικρότερες από τον θεσμικό εθνοφασισμό ενός Προέδρου Δημοκρατίας: στις 24-9-2003 η εφημερίδα Ελευθεροτυπία «γιορτάζει» στην Τρίπολη το αφιερώμενο στην «Άλωση της Τριπολιτσάς» τεύχος του ενθέτου «Ιστορικά». Στην σχετική εκδήλωση διευθυντής της εφημερίδας Σεραφείμ Φυντανίδης δηλώνει πως είναι «η πιο συναρπαστική βραδιά από τις 16 που έχουμε ζήσει στις επισκέψεις μας στις πόλεις της Ελλάδας όπου έχουμε παρουσιάσει ειδικά αφιερώματα» - ενώ πλήθος ιστορικών μιλούν για την «σημαντικότητα της Άλωσης». Ο δήμαρχος Τρίπολης, Δημοσθένης Σωτηρόπουλος (με μια πρόταση σιδηρόδρομο) υπογραμμίζει ότι «αποτελεί καταξίωση της Τριπολιτσάς το γεγονός ότι μια μεγάλη εφημερίδα με πανελλήνια εμβέλεια και ακτινοβολία αφιερώνει ένα ειδικό ένθετό της στην Αλωση της Τριπολιτσάς, στο οποίο υπογράφουν τόσοι καταξιωμένοι επιστήμονες, οι οποίοι καταπιάνονται με την πιο σημαντική νίκη του Αγώνα της πρώτης επαναστατικής χρονιάς, που σηματοδότησε την υπόσταση του ελληνικού κράτους». Φυσικά οι εκπρόσωποι μητρόπολης και νομαρχίας απευθύνουν τον πρέποντα χαιρετισμό, ενώ η βραδιά κλείνει με πλήθος «τιμητικές πλακέτες» από μέρους του Δήμου: στους πρώην υπουργούς Κ. Λαλιώτη και Ι. Ζαφειρόπουλο, στους τότε βουλευτές Π. Τατούλη και Δ. Κωστόπουλο, στον Αρκάδα πρόεδρο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κ. Ανδρέα Κιντή, στην πρώην νομάρχη Αθηνών κ. Ελένη Μπεσμπέα και στους Σ. Φυντανίδη και Ι. Κοκόρη... (Ελευθεροτυπία, 24-9-2003 και 26-9-2005). Κάπως έτσι: για ακόμη μια φορά η σφαγή αμάχων γίνεται «νίκη» – και εφημερίδες, από τις οποίες κανείς θα περίμενε αντίσταση στην περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής (και οι οποίες, αν μη τι άλλο, επαγγέλονται αντίσταση σε θεσμοποιημένες βεβαιότητες) παραδίδονται, περίπου άνευ όρων, στην εθιμοτυπική δοξολογία του φόνου.

 

          Ωστόσο, πέρα από την ευθεία δικαιολόγηση των σφαγών αμάχων ως «όργανο δικαίου» υπάρχει και μία γκάμα επιχειρηματων νομιμοποίησης, δομημένων με όρους ιστορικής διαλεκτικής. Εξαιρετικά διαδεδομένη (και αρκετά επιστημονικοφανής) είναι, λόγου χάρη, η θεωρία του «ιστορικού αναχρονισμού» - οι υποστηρικτές της λένε περίπου τα ακόλουθα: «όσοι μεταφέρουν τις σημερινές τους δήθεν ευαισθησίες σε γεγονότα που έγιναν πριν από διακόσια χρόνια διαπράττουν έναν ηλίθιο και αφελή ιστορικό αναχρονισμό». Είναι το χρηστικότερο επιχείρημα του εθνοφασισμού, καθώς δεν χρειάζεται κανείς να πάρει σαφή θέση επί της ουσίας: ωστόσο για όσους το εκφέρουν οι σφαγμένοι της Τριπολιτσάς είναι «ιστορική ανάγκη», ενώ οι σφαγμένοι της Χίου είναι ιερά θύματα – ή το αντίστροφο, ανάλογα με το σε ποια μεριά του Αιγαίου έχουν μεγαλώσει. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν με τα ζοφερότερα λόγια για την κτηνωδία των Σταυροφόρων που μπήκαν στην Κωνσταντινούπουλη το 1204 (τότε ο «ιστορικός αναχρονισμός» τους πάει περίπατο – ωστόσο επανέρχεται δριμύτερος όταν πρέπει να δικαιολογήσουν την κτηνωδία του Βουλγαροκτόνου στο Κλειδί). Επί της ουσίας, η θεωρία του «ιστορικού αναχρονισμού» προτείνει τον απόλυτο παραλογισμό (γι αυτό και χρησιμοποιείται μόνο επιλεκτικά). Αν επιχειρήσουμε τη λογική αποδοχή της, θα φτάσουμε στο ακόλουθο τερατώδες συμπέρασμα: κάθε τετελεσμένο γεγονός είναι δικαιολογημένο ακριβώς γιατί τελέστηκε, γιατί αποτελεί μέρος της ιστορικής διαδοχής – ως εκ τούτου η κριτική μας σε οποιαδήποτε εκατόμβη της ιστορίας (είτε είναι η σφαγή των Μηλίων και συνέβη πριν από δυομιση χιλιάδες χρόνια, είτε είναι η βόμβα της Χιροσίμα και συνέβη το 1945) είναι εκ των προτέρων άκυρη. Το σχήμα πάει τρενάκι: άκυρη η κριτική μας, άρα άκυρη η όποια μνήμη μας επί των γεγονότων, άρα άκυρη και η ίδια η ιστορία – εν τω μεταξύ το «αθώο χορτάρι πίνει το αίμα»...

 

          Υπάρχει, βέβαια, και μια ακόμη αποδοχή του εθνοφασισμού, θολή και βουβή, ριζωμένη στο υποσυνείδητο και (για αυτό) πολύ καθολικότερη: είναι η συγκατάβαση, ετούτο το τρομερό «ναι-εγινε-μα-τι να-κάνουμε». Ο Αλμπέρ Καμί στα Γράμματα σε έναν Γερμανό φίλο, γράφει: Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μας: δεχτήκατε με συγκατάβαση την απελπσία. Μίλησα πριν για το Άουσβιτς: αλίμονο, γύρω από τα στρατόπεδα που καίγονταν άνθρωποι, κάποιοι άλλοι άνθρωποι σηκώνονταν το πρωί, πήγαιναν στις δουλειές τους, έτρωγαν για βράδυ, έκαναν έρωτα, έπεφταν για ύπνο. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν την βεβαιότητα πως ήταν αθώοι, επί της ουσίας όμως δέχονταν την απελπισία με την ακόλουθη συγκατάβαση: «οι καμινάδες καπνίζουν-εμείς δεν ξέρουμε-έτσι είναι η ζωή». Παρόμοια κι εμείς επιστρατεύουμε τη συγκατάβαση για να μπαλώσουμε την παλιά φρίκη: «εντάξει μωρέ και με την Τριπολιτσά», λέμε, «ένας πόλεμος ήταν πριν από διακόσια χρόνια, έγιναν και μερικές αγριότητες, μερικά έκτροπα, τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή». Όχι, δεν είναι έτσι η ζωή· έτσι είναι η συνενοχή.

 

          Συχνά γυρνούμε στην ποίηση, όχι για να διαβάσουμε δοξολογίες σφαγών μα για να (ξανα)σκεφτούμε τις λέξεις. Θυμάμαι τον στίχο του Ελύτη: θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται. Σε όσους τον έχουμε διαβάσει (σε όσους γνωρίζω εγώ τουλάχιστον) ο στίχος αυτός ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία, όχι τόσο για αυτό που λέει, όσο για την απόφαση με την οποία το λέει: ναι, θάλασσα λανθασμένη δεν γίνεται – και καμία εξουσία, καμία ισχύς, καμία δύναμη δεν μπορεί να μας επιβάλει το αντίθετο. Ωστόσο, θαρρώ πως είναι καιρός να πάρουμε κι άλλες αποφάσεις, πιθανώς λιγότερο ποιητικά διφορούμενες, και σίγουρα περισσότερο πεζές όσο και πικρές, σημαντικές ωστόσο για να μην γερνούμε με χαλασμένες λέξεις και φενακισμένες διακηρύξεις, ψευτιές και παρωπίδες, κακοφορμισμένες μνήμες και παμπάλαιες ασκήσεις μίσους. Το κείμενο τελειώνει και η απόφαση απομένει στα χέρια μας: να μην δεχόμαστε με συγκατάβαση την απελπισία. Οι άνθρωποι που σφαγιάζουν γυναίκες και παιδιά είναι για πάντοτε σκλάβοι – αλίμονο, συνειδητά ή ασυνείδητα, σκλάβοι είμαστε και όσοι τους χειροκροτούμε. Γιατί, παρόμοια με τη λανθασμένη θάλασσα, ελευθερία που σφάζει αμάχους δεν γίνεται.

 

 

            (Μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής, στις 10-4-2005, 17-4-2005 και 24-4-2005. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμa που εκδόθηκε τον Μάιο του 2006 στη σειρά «Αντιρρήσεις» των εκδόσεων Τυπωθήτω.)