Θανάσης Τριαρίδης

 

Τα Άουσβιτς της Δυτικής Όχθης

 

 

 

            Ήμουν και θα είμαι πάντοτε εβραιόφιλος. Όχι γιατί με πείθει, έστω και στο ελάχιστο, η εβραϊκή θρησκεία που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε «εκλεκτό λαό» και «μιάσματα» – τη λογαριάζω για ένα εξουσιαστικό φασιστικό μόρφωμα που γέννησε τα εξίσου φασιστικά μορφώματα του χριστιανισμού και του μωαμεθανισμού. Είμαι εβραιοφιλος γιατί είμαι μέρος του κόσμου που στιγματίστηκε από τους διωγμούς των Εβραίων, του κόσμου που σημαδεύτηκε από έναν πρωτοφανή ρατσισμό μεσα στους αιώνες εναντίων τους. Είμαι εβραιόφιλος γιατί ζω σε μια πόλη που διαμορφώθηκε και από εκείνους τους Σεφαραδίτες που έδιωξαν οι καθολικοί Ισπανοί στα 1492. Είμαι εβραιόφιλος γιατί έχω κλάψει για όσα έχασα εξαιτίας της ναζιστικής θηριωδίας, διαβάζοντας την υπέροχη «Τζιοκόντα» του Νίκου Κοκάντζη, τα ποιήματα και τα διηγήματα του Ιωάννου, τα αριστουργήματα του Πρίμο Λέβι, τα βιβλία μαρτυριών του Βίζελ, του Κέρτες, του Σεμπρούν και τόσων άλλων, τα δοκίμια της Ασεό, του Τοντόροφ, της Αμπατζοπούλου. Είμαι εβραιόφιλος γιατί ετούτοι οι διαρκώς διωγμένοι και αποδιοπομπαίοι, ήσαν, μαζί με τους τσιγγάνους, οι πρώτοι πραγματικοί πολίτες του κόσμου.

 

            Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω μαλώσει για να υπερασπιστώ τους Εβραίους, άλλοτε με συνειδητούς νεοφασίστες κι άλλοτε με ασυνείδητους ρατσιστές. Το Άουσβιτς δεν τέλειωσε τον Γενάρη του 1945 - σε τουλάχιστον έξι από τα εκδομένα βιβλία μου και σε δεκαπέντε δημοσιευμένα κείμενά μου (μα και από τούτη την στήλη) συζητάω αυτόν τον προβληματισμό. Από το 1999 έχω προτείνει να διδάσκεται η ιστορία των Εβραίων σε ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο ιστορίας της Β’ Λυκέιου – καθώς η ιστορία των διωγμένων είναι η ιστορία των διωκτών τους. Στην πρόσφατη ιστοσελίδα μου (όπου κανείς μπορεί να βρεί όλα τα παραπάνω κείμενα) προτείνω τέσσερις ηλεκτρονικές συνδέσεις με τα μεγαλύτερα διεθνή Μουσεία Μνήμης του Ολοκαυτώματος.

 

            Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί όποιος τα τελευταία χρόνια διαμαρτυρηθεί για την αιματοβαμμένη πολιτική εξόντωσης που ακολουθεί το κράτος του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους, χαρακτηρίζεται από τις Πρεσβείες του Ισραήλ και από κάμποσες Ισραηλιτικές Οργανώσεις μονομιάς αντισημίτης – αρνητής του Ολοκαυτώματος ή ακόμη και νοσταλγός του Χίτλερ. Αυτό είναι μια φασιστική πρακτική, εξίσου διεστραμμένη με την παμπάλαια «συκοφαντία του αίματος». Και χρησιμοποιείται ως ένας πρώτης τάξεως αντιπερισπασμός για την θηριωδία που συντελείται σήμερα στην Παλαιστίνη: ένα προπέτασμα καπνού για να σκεπάστεί το οργανωμένο πρόγραμμα αφανισμού των Παλαιστινίων. Θυμίζω: για να γίνει το Άουσβιτς προηγήθηκε η Νύχτα των Κρυστάλλων.

 

            Κάπως έτσι: σήμερα το ανεξέλεγκτο Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας δολοφονεί αόπλους, εντοιχίζει ανθρώπους, κατεδαφίζει πόλεις, βομβαρδίζει γυναικόπαιδα. Και η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων της Δύσης σιωπεί. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας της Χαμάς και των άλλων φονταμενταλιστών (ένα ακόμη δείγμα του απαίσιου τρόπου με τον οποίο οι θρησκείες εκμεταλέυονται την απελπισία σπέρνοντας το μίσος) έναντι αμάχων ισραηλιτών πολιτών, ουσιαστικά στρώνουν τον δρόμο στους σχεδιαστές ετούτου του νέου ολοκαυτώματος: στον Αριέλ Σαρόν και τους άλλους χασάπηδες.

 

            Ο Πρίμο Λέβι, ο διασημοτερος εβραίος επιζών του Ολοκαυτώματος, ο συγγραφέας του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», όταν το 1982 τα τάγματα εφόδου του Αριέλ Σαρόν έσφαξαν δύο χιλιάδες αμάχους στη Σάμπρα και τη Σατίλα, είπε τα πράγματα με το όνομα τους: «Τίποτε δεν δικαιολογεί την αιματηρή θρασύτητα που διέπραξαν ο Μπέγκιν και οι δικοί του. Πρέπει να καταπνίξουμε κάθε παρόρμηση συναισθηματικής αλληλεγγύης προς το Ισραήλ και να σκεφτούμε ψύχραιμα τα λάθη της ιθύνουσας τάξης του». Προτείνω να ξανασκεφτούμε τα λόγια του Λέβι’ κι όλοι εμείς, οι εβραιόφιλοι του κόσμου, ας καταπνίξουμε κάθε παρόρμηση συναισθηματικής αλληλεγγύης προς το κρατος του Ισραήλ και ας φωνάξουμε με όλη τη δύναμη της (ενδεχομενώς ασήμαντης) φωνής μας: όχι στις σφαγές των αμάχων, όχι στην προγραμματισμένη εξόντωση των Παλαιστινίων, όχι στα Άουσβιτς που στήνονται στη Δυτική Όχθη.

 

 

 

                (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής, στις 1-8-2004.)