|
Θανάσης
Τριαρίδης Για να
ζήσουμε μαζί
με τους
τσιγγάνους Μια ομιλία
για μαθητές
λυκείου Απόψε
ήρθα εδώ για να
σας μιλήσω για
τους τσιγγάνους’
βέβαια το
πρόβλημα που
αυτόν τον
καιρό σας
απασχολεί, που
βλέπετε στις
τηλεοράσεις
και διαβάζετε
στις
εφημερίδες
δεν είναι
ασφαλώς οι
τσιγγάνοι
-είναι ο
πόλεμος’ για
την ακρίβεια
είναι το
ολοκαύτωμα το
οποίο η Δύση
επιχειρεί σε
βάρος ενός
αραβικού λαού
σήμερα στο
Ιράκ. Μην
ξεγελιέστε:
δεν κάνουν τον
πόλεμο μονάχα
οι Αμερικάνοι
και οι
Βρετανοί’ τον
κάνουμε όλοι
μας, όλες οι
χώρες της
Δύσης, όλοι οι
πολίτες της
Δύσης που
φαινομενικά
και μόνο
διαμαρτυρόμαστε,
αλλά με πάθος
προσπαθούμε
και παλεύουμε
να
παραμείνουμε
φίλοι, εταίροι,
οργανικοί
σύμμαχοι των
σφαγιαστών -
για τους
σφαγιαζόμενους
έχουμε μόνον
τα καλά μας
λόγια’ ότι
είναι τζάμπα
δηλαδή. Ωστόσο
όλα
συνδέονται
στην ζωή, με τον
ίδιο τρόπο που
όλα αποτελούν
μέρος του
κύκλου της
φύσης: ο πόλεμος
στο Ιράκ, μέρος
ενός μεγάλου
πολέμου τον
οποίο η Δύση
ξεκίνησε για
να εξοντώσει
τον αραβικό
κόσμο,
αποτελεί την
μεγενθυμένη
εκδοχή του
πολέμου που οι
κοινωνίες της
Δύσης εδώ και
χίλια χρόνια
κήρυξαν
ενάντια στους
τσιγγάνους.
Σήμερα η Δύση
φοβάται τους
Άραβες γιατί
είναι ένα δισεκατομμύριο
διακόσια
εκατομμύρια
πεινασμένοι
άνθρωποι αν και
ζούνε στην
πλουσιότερη
γη του κόσμου’
σήμερα η Δύση
φοβάται τους
Άραβες γιατί
φοβάται την
πείνα τους,
φοβάται την
εξαθλίωσή
τους, φοβάται
την απελπισία
τους. Η
πλειοψηφία
των κατοίκων
της Νεβάδα και
του Όρεγκον
και του Τέξας
νιώθουν πως
εξοντώνοντας
του Άραβες,
λυτρώνουν τη
γη από έναν
θανάσιμο
κίνδυνο. Το
ίδιο ένιωθε ο
Χίτλερ μα και
ένα σημαντικό
μέρος του
γερμανικού
λαού όταν
έστειλαν έξι
εκατομμύρια
Εβραίους και
πεντακόσιες
χιλιάδες
τσιγγάνους
στους θαλάμους
αερίων. Οι
περισσότεροι
από εσάς,
σχεδόν όλοι,
φαντάζομαι
πως λέτε την
λέξη γύφτος
σαν βρισιά.
Επίσης όταν ακούτε
τσιγγάνος,
προφανώς το
μυαλό σας πάει
σε παραβατικές
πράξεις,
διακίνηση
χασισιού,
ζητιανιά. Σήμερα
ήρθα εδώ για να
σας πω πως δεν
είναι έτσι τα
πράγματα. Για
να σας πω πως οι
τσιγγάνοι είναι
φορείς ενός
πολιτισμού
που εν μέρει
μας έχει διαμορφώσει.
Ενός
πολιτισμού
που πάντοτε
βρισκόταν υπό
διωγμό μα ποτέ
δεν
θεσμοποίησε
την βία και τον
τελετουργικό
θάνατο. Για να
σας πω πως οι
τσιγγάνοι δεν
είναι
περισσότερο
κλέφτες και
διακινητές
ναρκωτικών
από ότι όλοι οι
υπόλοιποι’ πως
οι περισσότεροι
από αυτούς
στην Ελλάδα
και στην
Ευρώπη ζούνε
σε συνθήκες
χειρότερες
από ό,τι οι
Κούρδοι στο εμπόλεμο
Ιράκ ή οι
Παλαιστίνιοι
στην Σάμπρα
και την Σατίλα..
Δεν τα λέω εγώ
αυτά: τα λέει η
έκθεση των
Γιατρών του Κόσμου
του
Σεπτεμβρίου
του 1998. Ας
πάρουμε τα
πράγματα από
την αρχή: πριν
από περίπου
χίλια χρόνια
μια μεγάλη
ξηρασία στην
βόρεια Ινδία
πρέπει να
προκάλεσε ένα
μαζικό κύμα
μετανάστευσης
των πληθυσμών που
κατοικούσαν
εκεί. Οι
πληθυσμοί
αυτοί είχαν κοινή
γλώσσα, κοινές
πολιτισμικές
καταβολές,
κοινά ήθη και
έθιμα. Στην
γλώσσα τους η
λέξη άνθρωπος
δηλώνεται με
μια
μονοσύλλαβη
λέξη: Rom. Όταν
φτάσανε στην
Μικρά Ασία
πρέπει να
στρατοπέδευσαν
μαζί με τις
κοινότητες
των
Παυλικιανών,
μας
χριστιανικής
κοινότητας
που
ονομαζόταν
και «αθίγγανοι».
Κατά πάσα πιθανότητα
έτσι οι
παράξενοι
νομάδες πήραν
και το όνομα
τσιγγάνοι (gypsies
στα αγγλικά, Gitanes
στα γαλλικά). Οι
τσιγγάνοι
αποτελούν ένα
άλυτο αίνιγμα
στην ιστορία
του
ευρωπαϊκού
πολιτισμού:
για χίλια
χρόνια περιπλανιώνται
μέσα στην
Ευρώπη, για
χίλια χρόνια
διώκονται, για
χίλια χρόνια
καίγονται από
τις διάφορες
εξουσίες, για
χίλια χρόνια
διατηρούν μια προφορική
γλώσσα, ήθη,
παραδόσεις,
έναν νομαδικό τρόπο
ζωής, μια
κυκλική
αντίληψη του
χρόνου, μια
συλλογική λογική
αναίρεσης του
θανάτου. Ποτέ
δεν πολέμησαν
οι τσιγγάνοι,
ποτέ δεν
σήκωσαν όπλα
εναντίων
κανενός, ποτέ
δεν φόρεσαν
την στολή του
στρατιώτη
ακόμη κι όταν
το αντάλλαγμα
ήταν η ίδια
τους η ζωή - όπως
ποτέ δεν
καλλιέργησαν
την γη. Όλοι
τους
κυνήγησαν: η
Εκκλησία τους
έδιωχνε, η Ιερή
Εξέταση τους
έκαιγε, όλες οι
εξουσίες
εκπόνησαν
δραστήρια
προγράμματα εξόντωσής
τους, με πρώτη
την καθολική
Ισαβέλλα της
Καστίλης, η
Ναζιστική
Γερμανία τους
έκαψε στα φούρνους
των στρατοπέδων
συγκέντρωσης>
Σήμερα σε όλη
την Ευρώπη
αλλά και στην
Ελλάδα οι
τοπικές αρχές
θέλουν να τους
εκβάλλουν
εκτός των
πόλεων, σε ένα
αόρατο πουθενά,
ει δυνατόν να
αφανιστούν. Όσο
τους έκαιγαν,
τόσο
περισσότερο
οι τσιγγάνοι στοίχειωναν
την Ευρώπη, στοίχειωναν
τον ευρωπαϊκό
πολιτισμό.
Αναμφίβολα
υπήρξαν οι
σημαντικότεροι
μουσικοί της
Ευρώπης’ αυτοί
ήταν που
μορφοποίησαν
και διέσωσαν
τις παραδοσιακές
μουσικές όπου
κι αν πήγαν: το
ισπανικό
φλαμέγκο, που
όλοι ξέρετε,
είναι δικό
τους’ το ίδιο
και τα βαλκανικά
κρουστά με τις
τρομπέτες που
τόσο μας γοητεύουν
τον τελευταία
χρόνια, το ίδιο
και η ελληνική δημοτική
μουσική με την
σχεδόν
αποκλειστικά
δική τους
χρήση του
κλαρίνου, το
ίδιο και η
μελωδίες της
Ιβηρικής με
την σχεδόν
αποκλειστική
χρήση της κιθάρας
τους. Μα και οι
ιρλανδικές ή
οι σαξονικές
μπαλάντες μέσα
από τους
τσιγγάνους
πέρασαν - και
βέβαια οι παραδουνάβιες
μελωδίες δεν
θα υπήρχαν
δίχως αυτούς.
Για αιώνες
ήσαν οι
κορυφαίοι
βιολιστές
στον κόσμο:
τσιγγάνικη
καταγωγή λένε
πως είχε ο
Παγκανίνι,
τσιγγάνος
ήτανε ο
Σαραζάτ - κοντά
σε αυτούς,
θυμηθείτε τα τσιγγάνικα
βιολιά της
Βουδαπέστης.
Σήμερα είναι κοινή
παραδοχή: οι
τσιγγάνοι
ήταν που
όργωσαν το χωράφι
για να
γεννηθεί η
κλασσική
μουσική μα και
οι εθνικές
μουσικές του
εικοστού
αιώνα. Αυτό που
ακούμε ως μουσική
σήμερα
υπάρχει στο
μεγαλύτερο
μέρος του χάρη
στους
τσιγγάνους. Δεν
ήσαν μονάχα
μουσικοί οι
τσιγγάνοι,
ήσαν και τεχνίτες,
σιδεράδες,
γανωτήδες,
ξυλουργοί,
καλαθοπλέχτες,
έφτιαχαν
κεντήματα
γεμάτα με τους
ουρανούς, τους
ήλιους και τα
αστέρια τους.
Κι ακόμη ήσαν
φημισμένοι
καβαλάδες
-λένε πως αυτοί
δίδαξαν στους
μαγιάρους την
ιππασία’ κι
ακόμη ήσαν
έμποροι, στα
κάρα τους
μπορούσες να
βρεις ό,τι
θέλεις, από
φυλαχτά μέχρι
μαγικά
βοτάνια που γυρίζουν
πίσω τον
αγαπημένο. Και
τέλος ήσαν
πανηγυρτζήδες,
ταχυδαχτυλουργοί,
ζογκλέρ κι
ακροβάτες,
χορευτές και
τραγουδιστές,
ηθοποιοί ενός
παράξενου
θεάτρου του
δρόμου εδώ και
αιώνες. Κι
ακόμη: οι
τσιγγάνοι
ήταν που μας
δώρισαν τους χιλιάδες
ανεξίτηλους
μύθους του
τσιγγάνικου
πάθους, της
τσιγγάνικης
τιμής και της
γενναιότητας,
της μαγείας,
της
μελαγχολίας
και του
παραπόνου, της
ομορφιάς που
δίνεται με
τίμημα τον
θάνατο,
ρομαντικά
σχήματα που
ενέπνευσαν
αναρίθμητους
καλλιτέχνες
και
συγγραφείς.
Ενδεικτικά
αναφέρω: την Καταιγίδα
του Τζορτζόνε,
την Κάρμεν
του Μεριμέ και
την όπερα του
Μπιζέ, ή τον Ιππότη
και τον Θάνατο
του Γκαίτε, την Παναγία
των Παρισίων
του Ουγκό
(τσιγγάνα
είναι και η
Εσμεράλδα,
τσιγγάνος και
ο Κουασιμόδος),
τον Τροβατόρε
του Βέρντι, τα
ποιήματα του
Λόρκα (που
έμαθε κιθάρα
από τους
τσιγγάνους
της Ανδαλουσίας),
τον Δωδεκάλογο
του Γύφτου
του Παλαμά και
την Τσιγγάνα
Μάγισσα του
Τσιτσάνη, τις
ταινίες του
Κουστορίτσα
με την μουσική
του
Μπρέκοβιτς,
τις ταινίες
του Τόνι Γκάτλιφ
και τόσες
άλλες. Ο
νομπελίστας
συγγραφέας
Γκίντερ Γκρας
έγραψε πως οι
τσιγγάνοι
είναι οι
πρώτοι που
συνειδητοποίησαν
την ευρωπαϊκή
τους
ταυτότητα.
Σίγουρα δεν
υπάρχει
Ευρώπη χωρίς
τσιγγάνους
διότι η
ιστορία των
διωκόμενων είναι
και η ιστορία
των διωκτών
τους. Εδώ και
χίλια χρόνια,
οι παράξενοι
νομάδες με τα
πολύχρωμα
ρούχα και την ακατανόητη
γλώσσα
γυρίζουν
ολόκληρη την
Ευρώπη από την
Ιρλανδία
μέχρι την
Κρήτη και
γίνονται στόχος
κάθε λογής
διώξεων που
εμφορούνται
από κάθε είδους
κίνητρο:
θρησκευτικό,
φυλετικό,
γλωσσικό, κοινωνικό,
ξενοφοβικό. Η
ιστορία των
τσιγγάνων θα μπορούσε
να είναι η
ιστορία των
διωγμών τους,
που
περιλαμβάνει παπικά
διατάγματα,
βασιλικές
αποφάσεις,
διοικητικά
διατάγματα,
διωγμούς,
προσπάθειες
αφομοίωσης,
απαγορεύσεις
διέλευσης,
κυνηγητό της
ιερής εξέτασης,
ολοκαυτώματα.
Στα αλήθεια,
πόσοι
γνωρίζουν πως
500.000 τσιγγάνοι
(κυρίως από
Πολωνία,
Ουγγαρία και
Βαλκανική)
βρήκαν τον
θάνατο στα
ναζιστικά
στρατόπεδα συγκεντρώσεως
του 1939-1945; Πόσοι
γνωρίζουν πως
ο διωγμός για
την
καθαρότητα
της Ιβηρικής
των καθολικών
βασιλέων της
Ισπανίας του
τέλους του 15ου
αιώνα αφορούσε
Άραβες,
Εβραίους και
Τσιγγάνους;
Σας ζήτησα πριν
να μην
μετέχετε στον
ρατσισμό των
στερεοτύπων: να
μην λέτε πως οι
τσιγγάνοι
είναι κλέφτες
και να μην
αποκαλείτε
«γυφτιά» ό,τι σας
φαίνεται για
αναξιοπρέπεια.
Σας λέω πως
αντίστοιχες
παροιμίες του τύπου:
«οι τσιγγάνες
της Σιέρα
Μορένα, πίνουν
τις νύχτες ανθρώπινο
αίμα», «την μέρα
οι δαίμονες
γίνονται τσιγγάνοι»
η το
γνωστότερο «οι
γύφτοι
φτιάξαν τα
καρφιά που
σταυρώθηκε ο
Χριστός»
καταγράφονται
ως αιτιολογία
για καούν
άνθρωποι, να
σκλαβωθούν
παιδιά, να
ξεριζωθούν
πληθυσμοί ή να
οδηγηθούν
στους
θαλάμους αερίων. Σήμερα
στην Ευρώπη
ζούνε δέκα έως
δώδεκα
εκατομμύρια
τσιγγάνοι’ οι
μεγαλύτεροι
τσιγγάνικοι
πληθυσμοί
ζούνε στην
Ρουμανία
(κοντά δύο
εκατομμύρια),
στην Ουγγαρία
(περισσότεροι
από ένα
εκατομμύριο),
στην
Ιβηρική
(περίπου ένα
εκατομμύριο),
στην Τουρκία
και εν γένει
στα Βαλκάνια,
στην Τσεχία,
στη Σλοβακία,
στις
Δημοκρατίες
του Καυκάσου.
Μιλούνε την
ίδια
προφορική
γλώσσα, την
ρομανί, όπως
την λένε οι
γλωσσολόγοι
(που εδώ και
εκατό χρόνια
κάνουν
προσπάθεια για
την γραπτή
καταγραφή της),
και είτε είναι
Χριστιανοί
είτε
Μουσουλμάνοι
(συνήθως
αποκτούνε το θρήσκευμα
του τόπου όπου
ζούνε) επί της
ουσίας λατρεύουν
τον Άη Γιώργη
σε μια
παγανιστική
μυσταγωγία
της άνοιξης
που κλείνει
τον κύκλο του
χρόνου και
ακυρώνει τον
θάνατο και τον
φόβο του
θανάτου είναι
το γνωστό σε
όλους σας
Εντερλέζι. Σήμερα
οι τσιγγάνοι
της Ευρώπης
διώκονται:
τώρα δεν
υπάρχουν
στους νόμους
των κρατών της
ρητές διατάξεις
που να τους
θεωρούν
επικίνδυνη
φύρα, όπως υπήρχαν
για αιώνες σε
όλα σχεδόν τα
βασίλεια της
Ευρώπης, με
αποκορύφωμα
την καθολική
Ισπανία και
την ναζιστική
Γερμανία,
υπάρχουν όμως
οι περίφημες
«τοπικές
κοινωνίες» που
γυρεύουν με
κάθε τρόπο να
τους
αφανίσουν. Σε
όλες σχεδόν
τις μεγάλες
πόλεις της
Ευρώπης (Πράγα,
Βουδαπέστη,
Βερολίνο,
Μόναχο,
Βουκουρέστι,
Παρίσι,
Μασσαλία,
Μαδρίτη,
Βαρκελώνη,
Βαλένθια,
Σεβίλλη,
Μιλάνο) έχουν
δημιουργηθεί
παραγκουπόλεις
εκτός του
αστικού ιστού
που
κατοικούνται
από
μετανάστες
και σκηνίτες τσιγγάνους.
Τα βράδια
νεοφασιστικές
οργανώσεις κάνουν
επιδρομές
εναντίων
αυτών των
πληθυσμών,
τους
τρομοκρατούν,
τους καίνε τα
σπίτια τους,
ενώ οι καθώς
πρέπει δημοτικοί
άρχοντες
ψηφίζουν
διατάγματα
διωγμού των
τσιγγάνων από
τα όρια των
πόλεων τους
για να μην
υποβαθμιστεί
η περιοχή τους.
Οι τσιγγάνοι
ανήκουν πια
στο επικίνδυνο
περιθώριο των
φτωχών,
ανέργων,
αποκλεισμένων
από το σχολείο,
απελπισμένων,
το περιθώριο
που όλοι
αποστρέφονται. Στην
Ελλάδα σήμερα
ζούνε 250.000
τσιγγάνοι’ οι
μισοί από
αυτούς είναι
εγκατεστημένοι
και σχετικά
ενταγμένοι
στον
κοινωνικό
ιστό, δηλαδή
έχουν δουλειά
και έχουν
συμμετοχή
τουλάχιστον
στην
πρωτοβάθμια
εκπαίδευση
(ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα
αποτελεί η
συνοικία της
Αγίας Βαρβάρας
των Αθηνών). Οι
άλλοι μισοί
τσιγγάνοι της Ελλάδας
(περίπου 100.000 έως
120.000 άνθρωποι)
είναι
σκηνίτες και
ζουν
διασκορπισμένοι
σε 70 περίπου
καταυλισμούς:
Αλάν Κόγιου
της Κομοτηνής,
Ασπρόπυργος,
Χωματερή των
Λιοσίων,
Μενίδι, Ζεφύρι,
Χαλάνδρι, Νέα
Αλικαρνασσός
Κρήτης,
Ριγανόκαμπος
Πάτρας,
Τρίπολη, Νέα Κίος,
Καλαμάτα,
Καρδίτσα,
Σοφάδες, Ρόδος,
Κέρκυρα, Κεφαλλονιά,
Νέα Ιωνία
Βόλου, Σέρρες,
Δράμα,
Διδυμότειχο,
Παραλίμνη
Ιωαννίνων,
Πρέβεζα, Άρτα
και αλλού. Για
πέντε χρόνια
(από το 1996 μέχρι
το 2001) ήμουν
εθελοντής
μιας μη
κυβερνητικής
ακτιβιστικής
οργάνωσης για
τα κοινωνικά
δικαιώματα
των τσιγγάνων,
του Δικτύου Drom,
κι έχω βρεθεί
περισσότερες
από 1500 φορές σε
τσιγγάνικο
μαχαλά. Σας λέω,
λοιπόν, πως
στην Ελλάδα
σήμερα 120.000
άνθρωποι
βιώνουν έναν
ακήρυχτο
πόλεμο που οι
ενταγμένοι
κάμουν
εναντίων των
αποκλήρων.
Στους μαχαλάδες
των ελλήνων
σκηνιτών
τσιγγάνων η
παιδική
θνησιμότητα
φτάνει το 60%
σύμφωνα με
μέτρηση του
Υπουργείου
Υγείας του 1996
(συλλογιστείτε
το νούμερο) ενώ
το ποσοστό της
Ηπατίτιδας Β
φτάνει στο 65% (5%
είναι το όριο
υψηλού
κινδύνου της
ΠΟΥ). Στον μαχαλά
του Γαλλικού
ποταμού (που
ευτυχώς
σήμερα δεν
υπάρχει)
γέροντες
θεωρούνται
όσοι ήτανε
πάνω από τα
σαράντα, ενώ σε
πληθυσμό 2000
ανθρώπων δεν
συναντήσαμε
άνθρωπο πάνω
από 55 χρονών.
Στον ίδιο
μαχαλά είδα
δεκάδες
παιδιά να μην
έχουν δάχτυλα
επειδή τους τα
φάγαν τα
ποντίκια, όπως
επίσης είδα
ποντίκια να
δαγκώνουν τις
σόλες των
παπουτσιών
μας’ στον ίδιο
μαχαλά είδα
παιδιά με
εγκαύματα,
αδιανόητα ατυχήματα
(πχ χυμένα
μάτια), κάθε
λογής
μολυσματικούς
σταφυλόκοκκους,
δεκάδες
παιδιά με
γεννητικές ανωμαλίες.
Οι άνθρωποι
που ζουν και
πεθαίνουν στους
μαχαλάδες
κάμουν την
ανάγκη τους
στην ύπαιθρο,
θερίζονται
από Ηπατίτιδα
Α και
δυσεντερία,
και δεν έχουν
δει στη ζωή
τους τουαλέτα,
μπάνιο και
βρύση με
τρεχούμενο
νερό. Τα χρόνια
1996-2001 τα μέλη του Drom
καταγράψαμε 37
περιπτώσεις
όπου οι
δημοτικές αρχές
διέπρατταν
λογής ποινικά
αδιήματα σε
βάρος τους,
όπως το κακούργημα
του
κλειδώματος
των δημοσίων
βρυσών για να
μην παίρνουν
νερό οι
τσιγγάνοι.
Χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα
που έκανε και
τον γύρο της
Ευρώπης είναι
το κλείδωμα
των βρυσών των
πάρκων και του
νεκροταφείου
του Ευόσμου
για να μην
πίνουν νερό οι
τσιγγάνοι. Ο
Δήμαρχος
Ευόσμου
μάλιστα
δήλωνε στις
εφημερίδες: «δικό
μας είναι το
νερό και γι
αυτό τους το
κόψαμε»
εξασφαλίζοντας
θριαμβευτική
επανεκλογή.
Χρειάστηκε
μήνυση του Drom
για να ασκηθεί
ποινική δίωξη
για
κακούργημα.
Στους
μαχαλάδες των
τσιγγάνων δεν
γίνεται
αποκομιδή των
σκουπιδιών ,
μήτε, πλην των
μη κυβερνητικών
οργανώσεων,
καμία κρατική
αρχή δεν κάνει
ένα
στοιχειώδες
πρόγραμμα
εμβολιασμών.
Συχνά πυκνά
περιπολικά
της
αστυνομίας
καίνε παράγκες
(όπως, παραδείγματος
χάριν, στον
Ασπρόπυργο
τον Φεβρουάριο
του 1999)’ άλλοτε
πάλι οι
«αγανακτισμένοι»
πολίτες όλων
των
παρατάξεων
συγκροτούν
διαδημοτικές
παρακρατικές
ομάδες που
καίνε και
πυροβολούν
(αυτό έγινε
στην Νέα Κίο
τον Μάιο και
τον Ιούνιο του
2000). Έτσι
ζουν οι
σκηνίτες
τσιγγάνοι
σήμερα στην
Ελλάδα. Φυσικά
στην
πλειοψηφία
τους είναι
εκτός
σχολείου, αρκετοί
και εκτός
παραγωγικής
διαδικασίας -
διότι
βρίσκονται
εντός του
ακήρυχτου
πολέμου που
σας προανέφερα.
Πολλοί
-ενδεχομένως
και πολλοί από
εσάς- μου λένε:
«φταίνε κι
αυτοί, δεν
αλλάζουν τον
τρόπο ζωής
τους». Μα το
στοίχημα των
ανοιχτών
κοινωνιών -που
λέμε ότι
θέλουμε, αλλά
στην πράξη δεν
θέλουμε- είναι
να έχουμε την
ευκαιρία να
ζήσουμε
επιλέγοντας
τον τρόπο ζωής
μας. Οι
σκηνίτες
τσιγγάνοι
σήμερα είναι ένα
κομμάτι του
τέταρτου
κόσμου, αυτού
που αποβάλλεται
από τις
καμινάδες της
δυτικής μας
ευημερίας. Αν
δεν μας αρέσει
αυτό πρέπει να
κάνουμε πολλά -
κυρίως όμως
και καταρχήν
πρέπει να
σκεφτούμε αν
θέλουμε να
ζήσουμε μαζί
κι όχι
απέναντί τους,
όπως ζούμε
τώρα. Να
σκεφτούμε, ο
καθένας σε
προσωπικό
επίπεδο, τι μπορούμε
να θυσιάσουμε
από την ζωή μας,
από τις ανασφάλειές
μας, από την
ανάγκη μας, από
τον φόβο μας για
να δοθούμε σε
κοινά βιώματα
μαζί τους. Βεβαίως
μπορούμε να
πούμε ό,τι
τίποτε από όλα
αυτά δεν μας νοιάζει,
ό,τι υπάρχουν
φυσικοί νόμοι
και ιστορία που
καλπάζει
ερήμην των
προσωπικών
βιωμάτων. Μα τότε
ας μην
αναρωτιόμαστε
ποιος είναι
αυτός που στα
αλήθεια
βοβμαρδίζει
το Ιρακ. (Διαβάστηκε
στις 31-3-2004 στο
Τεχνικό -
Επαγγελματικό
Λύκειο
Πυλαίας σε εκδήλωση
ενάντια στον
ρατσισμό και
την ξενοφοβία.) |
|