Θανάσης Τριαρίδης

 

 

Habes vultum

 

 

Για τους θαμμένους του Φαγιούμ

 

 

 

 

[ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΑΤΙΩΝ

όπως στη δεύτερη ραψωδία.

 

Πρώτα-πρώτα:

Το αγόρι στον πίνακα του Ραφαήλ

 που μοιάζει με την  Αμαλία Τσακίρη]

 

          1. Το παίζαμε μικροί: ποιος θα κλείσει πρώτος τα βλέφαρα. Ο ένας απέναντι στον άλλον με τις ώρες. Κάποτε ο Γιώργος το είπε. Όποιος χάσει θα πεθάνει πρώτος.

 

          2. Όλοι θα πεθάνουμε. Η ευσπλαχνική αράχνη μάς κηδεύει. Σήμα: ένας λεκές σε ένα σεντόνι. Μπορεί ιδρώτας, μπορεί χύσια. Μπορεί και ελάχιστος: μια λιανή ανάσα, ένα αχ. Ζυγώνουν οι κροκόδειλοι στις λεμονιές. Διψούνε.

 

          3. Η Αίγυπτος εφηύρε τον τάφο. Όλες οι ασήκωτες χιλιετίες της είναι ο αγώνας για τη συνέχεια: κάτω από το χώμα, κάτω από τον χρόνο, κάτω από τα πανιά με το ρετσίνι και το νίτρο, κάτω από τον θάνατο. Η Αίγυπτος είναι ένα βασίλειο ταριχευμένων που περιμένουν μέσα στη δροσερή νύχτα. Στην άμμο φυλάγονται μεγάλες προσδοκίες και σώματα – προσοχή: σώματα όχι σάρκα.

 

[Τα μάτια του Μιχαήλ του Ρουμπλιόφ]

 

***

 

[Τα μάτια του Κρόνου από το Σπίτι του Κουφού]

 

          4. Η αρτιμέλεια: το μεγάλο ζητούμενο της Αιγύπτου. Η Ίσιδα γυρεύει να ενώσει τον κομματιασμένο Όσιρι – με τον ίδιο τρόπο που ο Ισραήλ παλεύει να ενώσει τον λαό του. Οι θρησκείες γεννιούνται μέσα στις ερήμους. Στις ακροθαλασσιές και στα βουνά οι Έλληνες θαρρείς και υπάρχουν για το αντίθετο: τρώνε τους γιους τους, κομματιάζουν τα αδέλφια τους, βγάζουν τα μάτια τους, τρώνε τις σάρκες τους. Ακόμη και τα αγάλματα των Ελλήνων μπορούμε να τα κατανοήσουμε (μόνο) ως ακρωτηριασμένα κομμάτια, ως σπασμένες πέτρες.

 

          5. Η Αίγυπτος παλεύει να κρατήσει το σώμα. Η Ελλάδα παλεύει να ελευθερώσει το βλέμμα. Ήταν οι δύο αντίρροπες δυνάμεις: ο κεντρομόλος νότος, ο φυγόκεντρος βορράς. Η Αίγυπτος γέννησε την τάξη – η Ελλάδα την τραγωδία ετούτης της (ηθικής; αισθητικής;) τάξης.  Από τον καιρό που το ρεύμα του Νείλου πέρασε το Λυβικό κι έφτασε στην Κρήτη και το Αιγαίο, χώρισαν – σχεδόν για πάντα. Χρειάστηκε το αλεξανδρινό ανακάτωμα και η ρωμαϊκή αναδιάταξη για να ξαναβρεθούν ετούτες οι δυο ορμές για διακόσια ή διακόσια πενήντα χρόνια – για μια στιγμή σε μια γούβα της ερήμου.

 

          6. Μην ξεγελιέσαι με τη Βιβλιοθήκη και το Μουσείο. Η Αλεξάνδρεια είναι Αλεξάνδρεια και τίποτε άλλο: μια ελληνική σύνοψη του κόσμου που στοχάζεται με ελληνικές λέξεις τις ιερογλυφικές ανάσες των θαμμένων. Διακόσια ογδόντα χρόνια μετά την απόκοτη αιτιολογία του Καλλιμάχου, ο Οβίδιος γράφει τις Μεταμορφώσεις και ένας κουρελής αρχίζει να γυρνάει στις αμμούδες της λίμνης Γεννησαρέτ. Τότε γίνεται και το απρόσμενο σι μαριό δυο κόσμων που ξεψυχούνε. Ο τόπος όπου η Ελλάδα και η Αίγυπτος σμίγουν, μια για πάντα, είναι εδώ, στην όαση του Φαγιούμ.

         

          7. Έτσι στεκόμασταν – ο ένας απέναντι από τον άλλον. Μέχρι που ήρθαν τα ψάρια και μας έφαγαν τα μάτια.

 

          8. Αιχμάλωτοι νεροσταγόνων, δεν είμαστε παρά για πάντα ζώα. Θα ζήσουμε: ή με ξυράφια στις φλέβες ή με φτερούγες αγγέλων. Θα πεθάνουμε. Με φτερούγες αγγέλων ή με το ξυράφι του Όκαμ. Θα πεθάνουμε.

 

          9. Πυροβολούν οι καουμπόηδες στην Ταχυδρομική Άμαξα του Τζον Φορντ. Πέφτουν οι Ινδιάνοι. Πυροβολεί και ο Ιντιάνα Τζόουνς – ο μαυροντυμένος Άραβας πέφτει. Πυροβολούν οι Σκορπιοί και ξαπλώνουν τους αιχμαλώτους της Σρεμπρένιτσα. Πυροβολούμε το σώμα. Κι ο Μιχαήλ Στρογκόφ: Δες τα, λοιπόν – δες τα όλα. Κυρίως τον λαγό που κόβει τον δρόμο εμπρός σου.

 

          10. Βλέπω; Όλα θαρρείς σε καρφώνουν βαθιά βαθιά μέσα στα μάτια. Να θυμηθώ την κουβέντα του Στέλιου: σε βλέπουν κ α τ ε υ θ ε ί α ν. Ρωτάει κανείς: όπως η Μόνα Λίζα;

 

          11. Βλέπω; Όχι, τα Φαγιούμ δεν είναι Νοσφεράτου, δεν ετοιμάζονται να βγουν από τους τάφους τους, να χνοτίσουν την παλιά ανάσα τους στον ξερό αγέρα. Όχι. Τα Φαγιούμ δεν περιμένουν.

 

          12. Τα Φαγιούμ είναι Ελληνοαιγύπτιοι – οι μόνοι της ιστορίας. Πέθαναν οριστικά, όπως οι σκοτωμένοι της Ιλιάδας, χωρίς την παραμικρή επιθυμία για επιστροφή. Κι ύστερα τους έθαψαν σε δροσερή γη – και ζωγράφισαν τις μορφές τους πάνω στο ξύλο για να το ξέρουν οι ψυχές που θα ξαναγυρίσουν. Αποτέλεσμα: αθάνατοι πεθαμένοι. Αυτό.

 

[Τα μάτια του αποκεφαλισμένου Γολιάθ σε εκείνον τον τελευταίο πίνακα του Καραβάτζιο.]

 

***

 

Μαντόνα Σιξτίνα στο αντίγραφο που είχε πάνω από το ντιβάνι του ο Ντοστογιέφσκι.]

 

          13. Όπως ο Πάτροκλος σε εκείνο το όνειρο. Που ο Αχιλλέας αγκαλιάζει τον αέρα. Βλέπω;

 

          14. Κι όμως: κανένας δεν τους έκλεισε τα μάτια. Στέκουν εκεί: habemus vultum.

 

          15. Κανένα νόμισμα ανάμεσα στα δόντια. Αχ, τι θα γίνει με τον θάνατο. Ο Μαλρό. Να σκεφτείς πόσο κοντά ήσαν οι εικόνες ετούτες στην πεθαμένη σάρκα. Στο σώμα που θα αργοσάπιζε τυλιγμένο με πανιά βουτηγμένα στο νίτρο. Σαπίζουμε - όμως το βλέμμα; Θα πεθάνουμε.

 

          16. Μόνο  ε δ ώ  και μόνο  τ ώ ρ α . Αν κάποτε στην ιστορία μάς έπεισαν πως υπάρχει αφεντικό, ιδού η απάντηση. Η νεκρόπολη που άρχισε να βρίσκει ο Σομπολιόν πριν από δύο αιώνες, κάτι λιγότερο, τα πορτρέτα που ξέθαψε ο Πέτρι πριν από εκατό χρόνια, σε εκείνη την αλλόκοτη όαση στην δυτική μεριά του Νείλου, κάπου εκεί, στη Αρσινόη των Πτολεμαίων, στην Κροκοδειλόπολη των Ρωμαίων, στις πολιτείες των τελευταίων σταθμών, τα κρατίδια της Κομμαγηνής. Κι εμείς διψούμε: βγάζουμε σε μιαν άκρη τα μαβιά λουλούδια και πίνουμε το παλιό νερό του βάζου.

 

[Ο Καβάφης στην τελευταία φωτογραφία.]

 

***

 

[Ξανά Καραβάτζιο: η Μέδουσα]

 

          17. Και στεκόμασταν με τις ώρες να δούμε ποιος θα κλείσει πρώτος τα μάτια. Κάποτε άρχισαν οι κεραυνοί – όμως εμείς εκεί. Για να μην πεθάνουμε.

 

          18. Μια νεκρόπολη σαν δέσμη από τριαντάφυλλα. Ο κόσμος νυχτώνει, οι Χριστιανοί έρχονται.

 

          19. Τα πορτρέτα του Φαγιούμ γίνηκαν εκείνους τους δύο αιώνες που φτιάχτηκε ο Χριστιανισμός. Είπανε πως εκείνα τα πρόσωπα που γίνηκαν με τα χρωματισμένα κεριά πάνω στις σαρκοφάγους των πεθαμένων περίμενουν να προσχωρήσουνε στη νέα θρησκεία. Να μην πιστεύεις παπάδες που τάζουνε φόβο. Ας μην γονατίζουμε πια σε αφέντες – ας γονατίζουμε για να λατρέψουμε τη σάρκα.

 

          20. Ήταν το τελευταίο ακρωτήρι του κόσμου μέσα στον επερχόμενο Χριστιανισμό. Μην το ζητάς: το τελευταίο συνειδητό πορτρέτο του Φαγιούμ είναι εκείνη η εικόνα με τον μισό-μισό στην Αγία Αικατερίνη του Σινά.

 

          21. Τα Φαγιούμ είναι μια ελληνική παρεκτροπή της Αιγύπτου. Τα Φαγιούμ δεν είναι δούλοι του Θεού. Τα Φαγιούμ είναι δούλοι του μεσημεριού.

 

          22. Κι ο Σιμιχίδας και η έκφρασις του κισσυβίου και ο Κλεόμβροτος ο Αμβρακιώτης. Πάντα ταύτα κόνις. Όπως στο μυθιστόρημα του Μάρκες. Αυτός που αναγγέλλει στον Χοσέ Αρκάδιο πως ο Μελκίαδες πέθανε έχει μόλις πιει το νερό που εξαφανίζει. Έτσι την απάντηση τη δίνει κάποιος  π ο υ  ή τ α ν . Ο Μελκίαδες πέθανε. Ο Δάφνις πεθαίνει. Η γυναίκα με το μισό φεγγάρι πέθανε. Κι εκείνος με την κανελιά φθαρμένη φορεσιά – α, μέρες του καλοκαιριού, τον πέθανε η θαμπάδα σας.

 

          23. Παπάδες, ιερείς, τελετάρχες, ιμάμηδες, ψυχαναλυτές, στρατηγοί, κρατηθείτε μακριά. Θα πεθάνουμε από την θαμπάδα. Θα πεθάνουμε.

 

[Κάποιος σε μια χαλασμένη τοιχογραφία στο Μυστρά. Στο σκοτάδι, σαν ίσκιος. Δεν θυμάμαι σε ποιαν εκκλησία.]

 

***

 

[Τα μάτια της Φλώρας-Σιμωνέτας από την Άνοιξη του Μποτιτσέλι.]

 

          24. Μισό δρεπάνι, μισό φεγγάρι, μισή γλώσσα. Αυτός στην Αγία Αικατερίνη του Σινά είναι κάποιος που δεν τον αφήνουν να πεθάνει.

         

          25. Εγκαυστικά. Κερί με νίτρο – κι όλο αυτό με χρώμα. Λιώνεις και ζωγραφίζεις. Σάρκα; Όλα σε μια νεκρόπολη. Η μόνη αποκρυπτογράφηση που μπορεί να γίνει είναι: θα πεθάνουμε. Θεωρητικά το κερί λιώνει. Για φαντάσου.

 

          26. Κι ο γιος του Φαγιούμ: Αυτός που έφυγε γρήγορα από το φριχτό σπίτι – πριν αρπαχτεί, πριν αλλοιωθεί από την χριστιανοσύνη τους η θύμιση του Μύρη.

 

          27. Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης. Κανένας από εκείνους τους Φαγιούμ δεν αλλοιώθηκε από την χριστιανοσύνη των επερχόμενων αιώνων. Τους προστάτεψε η νύχτα – θέλω να πω, η νύχτα που βάζαν εκείνοι οι ανώνυμοι μέσα στα μάτια τους. Ατελή του Καβάφη. Το Την ψυχήν επί χείλεσιν έσχον. Τους προστάτεψε ο θάνατός τους: Habeo corpus. Κι όχι μόνο αυτό: στα χέρια μου κρατάω ματωμένο δρεπάνι.

 

          28. Μοιάζει με μεγάλη κουβέντα – με τα συνηθισμένα σου (: μου) πσέματα. Τα Φαγιούμ είναι το τέλος της ζωγραφικής. Για μένα ό,τι ζωγραφίστηκε στις νεκροπόλεις των βάλτων είναι η περισσότερη τέχνη της ιστορίας. Θέλω να πω πως για πρώτη και τελευταία φορά τόσο συνειδητά, για διακόσια χρόνια, οι ζωγράφοι μιας βαλτολίμνης αποφάσισαν πως η τέχνη χωράει την σάρκα – σωστότερα: τον θάνατο της σάρκας. Όλοι όσοι το ξαναέκαναν (ακόμη κι αυτός ο Καραβάτζιο, ακόμη κι αυτός ο Ρέμπραντ), είχαν μια στιγμή δισταγμού, ένα τρεμόπαιγμα ηθικής επιταγής, σαν αγιασμός που σε αγγιξε μια σταγόνα. Ας το γράψουμε, λοιπόν: Αιχμάλωτοι νεροσταγόνων ελισσόμαστε στις άκριες των βδελυρών δειλινών.

 

Πάντσο Βίλα νεκρός με το ματωμένο πουκάμισο. Και γύρω η τσακαλοπαρέα.]


 

***

 

[Τα μάτια του Κλέοβι στους Δελφούς – ή του Βίτωνα. Ποιος είναι ποιος.]

 

          29. Αρτεμίδωρος. Τον λογαριάζουν για την ομορφότερη από τις εικόνες των νεκρών. Όχι, δεν αρπάχτηκε από τη χριστιανοσύνη τους. Αυτό που βλέπεις είναι αυτό που είναι: μπροστά από το κρανίο–από τα σκουλήκια–απ’ τους πυροβολισμούς στον κρόταφο–απ’ τους παπάδες–τους φλογοβολιστές–τα βομβαρδιστικά–το συνθηματικό Τα παιδιά γεννήθηκαν εντάξει. Όχι, ο Αρτεμίδωρος δεν αρπάχτηκε από κανέναν μεγαλοφονιά.

 

          30. Η Γυναίκα με τα σκουλαρίκια και το περιδέραιο. Αυτή στο Κάιρο. Τι το ζορίζεις; – αφού πέθανε κι αυτή, όλοι θα πεθάνουμε. Η τρομερή στιγμή του παραδομού. Το στέλνει ο Έλιοτ, σα μαύρο σημάδι των πειρατών: the awful daring of a moments surrender. Μόνο με αυτήν έχουμε υπάρξει. Habetis corpus.

 

          31. Στα Φαγιούμ το βλέμμα είναι σώμα. Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε (: δεν θα γινόταν) να κρατάει την εικόνα σε τούτη την άκρη του γκρεμού, σε εκείνοι το σημείο που πια ο γκρεμός έχει αρχίσει. Αλλιώς: οι Φαγιούμ (έτσι όπως λέμε: οι Λορ) πέθαναν κι όμως βλέπουν. Δεν θα ξαναπώ εγώ. Γιατί; Γιατί πριν από τον θάνατό μας σταθήκαμε ο ένας με τον άλλον απέναντι. Γιατί πια κοιταχτήκαμε.

 

          32. Δεν θα ξαναπώ εγώ – κι όμως, σε βλέπω. Στο τριανταδύο είσαι πια καμμένος.

 

Ρεμπώ σε εκείνη την τελευταία κατεστραμμένη φωτογραφία κάπου στο Χαράρε. Το βλέμμα του, αυτό που θα ήταν το βλέμμα του.]

 

***

 

[Το κορίτσι κι ο Διάβολος του Γκογκέν. Τα μάτια του κοριτσιού.]

 

          33. Τριάντα τρία χρόνια – ηλικία που γεννά ταξίδια στο κέντρο της γης. Μα τα ριζικά παραμένουν δεκατρία και σπαθίζουν μονομιάς τη συμφορά.

 

          34. Η Γυναίκα της Φιλαδέλφειας. Άμα την καλοδείς, μπορεί να σε πάρει μαζί της. Μονάχα που εδώ δεν έχουμε άγρια βράχια. Έχουμε σκοτάδι του τάφου – που κυκλώνεται να γίνει  χ α μ ό γ ε λ ο . Κόκαλο ξεκόκαλο – και τα λοιπά.

 

          35. Κι έπειτα: αρχίζει η σιωπή. Κανείς δεν έχει δει το στήθος του σκοτωμένου παγονιού. Μια μελωδική χρυσή σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Μου. Κατόπιν ο ψίθυρος της Κωνσταντίνας. Μου. Μονάχα να μη κλείσεις τα μάτια.

 

          36. Vultus: στο τηλέφωνο με τον Δ. Να βρω μια λέξη αντί για το corpus. Να το σκεφτούμε από την αρχή. Eρώτηση: δηλαδή; – απάντηση: δηλαδή θα πεθάνουμε. Το πεπρωμένο: ίσον το πετρωμένο αηδόνι. Ο Δ. βρίσκει τη λέξη. Vultus. Εφόσον θα πεθάνουμε – ελεύθεροι.

 

          37. Οι ζωγράφοι των Φαγιούμ. Κάποιοι από εκεί γύρω. Καμιά εποχή της φρόνησης δεν θα αναιρέσει την αποκοτιά τους να ζωγραφίζουν για κοντά διακόσια χρόνια τους πεθαμένους ως ζωντανούς. Αλυχτισμένοι σκύλοι της Ανδαλουσίας έφτασαν μεχρι το κέντρο της ερήμου. Μέσα στο στόμα τους  κ ά τ ι – μήπως μαύρο κρίνο; Τα βράδια οι αέρηδες σφύριζαν τα συνθηματικά.

 

          38. Μιαλεμονιάμιαμελανιαμιαμελένιαλεμονιά.

 

          39. Παπάδες, ιερείς, τελετάρχες, ιμάμηδες, ψυχαναλυτές, στρατηγοί, φευγάτε. Θα αγαπάω και θα μισώ δίχως την άδειά σας. Θα είμαι άνθρωπος δίχως να σας ρωτάω. Θα πεθάνω δίχως να με συγχωρέσετε. Στην Δευτέρα Παρουσία σας λησμονείστε με.

 

          40. Θα χαθώ εν αγνοία σας.

 

[Στον πίνακα του Μαγκρίτ. Εκείνοι οι δυο με τις κουκούλες στο πρόσωπό.]

 

***

 

[Το αγόρι που φυσάει για να ανάψει το κερί του Γκρέκο.]

 

          41. Ο Απελεύθερος Ευτύχης. Στα στις κόρες των ματιών λιόδεντρα που τρεμίζουν στον κάμπο.

 

          42. Για φαντάσου. Να περάσεις ένα πυρωμένο σίδερο μπροστά από τα μάτια – όπως στον Μιχαήλ Στρογκόφ. Να λιώσουν τα κεριά, να χαλάσει το βλέμμα. Να ένας στόχος. Ακόμη κι αν περάσει το σίδερο, να μη χαλάσει το βλέμμα.

 

          43. Τότε που οι ρωμαϊκοί υάκινθοι ανθίζαν στα βάζα. Μια σαύρα κάτω από το κρεβάτι. Είσαι εσύ που ξέμεινες από το όνειρο της νύχτας. Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς .

 

[Τα μάτια του μωρού (;) από την Παναγία εν Δόξη του Τζιότο.]

 

***

 

[Τα μάτια του μωρού που κρατάει το ρόδο. Στη Μητέρα με το ρόδο του Μποτιτσέλι.]

 

          44. Το Αγόρι της Χαουάρα. Το Αγόρι της Αντινοόπολης. Και εκείνη η κουβέντα του Στέλιου: ένα μεγάλο μάτι στην καρδιά της που την κοιτάζει κατευθείαν. Αυτό το κατευθείαν. Το μανιτάρι του Little Boy. Κατευθείαν. Κι έπειτα, η Γυναίκα με το μισό φεγγάρι. Η γυναίκα με τα λεμόνια.

 

          45. Κι έξαφνα ήρθε χορωδία γυπαετών: Μια μελανιά, μια λεμονιά, ποια μελένια λεμονιά;

 

          46. Ένα παλιό δρολάπι: δρεπανηφόρα άρματα στα Γαυγάμηλα. Κομματιασμένα σώματα πάνω στη γη. Να μαζέψουμε τα ανθρώπινα κομμάτια και να τα ράψουμε με δόντια Μυρμιδόνων. Σάρκα – κ ά π ο τ ε  σ ά ρ κ α .

 

[Το υποκειμενικό πλάνο του τέλους στον Λάρι Φλιντ του Μίλος Φόρμαν. Κι ύστερα εκείνος που βλέπει στο βίντεο την γυναίκα του να τον βλέπει.]


 

***

 

[Ο Οιδίπους κοιτάζει τη Σφίγγα στον πίνακα του Μορό.]

 

          47. Ο Άνδρας με τον χρυσωμένο γύψο. Τα μάτια του είναι υγρά. Σαν δάκρυ που θα έρθει.  Σύνθημα: Nevermore. Παρασύνθημα: Neverland. Θα πεθάνουμε.

 

          48. Είπαν πως είναι η αρχή του Βυζαντίου. Τα Φαγιούμ είναι σάρκα που έγινε βλέμμα. Το Βυζάντιο έχει το βλέμμα – όμως η σάρκα γίνεται ανα-μνηση, παρά-μνηση, υπό-μνηση. Στο τέλος αμνησία. Το Βυζάντιο ξεκίνησε από τα Φαγιούμ – κι έπειτα πλάκωσαν οι φασίστες παπάδες να πούνε πως η γκάβλα είναι αμαρτία. Ίσως αυτή να είναι η τραγωδία όλων εκείνων των ίσκιων του Βυζαντίου. Έχουνε βλέμμα και πρέπει να ξεχάσουν το σώμα.

 

[Ο Αλέκος Παναγούλης με το μαγιό μόλις τον έπιασαν]


 

***

 

[Ο Μανώλης Καραμανώλης στη φωτογραφία εκείνης της ταυτότητας. Και στο σπίτι του στον τοίχο η φωτογραφία της Αντιγόνης. Τα μάτια  τ ο υ ς.]

 

          49. Ενώ στα Φαγιούμ: το σώμα είναι το βλέμμα. Το vultus. Η υγρασία των ματιών. Η θαμπάδα.

 

          50. Κι εκείνη η Γυναίκα του Βρετανικού Μουσείου. Ίδια η Καμίλ Μονέ με την ομπρέλα της. Κι οι δυο κοιτούν δίπλα από σένα.

 

          51. Σαν όνειρο όπου. Μια γυναίκα που κοιτά λίγο πιο δίπλα από τα μάτια σου. Κατόπιν: θα χαθεί. Σαν σκιά μέσα στη νύχτα. Το πρωί σειρήνες περιπολικών.

 

          52. Φαγιούμ: ο άνθρωπος μετά τον θάνατο. Είναι η τελευταία ριξιά, η τελευταία σποριά της τέχνης στη Μεσόγειο πριν να έρθουν οι μεγάλοι νταβατζήδες.

 

          53. Σαν Φαγιούμ είναι ο Πιέρο ντε λa Φραντζέσκα: Αίνιγμα. Ακόμη περισσότερο: σαν Φαγιούμ είναι ο Ρέμπραντ: Αγωνία. Σαν Φαγιούμ είναι ο Τσαρούχης: Λαγνεία.

 

          53. Σαν Φαγιούμ: εκείνη η γκαρσόνα, αν είναι γκαρσόνα, στα δεξιά της εικόνας του Τουλούζ–Λοτρέκ. Εκείνη. Ερημία,

 

          55. Σαν Φαγιούμ: Ο Νίτσε σε εκείνη την φωτογραφία με τον άσπρο μανδύα. Συμπόνια.

 

          56. Και ο Ερνέστο Γκεβάρα: στη φωτογραφία που βγάζει μόνος του στον καθρέφτη του ξενοδοχείου, μόλις έχει φτάσει στη Λα Παζ, ξυρισμένος με φαλάκρα και ψεύτικα στοιχεία, σαν γέροντας. Να κοιτάζει μέσα στον καθρέφτη. Ήττα.

 

          57. Σαν Φαγιούμ είναι και οι τρεις άγγελοι του Ρούμπλιεφ. Εκείνοι που κάθονται στο τραπέζι. Ίσως το πιο σ α ν  Φ α  γ ι ο ύ μ  της τέχνης. Αναμονή.

 

          58. Φαγιούμ: είναι ο άνθρωπος μετά τον Θεό. Σκέψου τον Γουίλαρντ στην αρχή της Αποκάλυψης Τώρα. Όταν είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και η κάμερα βρίσκεται στο ταβάνι. Θάνατος;

 

          59. Κι ακόμη: Φαγιούμ είναι κάποιος που δεν πιστεύει στον κατακλυσμό. Hic et nunc;

 

[Ο Γιώργος Βλαστός στο δωμάτιο της Αιμοτολογικής Κλινικής, φωτογραφημένος τους πρώτους μήνες του 1996]


 

***

 

[Εκείνος ο Απόλλωνας πίσω από το τζάμι στους Δελφούς.]

 

          60. Ένα παλιό δρολάπι: απέναντι από τις συκοφαντίες στάθηκαν γλυκοαίματοι κηφήνες της ζωής. Τίποτε πια δεν θα ξανάρθει δίχως τα παλιά στήθη της Λερναίας Ύδρας. Τέρατά μου εμπρός: στα φύλλα της μολόχας καψούλες με υδροκυάνιο. Θα πεθάνουμε.

 

          61. Ένα παλιό δρολάπι: ένας ταριχευμένος δρυοκολάπτης. Στα μάτια τους η εικόνα του κλαδιού που λυγίζει από τον άνεμο της Κουπέλας.

 

          62. Η Κυρία του Φαγιούμ. Η Μόνα Λίζα. Η Κυρία με τον Μονόκερο. Η Μαντόνα Σιξτίνα. Ο Άρρωστος Βάκχος του Καραβάτζιο. Η Σάσκια ως Φλώρα – για τελευταία φορά. Μοντέρνοι καιροί: ο Τζιμ Μόρισον, στη γνωστή φωτογραφία, γυμνός – από τη μέση και πάνω. Κατά δαίμονα εαυτού. Μοντέρνοι καιροί: το κορίτσι του Σεβέζο. Κατά δαίμονα των άλλων. Αχ, η Κυρία του Φαγιούμ. Θα πεθάνουμε.

 

          63. Τρέχουν τα πουλιά της Στυμφαλίας. Στα νύχια τους κρατούνε κεφάλια ανθρώπων. Τα αποθέτουν μπροστά στα πόδια της Σφίγγας (μα ποιας Σφίγγας;). Ένας τυμπανιστής κροταλίζει. Κάτι σαν λόγια. Μιλάει για εκείνην με τη φαγωμένη μύτη. Θα πεθάνουμε;

 

[Ο Βαπτιστής-Θάνατος του Λεονάρντο.]


 

***

 

Σάσκια Βαν Ριν ως Φλώρα – για τελευταία φορά. Ζωγραφισμένη από τον άντρα της Έτοιμη να βήξει.]

 

          64. Θα σε λέω: η μολόχα-λεμονιά. Τριαντα δαγκωμασιές από τέρας με τριάντα στόματα. Κατόπιν γυναίκα με τριάντα στήθη – για να μοιράσει τη σιωπή.

 

          65. Ήταν, λοιπόν, το αυριανό δρολάπι. Είναι η Ισαρούς. Έχει κι αυτή το δρεπανάκι στο λαιμό.

 

          66. Αχ, η Ισαρούς. Αχ η Fornarina. Μέσα στα κρίνα φιαλίδια με φαρμάκια για νεκροφάνεια. Όπως αυτή της Ιουλιέτας.

 

          67. Κι ύστερα. Τρως τον ήλιο και τον κάνεις ψέματα. Τρως τη σκοτεινιά και την κάνεις δάκρυα. Ποιος είσαι;

 

Γιουδήθ του Κλιμτ – με το κεφάλι του Ολοφέρνη. Φυσικά και θα πεθάνουμε.]

 


***

 

[Και τα τρία τελευταία:

τα μάτια εκείνου του δακρυσμένου  στη Σταύρωση στο Σκορβένι.]

 

          68. Για φαντάσου τους. Να σηκωθούν έτσι όπως είναι, με τα κοσμήματά τους και τα σκουλαρίκια τους, και τα καλά τους ρούχα, έτοιμοι για εκείνην τη φωτογραφία της ταυτότητας, για φαντάσου να σηκωθούν για μια εκδρομή στη Γκρενουγιέρ.

 

          69. Για φαντάσου τους: να γυρίζουν στις λεμονιές, να κόβουν τα λεμόνια με το μαχαίρι, να τα γλείφουν με τη γλώσσα.

 

          70. Είναι  μ ε τ ά  τ η  Μ ο ί ρ α  ετούτοι οι Φαγιούμ, είναι μετά από το πεπρωμένο, είναι μετά από την ύπαρξή τους. Είμαι ελεύθερος. Κι όμως: θαμπά τα μάτια τους και υγρά τα μάτια τους· θαρρείς και θέλουν-μα-δεν-βολεί να λησμονήσουν

 

          71. Από παλιά προσέχαμε τις λέξεις: βολείδεν βολεί. Και κανένας δεν θα σε γυρίσει πίσω.

 

          72. Πετάνε κάποιο μωρό σε έναν γκρεμό. Είναι ταμένο το μωρό, λένε. Αν γεννηθεί γερό, να το πετάξουνε στα γκρέμνα. Κάποιον Αύγουστο.

 

          73. Και κάποιος να θαμπώνει πίσω από τις εικόνες. Κάποιος που δεν είναι πια ταμένος.

 

[Ίσως να είναι στρατιώτης που πέταξε την πανοπλία, ίσως κάτι άλλο.]

 

***

 

[Κατόπιν: εκείνος ο Φαγιούμ της Χαουάρα με το χαλασμένο μάτι.]

 

          74. Έχουμε καρούλια. Στα δωμάτια των λαβυρίνθων βρίσκουμε τις μολόχες των ονείρων μας. Και κάτω από τις μολοχες ένα τρυφερό μαχαίρι.

 

          75. Έχουμε. Ο Αθλητής της Χαουάρα. Κατεστραμμένο μάτι πάνω στο εγκαυστικό. Κρύψε με το χέρι το μάτι που μένει και δες το. Το βλέμμα μένει. Να γιατί ποτέ η ανθρώπινη ζωγραφική δεν πήγε πέρα από ετούτη τη μισοχαλασμένη εικόνα. Θα πεθάνουμε.

 

          76. Δες τα, λοιπόν. Δες τα όλα.

 

          77. Ο Αθλητής της Χαουάρα. Παπάδες, ιερείς, τελετάρχες, ιμάμηδες, ψυχαναλατές, στρατηγοί χάσατε. Πριν από τον θάνατό μας, προλάβαμε:  Έχουμε βλέμμα. Habeo, habes, habet.  H a b e m u s.

 

          78. Σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Σαν τυχαίως. Habemus vultum. Κάποιον Απρίλιο μες στον Απρίλιο.

 

          79. Κάποιον Αύγουστο μέσα στον Αύγουστο. Ήσουν μωρό και σε πετάξαν στον γκρεμό. Ταμένον. Ήσουν εσύ με το δρολάπι. Habes. Εσύ.

 

          80. Φτου και πάλι από την αρχή. Φεύγω για τις Θεσσαλίες. Εξάλλου το παίζαμε μικροί: ποιος θα κλείσει πρώτος το μάτια. Η ψυχή στα χείλη. Η ζωή στην γκάβλα. Το μισό φεγγάρι πάνω στη σάρκα. Ένα, δύο τρία, στοπ. Ένα δύο τρία: θα πεθάνουμε. Ενα, δύο τρία: θα σαπίζουμε – μα δεν θα κλείσουμε ποτέ τα μάτια.

 

[Και  τέλος: τα μάτια τη γιαγιάς Πόπης που ζωγράφισε η Κωνσταντίνα εκείνη την Τετάρτη.]

 


 

 

                [Το κείμενο αυτό είναι το δ κεφάλαιο από το ανέκδοτο βιβλίο Τα γάργαρα τεχνάσματα * ένα τετράδιο με μελανιές.]