|
Θανάσης
Τριαρίδης ΦΙΟΝΤΌΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΈΦΣΚΙ Τ Α Γ Υ Μ Ν Ά Μ
Ά Τ Ι
Α ή το πώς να ζει
κανείς με τον μπαλτά ****** [Αφιέρωση:
στον Μάνο
– τον φίλο μου.
Κατόπιν μια
(υπό)ερώτηση: Ν α ζ ε
ι κ α ν ε
ί ς; ] 1.
Έναρξη: μπορεί
κανείς να πει
πως από τότε
που ο Ευριπίδης είδε
την Αγαύη να
μπαίνει μέσα
στην πόλη των Θηβών,
κρατώντας σε
θύρσο το
κεφάλι του Πενθέα
και
δοξολογώντας
τη γκάβλα
της (ή την
αδυναμία της
γνώσης
μπροστά στη γκάβλα), η
λογοτεχνία
έπαψε να φτιάχνει
και άρχισε να στοχάζεται
– δηλαδή: να
αναδιατάσσει
ήθη και να
ανασκευάζει τις
παλιές
αφηγήσεις, να
γίνεται σχόλιο του
πεπρωμένου. Ο
κόσμος
ενώθηκε, οι
θρησκείες
έβαλαν τα γκέμια,
τ’ άλογα
άρχισαν να μαστιγώνται
(ή να πυροβολούνται)
στο όνομα
αυτού που επίκεινταν·
ας πούμε ενός paradiso terrestre.
Τότε έξαφνα, κι
ενώ στηνόταν
ως σκηνικό ο μαζικός
κόσμος (: ο
κόσμος που ζει,
που επι-ζεί,
μαζί με το
μέλλον του),
σχεδόν από το
πουθενά ήρθε η αλυχτισμένη
ερώτηση – για
μένα η
μεγαλύτερη
των
τελευταίων τετρακοσίων
χρόνων: Ραγκόζιν, πού
είναι η Ναστάσια
Φιλίποβνα;
Κι αυτός, ο Ραγκόζιν,
έδειξε με το
νεύμα του
κεφαλιού του
την κουρτίνα. [Από
την αρχή, από
την πρώτη
σελίδα: Μη
με πιστεύετε.] ****** [Φιοντόρ
Μιχαΐλοβιτς] 2. Πίσω
από την
κουρτίνα: η Ναστάσια
Φιλίποβνα
είναι νεκρή,
μαχαιρωμένη
από ετούτον
τον σιωπηλό Ραγκόζιν.
Κατόπιν τρένα:
στον πάτο της
εικόνας ο
εικοστός
αιώνας ήταν ο
καιρός που οι
άνθρωποι μπαίναν
στα τρένα. Το
χειρότερο (: το φριχτότερο)
ήταν πως
μερικά από
αυτά τα τρένα
έφτασαν στον
προορισμό
τους εγκαίρως,
στην προγραμματισμένη
ώρα. Ιδού,
λοιπόν: η ώρα
της
απελευθέρωσης
από το σώμα. Ο Γιόζεφ Μέγκελε
περιμένει
στην υποδοχή. 3. Ο
Ντοστογιέφσκι
είναι ένας
όλεθρος: από
τον όλεθρο για
τον όλεθρο.
Ένας ταγμένος
για να γίνει
άγιος, που τις
νύχτες έψαχνε
για τον ερχόμενο
Μέγκελε.
Για σκέψου:
ποιος
βιογράφησε
όλους αυτούς
τους ιερουργούς
του θανάτου,
ποιος έγραψε
για τον πιλότο που
πατάει τα
κουμπιά των
βομβαρδιστικών.
Για φαντάσου.
4.
Όνειρο. Ένας
άντρας
ξαπλωμένος
στο κρεβάτι
του. Μέσα στο
μισοσκόταδο
βλέπει μια νέα
κοπέλα να τον πλησιάζει.
Μοιάζει με
κόρη του, μα
είναι η νεαρή
γυναίκα του. Η
κοπέλα
κρατάει
πιστόλι. Αυτός
αποφασίζει να παραστήσει
τον
κοιμισμένο. Το
κορίτσι, θα ’ναι
δε θα’ναι
δεκάξι χρονών,
βάζει το
πιστόλι στον
κρόταφο του άντρα.
Εκείνος
κλείνει τα
μάτια και
περιμένει. Όταν
τα ανοίγει,
βλέπει το
δωμάτιο άδειο.
Τι ήταν όνειρο,
λοιπόν, και τι
όχι; 5. Ο
Ντοστογιέφσκι
είναι μια
παραίσθηση.
Κάτι γ ύ
ρ ω από
τη συνείδηση. Είναι
αυτό που
ξέρουμε πως
ζούμε στα
όνειρά μας, μα
βολευόμαστε
λέγοντας «ήταν
μονάχα ένα
όνειρο». Και σε
τούτα τα
όνειρα
κρατούμε το
από καιρό
γνωστό
φλογοβόλο και
καίμε
ανθρώπους. Ο
Ντοστογιέφσκι
μάς ξεβράζει
μέσα σε τούτα
τα όνειρα. 6. Να
θυμηθούμε πώς
τελειώνει τα
λόγια του ο
Μεγάλος
Ιεροεξεταστής
της Σεβίλλης: Αύριο
θα σε κάψω. Dixi. Να
αναπτυχθεί το
κεφάλαιο στο
σχήμα αύριο
– όχι απόψε.
«Αύριο» που
σημαίνει «από
τώρα». Διότι η
εξόντωσή σου
είναι η
α ν α μ ο ν ή της
εξόντωσης. 7. D i x i:
Μίλησα,
δηλαδή πάλεψα
μέσα σε αυτόν
τον κόσμο των
νευμάτων να
αιτιολογήσω
το γιατί
πρέπει να
σκοτώνουμε. Το
γιατί οι
πυραμίδες του
Ταμερλάνου
και οι
καμινάδες του
Άουσβιτς
παράγουν την
αληθινή ιστορία.
Τα πράγματα
είναι απλά (κατανοητά):
γυρεύουμε
έναν αφέντη
και ένα
καρβέλι ψωμί.
Δηλαδή: η
δικαιοσύνη
(μας) είναι η
δικαιοσύνη
ενός μπαλτά
κι ενός
κουμπιού του
βομβαρδιστικού
Enola Gay. Dixi. 8. Και
μετά: ο μουγγός
τύπος φιλάει
τον γέροντα
στο στόμα,
χείλη με χείλη.
Να σου το πω. Ο
Ντοστογιέφσκι
ξέρει για τα
μελένια
λεμόνια – πώς
αλλιώς; [Ας
πούμε πως το
απαλό αγέρι
της έφερε στα
ρουθούνια μας αποφορά, πτωματίλα
που λέμε. Τι
σημαίνει αυτό;
Πως κάπου
(μακριά;)
αγαπούν
περισσότερο
από εμάς;] ****** [Ego sum qui sum. Για φαντάσου το: What is the question? ] 9.
Ένας Ρώσος: μας
έδωσε ό,τι
πιο αιματοβαμμένο
γράφτηκε από
άνθρωπο στα
χρόνια του
σύγχρονου κόσμου
– ή, να το πούμε
καλύτερα, από
τα χρόνια του
Ευριπίδη. Δε
μιλάω για το
αίμα. Μιλάω για
την ανάγκη
του αίματος. Ή
για την ανάγκη
ενός
ιδεατού μέσα
στο αίμα,
π α ρ ά
το αίμα. Λένε
πως ο πιλότος
που είδε το
μανιτάρι της
Χιροσίμα το μονολόγησε
(το ομο-λόγησε, το ομο-νόησε):
Είναι
τόσο ωραίο. 10. Κατά
μία εκδοχή
κάθε ιστορία
μετά από
εκείνον τον
κουρελή της
λίμνης Γεννησαρέτ
είναι η
ιστορία του,
ένας ακόμη
αντικατοπτρισμός
τού
πεπρωμένου
καθήκοντος
για την
σωτηρία και της
απροσάρμοστης
λαχτάρας για
αγάπη. Ο
Ντοστογιέφσκι
το φωνάζει σε
όλους τους τόνους:
θέλει να γίνει ευ-αγγελιστής,
θέλει να πει το
μεγάλο νέο
στους
ανθρώπους,
αυτός καλύτερα
από κάθε άλλον –
κι αν δεν το
έχει ετούτο το
νέο, θα το
επινοήσει, θα
το φανταστεί,
θα το ζυμώσει
μέσα του,
πάντως πρέπει
να το δώσει, να
το μοιράσει
σαν ψωμί.
Θαρρείς και
στραβώνει
όταν του λένε
πως οι Ευαγγελιστές
ήταν τέσσερις
και είχαν δει
τον «Ναζωραίο»
με τα ίδια τους
τα μάτια –
μεμιάς
αρχίζει να
βρίζει:
Κανάγιες, ο
«Ναζωραίος» δεν
είναι ιδεατός
χρόνος, ο
«Ναζωραίος»
είναι γαίμα,
πηχτή αποφορά
του γαίματος,
ο «Ναζωραίος»
είναι κ
ά τ ι
μέσα στη σκοτεινιά,
μια σπορά
αμφιλεγόμενη,
μια έτοιμη από καιρό
αμαρτία, ο
«Ναζωραίος»
είναι μια υποψία, ιδού. 11. Η
υποψία: του Σταβρόγκιν,
του Κιρίλοφ,
του Ραγκόζιν,
του Σμερντιάκοφ.
Η υποψία του Βερχοβένσκι.
Η υποψία μιας
σφαίρας που
πυροβολεί ένα
άλογο ανάμεσα
στα μάτια. Ο
Ντοστογιέφσκι
πιστεύει στον
ουράνιο πατέρα,
πιστεύει στον Συ–που–κόσμους–κυβερνάς,
έτσι φωνάζει,
έτσι αφρίζει,
έτσι ντελαλάει
στα τέσσερα
σημεία του
ορίζοντα – μα
σαν μουχρώνει
ο ουρανός
αρχίζει να μαστουριάζεται
από τις
υποψίες της
σάρκας. 12.
Υποψία; Σε όλη
του τη ζωή
έστηνε ένα
μαρτύριο, έναν
αγκαθερό
δρόμο που
έπρεπε να
βαδίσει
ξυπόλυτος, για
να φτάσει στην αγιότητα
(σε μία κάποια αγιότητα).
Καταδικάστηκε
σε θάνατο και
βρέθηκε να
περιμένει εκτέλεση,
ουσιαστικά
χωρίς λόγο,
πέρασε
τέσσερα
χρόνια από τη
ζωή του στο
σπίτι των
πεθαμένων,
πλατσούρισε
σε πολιτικές
ντρόγκες αξιοθαύμαστης
γκάμας. Ήσαν
ευάλωτος στην
κολακεία όσο
και
κομπλεξικός,
δημαγωγός
γεμάτος
στερεότυπα
θεσμικού και
εθιμικού
τρόμου,
γεμάτος με
ιδεοληψίες αυτοοικτιρμού,
νάρκισσος όσο
και εγωπαθής,
πολιτικά
εκκρεμής όσο
και
μεσσιανικά σωτηριολόγος.
Πιθανώς όλα
αυτά να τα
λογαριάσουμε
για κρίκους στην
αλυσίδα: φαντασιωνόταν
αμαρτίες και
μεταστροφές,
όπως αυτή του Σαύλου στο
δρόμο προς τη
Δαμασκό. Στην
καρδιά της
παραφοράς του:
η βία του ανθρώπου
προς τον
άνθρωπο – η βία μέχρι το
τέλος. Δεν είχε
σκοτώσει ποτέ
του: μα αρκεί ο μπαλτάς
του Ρασκόλνικοφ
για να φανεί
περίτρανα πως
είχε ετούτον
τον μπαλτά
από καιρό
κρυμμένο κάτω
από την
αμασχάλη του,
πως ε ί
χ ε
αυτόν τον επικείμενο
φόνο μέσα του.
Και μετά τον Ρασκόλνικοφ
δεν μπορούμε
πια να
κρυφτούμε:
τον έ χ
ο υ μ ε
όλοι – και τον μπαλτά και
το φόνο.
Οι μαρτυρίες
του Στράχοφ
και του Τουργκένιεφ
είναι
εμπαθείς: μα κι
οι δυο τους
αναφέρονται σε
ένα κορίτσι
που ο
Ντοστογιέφσκι
έλεγε (: ομολογούσε;)
πώς είχε
βιάσει – δεν
έχουμε τίποτε
περισσότερο. Ο Σταυρόγκιν
βιάζει, ο Στριβιγκαϊλοβ
βιάζει, ο Σμερντιάκοφ
βιάζει. Ποιος
είναι ποιος; 13. Ο
Ντοστογιέφσκι
βλέπει τη ζωή
ως γιγνόμενη
αμαρτία. Ερώτηση:
Είναι
φασίστας; Να το
ξανασκεφτώ.
Ναι, είναι και
φασίστας – και
συνάμα είναι ο
«μεγάλος
αμαρτωλός» για
τον οποίο τόσο
μιλάει, ένα
αλλόκοτο
γέννημα των
δυο
αντιθετικών
επιθυμιών για θάνατο:
της σωματικής
λαχτάρας για
τα μελένια
λεμόνια και
της θρησκευτικής
μανίας για
σωτηρία. Είχε
μπροστά του
τρεις εκδοχές
(σαν σε τρίστρατο):
να τρελαθεί (μα
δεν το μπόρεσε),
να
αυτοκτονήσει
(μα δεν το
τόλμησε), να το
ζήσει (με τα
μάτια γυμνά
μέσα στη νύχτα).
Είναι δύσκολο
να σταυρώσεις
μόνος σου τον
εαυτό σου –
συνήθως χρειάζεται
το
αφιονισμένο
πλήθος για να
ζυγιστεί η
αφήγηση (σαν
την τραμπάλα). Ο
Ντοστογιέφσκι
πήρε από μόνος
του έναν
σταυρό, δίχως
μαστιγώματα
και ακάνθινα
στεφάνια (τα
λογάριασε για χαζοντεκόρ),
κι άρχισε
μουγκρίζοντας
να ανεβαίνει
σε κάτι που του
φάνηκε για
λόφος – κι όλα
αυτά μπροστά
στο έκπληκτο
ακροατήριο
του αιώνα του
που είχε μάθει
να χειροκροτάει
την ερμηνεία
και όχι την
υπόθεση. Έτσι
απέμεινε μόνος:
το κοινό του
τρόμαξε από τα
αίματα μα δεν
κατάλαβε – τα
λογάριασε για
άτεχνο κόλπο,
για χοντροκοπιά.
Όταν έχασε τον
μικρό του Αλιόσα,
ο ίδιος ο
Ντοστογιέφσκι
βρήκε τον
δολοφόνο: αποφάσισε
πως ο Αλιόσα
είχε πεθάνει
επειδή
εκείνος τού
είχε
κληρονομήσει
την επιληψία
του. Ξαναέζησε
το
προπατορικό
αμάρτημα, που
είχε
σκλαβώσει τη
ζωή του –
ακριβώς γιατί
γεννούσε μέσα
του τον μουγγό
Ναζωραίο,
εκείνον που
φιλάει στο
στόμα. 14.
Μπορείς να
δεις τον κόσμο
με γυμνά μάτια;
Δηλαδή δίχως
τις μεγάλες
ερμηνείες των
Παντοκρατόρων
που σκέπουν
τον κόσμο.
Δίχως τον
Διόνυσο που σε
φουσκώνει σαν παγώνι,
δίχως τον
Απόλλωνα, δίχως
τον Ego sum qui
sum;
Μπορείς να
δεις τον κόσμο
με γυμνά μάτια –
ακριβώς όπως
βουτάμε τα
γυμνά χέρια
μας στο νερό; 15.
Όνειρο: ο Γιόζεφ
Μέγκελε,
όπως σε εκείνη
τη φωτογραφία
με τη στολή των Ες-Ες,
βαδίζει σε μια
ακροθαλασσιά.
Κάποτε
ξαπλώνει στην
άμμο. Έρχεται
το κύμα και τον
σκεπάζει. 16. Να
δεις τον κόσμο
με γυμνά μάτια:
αυτό είναι ο
Ντοστογιέφσκι.
Το αν μπορεί να
αγαπήσει ο Μέγκελε,
το αν μπορεί να
αγαπηθεί
κανείς με τον Γιόζεφ Μέγκελε.
Σαν να βάζεις
τα γυμνά χέρια
σου μέσα στην
καυστική
ποτάσα. [Μετά
σιωπή· όλο το σινεμά τσιτωνεται
ν’ ακούσει το
ουρλιαχτό. Τι
παράξενο –] ****** [Σταροχώραφο.
Τι να ’ναι αυτό
που δε
φαίνεται; Η
αγάπη /
καυστική ποτάσα.] 17. O
Ντοστογιέφσκι
είναι κάποιος
που βρίσκεται μέσα
στη θυσία. Ο Βαν Γκογκ
είναι κάποιος
που βρίσκεται μπροστά
στη θυσία. Ο
Νίτσε είναι
κάποιος που
βρίσκεται μετά τη
θυσία. Οι τρεις
ετούτοι
έζησαν μαζί
– και δεν εννοώ
πως έζησαν στα
ίδια χρόνια. Ο
Ολλανδός αρνήθηκε
να κατανοήσει
τούτη την ορμή
του και την
έκανε λιόδεντρα
και σταροχώραφα.
Ο Γερμανός την
κατανόησε και
την αφιέρωσε
σε μία χαρωπά εσχατολογική
ουτοπία που
εντέλει τον
κατασπάραξε
(σαν το μικρό
γατάκι που το
ταΐζεις με το μπιμπερό –
ώσπου κάποτε
γίνεται
τίγρης και σε
τρώει για να χορτάσει).
Ο
Ντοστογιέφσκι
την έζησε
γράφοντας, γιομάτος
από
παρανοήσεις
που τόσο του άρεζαν. Οι
τρεις τους
είναι η μεγάλη
τραγική
τριλογία του
κόσμου που
αναμετριέται
με τον
Πατέρα-Αφέντη.
Τώρα, λοιπόν, να
το
αποφασίσουμε, τ ώ ρ α: Τι
επιτρέπεται
και τι όχι. 18. Ο Βαν Γκογκ
απάντησε:
Επιτρέπονται
αυτά που
βλέπουμε. Ο
Νίτσε
απάντησε:
Επιτρέπονται
όλα όσα
σκεφτόμαστε. Ο
Ντοστογιέφσκι
απάντησε: Σκεφτόμαστε
όλα όσα
περιμένουμε.
Επομένως: Ραγκόζιν,
πού είναι η Ναστάσια
Φιλίποβνα; 19. Όσο για μένα,
έζησα
εξωθώντας τη
ζωή μου στα
άκρα, ό,τι
εσείς θα τολμήσετε
να
προχωρήσετε
μέχρι τη μέση.
Αυτή ήταν η
σκηνοθετική
οδηγία του Φιοντόρ
Μιχαΐλοβιτς:
έζησε
γυρεύοντας
λογής
πολιτικές
(στην ουσία: μεταπολιτικές)
ευτοπίες,
πέρασε από τα
κάτεργα και
την αναμονή
του αποσπάσματος,
ώσπου κάποτε συνέλαβε
το σχήμα τού
πώς γίνεται
κανείς άγιος
με τον ίδιο
τρόπο που συνέλαβε
το πώς γίνεται
κανείς
δολοφόνος. Να
πώς φιλοσοφεί
κανείς: με τον μπαλτά, με
την ανάμνηση
του μπαλτά,
με την αναμονή
του μπαλτά
– με την
π ρ ο σ δ ο κ ί α του μπαλτά. 20.
Πέθανε κάτω
από τη Μαντόνα
Σιξτίνα
του Ραφαήλ Σάντσιο.
Αυτό να το
σκεφτώ (ή να το
σκεφτούμε και
μαζί). Είχε τη
δαιμονική
ενάργεια να
μπορεί να
σκηνοθετήσει και
συνάμα τη
συναισθηματική
ασυδοσία να
ζει τις σκηνοθεσίες
του. Αν τον
είχαν οι
ψυχίατροι, μισόν
αιώνα
αργότερα, και
τον ξάπλωναν
στα κρεβάτια
τους, θα
πατούσαν το
συναγερμό. Ο τύπος
που παρίστανε
τον Ρώσο
μοναχό
ετοιμαζόταν να
τους ζήσει.
21. Οι
άνθρωποι
είναι
πλασμένοι για
να πυροβολούν
μες στο μουνί
των γυναικών.
Το κρίσιμο
είναι πως
αυτοί οι άνθρωποι
είμαστε εμείς.
Η αγάπη: κάτι
που συμβαίνει
ενώ
πυροβολούμε
ανθρώπους. [Ας
πούμε πως
μιλούνε δύο
άντρες – δυο
αδέλφια. Κάποτε
ο ένας ρωτάει:
Θα σκότωνες
ποτέ σου ένα
παιδί με φριχτά
βασανιστήρια
προκειμένου
να σώσεις τον κόσμο;] ****** [Γραμμένα
με τελειωμένο στιλό] 22. Κάποτε
το σκέφτηκα (και
εγώ):
Γιατί τόσο να
κολλάω έτσι με
αυτόν τον Φιοντόρ
Μιχαΐλοβιτς;
Εκείνος
πίστευε πως οι
άνθρωποι
χρειάζονται
έναν μεγάλο νταβατζή
για να τους
διδάσκει την
αγάπη, πίστευε
πως υπάρχουν
οι καλοί
πιστοί και οι
κακοί άπιστοι,
πίστευε πως οι
Ρώσοι είναι
ένας
περιούσιος
λαός με
καθήκον τη
σωτηρία της
ανθρωπότητας,
λογάριαζε πως
ο Διαφωτισμός
ήταν μια
φενάκη, ένα
σκουλήκι που
κατατρώγει
την ανθρώπινη
ψυχή. Πώς
γίνεται να με
μαγεύει έτσι
ένας ψάλτης
εκείνου που κόσμους
κυβερνά και
ζωή παντού σκορπά; 23. Όλα
αυτά να τα
ξανασκεφτώ σε
σχέση με τη
λέξη ψάλτης.
Ας πούμε: τον Σταβρόγκιν.
Τον Στριβιγκαΐλοβ.
Τον Ραγκόζιν.
Τον Βερχοβένσκι.
Τον Γιόζεφ
Μέγκελε –
που σαν
στοργικός
πατέρας
χάιδευε τα
δίδυμα όταν
έφταναν με τα
σφραγισμένα
τρένα στο
Άουσβιτς. 24.
Κολλάω στον
Ντοστογιέφσκι
για τους
σπασμούς του:
Μαστούρωνε
από την έλξη
του για Θεό,
τόσο που δεν τον
έβλεπε παρά
μόνο στον πόνο,
στη
μελαγχολία, στην
κτηνωδία, στην
τρέλα. Κολλάω
με τον
Ντοστογιέφσκι
γιατί έγραφε
για κάτι
περισσότερο
από αυτό που
μπορούσε να
εξηγήσει.
Γιατί ποτέ του
δεν καταδέχτηκε
να περιγράψει:
ζούσε μέσα το
αίμα του κόσμου
που έφτιαχνε
με τις λέξεις.
Ήσαν ένας
κόσμος μά
την αλήθεια
καλά αιματωμένος
– ανάμεσα στο
αίμα και τη
λαχτάρα του
αίματος. Ετούτον
τον κόσμο των αιματωμένων
διλημμάτων,
των αιματωμένων
υποψιών, των αιματωμένων
ορμών, ο
Ντοστογιέφσκι
τον βράδιαζε
και τον ξημέρωνε β υ ζ α ί ν
ο ν τ α ς
(άραγε τι;) 25.
Θα σε
κάψω, θα με
κάψεις, θα μας
κάψει. Ναι, τον βύζαινε
σου λέω. Δηλαδή
έπαιρνε τον μπαλτά και
σκότωνε τη
σπιτονοικοκυρά
του. Κατόπιν
κάθονταν στο
γραφείο με τα
χαρτιά του –
γύρω κοράκια
μύριζαν τη φρεσκοχαλασμένη
σάρκα. Αν
μπορείς να το
καταλάβεις,
έχει καλώς. Αν όχι,
πήγαινε να σου
κάνουν εξορκισμούς. 26.
Χτυπάει η
πόρτα μέσα στη
νύχτα. Ρωτάς – τι
’ναι ο άνθρωπος;
Ο άνθρωπος
είναι ένα
κτήνος. Ένα
προϊστορικό
τέρας
αλευρωμένο με ηθική.
Πουλί
ιστορικό: ίσον
προβάλλει τον
κόσμο στο μέτρο
της κτηνωδίας
του. Κλέβει
παιδιά, τα
ξεκοιλιάζει
και πουλάει τα
σπλάχνα τους.
Κατόπιν
ονειρεύεται σταροχώραφα,
λιόδεντρα το
δειλινό,
ηλιοτρόπια.
Ξυπνάει:
φτιάχνει
βόμβες για να
αφανίσει
αθώους.
Κατόπιν
αποφασίζει η ώση - ο Θεός - ένας κάποιος
- ένα κάτι.
Λέμε τώρα: το
πρωί της 6ης
Αυγούστου του
1945 ένα μετεωρολογικό
δελτίο
ενημέρωνε πως
στη Χιροσίμα
είχε καλοκαιρία.
Ο Ντοστογιέφσκι
ήταν εκεί. Με
τον μπαλτά.
Ζ ο ύ σ ε. 27. Μέσα
σε κρότους
κύλησε η ζωή
μου. Μέσα στο
φόβο. Ο Ντοστογιέφσκι
ήταν εκεί. Έχω
την αίσθηση
πως δίχως
αυτόν δε θα
υπήρχε
εικοστός
αιώνας. Ο Καμί
είναι ένας
διαφωτιστής
που τον
στοχάζεται. Ο
Ταρκόφσκι είναι
ένας Ρώσος που
θέλει να τον
ξαναζήσει. Εν
αρχή ην ο Λόγος.
Με κεφαλαίο
Λάμδα. Σαν
λαιμητόμος. Εν
αρχή ην.
Μέσα στο φόβο. 28.
Όνειρο: ένας
μαύρος λαγός
κόβει το δρόμο.
Αυτό είναι
γρουσουζιά.
Κάποιος
γυρίζει και
σου λέει: «Εσύ, Μιχαήλ,
είσαι τυχερός.
Δε βλέπεις». Ο
λαγός στέκεται
στο ρείθρο και
σε κοιτάζει. [Στο
κάτω
περιθώριο ένα
ζωγραφισμένο
μάτι. Αδάκρυτο.] ****** [Η
θρυμματισμένη
Πιετά της Ντουόμο] 29. Είναι
ένας υπερνοηματοδοτημένος
θρύλος της
λογοτεχνίας,
γεμάτος με
πολεμικές ηθικής
και ηθικές
κατρακύλες,
τραγικότερος από τον
Μπάιρον-Νοσφεράτου,
από τον Σέξπιρ
- μαγική εικόνα,
από τον Ρεμπό-ρόγχο,
από τον Δάντη
- εξόριστο του
καιρού του. Ναι,
είναι ο
τραγικότερος,
όχι γιατί
θέλησε την
τραγωδία, αλλά
γιατί θέλησε τη
μεγάλη λύση
της τραγωδίας,
και, τι
παράξενο, ενώ
έλεγε πως ήταν
χριστιανός και
Ρώσος –κι άρα,
υποτίθεται, το
είχε ληγμένο
το μέλλον (: το Επέκεινα,
την Ζωή
εν Τάφω,
την Ανάσταση,
ό,τι άλλο)–,
όλα τού βγαίναν
ανάποδα από
όσα λογάριαζε
πως έπρεπαν.
Σκέψου μια
γυναίκα που
θέλει να κεντήσει
πουλιά, όμως το
χέρι της
κεντάει
φτερωτούς
δράκους. Στον Στράχοφ
έγραψε το
μαύρο σημάδι
του πρίγκιπα Μίσκιν: Αυτό
που οι
περισσότεροι
άνθρωποι
λογαριάζουν για
φανταστικό
και απίθανο,
είναι για μένα
η πιο βαθιά
πραγματικότητα.
Από τον καιρό
των Φτωχών
άρχισε ψιλοβελονιά
το κέντημα·
όταν τέλειωσε,
ο Πλάτωνας
είχε γίνει πια πουλί
ιστορικό. Άρα
(Σαχτούρης): νεκρό
πουλί ακονίζω
τα μαχαίρια
μου. 30. Τον
φαντάζομαι σε
συζητήσεις
στην
τηλεόραση: θα γάβγιζε,
θα κοπανούσε
το κεφάλι του
στον τοίχο, θα έκλαιγε,
θα φιλούσε τα
χέρια των
συνομιλητών
του. Θα του
λέγανε
διάλειμμα για
διαφημίσεις
και δε θα καταλάβαινε
τίποτε, θα
συνέχιζε να
μιλάει
ανοίγοντας παρενθέσεις
που δεν
κλείνουν,
δίχως νοήματα. 31. Να τον
ζυγώνεις με
τον ίδιο τρόπο
που ζυγώνεις
ένα πληγωμένο
ζώο. Χωρίς
λόγια και
χωρίς
ψαλμωδίες. Να
μυρίσεις το
αίμα του
κόσμου του.
Είναι όπως και ο
Μιχαήλ
Άγγελος: ζει την
εικόνα του, τις
λέξεις του, το
αίμα που
κυλάει στο
πάτωμα.
Πιθανώς να μην
ήξερε καν να
αφηγηθεί – μα όποιον
άλλον και να
βάλεις μπροστά
του, μοιάζει με
απλή
οδοντόκρεμα.
Σου γράφει για έναν
βιασμό, για
έναν φόνο, για
μια
αυτοκτονία,
και δε λες, α, τι
ωραία που τα
γράφει,
θαρρείς και
ήταν εκεί και τα
είδε, μήτε και
βαθμολογείς
τη θεατρική
παράσταση,
ακριβώς γιατί
κάποτε
καταλαβαίνεις
πως ε σ ύ ε ί σ α ι που
ζυγώνεις β α ρ ύ ς στο σπίτι
της Αλιόνας
Ιβάνοβνα.
Ο
Ντοστογιέφσκι
μπαινοβγαίνει
στον θάνατο.
Γιατί: ίσως
γιατί τη μέρα
που ο Τσάρος (: ο
Αφέντης) τού έδωσε
χάρη, πέντε
λεπτά πριν από
την εκτέλεσή
τού εκείνον
τον Δεκέμβρη
του 1849, ο
Ντοστογιέφσκι
είχε προλάβει
να το ζήσει
εκείνο το
πεντάλεπτο.
Στην υπόλοιπη
ζωή του θα ήξερε
καλά τη γεύση
από το μαύρο
αίμα. 32. Κάπου
εδώ μπαίνει
αυτό που ο
ίδιος είπε
στον Μερετκόφσκι,
όταν εκείνος
ήταν ακόμη ένα
παιδί-θαύμα: Νεαρέ,
έχετε μεγάλο ταλέντο,
μα ακόμη δεν
έχετε πονέσει. Εδώ
είμαστε. Ο
Ντοστογιέφσκι
πονούσε μέχρι
την άκρη του
πόνου – κατά μία
έννοια βίωνε
τη μνήμη ως
σταύρωση και
την ιδέα ως
λόγχη. Το
αποτέλεσμα
καταλήγει στη
Σεβίλλη έναν
καιρό που αύριο–θα–σε–κάψω.
Γίνεται; –
τελικά φαίνεται
πως γίνεται. Να
ξαναδείς το
τομάρι που ζωγράφισε
ο Μπουοναρότι
στον τοίχο της
Τελικής
Κρίσης στην
Καπέλα Σιξτίνα.
Είναι ο ίδιος ο
Μιχαήλ
Άγγελος – κι
είναι η
πιστότερη
προσωπογραφία
του
Ντοστογιέφσκι
διακόσια ογδόντα
χρόνια πριν
γεννηθεί. 33. Τι σύμπτωση:
θαρρείς και
ήσαν ο σωσίας
του Μπουοναρότι.
Έγραψε ό,τι
έγραψε για να
γδάρει το
τομάρι του και
να το κρατήσει
με τα ίδια του
τα χέρια και να
φωνάξει του
αφέντη του: Έλα
και πάρ’
το. 34.
Όνειρο. Νύχτα
σε μια
ερημωμένη
πολιτεία.
Τρέχω για να φωνάξω
κάποιο μεγάλο
νέο, ξέρω πως
είναι κάτι που
πρέπει να
ειπωθεί
οπωσδήποτε,
πως από αυτό
εξαρτάται
ολόκληρη η ζωή.
Η πόλη είναι
έρημη. Χτυπάω
βαριά ρόπτρα
στις πόρτες.
Κάποτε
ανοίγει μια
πόρτα. Στο δωμάτιο
κάθεται ο
ποιητής
Γιώργος
Σεφέρης, όπως
τον ξέρω από
τις
φωτογραφίες.
Πάω να μιλήσω,
«Ξέρω, ξέρω», μου λέει
χαμηλόφωνα, «τα
σπαθιά έχουν
στομώσει». Δεν
ξέρω αν αυτό
είναι το νέο –
αλλά δεν έχω
τίποτε άλλο να πω.
Κι είναι σαν να
μην έχω μέσα
μου κι άλλη ζωή. [Τι
παράξενο: τα
σπαθιά δεν
έχουν
στομώσει. Χιουμάνε
να σφάξουν
τους εχθρούς. You Know (ή μήπως όχ;ι): χέρια,
πόδια, κεφαλές και τα τοιάυτα.
Ποδηλάτες με
καπέλα τζόκεί
περνούνε
δίπλα σου και
σου
ψιθυρίζουν:
Έτσι ‘ν’
η ζωή. Έπειτα αναλήπτονται
στους
ουρανούς – ή
κάπου προς τα
εκεί.] ****** [Θεός] 35. Η
πολιτική του
θέση ήταν μια
υποκατάσταση
της οπτικής
ενός Ουράνιου
Αφέντη – μια
απονενοημένη
παλινδρόμηση
από τη βία
μέχρι τη βία. Ξεκίνησε
από πετρατσεφσκικός
για να
καταλήξει
πανσλαβιστής.
Στην ουσία
έταξε τον
εαυτό του
στρατιώτη στη
μάχη εναντίον
του
μηδενισμού·
και γράφοντας
για τον εχθρό
του, τον βρήκε
μέσα του. Το
στερνό όνειρο
του Ρασκόλνικοφ,
εκεί όπου ο
κόσμος
καταστρέφεται
από μια αλλόκοτη
επιδημία –
ιδού η
φυσική
απόληξη της
μεγάλης μάχης
για την αγάπη. 36. Ο Κιρίλοφ
είναι ένα αντεστραμμένο
είδωλο του
Χριστού.
Αμφισβητεί
τον κόσμο διά
του φόνου.
Αμφισβητεί
τον
Παντοκράτορά
του. Θα αυτοκτονήσει
για να σώσει
τον κόσμο, για
να δωρίσει
στους
ανθρώπους την
πλέρια
λευτεριά του
θανάτου. Η σύγκρουση
για τον
Ντοστογιέφσκι
δεν είναι
τίποτε άλλο παρά
ένας κόσμος δίχως
Θεό και ένας
κόσμος με
Θεό.
Προσβλέπει
στον δεύτερο,
αλλά ανήκει
στον πρώτο. 37. Ο Θεός:
κατά μία
εκδοχή, αυτός
που σχεδίασε
τον κόσμο
δίχως να
σχεδιάσει τον
εαυτό του μέσα
στον κόσμο. Το
φωνάζει όλος ο
καλός κόσμος: Εάν δεν
υπάρχει Θεός,
εγώ είμαι ένας
Θεός. Εάν δεν
υπάρχει Θεός,
όλα
επιτρέπονται.
Εάν δεν
υπάρχει ο Χάρι
Τρούμαν,
όλα
επιτρέπονται.
Εάν δεν
υπάρχει ο
Μεγάλος Ιεροεξεταστής,
όλα
επιτρέπονται. 38. Να το
πω αλλιώς: Εάν
δεν υπάρχει
Θεός, όλα όσα
έγραψε
επιτρέπονται.
Εάν υπάρχει,
τότε τα γραπτά
του είναι
(επιτέλους;) το ξέβρασμα
του κύματος
που γεννήθηκε
τον Φεβρουάριο
του 1600 στο Κάμπο ντι Φιόρε
της Ρώμης: το
σώμα κόντρα
στον Ουράνιο
Πατέρα. Ο
Ντοστογιέφσκι
είχε
μέσα του αυτό
το κύμα: ήξερε
τι είπε το φίδι
στην Εύα,
γιατί
μπορούσε να
δει τον κόσμο
ως πρόσκληση
ορμών – δηλαδή
μπορούσε να
δει τον κόσμο
με τα μάτια
εκείνου του
φιδιού. Με τον
ίδιο τρόπο που
ήξερε τι σκεφτόταν
ο Ρασκόλνικοφ
ήξερε τι θα
λαχταρίσει ο Ραγκόζιν.
Κι ακόμη: ήξερε
πως το μεγάλο
μυστικό του
κόσμου βρίσκεται ε κ ε ί,
πίσω από την
κουρτίνα. 39. Το Σπίτι
των Πεθαμένων
είναι η
συμφιλίωση
του
Ντοστογιέφσκι
με την κακία
των ανθρώπων –
και τη
διακηρυγμένη Ουράνια
Εποπτεία
ετούτης της
κακίας. Ο Πρίμο Λέβι
χρειάζεται
μια μεγάλη
γύρα στο
Άουσβιτς για
να θυμηθεί τον
διόλου
εθιμοτυπικό
αναχρονισμό
του Δάντη.
Ο
Ντοστογιέφσκι
ήταν πλάι του
σε αυτή τη γύρα:
Κανένας άλλος
μετά τον
Ευριπίδη (: εκεί
όπου η Μήδεια που
χαϊδεύει τα
παιδιά της) δεν ξανάφτασε
σε αυτό το όριο
όπου ο
άνθρωπος
κρατάει στα
χέρια του την
ίδια του την
κτηνωδία,
κανένας άλλος
δεν έβαλε τα
μαχαίρια τόσο έτοιμα
στα χέρια των
ηρώων του,
κανένας άλλος
δεν είδε τον
κόσμο ως έναν
κόσμο
φονιάδων,
όπου α γ
α π ο ύ ν ε
ε ν ώ μ α χ α ι ρ
ώ ν ο υ ν – κι όσο
περισσότερο
φλέγονται από
αγάπη τόσο
περισσότερο
στρίβουν το
μαχαίρι στη
σάρκα των
άλλων. Πλέον
μπορούσε να το
πει: Δεν
δίνω σημασία
στο
μυθιστόρημα,
αλλά στην ιδέα. Δεν
δίνω σημασία
στα λόγια μα
στα σώματα γ ύ ρ ω από τα
λόγια.
Φτάνουμε στο
σταθμό. Φτάνουμε
στον
προορισμό.
Φτάνουμε. 40. Ο Σατόφ:
ήταν αυτό που
ήθελε να είναι
ο ίδιος ο
Ντοστογιέφσκι.
Ο πρώτος
Λάζαρος που θα
διδάξει στον
κόσμο τον ρώσο
Χριστό. Οι
Ρώσοι είναι ο
εκλεκτός λαός
του Χριστού
και θα
κυριαρχήσουν
στον κόσμο. Ένα πανσλαβικό
παραλήρημα
που σφραγίζει
εκείνη την
τελευταία πενταετία
του Ημερολογίου
ενός
Συγγραφέα και
καταλήγει
στην ομιλία
για τον Πούσκιν:
Η
Ευρώπη καταποντίζεται,
οι Γερμανοί
είναι νεκροί,
οι Γάλλοι
αφανισμένοι, οι
Ιουδαίοι
βρόμικοι
αλαζόνες, οι
Άγγλοι
έμποροι του
ορθολογισμού,
οι Ρώσοι θα
αναστήσουμε
τον Χριστό για
τον κόσμο. Όσοι
λαχανιάζουμε
με τον
Ντοστογιέφσκι,
ας μην
κρυβόμαστε: ο
πανσλαβισμός
του ήταν ένα αγαθεμένο
συνονθύλευμα
ευχών και
συνάμα ένα
πρόδρομο φυλετοφασιστικό
κήρυγμα,
πάντοτε με
τους κοσμοδιορθωτικούς
όρους του
επόμενου
αιώνα. Τον
διέσωσε αυτό
που πάντα τον
διέσωζε: ό,τι
ντελαλούσε ως
βεβαιότητα, το
βίωσε ως μία
ακόμη τραγωδία.
Όλο το ματς του
(: ό λ ο το μάτς)
κατέληξε σε
ένα κελί της
Σεβίλλης – με
έναν που είχε
κομμένη
γλώσσα κι έναν
που είχε
άχρωμα χείλη. 41. Ο
Μεγάλος
Ιεροεξεταστής
της Σεβίλλης:
αυτοί που
θέλουν να τον
κολλήσουν
εικοστό όγδοο
βιβλίο στην
Καινή Διαθήκη,
τρενάκι (λέμε
τώρα) στην Αποκάλυψη,
να το
ξανασκεφτούν.
Εδώ μυρίζουν
τα μελένια
λεμόνια. Αν
βάλει κανείς
το κείμενο
πλάι στα Ευαγγέλια,
είναι σαν να
ρίχνει μια
σταγόνα λεμονιού
στο γυμνό μάτι.
****** [Πενθέας] 42. Ο Ιβάν
Καραμαζόφ
είναι
περισσότερο
από κάθε άλλον
ο
Ντοστογιέφσκι.
Πιθανώς ο δεκαεφτάχρονος
Φιοντόρ Μιχαίλοβιτς
να βεβαιώθηκε
πως ο φόνος
ήταν το
καύσιμο της
ιστορίας
εκείνον τον
Ιούνιο του 1839,
όταν οι
εργάτες του
κτήματος της Νταροβόγια
σκότωσαν τον
αποκτηνωμένο
πατέρα του, που
τους λογάριαζε
για
δουλοπάροικους.
Σαράντα
χρόνια αργότερα,
ο Σμερντιάκοφ
είπε στον Ιβάν
τη μεγάλη
αλήθεια: Ναι, εγώ τον
σκότωσα, μα ο
αληθινός
φονιάς είσαι
εσύ. Οι Αδελφοί
Καραμαζόφ
γράφτηκαν
αναζητώντας
τον αθέατο
φονιά – και συνάμα
τη χαμένη
ιστορία του
ανθρώπου. Κάθε
αναζήτηση
οδηγεί στα
παλιά χνάρια. Ο Οιδίποδας
φωνάζει: Θα βρω
τον αληθινό
φονιά και θα
του βγάλω τα
μάτια με τα
ίδια μου τα
χέρια. Να δούμε
τον κόσμο με
γυμνά μάτια: Ο
αληθινός
φονιάς είσαι
εσύ – για πάντοτε. 43. Πάνω
από τον κόσμο ο
Θεός – κάτω από
τον Θεό ο Πενθέας.
Αυτό είναι το
θεωρητικό
σχήμα του
Ντοστογιέφσκι.
Ωστόσο ο
κόσμος στις
σελίδες του μ υ ρ ί ζ ε
ι από το
αίμα του Πενθέα.
Ο
Ντοστογιέφσκι
ήθελε να είναι
ορθόδοξος,
ένας στάρετς
που
λαμπαδιάζει
μέσα στην
πίστη του, το
φώναζε με όλη
του την τρέλα,
μα ήσαν λοξή η
ματιά του σαν τον
κάβουρα. Ήθελε
να είναι ένας
φανατικός του
Αφέντη-Παντοκράτορα
– και να
διακηρύξει
πως η έγνοια ετούτου
του Αφέντη
είναι η μόνη
ανθρώπινη
εκδοχή. Αυτό
πάλεψε: να
κηρύξει πως
άμα δεν
υπάρχει Θεός, όλα
επιτρέπονται.
Έγραψε όλα του
τα βιβλία,
τουλάχιστον από
τον
Σωσία και
ύστερα, για να
αποδείξει την
ύπαρξη
ετούτου του
Επόπτη-Θεού
–εγγύηση (τάχα)
για το ότι οι
άνθρωποι δε θα
σηκώσουν
μπαλτάδες και
μαχαίρια και
βομβαρδιστικά
για να
χαλάσουν
ανθρώπους. Μα
δεν του έβγαινε
αυτός ο Θεός: αν
τον έβρισκε δε
χρειαζόταν
καν
λογοτεχνία
καθώς δε θα
υπήρχε κανένα
ανθρώπινο διακύβευμα. Τι του
έβγαινε: μαύρο χοχλακιστό
σαν του λαγού
το αίμα – μα τι
λογής εγγύηση
(τάχα) είναι
αυτό; 44. Ήταν
παλιός καλός
Ρώσος:
περισσότερο
κι από αυτό που
πίστευε,
αγαπούσε το
σκουλήκι που
τον
τυραννούσε. Αν
κάποιος δεν
παραδεχτεί
πως ο
Ντοστογιέφσκι
ήταν
προγραμματικά
χριστιανός, βάζει
τις γροθιές
του πάνω στα
μάτια του. Ήταν
ένας
χριστιανός
ορθόδοξος που
κέντησε ο
ίδιος τον απαίσιο
αδειανό
σταυρό στο
μέτωπό του· μα
έλκονταν τόσο
από την
ανθρώπινη
ανορθοδοξία,
από το ανθρώπινο
θόλωμα που
βάζει τον
Χριστό
αμίλητο
μπροστά στον
γέροντα
Ιεροεξεταστή,
να έχει μόνο
χείλη και
διόλου γλώσσα.
Με τούτη την
έλξη γεμίζει
τους
θεολόγους με απορίες
και μοναξιές –
το χειρότερο,
τους γεμίζει με
αδιέξοδες πεθυμιές
τις οποίες
τόσο μισούν. 45.
Εντέλει:
σάμπως δεν
είναι
ολόκληρη η
ιστορία του ανθρώπου
μια
σεξουαλική π
α ρ ε κ τ ρ ο π ή,
ένα φίδι που
μίλησε για ένα
μήλο, ένα
δαγκωμένο μήλο
που
αμφισβητεί
τον αφέντη, μια γκάβλα που
συντροφεύεται
με πόνο, φόβο,
θάνατο,
κατάρες,
δυστυχία; Η Γένεση, μέσα
στον ουράνιο
φασισμό της,
δίνει τα
γράμματα των
μελένιων
λεμονιών. 46. Ο Ρασκόλνικοφ:
είναι ο
υπεράνθρωπος
που θα εφεύρει
ο Νίτσε καμιά
δεκαπενταριά
χρόνια
αργότερα, η
τελεολογική
κατάληξη της
θρησκείας που
θέλει τον
άνθρωπο κατά
χάρη Θεό,
δηλαδή αφέντη
της ζωής και
του θανάτου –
δηλαδή κατά
χάρη φονιά. Ο Ρασκόλνικοφ
είναι το
τέλος του
πολιτισμού,
ακριβώς γιατί,
κρατώντας τον μπαλτά,
οραματίζεται
μια νέα
αρχή. 47. Η Σόνια
σώζει, ακριβώς
επειδή δε μ π ο ρ ε
ί να
φοβηθεί·
επειδή ο μπαλτάς
του Ρασκόλνικοφ
δεν της
προκαλεί φόβο
αλλά συμπόνια.
Η Σόνια
σώζει, γιατί
βλέπει τον μπαλτά
σαν ένα
κομμάτι
σίδερο κι όχι
σαν ανθρώπινο
μέλος. Ο Νίτσε
θα γινόταν
έξαλλος. (Ο
Νίτσε: τι κρίμα
που δε
συναντήθηκαν
σε μια μονομαχία
στον Άσπρο
Βράχο, με γυμνά
χέρια, με γυμνές
λέξεις, με
γυμνά μάτια. Τι
κρίμα!
Ευτυχώς τους
συνάντησε και
τους δύο ο Τσβάιχ
– οι τάχα
εφηβικές
μονογραφίες
του Τσβάιχ
θα μπορούσαν
να μπλέξουν σε
έναν τόμο, να
διαβάζονται
ανακατεμένες).
Εντέλει το ερώτημα
είναι να
σκεφτείς πότε οι
αμαξάδες
μαστιγώνουν τ’
άλογα. Η Σόνια
σώζει, επειδή
δεν μπορεί να
σκοτωθεί
περισσότερο. 48.
Όνειρο. Ο Στέργιος
από τον Δενδροπόταμο.
Μου ξαναλέει
για την
Αλεξάνδρα:
Μπήκε ένα
μεγάλο μάτι
στην καρδιά
της και την
κοιτάζει κατευθείαν.
Μετά
ακούγεται
παφλασμός
κυμάτων. Κ α τ ε
υ θ ε ί α ν. Είμαι
στην
ακροθαλασσιά
του προηγούμενου
ονείρου – στην
ακροθαλασσιά. [Τάχα
εγώ – ή μήπως η
ιχνογραφία
μιας ακόμη Αρετής;] ****** [Τα 49, 50
και 51 σε
παρένθεση. Στο
περιθώριο
αστερίσκος: Να
βρω τη σκηνή
της εκτέλεσης
στον Ηλίθιο.] 49. Οι Δαιμονισμένοι
είναι ένα
μυθιστόρημα-κουρελού
– πιθανώς το πιο αλλοπρόσαλλο
μυθιστόρημα
ολόκληρης της
λογοτεχνίας. Ο
Ντοστογιέφσκι
φαίνεται να
άλλαξε τρεις φορές
σχεδιασμό για
το ποιος είναι
ο βασικός ήρωας
του βιβλίου –
ώσπου, στο
τέλος, το
βιβλίο τον
πήρε από κάτω
και πήγε
όπως πήγε. Οι Δαιμονισμένοι
ξεκίνησαν για
φιλοσοφικό
μυθιστόρημα – μα ο
συγγραφέας
του δεν ήταν
για
φιλοσοφίες,
ήταν για
φοβέρες και
αίματα. Όταν ο Κιρίλοφ
μιλάει στην
Εκκλησία, είμαστε
στα λεφτά μας. Ο Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι
έγραψε τη
μεγάλη
τραγωδία που
ξεκινάει από
τον
Μαξιμιλιανό
Ροβεσπιέρο
και καταλήγει
στα ράφια του Πολ Ποτ
– εκείνα τα
ράφια με τα
κρανία και τα
κόκαλα όσων θα
έφερναν
αντίρρηση. 50. Οι Δαιμονισμένοι
είναι ένα
εγχειρίδιο
δαιμονισμού,
μια αργή
προετοιμασία
για έγκλημα,
μια ανθρώπινη ερημία που
γίνεται
πολιτική
πράξη. Οι Δαιμονισμένοι
είναι το
ευαγγέλιο της
βίας του
ανθρώπου επί
των ανθρώπων:
δίχως τους Δαιμονισμένους,
θα λέγαμε τον
Χίτλερ τρελό,
τον Μάο
τρελό, τον Πολ
Ποτ τρελό.
Τώρα τους λέμε
παιδιά: παιδιά
του καιρού
τους, παιδιά
του πατέρα
τους, παιδιά
του
Πατέρα-Αφέντη.
Αν κάποιος,
επειδή θύμωσε,
μπορεί να
διώχνει τους
ανθρώπους από
την Εδέμ,
μπορεί
κάποιος άλλος
να τους
φορτώσει στα
τρένα για το
Άουσβιτς. Ο Γιόζεφ
Μέγκελε
περιμένει –
πάντοτε
περιμένει. 51. Η
επιληψία. Για
τον
Ντοστογιέφσκι
μια ακόμη συνομιλία
με τον Αφέντη.
Αν αυτό το
τραβήξεις, ο
θάνατος του Αλιόσα
μπορεί να ήταν
για εκείνον
μια ακόμη
απόδειξη ότι ο
Θεός υπάρχει
και
αποφασίζει. Να
το σκεφτώ. [Μικροί
πηγαίναμε στη
λίμνη Καρδιά:
ήταν μονάχα ένα
παιδικό
παιχνίδι.] ****** [Αλυχτισμένο
ξύπνημα μετά
από αθέλητο
ύπνο – μπορεί
δέκα λέπτα,
μπορεί μισή
ώρα.] 52.
Όνειρο. Μια
κόκκινη λίμνη.
Είμαι
σίγουρος, δεν
ξέρω γιατί, πως
είναι γεμάτη
με πτώματα
παιδιών.
Πλησιάζω, όχι
ακριβώς πως το
θέλω, μα φτάνω
στην άκρη.
Είναι η λίμνη
Καρδιά των
παιδικών μου
χρόνων.
Θεόρατα
πουλιά, σαν
υπερφυσικοί
κύκνοι, πλέουν
στην
επιφάνεια.
Πρέπει να
βουτήξω. Μέσα
στο όνειρο
κλείνω τα
μάτια – και τότε
καταλαβαίνω
αυτό που λέει ο
Δημήτρης (Παπαδούλης):
Έχω πνιγεί στη
λίμνη από τότε
που ήμουν
μικρό αγόρι. 53. Η
απάντηση
εκείνου του
γραφιά που δεν καλοήξερε
ή δεν καλοήθελε
να γράφει
ιστορίες σε
μια σειρά: Με
γυμνά μάτια θα πάμε
στη γυμνή
αγάπη. Σε
ετούτο το
μακελειό. Εδώ: η Ναστάσια Φιλίποβνα. 54. Έλα, Ραγκόζιν,
να
πλαγιάσουμε
μαζί της. Π λ ά ι π λ ά ι. Η Ναστάσια
δε θυσιάζεται:
δεν έχει τον
παραμικρό σκοπό στις
πράξεις της. Η Ναστάσια
αγαπάει· μόνον
αγαπάει – και
πεθαίνει από
την ίδια αγάπη
που σκοτώνει
τα παιδιά της
Μήδειας. Η
Μήδεια και η Ναστάσιαα Φιλίποβνα:
κι οι δυο
χρησιμοποιούν
το σώμα (η πρώτη
το σώμα των
παιδιών της, η
δεύτερη το
δικό της) ως
έκφραση της αγάπης.
Αλλιώς:
αγαπούν
χαλώντας το
σώμα. Είναι οι δύο
πιο τραγικές ηρωίδες
της
λογοτεχνίας. 55. Ραγκόζιν:
έχει ένα
ολοκαίνουργιο
μαχαίρι για να
κόβει τις σελίδες
των βιβλίων.
Δηλαδή είναι
πλασμένος για
την αγάπη.
Τίποτε δεν
μπορεί να
σταματήσει
τούτη την
αγάπη του Ραγκόζιν.
Η ερώτηση του Μίσκιν δεν
κολλάει με
ερωτηματικό,
αλλά με τελεία: Ραγκόζιν, πού είναι
η Ναστάσια
Φιλίποβνα.
Κάπου εδώ
μπορεί να βγει
ο αφηγητής σε
πρώτο πρόσωπο:
Κυρίες και
κύριοι, η
λογοτεχνία
τέλειωσε. Έναν
Γενάρη, εξήντα
τέσσερα
χρόνια μετά
τον θάνατο του Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς,
τα ρωσικά
στρατεύματα
μπήκαν στο
Άουσβιτς και είδαν.
Ο παλιός
επιληπτικός
γραφιάς δεν
τους έλεγε
παρά μονάχα
την αλήθεια. [Είμαστε
πλασμένοι για
την
αγάπη/καυστική
ποτάσα Ούτε
τελεία ούτε
ερωτηματικό] ****** [Πολύ
φοβάμαι πως
ξημέρωσε,
αγαπητοί
κύριοι.] 56.
Ραγκόζιν,
πού είναι η Ναστάσια
Φιλίποβνα;
Να το σκεφτούμε.
Νά ένα
καλό ερώτημα, μά την
αλήθεια (ποια
αλήθεια
π ι α;).
Ιδού κι η
απόληξη της
διαδρομής: ο
άγγελος
(περίπου) και ο
δαίμονας
(περίπου) θα
πλαγιάσουν
πλάι στη δολοφονημένη
– και ολάκερος ο
θαυμαστός
καινούριος
κόσμος
αποστρέφει το
κεφάλι. Το πτώμα
θα μυρίσει –
γιατί ο
άνθρωπος σαπίζει.
Τίποτε
περισσότερο. Η
τρέλα είναι η
μεγάλη ανθρώπινη
απόληξη. Ο
Ντοστογιέφσκι
είναι μονάχα η
ανθρωπιά της
τρέλας, η
ανθρωπιά του
φόνου, η
ανθρωπιά τού
να βλέπεις τον
κόσμο με γυμνά
μάτια. 57. Η
νύχτα
αυξάνεται.
Είμαστε
πλασμένοι για
την αγάπη.
Διαβάζω τις
μαρτυρίες από
τα δίδυμα του Μέγκελε – τα
παιδιά στα
οποία ο Μέγκελε
έκανε ευγονικά
πειράματα. Ο Μέγκελε
μας αγαπούσε –
τον είχαμε για
πατέρα μας. Η
Κόλαση είναι
μια
θρησκευτική
εφεύρεση – οι
άνθρωποι
καίγονται από
τους
ανθρώπους,
μόνο από τους
ανθρώπους.
Εντωμεταξύ η
αγάπη. 58. Η
αγάπη στο
στομάχι της
Κόλασης. Μια
αστραπή στο δόντι
του σκύλου. Μια
αστραπή στο
δόντι του
ήσκιου (που
κάποτε
ή τ α ν
ο σκύλος). Να
ξαναδιαβάζεις
τα βιβλία
μέχρι το τέλος.
Να πεθάνεις με
τα μάτια
ανοιχτά. Κι
όταν σου τα
κλείνουν, συντονισμένοι
στην
εθιμοτυπία,
αυτά να μένουν
κοκαλωμένα.
Σαν τα μάτια
του έφηβου
κούρου, που τα
έφαγαν τα
ψάρια στο βυθό. [Μισή
ανάσα να
αργούσε θα
'χαμε φιληθεί.] ****** [Γραμμένη
με αραιά
γράμματα: R o s e b u d
] 59.
Όνειρο. Η
τελευταία
σκηνή της Θυσίας του Αντρέι
Ταρκόφσκι.
Μόνο που δεν
την βλέπω στο σινεμά,
αλλά είμαι
μέσα στην
εικόνα. Το
δέντρο, η φωνή
του πατέρα που
λέει, Εν αρχή ην ο Λόγος,
η φωνή του
παιδιού που
ρωτά: Γ
ι α τ ί μ
π α μ π ά; Για
λίγο σιωπή –
κατόπιν ήχος
νερού που
δυναμώνει. Ένα
κύμα της
θάλασσας
έρχεται. Την
ώρα που φτάνει
στα πόδια μου
καταλαβαίνω
πως είναι η
ίδια θάλασσα
που σε
προηγούμενο
όνειρο
σκέπασε τον Γιόζεφ Μέγκελε.
Με σκεπάζει. [Κι
έπειτα στο
κέντρο της
σελίδας ένα
ερωτηματικό,
ένα (;) πατημένο
ξανά και ξανά,
να τρυπάει το
χαρτί.] ****** [Μουσική τέλους.
Κάποτε
σώνεται ο ήχος,
κάπως απότομα
είναι η
αλήθεια.
Σιωπή; What is the question?] 60. Η αργή
φωνή θα
εξακολουθήσει.
Έλα, Ραγκόζιν,
να
πλαγιάσουμε
πλάι της. Πίσω
από την
κουρτίνα με
γυμνά μάτια.
Μέσα στο νερό
με γυμνά μάτια.
Μέσα στο κύμα.
Έλα [Μετά
η λέξη κατευθείαν. Μα
γραμμένη με
πολύ αραιά
γράμματα – έτσι
που να πιάνουν
ολόκληρη τη
σελίδα: κ
α τ ε
υ θ ε
ί α ν Νά μια
ερώτηση (λέμε
τώρα): Τι
να ‘ναι η αγάπη /
καυστική
ποτάσα; ] ****** να
ζει κανείς κ α τ ε υ θ ε ί
α ν Αυτός
είναι ο
πόλεμος. Αυτή
είναι η αγάπη /
καυστική
ποτάσα. [Η
αφήγηση (;) Τα γυμνά
μάτια ή το πώς
να ζει κανείς
με τον μπαλτά
είναι το
δεύτερο
Κεφάλαιο του
ανέκδοτου
βιβλίου ΤΑ ΓΆΡΓΑΡΑ
ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ *
ΕΝΑ ΤΕΤΡΆΔΙΟ
ΜΕ ΜΕΛΑΝΙΈΣ. Κυκλοφόρησε
σε αυτόνομο
βιβλίο τον
Μάρτιο του 2008 από
τις Εκδόσεις Σαιξπηρικόν.] |
|