|
Θανάσης Τριαρίδης Το ταξίδι
στην Κόλαση Πρίμο Λέβι: από το
παράγγελμα Wstawac μέχρι τον
αναχρονισμό
του Δάντη. Στον
Δημήτρη Σκουρέλλο 1 Λένε
πως κάνουμε
τους
απολογισμούς
μας, για να γαληνέψουμε
την συνείδηση
μας – πως κάθε ξελογάριασμά
μας γίνεται
όχι για να
ταράξουμε τον
ύπνο μας μα για
να τον κάνουμε γλυκότερο,
για να
αποδιώξουμε
μακριά τις
απρόσκλητες
κι ανυπότακτες
ενοχές μας.
Ωστόσο, απολογίζοντας
τον εικοστό
αιώνα της,
τουλάχιστον
δυο φορές η Δύση
έφτασε στα
όριά της
(δηλαδή: στα
όρια του
διαλεκτικού
ιστορισμού
της). Κι οι δυο
περιπτώσεις
είναι σχεδόν
σύγχρονες και
έκτοτε χιλιοσυζητημένες:
το Άουσβιτς
και η Χιροσίμα –
αλλιώς: το
Ολοκαύτωμα
και η Ατομική
Βόμβα, Arbeit Macht Frei
και Little Boy,
χιλιάδες
παιδικά
παπούτσια που
μοιράζονται
στον
γερμανόφωνο
πληθυσμό της
Πολωνίας και
χιλιάδες
αλαλάζοντες αμερικάνοι
στην Τάιμς
Σκουέρ να
πανηγυρίζουνε
ως Νίκη τη
ρίψη της
Βόμβας. Δηλαδή:
το παλιό
παραμύθι με το
κουμπί και
τους δέκα
χιλιάδες
μανδαρίνους
της Κίνας. Όχι,
δεν ήταν οι
μόνες
εκατόμβες του
σύντομου
αιώνα: αν
κανείς
σκεφτεί τον Μάο, τον Πολ Ποτ,
τα Γκουλάκ,
την
προαποφασισμένη
πείνα της
Ουκρανίας, την
γενοκτονία
των Αρμενίων,
τα χαρακώματα
του Βέρντεν,
την Καλλίπολη,
τους Ναζί στην
Σοβιετική
Ρωσία, τους
Σοβιετικούς
στην καταρρέουσα
Γερμανία, την
Δρέσδη, το Βιετνάμ
και την
Καμπότζη, το
εμπάργκο του
Ιράκ, τον ιό Έμπολα
και τη Ρουάντα,
εύκολα
καταλαβαίνει
πως το Άουσβιτς
και η Χιροσίμα
βαραίνουν
μέσα μας
πιότερο ως
σύμβολα τελετουργικού
φόνου παρά ως
φριχτές και
απόκοσμες
εξαιρέσεις.
Κάποιος ψυχραιμος
(σοφός;) μπορεί
να το πει: «Οι
άνθρωποι το
κάνουν αυτό
από την αρχή
τους – παράγουν
ιστορία
εξοντώνοντας
ανθρώπους.
Απλώς στο Άουσβιτς
και στη
Χιροσίμα η
λογική
απόφαση
προηγήθηκε
του ενστίκτου –
και τούτο
δηλώθηκε
καθαρά, σε όλους
τους τόνους». Αυτό
φαντάζομαι
πως πρέπει να
γίνει
σαφέστερο. Ποτέ
δεν μπορεί
κανείς να
λογαριάσει με
ακρίβεια που
μπαίνει το
τέλος.
Άνθρωποι
ματαιόσπουδοι
και ματαιόσποροι
είμαστε,
θρεμμένοι
βιολογικά και
πνευματικά
από τις
υπεραξίες της
Δύσης – πάντως
άνθρωποι και
με αυτά τα
κριτήρια
βγάζουμε τις
βουλές μας. Το
Άουσβιτς και
την Χιροσίμα
δεν τα γέννησε
ο παραλογισμός
μας ή, έστω, τα
ανεξέλεγκτα
ένστικτά μας·
το Άουσβιτς
και την
Χιροσίμα τα
θελήσαμε: είτε
γιατί είναι η
ασυνείδητα
επιθυμητή
εικόνα μας
στον καθρέφτη
της
αριστοτελικής
λογικής, είτε
γιατί είναι η
κορύφωση της
προσευχής μας μας προς
τον μεγάλο μας
Θεό που
φροντίσαμε να
τον μεγαλώσουμε
με τις Δέκα ή
τις Χίλιες
Δέκα Εντολές
φόβου και
τρόμου, τα ο μη
ων μετ’ εμού κατ’ εμου εστί
και τα αλάθητά
μας. Το
Άουσβιτς και η
Χιροσίμα τα θελήσαμε,
όταν
αποδεχτήκαμε
πως μπορούμε
να τα συζητήσουμε
με όρους
ποσοτικούς –
όταν δηλαδή τα
κάναμε μέρος
της διαλεκτικής
μας. Το
Άουσβιτς και
τη Χιροσίμα τα
θελήσαμε, όταν
είπαμε να
φτάσουμε μέχρι
το κέντρο της
γης και το
κέντρο της
ιστορίας. Και
μετά κάνουμε
πως είδαμε και
δεν
καταλάβαμε. Και
την ιστορία
δεν την πολυπειράζουμε.
Λέμε: εμείς
είμαστε
άνθρωποι
ματαιόσπουδοι
και ματαιόσποροι
– έτσι λέμε και
πηγαίνουμε
στη διανομή
των παιδικών
παπουτσιών. Μα
πού βρέθηκαν
τόσα παιδικά
παπούτσια; Έτσι
καταλαβαίνω
και την (κατά
γράμμα
ανιστόρητη)
απόφαση του Αντόρνο,
περί της
ανημποριάς να
υπάρξει
ποίηση μετά το
Άουσβιτς: προφανώς
ο Αντόρνο
δεν
κυριολεκτεί·
ποίηση υπήρξε
και τους
καιρούς που
σφαγιάστηκαν
οι Μήλιοι,
ποίηση υπήρξε
και τους
αιώνες που οι
Χριστιανοί εξολόθρευαν
με σίδερο και
με φωτιά τους
αλλόθρησκους,
ποίηση
υπάρχει και
τις δεκαετίες
που οι Αμερικάνοι
βομβαρδίζουν
από αέρος. Όμως
τώρα πια
ξέρουμε τι
κουβαλάμε στον
σάκο μας. Αυτό
νομίζω πως
ένιωσε ο Αντόρνο:
πως πια τα
ποιήματα μας
θα τα γράφουμε
με τον καπνό
του Άουσβιτς,
με το μανιτάρι
της Χιροσίμα,
με την πείνα
και τον θάνατο,
με τον όλεθρο
της διαλεκτικής
μας. Κι
ακόμη: πως
ζούμε σε μιαν
σύντομη
ανακωχή ανάμεσα
στο ένα
Άουσβιτς και
στο επόμενο.
Πως το Καθαρτήριο
και ο
Παράδεισος
είναι μέσα
στην Κόλαση.
Ναι, ποίηση
υπάρχει – μα
πλέον δεν
υπάρχει ο
προστατευτικός
ουρανός των
ψευδαισθήσεων.
Οι ποιητές
προφέρουν την
τελευταία
τους λέξη: Wstavac. 2 Το
έχω γράψει κι
άλλοτε για τον
Πρίμο Λέβι:
λογαριάζω τον
μικρόσωμο ιταλοεβραίο
συγγραφέα του Εάν
αυτό είναι ο
άνθρωπος και
της Ανακωχής
την
κρισιμότερη
πνευματική
παρουσία του
δυτικού
κόσμου στο
δεύτερο μισό του
εικοστού
αιώνα Στα
σίγουρα αυτή
είναι μεγάλη κουβέντα
– και ελέγχεται
από την (έτσι κι
αλλιώς) μετέωρη
παιδεία μου. Παρ’ όλα
αυτά θα
επιμείνω: η
άτυπη
τριλογία του Λέβι με
θέμα τον εντεκάμηνο
εγκλεισμό του
στο Άουσβιτς
(Φεβρουάριος
του 1944 –
Ιανουάριος
του 1945) καθώς και
την επιστροφή
του από αυτό (Εάν
αυτό είναι ο
άνθρωπος (1947,
ελληνική
έκδοση 1997, Άγρα,
μετάφραση
Χαράς Σαρλικιώτη),
Η
ανακωχή (1963,
ελληνική
έκδοση 1997,
Εκδόσεις
Μέδουσα Σέλας,
μετάφραση Ζακ
Σαμουήλ) και Αυτοί
που βούλιαξαν
και αυτοί που
σώθηκαν (1986,
ελληνική
έκδοση 2000,
Εκδόσεις Άγρα,
μετάφραση
Χαράς Σαρλικιώτη)
συνιστά (για
μένα) την πιο
πειστική για
τούτον τον αιώνα
αφήγηση της
ιστορίας ως αντεστραμμένης
τραγωδίας –
δηλαδή μια
αφήγηση που
ξεκινάει από το
δεδομένο
τέλος για να γυρέψει
τις ρίζες της
ανημποριάς (:
της απορίας)
και μαζί με
αυτές την ρίζα
την ζωής. Δεν
είναι, βέβαια, η
πρώτη τέτοια
αφήγηση της
ιστορίας – κάθε
άλλο: την κάνει
και ο Όμηρος σε
κάθε ομφάλιο
λώρο της Ιλιάδας
(ας πούμε: στη Ζ ή στη Λ ή στην
Ω), την
κάμει ο
Θουκυδίδης,
όταν ο
εγκλωβισμένος
Νικίας γράφει για
την βραχεία
ακμή ή όταν οι Μήλιοι
προσπαθούν,
μάταια, να
κερδίσουν στη
ζυγαριά των
λόγων τη ζωή
τους. Την
κάνουν πολλοί
ακόμη, άλλοι
συνειδητά κι
άλλοι λιγότερο
συνειδητά. Ας
πούμε, για να
περιοριστώ
στον εικοστό
αιώνα, τέτοια
αφήγηση κάνει
εντέλει ο Φραντς
Κάφκα, τέτοια
αφήγηση κάνει
και η Άννα Φρανκ. Ωστόσο:
το κρίσιμο
στην
περίπτωση του Λέβι δεν
είναι αυτό καθ’
αυτό το
συγγραφικό
του επίτευγμα,
δηλαδή το ό,τι
αφηγήθηκε το
χρονικό της
επιβίωσής του
περιγράφοντας
τον
επικείμενο
θάνατό του
(κάτι τέτοιο
εντάσσεται,
εξάλλου, στη στοχοθεσία
κάθε
μαρτυρίας,
άσχετα αν σε
ελάχιστες
περιπτώσεις πετυγχάνεται)·
το κρίσιμο με
τον Λέβι
είναι το ό,τι
ενώ αφηγείται
τα γεγονότα ως
μάρτυρας που
δεν ερμηνεύει
(δηλαδή: αφηγούμε αυτά
που είδα,
άκουσα, έζησα),
περιέχει
ωστόσο μέσα
στην ίδια
αφήγηση την
ενοχή του - την
ενοχή του
δυτικού
ανθρώπου για
τούτη την
απανθρωπιά
από την οποία
επέζησε και
την οποία αντέχει
να περιγράφει.
Είναι ένα
τυπικό
οξύμωρο – μα
γίνεται: ο
αφηγητής-θύμα
νιώθει (και
μαζί του το
νιώθει και ο
αναγνώστης)
πως είναι ένας
από τους
φονιάδες, πως
είναι φορέας
του ίδιου
πολιτισμού,
της ίδιας
λογικής, της
ίδιας ανάγκης
των Ναζί, των
βασανιστών,
του πλήθους
που
μοιράστηκε τα
παιδικά
παπούτσια, που
βγήκε να πανηγυρίσει
στην Τάιμς
Σκουέρ.
Τούτη η ά-λογη
ενοχή που δεν
άγγιζε το θύμα
όταν ήταν μόνο θύμα, το
προσβάλλει
σαν ιός όταν το
ίδιο θύμα γίνεται
αφηγητής –
δηλαδή:
διαχειριστής
της μνήμης του –
δηλαδή:
διαχειριστής
του παλιού
παραμυθιού με
το κουμπί και
τους χιλιάδες κινέζους
μανδαρίνους. Ήταν
ένας δρόμος
που δεν είχε
γυρισμό: ο
Πρίμο Λέβι
θέλησε να πάει
μέχρι την αρχή
της αλυσίδας
που ο τελευταίος
της κρίκος
ήταν το
Άουσβιτς. Όταν
το καλοκαίρι
του 1982 ο στρατός
του Ισραήλ
διαπράττει
τις φριχτές
σφαγές των
Παλαιστινίων
αμάχων στη Σάμπρα
και τη Σατίλα,
ο Λέβι
βλέπει καθαρά
κάτι που ήδη
έχει
καταγράψει.
Είναι από τους
λίγους
επιζώντες του
Άουσβιτς που
έρχεται σε
ευθεία
σύγκρουση με
το κράτος του
Ισραήλ - διακινδυνεύοντας
από πλέον
εμβληματικός
μάρτυρας του Ολοκαυτώματος
να
στιγματιστεί
ως προδότης.
Ωστόσο
εκείνος έχει
διαλέξει – και
τούτη η στάση
του είναι που
επαληθεύει τα
προηγούμενα
γραπτά του (δεν
μιλώ για τα
γεγονότα, μιλώ
για την οπτική):
«Μήτε
καν ο πόλεμος
μπορεί να
δικαιολογήσει
την αιματηρή
θρασύτητα που
επέδειξε ο Μπέγκιν
και οι δικοί
του (...).
Πρέπει να
καταπνίξουμε
κάθε
παρόρμηση συναισθημαικής
αλληλεγκύης
προς το Ισραήλ
και να
σκεφτούμε
ψύχραιμα τα
λάθη της
ιθύνουσας
τάξης του» (βλ.
την Εργοβιογραφία
της ελληνικής
έκδοσης του Εάν
αυτό είναι ο άνθρωπος,
Άγρα 1997, σελ. 373) Ο
Λέβι
αυτοκτόνησε
το 1987 στο Τορίνο,
σε ηλικία
εξήντα οχτώ
χρονών· πολλοί
είπαν πως
έπασχε από
κατάθλιψη –
σχεδόν όλοι
συνέδεσαν την
συνειδητά
απονενοημένη
πράξη του με
την συνειδητά
απονενοημένη
αδυναμία του
να ερμηνεύσει
τούτη την
καθολική
ενοχή των Lager. Οι
τελευταίες
διορθώσεις
του για την
έκδοση της αλληλογραφίας
του με τον
Ισπανό
διορθωτή του,
συνόψισαν ένα
ακόμη από τα
σπαρακτικότερα
κενά του αιώνα
του. Στην ήδη
τυπωμένη
φράση «η
εμπειρία του
Άουσβιτς
εξάλειψε και τα
τελευταία
ίχνη της
θρησκευτικής
μου αγωγής. Υπήρξε
το Άουσβιτς,
επομένως δεν
μπορεί να
υπάρχει Θεός»,
ο Λέβι σημείωσε
με το μολύβι
πάνω στο τυπογραφικό
δοκίμιο «Δεν βρίσκω
λύση στο
δίλημμα. Ψάχνω
αλλά δεν βρίσκω»
– και τούτη η
μικρή φράση
ήταν από τα τελευταία
πράγματα που
έγραψε. Και
πάλι γυρεύω να
στηρίξω την
προηγούμενη
άποψή μου:
ετούτη η
πυρηνική
μετατροπή του
θέματος του
Θεού από
απόλυτη βεβαιότητητα,
από ένα
αδιαπραγμάτευτο
εγώ ειμί
ο ων σε ένα δίλημμα, σε
ένα τρεμμάμενο
ερώτημα σαν κι
αυτά που βάνει
ο Οιδίποδας
κι ο Άμλετ, σε
ένα κοσμικό διακύβευμα
που ψάχνεις
αλλά δεν
βρίσκεις
είναι ολάκερη
η αγωνία του
μεταπολεμικού
κόσμου.
Κι είναι αγωνία
οριακά
απροσπέλαστη –
για όλους μας. Δεν
είμαι εγώ που
θα ερμηνεύσω
τον Πρίμο Λέβι
– έτσι κι αλλιώς
έχω την
αίσθηση πως η
ερμηνεία δεν
είναι ο
καλύτερος δρόμος,
ιδίως για τα
γραπτά του Λέβι.
Γράφω τούτο το
σημείωμα για
να καταγράψω
μια υποψία· ήδη
από το 1947 o Πιεμοντέζος
χημικός έχει
κάνει τους
λογαριασμούς
του: εφόσον η
Κόλαση υπήρξε,
αδύνατο να
υπάρξει κάτι
άλλο πέρα από
αυτήν – πέρα από
το Άουσβιτς, το Inferno, τη
λίμνη της
φωτιάς, τη
κοιλιά του
φάλαινας. Η Ζωή
με Ζήτα
κεφαλαίο, στο
όνομα της
οποίας
κηρύσσουμε
τις μεγάλες
ανακαλύψεις
μας, τις
μεγάλες
ψευτιές μας,
τις μεγάλες
φενάκες μας,
είναι το
σύντομο
διάλειμμα της
ζωής στο Λάγκερ.
Τι απομένει,
λοιπόν; Η
καρδιά του
σκοταδιού, το
τέλος του
ποταμού, το
μεγάλο κύμα
της θαλάσσης: ω
ναι, η έξοδος
από την κόλαση
δεν βρίσκεται
στην πύλη όπου
η-εργασία-απελευθερώνει
– η έξοδος από
την Κόλαση
βρίσκεται στο
κέντρο, στην καρδιά. Παλιότερα
είχα
σημειώσει για
τον Λέβι,
σε ένα κομμάτι
χαρτί που
ξεχάστηκε
ανάμεσα στις σελίδες:
το ξύλο
έχει μέσα του
το σχήμα της
πρύμνης. Ναι,
πρύμνη – για
ποιο καράβι,
για ποια
θάλασσα, για
ποιο λιμάνι. Αυτήν
την
(ενδεχομένως
άτοπη,
ενδεχομένως
κοινότυπη)
υποψία θα
προσπαθήσω να
περιγράψω στο
δύο κεφάλαια
που
ακολουθούν,
επιλέγοντας
τρεις
αφηγήσεις που
νιώθω πως
συμπληρώνουν
η μία την άλλη. 3. Το
πέμπτο
κεφάλαιο του Εάν
αυτό είναι ο
άνθρωπος έχει
τον τίτλο «Οι
νύχτες μας»’ ο
αφηγητής
μιλάει για τις
νύχτες στο
Άουσβιτς. Οι κρατούμενοι,
οι Häftlinge,
έχουν
ενταχτεί
πλέον στη ζωή
του Λάγκερ,
του
στρατοπέδου·
πιο σωστά
έχουν
ενταχτεί στην
ανεπίστρεπτη
πορεία προς
τον θάνατο (ο
ίδιος ο Λέβι
είναι που
διασώζει τη
μαρτυρία της Τζουλιάνας
Τεντέσκι,
κρατούμενης
στο Μπίρκενάου:
όταν έφτασε
στο
στρατόπεδο
είδε την φλόγα
της καμινάδας
και ρώτησε τις
παλιές: «Τι
είναι αυτή η
φωτιά;» και
αυτές της
απάντησαν: «εμείς
είμαστε που
καιγόμαστε»).
Ωστόσο από την
πρώτη στιγμή
ήταν σαφές πως
ο στόχος των
Γερμανών δεν
είναι ο
θάνατος αυτός
καθ’ αυτός: το
πολυήμερο
ταξίδι στα
κλειστά
βαγόνια, η πρώτη
επιλογή στην
είσοδο του
στρατοπέδου, η
απογύμνωση
από ρούχα και
μικροαντικείμενα,
η σφράγιση του
σώματος με ένα
νούμερο όπως
τα ζώα που θα
οδηγηθούν στην
σφαγή, το
ξύρισμα κάθε τριχοφυίας,
τα
ταπεινωτικά
ρούχα, τα
ξυλοπάπουτσα,
ο ομαδικός
ύπνος (μέχρι
και εννιά
άτομα σε ένα
κρεβάτι) και η σε
κοινή θέα
ικανοποίηση
των φυσικών
αναγκών, ο
υποσιτισμός, η
άμεση
θανάτωση ως
ποινή για κάθε
παράπτωμα, η ανθρώπινη
δουλεία της
αβάσταχτης
καθημερινής
εργασίας, τα ιατρικά
και ευγονικά
πειράματα, η
ανά πάσα
στιγμή
επικείμενη selekcja
(η επιλογή των
κρατουμένων
για τα αέρια), η
ομαδική θανάτωση
στους
θαλάμους
αερίων και ο
τρόπος που η
ιερή τέφρα
τους (γιατί ιερή
είναι η τέφρα
κάθε τρεμάμενου
σώματος)
διατίθεται
στα
εργοστάσια σαπουνοποιίας
(μια ακόμη
προβολή του
σχήματος μιαρό
– εξαγνισμένο),
όλα αυτά (και
εκατοντάδες
άλλα) συνηγορούν
σε τούτο: στα
στρατόπεδα
επιχειρήθηκε
η διαχείρηση
του θανάτου ως
μηχανισμός
διανοητικής
επιβολής –
δηλαδή νίκης·
για τον θάνατο
αρκεί μια
σφαίρα, δεν
χρειάζεται ατελείωτα
δρομολόγια
τραίνων και
στρατόπεδα
όπου «η
εργασία
απελευθερώνει»,
οργανωμένα
μέχρι την
παραμικρή
λεπτομέρειά
τους για μια
τελετουργία
αφανισμού. Αυτό
περίπου έγινε στα Στρατόπεδα
από τη
Ναζιστική
Γερμανία και
τους συμμάχους
της - κι έγινε
υπό την
πρόθυμη ανοχή
του Γερμανικού
λαού και
κάμποσων από
τους
υπολοίπους λαούς
της Ευρώπης:
πριν πεθάνουν
οι Häftlinge
έπρεπε να πειστούν
για τον θάνατό
τους, να τον
βιώσουν ως
τρόμο, ως
ανάγκη, ως λύση,
ως εξαγνισμό,
ως πεπρωμένο.
Και έγινε
για κάμποσα
χρόνια και
δίχως καμιά
ρωγμή: ένας εξακολουθητικός
και (αλίμονο) κατανοημένος
τελετουργικός
φόνος, μια ορθολογισμένη
ανθρωποθυσία. Για
τούτη τη ορθολογισμένη
ανθρωποθυσία
γράφει ο Λέβι. Για
τους
κρατούμενους
η νύχτα «είναι ένα
σημαντικό
διάλειμμα» – ειδικά
το χειμώνα που
οι νύχτες
είναι
μεγαλύτερες.
Λίγο η
προστασία της
κουβέρτας,
λίγο η (έστω και
λεπτή)
συναισθηματική
θωράκιση του
ύπνου, η επαφή με
το κοιμισμένο
σώμα του άλλου,
η αχνή όσο και
ακαθόριστη
ελπίδα ενός
διαφορετικού
ονείρου. Τα
χαρακτηριστικά
του ύπνου: η
αγωνία να μην
είναι κανείς ο
τελευταίος
στον κάδο με το κάτουρο (οι
κρατούμενοι κατουρούν
πολύ καθώς
τρέφονται
ουσιαστικά με
νερόβραστες «σούπες»)
και
αναγκαστεί να
αδειάσει
διακόσια
λίτρα κάτουρου,
ο αγώνας για
τον χώρο στο
κοινό κρεβάτι,
ο τρόμος του
εγερτηρίου, η
υποψία πως
όλος ο θάλαμος
βλέπει τα ίδια
όνειρα. Δύο
από τα όνειρα
αυτά καταγράφονται
σε τούτες τις
«Νύχτες»· το
πρώτο είναι
εύκολο να το
φανταστεί
κανείς: είναι
ένα όνειρο
πείνας. «…Ακούω
την αναπνοή
και το
ροχαλητό των
κοιμισμένων.
Πολλοί
πλαταγίζουν
την γλώσσα και χτυπούν τα
σαγόνια.
Ονειρεύονται
ότι τρώνε: κι
αυτό το όνειρο
είναι
συλλογικό. Ένα
όνειρο
ανελέητο, το
ήξερε όποιος επινόησε
το μύθο του
Ταντάλου. Όχι
μόνο βλέπεις
τα φαγητά αλλά
τα αγγίζεις με
τα χέρια σου
και διακρίνεις
ξεχωριστά το
καθένα με την
πλούσια και
άγρια μυρωδιά
τους· κάποιος
καταφέρνει να
τα φέρει μέχρι
το στόμα του,
αλλά κάτι
συμβαίνει και
η πράξη δεν
ολοκληρώνεται.
Τότε το όνειρο
γίνεται
κομμάτια,
διαλύεται για
να ξανασχηματιστεί
αμέσως και να
ξαναρχίσει
όμοιο ή με
παραλλαγές: κι
αυτό χωρίς
ανάπαυλα, σε
όλους, για όλη
τη νύχτα και
κάθε νύχτα.». Στο
δεύτερο
όνειρο η
βιολογική
ανάγκη
γίνεται συναισθηματική
εμμονή. O Häftling
ονειρεύεται
μια παράξενη
εικόνα
επιστροφής·
βρίσκει τους
δικούς του, την
οικογένεια
του, τα αγαπημένα
του πρόσωπα.
Είναι η ώρα που
πρέπει να πάψει
να είναι Häftling’
προσπαθεί να
τους αφηγηθεί
τα όσα έζησε.
Μάταιος κόπος:
δεν τον ακούει κανείς.
Έντρομος
διαπιστώνει
ότι μιλούν μπεδρεμένα
αναμεταξύ
τους σαν να μην
υπάρχει κι
εκείνος ανάμεσά
τους. Η αδελφή
του σηκώνεται
να φύγει «…Τότε με κυρεύει
μια
απελπισμένη
θλίψη, σαν τη
θλίψη της
παιδικής ηλικίας
που θυμόμαστε
πολύ αμυδρά: η
βαθιά θλίψη,
που δεν την
απαλύνει η
αίσθηση της
πραγματικότητας
και τα
εξωτερικά
γεγονότα, όπως
αυτά που κάνουν
τα παιδιά να
κλαίνε. (…). Το διηγήθηκα
ήδη στον
Αλμπέρτο που
μου εξομολογήθηκε,
εκπλήσσοντάς
με, ότι και
αυτός
βλέπει το
ίδιο όνειρο,
όπως και
πολλοί άλλοι
σύντροφοι,
ίσως όλοι.
Γιατί
συμβαίνει
αυτό; Γιατί η
θλίψη της κάθε
μέρας
αποτυπώνεται
αδιάκοπη στα
όνειρά μας
στην
επαναλαμβανόμενη
σκηνή της διήγησης
που κανείς μας
δεν ακούει; » (…) Έτσι
περνούν οι
νύχτες μας. Το
όνειρο του
Ταντάλου και
το όνειρο της
διήγησης
πλέκουν έναν
καμβά
συγκεχυμένων
εικόνων: το
μαρτύριο της
μέρας, η πείνα,
το ξύλο, το κρύο,
η εξάντληση, ο
φόβος και η
σύγχυση, τη
νύχτα επιστρέφουν
σαν άμορφοι
εφιάλτες
απίστευτης
βίας, όπως στην
ελεύθερη ζωή
συμβαίνει
μόνο στις
νύχτες του πυρετού. » (…) Σε όλη τη
διάρκεια της
νύχτας, στην
εναλλαγή του ύπνου,
του εφιάλτη
και της
αγρύπνιας,
καραδοκεί ο τρόμος
και η αναμονή
του
εγερτηρίου (…). Ο
νυχτερινός
φρουρός
παραδίδει
υπηρεσία:
ανάβει τα φώτα,
σηκώνεται,
τεντώνεται
και
ανακοινώνει
την καθημερινή
μας καταδίκη: Aufstehen ή πολύ συχνά
στα πολωνικά: Wstawac. » (…) H ξένη
λέξη πέφτει
σαν πέτρα στην
ψυχή όλων μας.
‘Εγερτήριο: η
απατηλή
προστασία της
ζεστής
κουβέρτας, η
λεπτή
θωράκιση του
ύπνου, η
νυχτερινή αν
και βασανιστική
απόδραση,
γίνονται
κομμάτια και
είμαστε ξανά
και
αμετάκλητα
εκτεθειμένοι
στην προσβολή,
εντελώς
γυμνοί και
τρωτοί. Μια
ακόμη μέρα
αρχίζει, ίδια
με όλες τις
άλλες, τόσο
μεγάλη που
είναι αδύνατο
να
φανταστούμε
το τέλος της,
μας χωρίζουν
τόσο κρύο, τόση
πείνα, τόση
κούραση…» Αυτό
το εφιαλτικό
εγερτήριο Wstawac,
αποτελεί τον
κεντρικό
άξονα ενός
τρίτου
ονείρου που
καταγράφει ο
Πρίμο Λέβι,
μια πιο ολολοκληρωμένη
εξελιξη
του προηγούμενου·
τούτο το
όνειρο
αναφέρεται
στον καιρό της
ειρήνης, τον
καιρό μετά το
Άουσβιτς, τα
χρόνια μετά το Wstawac.
Η αφήγησή του
βρίσκεται στο
«Ξύπνημα», το δέκατο
έβδομο και
τελευταίο
κεφάλαιο της Ανακωχής·
με αυτήν
κλείνει το
βιβλίο: «Έφτασα στο Τορίνο
στις 19
Οκτωβρίου,
μετά από
τριάντα έξι
μέρες ταξιδιού.
Το σπίτι ήταν
όρθιο και στη
θέση του. Όλοι οι
συγγενείς
ζούσαν, κανείς
δεν με
περίμενε. Ήμουν
πρησμένος,
αξύριστος και
ρακένδυτος,
και δεν δυσκολεύτηκαν
να με
αναγνωρίσουν.
Ξαναβρήκα τη
ζωτικότητα
των φίλων μου,
τη ζεστασιά
του σίγουρου φαγητού,
το
χειροπιαστό
της
καθημερινής
εργασίας, την
απελευθερωτική
χαρά της
εξιστόρησης.
Ξαναβρήκα ένα
φαρδύ και
καθαρό
κρεβάτι που, το
βράδυ, μετά από
μια στιγμή
τρόμου,
παραδινόταν
μαλακά κάτω απ’
το βάρος μου.
Πέρασαν όμως
αρκετοί μήνες,
μέχρι να φύγει
από πάνω μου η
συνήθεια να
περπατάω με το
βλέμμα καρφωμένο
στο πάτωμα,
όπως όταν
έψαχνα κάτι
για να φάω ή να
το βάλω στη
τσέπη μου για
να το πουλήσω
και να πάρω ένα κομμάτι
ψωμί, και ένα
όνειρο που με
φοβίζει δεν σταμάτησε
να με
επισκέπτεται
κατά
διαστήματα,
άλλοτε πυκνά
και άλλοτε
αραιά. » Είναι ένα
όνειρο μέσα σ’
ένα άλλο
όνειρο,
διαφορετικό
στις
λεπτομέρειές
του αλλά πάντα
ίδιο στην
ουσία του.
Βρίσκομαι στο τραπέζι
με την
οικογένειά
μου ή με φίλους,
στη δουλειά ή
στην εξοχή, σ’
ένα χαλαρό και
γαλήνιο
περιβάλλον,
απαλλαγμένο
από εντάσεις
και πόνους. Παρ’
όλα αυτά, νιώθω
ένα αδιόρατο
και βαθύ άγχος,
την αίσθηση μιας
επικείμενης
απειλής.
Πράγματι, όσο
το όνειρο συνεχίζεται,
σιγά σιγά
ή βίαια, κάθε
φορά και με
διαφορετικό
τρόπο, τα πάντα
πέφτουν και
γκρεμίζονται
γύρω μου, το
σκηνικό, οι
τοίχοι, τα
πρόσωπα και το
άγχος
μεγαλώνει.
Βυθίζονται
όλα στο χάος.
Είμαι μόνος
στο κέντρο
μιας γκρίζας
και θολής
αβύσσου. Και ξαφνικά
ξέρω τι
σημαίνει αυτό,
ξέρω επίσης
ότι πάντα το
γνώριζα.
Βρίσκομαι
ξανά στο Λάγκερ
και τίποτε δεν
ήταν αλήθεια
έξω από το Λάγκερ.
Τα υπόλοιπα
ήταν σύντομες
διακοπές ή μια
πλάνη των
αισθήσεων, ένα
όνειρο: η
οικογένεια, η
φύση με τα
λουλούδια, το
σπίτι. Τώρα
αυτό το
εσωτερικό
αυτό όνειρο, το
όνειρο της ειρήνης
τέλειωσε και
στο εξωτερικό
όνειρο που ακολουθεί
παγερό, ακούω
πάλι μια
γνωστή φωνή,
μια λέξη μόνο,
όχι
επιτακτική
αλλά σύντομη
και βαριά. Το
πρόσταγμα που
συνόδευε την
αυγή στο
Άουσβιτς, μια
λέξη ξένη που
τη φοβόμασταν
και την
περιμέναμε:
έγερση, Wstawac.» Να,
λοιπόν, που
φτάσαμε στον Αντόρνο –
για την
ακρίβεια:
φτάσαμε πολύ
πιο πέρα από
τον Αντόρνο.
Ο καιρός της
Ανακωχής
μοιράζεται σε
εσωτερικά και
εξωτερικά
όνειρα:
εσωτερικό
όνειρο είναι η
ζωή της
ειρήνης·
εξωτερικό
όνειρο είναι ο
ύπνος του
Άουσβιτς και το
παράγγελμα
του
εγερτηρίου.
Δεν υπάρχει
καμιά άλλη
αλήθεια εκτός
από το
Άουσβιτς,
εκτός από το
ξενόγλωσσο
παράγγελμα
που συνθλίβει
τον ύπνο, το
καταφύγιο, την
αυταπάτη, την
ψευδαίσθηση. Η
μόνη ζωή που
περισσεύει
για τον
αφηγητή είναι
η ζωή του Λάγκερ
– μα γιατί όλα
αυτά; Ο Λέβι
είναι βέβαιος:
το παράγγελμα
θα
ξανακουστεί –
και επαναλβάνει
την βεβαιότητά
του
ποίημα με το
οποίο αρχίζει
η Ανακωχή
του 1963. Γραμμένο
στις 11
Ιανουαρίου
του 1946 (την
επέτειο ενός
χρόνου από την
είσοδό του στο
αναρρωτήριο
του Λάγκερ
με οστρακιά,
που εν τέλει
αποδείχτηκε
σωτήρια) το συστατικό
ποίημα του
βιβλίου
γίνεται ο
τίτλος του και
συνάμα ο
πρόλογός του – ανακωχή:
δηλαδή ένα πρόσκαιρο
διάλειμμα. «Ονειρευόμασταν
στις άγριες
νύχτες όνειρα βίαια
και πυκνά, ονειρευόμασταν
με την ψυχή και
το σώμα να
γυρίσουμε, να
φάμε, να
εξιστορήσουμε. Ώσπου
αντηχούσε
κοφτά, σιγανά το πρόσταγμα
που συνόδευε
την αυγή «Wstawać» και ράγιζε
την καρδιά μας. Τώρα που
ξαναβρήκαμε
τα σπίτια μας, τώρα που
χορτάσαμε την
κοιλιά μας και οι
αφηγήσεις μας
στέρεψαν όλες, σήμανε η ώρα Όπου
να ’ναι θ’
ακούσουμε
πάλι το ξενικό
πρόσταγμα: «Wstawać». Εντέλει
πάντοτε η ίδια
ιδέα: εφόσον
υπήρξε το Άουσβιτς,
δεν θα
τελειώσει
ποτέ. Ο Häftling
του
στρατοπέδου
ονειρεύεται
πως δεν μπορεί
να διηγηθεί
στους δικούς
την εμπειρία
του· εφόσον
πέρασε από το
Άουσβιτς θα
ανήκει για
πάντα στο Λάγκερ.
Ο πρώην Häftling που
επέστρεψε, θα
ονειρεύεται
πως η μόνη
αλήθεια είναι
το πρωϊνό
παράγγελμα
του
εγερτηρίου.
Μετά το
Άουσβιτς δεν υπάρχει
Θεός, μήτε όροι
για την αγάπη. Ψάχνω
και δεν βρίσκω.
Μετά το
Άουσβιτς δεν
υπάρχει σώμα.
Όποιος θέλει να
ξανακερδίσει
το σώμα, την
αγάπη, τη ζωή, το
δικαίωμα σε
μια λατρεία
και σε μια
θυσία, πρέπει
να
γυρίσει στο Λάγκερ – στη
μνήμη του Λάγκερ,
στο κέντρο της κόλασης.
Ψάχνω
και δεν βρίσκω. Και
κάποιος
ρωτάει
(πιθανόν
έντρομος):
ποιος προφέρει
το μοιραίο
παράγγελμα; Κι
ακόμη: πόσες
φορές
ακούγεται
κάθε πρωί το
παράγγελμα
των Λάγκερ
του Άουσβιτς;
Χθες, σήμερα,
αύριο, σε δύση,
ανατολή, βορρά
και νότο. Το
παράγγελμα
που
στοίχειωσε ως
εφιαλτική
μνήμη και ως
απροσπέλαστη
ενοχή όσους επέζησαν
από το
Ολοκαύτωμα
και τα
ολοκαυτώματα
της ιστορίας –
το παράγγελμα
που ποτέ δεν
θέλησε να
ερμηνεύσει και
συνάμα αρνήθηκε
πεισματικά να
λησμονήσει ο
Πρίμο Λέβι.
Μέσα στην
απορία των
κειμένων του, ο
μάρτυρας του Άουσβιτς
έχει να ξελογαριαστεί
κι αυτός – μα
αυτός έχει μια
μόνη οδό: να
πάει τα
πράγματα μέχρι
το τέλος, να
βάλει την
κέντρο της απελπισιάς
του απέναντι
σε εκείνο το
κοφτό σιγανό Wstawac. Νομίζω
πως τα
πράγματα
προχωρούν
παρακάτω στην
επόμενη
αφήγηση. 4. Το
ενδέκατο
κεφάλαιο του Εάν
αυτό είναι ο
άνθρωπος έχει
τον
φιλολογικών
καταβολών
τίτλο «Το άσμα
του Οδυσσέα».
Πράγματι, το
κείμενο δεν
προδίδει
τούτη τη φιλολογική
υποψία μας. Ο
αφηγητής (κάπου
στα μέσα του 1944,
κι ενώ μετράει
(;) ήδη τέσσερις
ή πέντε μήνες
εγκλεισμού
στο Άουσβιτς)
γνωρίζεται με
τον Ζαν, έναν Αλσατό εικοσιδύο
χρονών που είναι
ο Πίκολο
του Κομάντο
Χημείας (εβραίος
κρατούμενος
που εκτελεί
χρέη άτυπου
κλητήρα, θέση
ιδιαίτερα
ευνοϊκή μέσα
στους
κρατουμένους).
Κάποια μέρα ο
Ζαν παίρνει
μαζί του τον
αφηγητή για να μεταφέρουν
την
καθημερινή
σούπα του
Κομάντο
(λάχανο με
γογγύλια)· στην
ουσία
προσπαθεί να
τον
ξεκουράσει
από την απάνθρωπη
δουλειά.
Κάνουν έναν
τεράστιο γύρο
μέσα στο Λάγκερ,
κοντά μια ώρα
για να
κερδίσουν
χρόνο· φορτώνονται
στους ώμους
τις βέργες με
τους κουβάδες
της σούπας.
Κάπου στο μέσο
της διαδρομής
ο Ζαν ζητά από τον
αφηγητή να του
μάθει ιταλικά·
εκείνος του
μιλά για τον Δάντη,
αναθυμάται
στίχους από
την Κωμωδία,
από το XXVI
Άσμα της Κόλασης,
τους
παραφράζει. «…Το άσμα του Οδυσσέα.
Ποιος ξέρει
πώς ήρθε στο
μυαλό μου· αλλά
δεν έχουμε
καιρό για να
διαλέξω, αυτή η
ώρα είναι ήδη
λιγότερη από
μια ώρα. Εάν ο
Ζαν είναι
έξυπνος θα
καταλάβει. Θα
καταλάβει:
σήμερα είμαι
σίγουρος για
αυτό. » Ποιος είναι
ο Δάντης.
Τι είναι η ‘Θεία
Κωμωδία’.
Αισθάνομαι
μια καινούρια
περίεργη
αίσθηση
προσπαθώντας
να εξηγήσω εν
συντομία τι
είναι η ‘Θεία
Κωμωδία’. Ποια
είναι η δομή
της ‘Κόλασης’, τι
είναι το contrappasso (ο τρόπος
της τιμωρίας
στην ‘Κόλαση’). Ο
Βιργίλιος είναι
η Λογική, η
Βεατρίκη η
Θεολογία…» Στις
επόμενες
πέντε σελίδες
ο αναγνώστης
διαβάζει μια
απρόσμενη
παραβολή – για
μένα την πιο μεγάλη
παραβολή του
αιώνα της. Δυο
καταραμένοι
ίσκιοι, δυο
καταδικασμένοι
στο χαμό Εβραίοι
του Άουσβιτς,
περιφέρονται
στο στρατόπεδο
με τις βέργες
της σούπας
στους ώμους
τους κι ενώ στις
καμινάδες
καίει η
γαλάζια φλόγα
να τους υπενθυμίζει
πως στα κρεματόρια
καίγεται
ανθρώπινη
σάρκα, η σάρκα
των δικών τους.
Με τα σπαστά
λιγοστά
γαλλικά του ο
αφηγητής
μιλάει για τον Δάντη, για
μια παλιά Inferno,
για την
τρικυμία της θάλασσας
στο «Άσμα του Οδυσσέα» –
κι ο Πίκολο
περιμένει και
τον κοιτά. Κι
έξαφνα
νιώθουν πως
έχει σημασία
να καταλάβουν,
έτσι κι αλλιώς
θα πεθάνουν,
είναι βέβαιοι
πως δεν θα
βγουν ποτέ από το
Λάγκερ, μα
έχει πολύ
μεγάλη
σημασία να
καταλάβουν
την Κόλαση
του Δάντη,
και να την
καταλάβουν
μαζί, οι δυο
τους, διότι
νιώθουν πως
από τούτη την προσπάθεθιά
τους
εξαρτάται
κάτι πολύ
σημαντικό,
ενδεχομένως σημαντικότερο
από τον
επικείμενο
θάνατό τους. Η ώρα
έχει περάσει,
δεν μπορούν να
καθυστερήσουν
περισσότερο, ο
αφηγητής πηδά
τους στίχους
για να φτάσει
στο τέλος του
άσματος, εκεί
που γίνεται ο
πιο ξακουστός
από τους
αναχρονισμούς
της Θείας
Κωμωδίας: ο ειδωλολάτρης,
άρα και
κολασμένος, Οδυσσέας
ξεστομίζει
την φράση «come altrui piacque» («ως
Άλλος θέλησέ
το»), φράση που
μαρτυρεί
χριστιανική
πίστη. Το
κείμενο πάει
στο τέλος του –
κι έξαφνα
εντός του ο
αναμενόμενος
τραγικός
σπασμός, η
ανημποριά και
η ανάγκη της ερμηνείας,
εκεί μέσα, στο
εφιαλτικό Λάγκερ,
σε μια δίχως
νόημα
διαδρομή δυο
χαμένων με τις
βέργες της
σούπας στον
ώμο – η
απροσπέλαστη
αντίφαση του
εξανθρωπισμού
εν μέσω των
κυμάτων, εν
μέσω της
τρικυμίας,
εκεί, στο
κέντρο της Κόλασης,
στην καρδιά
της. Να,
λοιπόν, πού
πηγαίνει το
καράβι με την
ξύλινη πρύμνη: «…Θα έδινα τη
σημερινή
σούπα για να
καταφέρω να
ενώσω το ‘non ne avevo alcuna’ (‘ποτέ μου δεν ξανάδα
κάτι τέτοιο’) με
το τέλος.
Προσπαθώ να
ανασυνθέσω με
τη βοήθεια της ρίμας,
κλείνω τα
μάτια, δαγκώνω
τα δάχτυλα:
ανώφελο, κλεισμένα
στη σιωπή. Στο
μυαλό μου
χορεύουν
άλλοι στίχοι: ‘…la terra lagrimosa diede vento…’ (‘…έβγαλε η
δακρυσμένη
γης αέρα…’), όχι
δεν είναι αυτό. Είναι
αργά, είναι
αργά, φτάσαμε
στην κουζίνα,
πρέπει να
ολοκληρώσουμε. »‘Tre volte
il fe´ girar con tutte l´acque alla quarta levar la poppa in syso E la propa
ire in giu, come altrui piacque…’ (‘συθάλασση
τρεις στρούφιξε
η πλώρη μας βολές, στην
τέταρτη ώρθωσε
την πρύμνα, βουτάει την πλώρα, ως
Άλλος θέλησέ
το…’) »Συγκρατώ
τον Πίκολο,
είναι
σημαντικό,
είναι
επιτακτική
ανάγκη να ακούσει,
να καταλάβει
αυτό το ‘come altrui piacque’, πριν να
είναι πολύ
αργά, αύριο
αυτός η εγώ
μπορεί να
πεθάνουμε ή να
μην
ξαναϊδωθούμε
ποτέ ξανά, πρέπει
να του πω, να του
εξηγήσω για
τον Μεσαίωνα, γι αυτόν
τον
αναχρονισμό,
τον τόσο
ανθρώπινο,
αναγκαίο αν
και
απροσδόκητο
και για κάτι
άλλο, κάτι πολύ
σπουδαίο που
μόνο τώρα το
κατανόησα, σαν
έκλαμψη, ίσως
αυτό να εξηγεί
το πεπρωμένο
μας, γιατί βρισκόμαστε
εδώ… Έχω
την αίσθηση
πως αυτές οι
γραμμές
συνοψίζουν με
τον καλύτερο
τρόπο όσα
θέλησα να θίξω
με τούτο το
κείμενο. Και
ακόμη μας
δείχνουν πως
από το παράγγελμα
Wstawac
μέχρι τον
αναχρονισμό
του Δάντη
ο άνθρωπος
έχει να
περπατήσει
έναν κρίσιμο
δρόμο· κι ο δρόμος
αυτός αφορά
τον καθένα,
σήμερα και
πάντοτε, κι όχι
μονάχα τους
καταραμένους Häftlinge
του Άουσβιτς
εκείνου του
καλοκαιριού
του 1944. (Περιλαμβάνεται
στο βιβλίο του
Θανάση Τριαρίδη
Σημειώσεις
για το τρεμάμενο
σώμα,
εκδόσεις τυπωθήτω,
άνοιξη 2006. Πρωτο
δημοσιεύτηκε,
σε μια αρχική
μορφή, στην
εφημερίδα
Εποχή, στις 8-7-2001,
και στην
τελική μορφή
του στην Φιλολογική
Βραδυνή,
στις 28-2-2004. Τα αποσπάσματα
από το Εάν
αυτό είναι ο
άνθρωπος
παρατίθενται
σε μετάφραση
Χαράς Σαρλικιώτη.
Τα αποσπάσματα
από την
Ανακωχή παρατίθενται
σε μετάφραση
Ζακ Σαμουήλ. Οι
στίχοι του Δάντη
παρατίθενται
από μνήμης εκ
μέρους του Λέβι
και έχουν
αρκετές
ανακρίβειες.)
|
|