Θανάσης Τριαρίδης

 

Η σιωπή του Θεού, τα δάκρυα των ανθρώπων

 

Για τα βιβλία μαρτυριών της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς

 

[Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος

μετάφραση: Ορέστης Γεωργίαδης

Συνέκδοση του Συλλόγου Υποστήριξης Ερευνών Κατά της Λευχαιμίας και Άλλων Παθήσεων και των Εκδόσεων Περίπλους, 2001, σελ. 434.

 

Σβετλάνα Αλεξιεβιτς, Οι μολυβένιοι στρατιώτες

μετάφραση: Γιάννης Κοτσιφός

Εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2002, σελ 376.]

 

 

            Είναι στ’ αλήθεια σκοτεινό σημείο (τουλάχιστόν σε ό,τι έχει να κάνει με το δικό μυαλό) το πώς και πότε και μέσα από ποιαν διαδικασία ένα βιβλίο (ή και γενικότερα ένα ανθρώπινο δημιούργημα) παύει να είναι μια ακόμη πρόταση, μια ακόμη εκδοχή και γίνεται κάτι μεγαλύτερο, θέλω να πω κάτι ευρύτερο στη συνείδηση μιας κοινωνίας, κάτι καθολικότερο, ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε (και χρησιμοποιώ την λέξη δίχως να είμαι διόλου σίγουρος για αυτήν) κλασικό. Η μόνιμη θεωρητική απάντησή μας (: ο χρόνος κρίνει) μοιαζει περισσότερο με ευχή: στην ιστορία του πολιτισμού ο χρόνος ανήκει σε αυτούς που έχουν την ισχύ - αλλιώς: η αισθητική είναι ιδεολογική επιλογή της κυρίαρχης ομάδας. Πολλοί μιλούνε και για την τύχη, (αλλιώς: την συγκυρία, την μοίρα) - κι έχουν μια ατέλειωτη σειρά επιχειρημάτων: από μια εκατοντάδα τραγωδιών του Σοφοκλή σώθηκαν μόλις εφτά, ο χρυσελεφάντινος Δίας του Φειδία κάηκε από βυζαντινούς, τα εξωτερικά έργα του Αριστοτέλη χάθηκαν, ο Καλλίμαχος έφτασε στα χέρια μας ως συντριμμένα (καλύτερα: λιανισμένα) σπαράγματα, ο Άγιος Ιερώνυμος του Λεονάρντο όταν ανακαλύφτηκε ήταν κάλυμα σε σκαμπό - κι ακόμη, μια καθαρίστρια ξεδιάλεξε από τα χαρτιά μιας λεηλατημένης σοφίτας το ημερολόγιο της Άννα Φρανκ ενώ, είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο Μαξ Μπροντ αποφάσισε να μην εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού Φρανς Κάφκα. Φυσικά μας αρέσουν (: μας ενθουσιάζουν) οι ιστορίες των μοναχικών ανακαλύψεων - μας δίνουν την ψευδαίσθηση πως τίποτε δεν πάει χαμένο, πως για κάθε τι κάποτε θα έρθει η ώρα: για το Adagio του Αλμπινιόνι ήρθε ο Ρέμο Γκιαζότο, για τον Βερμέερ ο Τορέ-Μπίργκερ, για τον Ρεμπό ο Βερλέν - και κάμποσοι ακόμη, για τον ύστερο Σολωμό ο Πολυλάς, για τον Μακρυγιάννη ο Βλαχογιάννης - και οι τρεις Γιώργηδες της γενιάς του ’30. Συμφωνώ πως στην ακατανόητη διαδικασία της μετατροπής ενός υποκειμενικού δημιουργήματος σε κλασικό έργο μπορεί να υπάρχει και τύχη και μοναχικός οίστρος: ωστόσο, πιστεύω πως όλα τούτα, όταν υπάρχουν, έχουν να κάνουν με την εκκίνηση’ στο τέλος υπάρχει μονάχα ιδεολογία - τις περισσότερες φορές ο καπνός μιας άγριας ιδεολογικής μάχης, είτε αυτή αφορά τον Μποτιτσέλι, είτε τον Ρεμπό, είτε τον Μακρυγιάννη.

 

            Άπλωσα ετούτο τον πρόλογο για να ενώσω την άκρη του με μια σκέψη: πως αν γυρεύουμε έναν νέο ανθρωπισμό ως ιδεολογική αντιπρόταση στα πολιτικά κενά μας, δεν θα τον πλησιάσουμε με εύηχες ρητορείες αλλά με την πρόταξη ενός ανθρώπινου (δηλαδή καμωμένου με ανθρώπινες εκκρίσεις και απορίες) λόγου και μιας παρόμοια ανθρώπινης τέχνης’ ενός λόγου και μιας τέχνης που θα βρίσκονται πέρα από την εκ Θεού ή Μεγάλου Αδελφού διδώμενη και δεδομένη αλήθεια αλλά εντός αυτής που δίδεται έναντι θανάτου, εντός αυτής που κυριαρχεί στις καρδιές των ανθρώπων ως αγάπη και ως απελπισία, ως αγωνία και ως δάκρυα. Δεν είμαι υπέρ νέων Ευαγγελίων ή Κεφαλαίων που θα ξανασκλαβώσουν τους ανθρώπους’ είμαι υπέρ μιας νέας ανάγνωσης των ευαγγελίων και των τραγωδιών τους (ας πούμε: ανάγνωση του Τζιότο, του Δάντη, του Μπουναρότι, του Σέξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, του Βαν Γκογκ, του Κάφκα και του Πρίμο Λέβι) που δεν θα χειραγωγείται πια από αλάθητους θεόπνευστους κανόνες, μα θα ελευθερώνει τα λανθασμένα πάθη - εκείνα που κάποτε φτάσανε τον Οιδίποδα στον Κολωνό. Μετά από τον τυφλό γέρο ήρθαν οι μεγάλες ιδέες και γύρεψαν να ελέγξουν τα ανθρώπινα πάθη, να τα ρυθμίσουν - παρόμοια με έναν διαβητικό που παίρνει χάπια για να ρυθμίσει το ζάχαρό του. Πλέον αυτό που προτάσσει ο καθένας είναι η πράξη του. Δεν ηθικολογώ (έτσι ελπίζω)’ κάποτε έρχεται ο καιρός που επιλέγει κανείς πώς θα περάσει τον χρόνο της ζωής του, τον χρόνο του με τους ανθρώπους: μεταξύ των ιδεών και των δακρύων προτιμώ τα δάκρυα. Ας μην ξεγελάνε οι λέξεις’ ακόμη και τούτη η επιλογή είναι μια ιδεολογία: νιώθεται.

 

Όλα αυτά μπορεί και να είναι λόγια για να περνά ώρα’ εξάλλου ο καθένας μπορεί να καλουπώσει σε ένα εύσχημο περιτύλιγμα την συναισθηματική ανημποριά του - ή την ανημποριά της πράξης. Φυσικά δεν εξαιρώ τον εαυτό μου’ είμαι εξαιρετικά αβέβαιος για το εάν η συγκίνηση βρίσκεται στη ρίζα των ανθρώπινων πράξεων, μήτε για το εάν η συγκίνηση που γεννά ένα κείμενο είναι συναίσθημα και όχι κατασκευή - απλώς ελπίζω να είναι έτσι. Και για να έρθω στο κέντρο του σημειώματός μου, καταγράφω την θέση μου κυριεύμενος από τούτη την κειμενική συγκίνηση: λογαριάζω (: αισθάνομαι) πως  τα βιβλία της Σβετλάνα Αλιξίεβιτς είναι αυτό το κάτι μεγαλύτερο, ευρύτερο και καθολικότερο από άλλη μία πρόταση ή εκδοχή’ και ακόμη, γιατί λογαριαζω (από τη δική μου χαμηλή σκοπιά) πως τα βιβλία της Αλεξίεβιτς συνιστούν αυτό για το οποίο μίλησα παραπάνω: μια νέα ανάγνωση των ευαγγελίων και των τραγωδιών τους - δηλαδή, ανθρώπινο λόγο που είναι καμωμένος από τις ανθρώπινες εκκρίσεις και ανθρώπινες απορίες.

 

********

 

            Την Σβετλάνα Αλεξιεβιτς τη συνέστησε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ο Σύλλογος Υποστήριξης Ερευνών Κατά της Λευχαιμίας και Άλλων Παθήσεων’ με πρωτοβουλία του Συλλόγου τον Απρίλιο του 2001 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο της Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος (μετάφραση Ορέστης Γεωργιάδης, συνέκδοση του Σ.ΥΠ.Ε.Λ. και των Εκδόσεων Περίπλους), ως μια προσπάθεια επαναφοράς στη μνήμη της μεγαλύτερης τεχνολογικής καταστροφής της ανθρώπινης ιστορίας. Υπήρξα μέλος της ομάδας του Σ.ΥΠ.Ε.Λ. που δούλεψε για τούτη την έκδοση, είχα λόγους να παρακολουθήσω προσεκτικά την υποδοχή του βιβλίου: κάμποσα δημοσιεύματα που αντιμετώπιζαν το βιβλίο ως δημοσιογραφική έρευνα για το Τσέρνομπιλ, δέκα περίπου βιβλιοκριτικές, άλλες ουσιαστικές κι άλλες επιφανειακές, πολλοί «επίσημοι» έπαινοι (ίσως ο πιο καλογραμμένος από τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών), παρουσιάσεις, πολλές επιστολές - μαζί με όλα αυτά η πρώτη επίσκεψη της Αλεξίεβιτς στη Ελλάδα. Δυο ωστόσο ηταν οι ουσιαστικές σπορές εκείνης της έκδοσης (ή τουλάχιστον δυο μπορούμε να δούμε σήμερα, κοντά τρία χρόνια αργότερα): η πρώτη είναι η θεατρική διασκευή δύο μονολόγων του βιβλίου από την Άννα Βαγενά και η παρουσίασή τους στο Φεστιβάλ Μονολόγων του 2002, καθώς και στο αντίστοιχο φεστιβάλ του 2003. Η  δεύτερη σπορά είναι η έκδοση ενός ακόμη  βιβλίου της Αλεξίεβιτς στα ελληνικά με τον τίτλο Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες (μετάφραση Γιάννης Κοτσιφός, πρόλογος Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες). Όλα αυτά δεν είναι διόλου λίγα (ιδίως όταν πρόκειται για σοβαρά βιβλία), ωστόσο, σε καμιά περίπτωση, δεν τα θεωρώ ως επαρκή δεξίωση ενός έργου και ενός μεγέθους σαν και αυτό της Αλεξίεβιτς. Ας πούμε, το ό,τι, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του Τσέρνομπιλ, δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά το σύνολο των βιβλίων της (πέντε μέχρι στιγμής) μάλλον είναι ενδεικτικό της εκδοτικής μας φτώχειας - και βέβαια δεν μιλάω με όρους ποσοτικούς. Κάπως παρήγορο είναι το γεγονός (κι είμαι σε θέση να το γνωρίζω), πως εδώ και έναν χρόνο έχει μεταφραστεί από την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και ένα τρίτο βιβλίο της στα ελληνικα - είναι το Μαγεμένοι από το θάνατο, και πάλι για λογαριασμό των Σύγχρονων Οριζόντων’ ωστόσο ως την ώρα που γράφονταν ετούτες οι γραμμές δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη στα βιβλιοπωλεία.

 

            Ας πάμε στην συγγραφέα: η Λευκορωσίδα Αλεξίεβιτς, η οποία γεννήθηκε το 1948 και έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος κα ως σεναριογράφος της τηλεόορασης, έχει ως κύρια ενασχόληση της τη συγγραφή βιβλίων - μαρτυριών με κοινό θεματικό άξονα τον άνθρωπο εν κρίση ως θύτη και ως θύμα (πόλεμος, καταστροφή, ολοκληρωτισμός, ατίμωση). Από το 1985 και μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει πέντε τέτοιες συλλογές (Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας (1985), Οι τελευταίοι μάρτυρες (1985), Οι μολυβένιοι στρατιώτες (1989), Μαγεμένοι από τον Θάνατο (1993), Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος (1996)), ενώ στόχος της είναι να ολοκληρώσει μια επταλογία με βιβλία - συλλογές μαρτυριών υπό τον γενικό τίτλο Ο μικρός άνθρωπος και η μεγάλη Ουτοπία (για όσους τίτλους δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά η πρόχειρη μετάφραση είναι δική μου). Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες (ανάμεσά τους όλες οι χώρες της δυτικής Ευρώπης αλλά και η Κίνα), έχουν πουλήσει κάμποσα εκατομμύρια αντίτυπα και έχουν αποσπάσει περισσότερα δέκα διεθνή βραβεία, έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, δεν κυκλοφορούν όμως στην πατρίδα της (τη Λευκορωσία) όπου το έργο της βρίσκεται σε απαγόρευση από το δικτατορικό καθεστώς Λουκατσένκο. Η συλλογή τέτοιων οριακών μαρτυριών φυσικά έχει ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό διακινδύνευσης για την ίδια: μετά τα δύο χρόνια που με δική της επιλογή βρέθηκε την Απαγορευμένη Ζώνη του Τσέρνομπιλ συλλέγοντας μαρτυρίες, μετρήθηκαν στο σώμα της ποσοστά ραδιενέργειας κατά πολύ πολλαπλάσια του ανώτερου επιτρεπτού και υποβλήθηκε σε εξαμηνιαίες αιμοκαθάρσεις. Η έκδοση των Μολυβένιων Στρατιωτών, η οποία αναφέρεται στις μαρτυρίες στρατιωτών που συμμετείχαν στη Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, συνοδεύτηκε από αλλεπάλληλες κατευθυνόμενες μηνύσεις εναντίον της από εκείνους που έδωσαν στην Αλεξίεβιτς τη μαρτυρία τους, παρόλο που στο βιβλίο δημοσιεύτηκαν ανώνυμα. Το σπίτι της παρακολουθείται από την ασφάλεια, απαγορεύονται οι δημόσιες εμφανίσεις της, δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα και συνήθως ανώνυμοι λιβελογράφοι του καθεστώτος την κατηγορούν για πράκτορα της Δύσης. Από το 2000 ζει κατά διαστήματα στην Ποτεντέρα της Τοσκάνης (πόλη - άσυλο αντικαθεστωτικών και διωκόμενων συγγραφέων από όλο τον κόσμο) ενώ κείμενά της δημοσιεύονται στην Επιθεώρηση Auto da fe (η οποία εκδίδεται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα). Ήμουν παρών στην συνέντευξη τύπου της 24ης Απριλίου 2001 στη Θεσσαλονίκη, όταν σε ερώτηση δημοσιογράφου μίλησε καθαρά για την πολιτική κατάσταση στη Λευκορωσία (όπου ζει η κόρη της και όπου  θα επέστρεφε -και έχει σημασία αυτό- μετά από τρεις ημέρες): «το καθεστώς Λουκατσένκο είναι μια βάρβαρη δικτατορία που προσβάλει την ανθρωπότητα’ όσοι είναι αντιφρονούντες εξαφανίζονται, χάνονται και κανείς δεν ξαναακούει για αυτούς».

 

            Είναι θέμα μεγάλης συζήτησης (μια συζήτηση που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο πρόσφατα μετεφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Τβέταν Τοντόροφ Η μνήμη του κακού, ο πειρασμός του καλού - και την οποία (ξανα)ανοίγει και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, τόσο στα βιβλία της Ο Άλλος εν διωγμώ και Η γραφή και η βάσανος, όσο στον ελληνικό πρόλογο των Μολυβένιων Στρατιωτών) για το τι ορίζουμε ως «μαρτυρία» ή «πεζογραφία τεκμηρίωσης» - στην αρχή μοιάζει σχετικά σαφές, ωστόσο εν τέλει αποδεικνύεται αρκετά ακαθόριστο. Όσο διαπιστώνει κανείς τη σχετικότητα της αλήθειας, τόσο περισσότερο νιώθει πως η οποιαδήποτε καταγραφή πραγματικών ή πνευματικών βιωμάτων (δηλαδή ακόμη και η μυθοπλασία) συνιστούν αναμφίβολα μία μορφή μαρτυρίας για τον άνθρωπο που τη μνημειώνει και την εποχή του (η Αμπατζοπούλου, στο Ο Άλλος εν διωγμώ, αναφέρεται στην παρατήρηση του Ελύτη, πως τα γεμάτα χυμούς φρούτα που ζωγράφιζε ο Ματίς τον καιρό της ναζιστικής κατοχής ήταν η προσπάθειά του να απαντήσει στον γύρω του ζόφο). Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να δούμε το κάθε δημιούργημα ως μαρτυρία, όποια φόρτιση κι αν της δώσουμε: μαρτυρία για ένα Βατικανό που λογαριάζει να κυριαρχήσει κόσμο είναι τα Δωμάτια του Ραφαήλ, μαρτυρία για το πώς έβλεπαν οι Διαμαρτυρόμενοι Χριστιανοί τους Εβραίους τον 16ο αιώνα αποτελεί ο Έμπορος της Βενετίας του Σέξπιρ, μαρτυρία για το πώς εδραιώθηκε στη Γερμανία του 19ου αιώνα η βεβαιότητα για ένα «ανώτερο, κυρίαρχο και ευλογημένο γένος ανθρώπων» συνιστά η τετραλογία του Βάγκνερ. Κι ακόμη: μαρτυρία για τον τρόπο που σκεφτόμαστε το μέλλον όσοι ζούμε (όπως ζούμε) στη Δύση αποτελεί η κινηματρογραφική σειρά των Alien. There is something out there - δηλαδή: κλειδώστε τις πόρτες.

 

Αν, ωστόσο, η ανάγκη για μια (έστω και συμβατική) οριοθέτηση -προκειμένου να έχουμε μια βάση για συζήτηση και τίποτε παραπάνω- μας κάνει να καταφύγουμε στον προφανή ορισμό (: «μαρτυρία είναι η αφήγηση ενός αληθινού περιστατικού ή γεγονότος από αυτόν που το έζησε και από τη σκοπιά που το βίωσε»), και πάλι η περίπτωση της Αλεξίεβιτς συνιστά μια ακροβασία. Αν, λόγου χάρη, τη συγκρίνουμε με τον Πρίμο Λέβι (κατά την εκτίμησή μου τον σημαντικότερο συγγραφέα - μάρτυρα του αιώνα μας), θα δούμε πως η από όλες τις απόψεις οριακή μαρτυρία του ιταλοεβραίου επιζώντα του Άουσβιτς φτάνει σε εμάς αδιαμεσολάβητη: είναι ο ίδιος ο μάρτυρας που επιλέγει να την καταγράψει, ο ίδιος που τη χτενίζει φιλολογικά, ο ίδιος που τη στέλνει στο τυπογραφείο και την εκδίδει σε αυτόνομο βιβλίο. Αντίθετα, η Αλεξίεβιτς είναι αυτή που πρώτη νιώθει την ανάγκη καταγραφής μιας αλλότριας μαρτυρίας, αυτή αναζητά τον μάρτυρα, αυτή τον πείθει να καταθέσει την αλήθεια του - συχνά την εκμαιεύει. Στην συνέχεια αυτή είναι που μοντάρει τη μαρτυρία («δεν προσθέτω τίποτε δικό μου αλλά αφαιρώ’ συχνά μια αφήγηση εβδομήντα σελίδων καταλήγει σε μία...») και αυτή είναι που αποφασίζει την τοποθέτηση της σε ένα βιβλίο με άλλες παρόμοια επεξεργασμένες αφηγήσεις, ένα βιβλίο στο οποίο αυτή έχει επιλέξει τον κεντρικό άξονα. Έτσι, λοιπόν, αυτό, που με την πρώτη ματιά μοιάζει με συλλογή μαρτυριών, είναι εντέλει μια ιδιαίτερα προσωπική, λογοτεχνική στην ουσία της κατάθεση - γι αυτό και μιλούμε για συγγραφέα και όχι για επιμελήτρια.. Οι ήρωες της Αλεξίεβιτς είναι οι άνθρωποι που αλέστηκαν στις μυλόπετρες της ιστορίας σαν το σιτάρι, αναλώσιμη σάρκα για την δόξα και διαιώνιση των εξουσιών’ κατά το πλείστον ανήκουν σε ομάδες που κανείς (ακόμη και ο ίδιος ο μάρτυρας) δεν θέλει να αναγνωρίζει, σε «κοινότητες ντροπής» (η φράση ανήκει στην Αμπατζοπούλου που την αντιδιαστέλλει με τις «κοινότητες μνήμης»): γυναίκες που βιάστηκαν στην Ρωσία τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου, θύματα της ραδιενεργής καταστροφής του Τσέρνομπιλ, άνθρωποι που, μαγεμένοι από τον θάνατο, πίστεψαν στον κομμουνισμό και τη σοβιετική εφαρμογή του, στρατιώτες της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Αυτοί οι αναλώσιμοι άνθρωποι μέσα στα βιβλία της Αλεξίεβιτς μεταμορφώνονται σε τραγικά (: άρα και μη αναλώσιμα) πρόσωπα, εκδοχές του ατόμου ως ένοχου θύτη και ως αθώου θύματος μέσα στην Ιστορία’ τούτη η μεταμόρφωση (ενδεχομένως: η δικαίωση) των απελπισμένων αποτελεί συγγραφική επιλογή της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς, την μέθοδο αναπνοής της - έχω την αίσθηση πως η ίδια θεωρεί ότι αυτό είναι το ανθρώπινο χρέος της απέναντι σε όσους της μιλούν.

 

Είναι ενδεχόμενο ο ανεξοικείωτος με το λογοτεχνικό είδος της μαρτυρίας έλληνας αναγνώστης να υποθέσει πως με την ανάγνωση των βιβλίων της Αλεξίεβιτς θα γίνει αποδέκτης μιας πολιτικής καταγγελίας ή θα προσθέσει μια ακόμη ψηφίδα στο φάσμα των (όποιων) ιστορικοπολιτικών του γνώσεων. Δεν είναι έτσι’ όσοι διαβάσαμε το Τσέρνομπιλ, (έκπληκτοι, έντρομοι, σκιαγμένοι) διαπίστωσαμε πως το βιβλίο αρνείται την ανάγνωσή του ως «ιστορική συμβολή» και απαιτεί (: επιβάλλει) την ολοκληρωτική προσχώρηση (: παράδοση) του αναγνώστη στην αλλόκοτη μεταθεολογική προσευχή του: κάτι σαν ρόγχος θανάτου και ρόγχος μάταιης αγάπης. Πιο απλά: δεν ξέρω κανέναν που να τέλειωσε αδάκρυτος τις διηγήσεις της Λουντμίλας Ιγκνατσέγκο, του Νικολάι Καλούγκιν, της Λαρίσας Ζ., της Βαλεντίνας Πανάσεβιτς (αναφέρομαι σχεδόν τυχαία σε τέσσερις από τις εκατό μαρτυρίες του βιβλίου), δεν ξέρω κανέναν που μετά την ανάγνωση του βιβλίου αυτού να ανακαλεί στη σκέψη του την καταστροφή του Τσέρνομπιλ δίχως να αντηχούν μέσα του σαν μυστικά ξόρκια, τα λόγια παράφορης αγάπης που οι ετοιμαθάνατοι μάρτυρες της Αλεξίεβιτς προτάσσουν ως έσχατη απάντηση σε ένα αόρατο κακό που ρήμαξε την ζωή τους και τον κόσμο.

           

Δεν είναι πολλά τα βιβλία που μπορούν να σε κάνουν να αναζητήσεις τον Θεό, και, οπότε συμβαίνει αυτό, τα λογαριάζουμε για ιερά. Το Τσέρνομπιλ είναι πέρα από το ιερό -ίσως γιατί γυρεύει κάτι που είναι πέρα από το Θεό. Τρια χρόνια μετά τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, εξακολουθώ να το λογαριάζω για ευαγγέλιο παράφορης αγάπης’ ένα ακόμη βιβλαρίδιον μα τούτη τη φορά όχι εργαλείο που θα πικράνει μα φουχτιά που θα σπείρει την αγάπη. Μιλω για τον εαυτό μου: διαβάζοντάς το έπεσα στα γόνατα, ένωσα τα δάχτυλα, σήκωσα τα μάτια ψηλά - πέρα από τον ουρανό (άδειο ή γαλάζιο, τι σημασία έχει) η ανάγκη για αγάπη απόλυτη, μεγαλύτερη απ’ τη σιωπή.

 

********

 

            Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες κυκλοφόρησαν στα ρώσικα το 1989, τη χρονιά της αποχώρησης του Σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν - φυσικά το βιβλίο ετοιμαζόταν για τρία χρόνια (άρχισε να δουλεύεται από τον Απρίλιο του 1986).  Στο βιβλίο περιλαμβάνονται πενήντα μαρτυρίες από στρατιώτες που πήραν μέρος στην εισβολή, πολιτικό προσωπικό, τραυματίες, μανάδες που έλαβαν τα πτώματα των παιδιών τους μέσα σε σφραγισμένα φέρετρα, ανώνυμα υβριστικά τηλεφωνήματα (τα οποία η Αλεξίεβιτς τα θεωρεί βασικές μαρτυρίες). Μετά την έκδοσή του βιβλίου υπήρξαν σφοδρότατες αντιδράσεις: η Αλεξίεβιτς κατηγορήθηκε ως «πράκτορας των ιμπεριαλιστών» και δέχτηκε αλλεπάλληλες μηνύσεις από πρώην στρατιώτες των οποίων τη μαρτυρία υποτίθεται πως παραποίησε. Οι δίκες είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των κατευθυνόμενων δικών’ στην πρώτη σειρά καθόντουσαν μαυροφορεμένες μητέρες νεκρών στρατιωτών, οι οποίες έβριζαν τη συγγραφέα διότι «παρουσίαζε τα νεκρά παιδιά τους ως δολοφόνους». Στο τέλος των μεταγενέστερων εκδόσεων των Μολυβένιων Στρατιωτών υπάρχει ένα εκτενές επίμετρο, καμωμένο από την ίδια την Αλεξίεβιτς, το οποίο περιέχει απόσπάσματα από την όλη δικαστική περιπέτειά της που έληξε με την ουσιαστική αθώωσή της το 1997’ ουσιαστικά έχουμε ένα ακόμη βιβλίο (ή ένα θεατρικό έργο) μέσα στο βιβλίο - το οποίο περιέχεται και στην ελληνική έκδοση.

 

Υπογραμμίζωντας τα εξαιρετικά ελληνικά της μετάφρασης του Κοτσιφού, δυο λόγια για τον τίτλο: θεωρώ ιδιαίτερα εύστοχο τον ελεύθερο ελληνικό τίτλο Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες αντί της κατά λέξη μετάφρασης του ρωσικού Αγόρια από τσίγκο, καθώς, πέραν των άλλων, παραπέμπει στον μολυβένιο στρατιώτη του παραμυθιού του Άντερσεν, εκείνον που ο ιδιοκτήτης του όταν τον βρίσκει άχρηστο τον ρίχνει στη φωτιά. Αντίθετα, στον (επίσης ελεύθερο) τίτλο Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος, εκ των υστέρων, βλέπω ότι σφάλλαμε: ο τίτλος που δώσαμε είναι φυσικά λειτουργικός σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση του βιβλίου, ωστόσο σαφώς υπολείπεται του ρώσικου Η προσευχή του Τσέρνομπιλ, καθώς πνίγει την κεντρική θεολογική (: τη μεταθεολογική) διάσταση του βιβλίου. Αν σήμερα ξαναγίνονταν εκείνη η έκδοση και προκρίναμε και πάλι έναν ελεύθερο (δηλαδή απομακρυσμένο από το πρωτότυπο) τίτλο, θα πρότεινα τούτον: Τσέρνομπιλ, η ανάποδη προσευχή - με όλα όσα μπορεί να σημαίνει.

 

            Μιλώντας γιια το βιβλίο, πρέπει να θυμηθούμε την ιστορία: η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν κράτησε δέκα χρόνια (1979-1989) και ήταν μία από τις τελευταίες  μεγάλες κτηνωδίες του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Καθεστώτος’ όπως όλες οι κτηνωδίες (όλων των εξουσιών) ντύθηκε με μεγάλα ψέματα: «διεθνιστικό καθήκον», «ανθρωπιστική αποστολή», «αγώνας για ελευθερία». Στην πραγματικότητα ήταν μια κυνική ιμπεριαλιστική - νεοαποικιοκρατική στρατιωτική επιχείρηση δημιουργίας ενός ιδιότυπου προτεκτοράτου - πιο σωστά: ενός κατεχόμενου κράτους. Εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του 1970 στο Αφγανιστάν, οι Σοβιετικοί οργάνωσαν το κομμουνιστικό πραξικόπημα του Απριλίου του 1978 με το οποίο ανέτρεψαν τον υποστηριζόμενο από αυτούς δικτάτορα Νταούντ’ η κυβέρνηση - ανδρείκελο της Μόσχας του Νουρ Μοχαμέντ Ταρακί (ο οποίος σύντομα δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους Σοβιετικούς) διέταξε μαζικές σφαγές των ισλαμιστών: περισσότεροι από 40.000 νεκροί και σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες προς το Πακιστάν ήταν ο απολογισμός ενός χρόνου. Σύντομα άρχισε μια γενικευμένη αντίσταση κατά του καθεστώτος από τους ισλαμιστές και τους τοπικούς φυλάρχους’ οι πραξικοπηματίες αδυνατούσαν να ελέγξουν τη χώρα. ΄Έτσι τον Δεκέμβριο του 1979 ο Σοβιετικός στρατός εισέβαλε στο Αφγανιστάν στα πλαίσια «του διεθνιστικού καθήκοντος του Σοβιετικού Λαού». Για δέκα χρόνια περίπου 600.000 σοβιετικοί στρατιώτες συγκρούονταν με μια βαθμιαία όλο και πιο οργανωμένη αντίσταση των Αφγανών (η οποία ενισχυόταν και από τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν και των Η.Π.Α.) και με σχεδόν ολόκληρο τον αφγανικό πληθυσμό. Οι αγριότητες των εισβολέων Σοβιετικών στα πλαίσια του ολοκληρωτικού πολέμου δεν έχουν ακόμη καταγραφεί στο σύνολό τους: βομβαρδισμοί αμάχων, μαζικές σφαγές σε χωριά, ομαδικές εκτελέσεις, χρήση βομβών Ναπάλμ, χημικά όπλα, βιολογικά όπλα, παλούκωμα γυναικοπαίδων’ πέραν αυτών, για να αποκόψουν τη μετακίνηση των ανταρτικών ομάδων, έσπειραν, κυρίως από αέρος, είκοσι εκατομμύρια νάρκες κατά προσωπικού, που μέχρι σήμερα είχαν ως θύματα 700.000 ανθρώπους, στην πλειοψηφία τους παιδιά. Ο συνολικός απολογισμός σε ό,τι αφορά τα θύματα του αφγανικού λαού είναι πολύ δύσκολο να γίνει: ένα έως δύο εκατομμύρια νεκροί (κατά 90% άμαχοι), περίπου διπλάσιοι τραυματίες και ακρωτηριασμένοι, πέντε εκατομμύρια πρόσφυγες. Από την άλλη πλευρά, οι απώλειες των σοβιετικών φτάνουν τις 30.000, ενώ άλλοι τόσοι είναι και οι τραυματίες’ φυσικά είναι περιττό να σημειώσει κανείς πως οι σφαγές και οι αγριότητες δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Σοβιετικών, καθώς χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα από την αφγανική αντίσταση, κυρίως εναντίων των συνεργαζόμενων με τους Σοβιετικούς ομάδων πληθυσμού. Πέρα από τούτη την ανυπολόγιστη εκατόμβη, στις συνέπειες τούτου του εγκληματικού πολέμου πρέπει να προσμετρηθεί και η παρατήρηση του Σιλβαίν Μπουλούκ, συγγραφέα του σχετικού κεφαλαίου στην Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού, από όπου και αντλώ όλα τα παραπάνω στοιχεία: «(μετά την εισβολή) το Αφγανιστάν μεταμορφώθηκε σε ένα κράτος όπου η κουλτούρα του πολέμου και η βία έγιναν οι μόνες αναφορές»’ άραγε ως συνέπεια της σοβιετικής εισβολής δεν πρέπει να εγγράψουμε και την επικράτηση του εφιαλτικού καθεστώτος των Ταλιμπάν με ό,τι σήμανε αυτό; (Και εδώ μια παρένθεση: καλό θα ήταν μαζί με την όποια δυσφορία μας για την μαζική αριθμητική και τις εξισώσεις του Στεφάν Κουρτουά, να λέμε ξεκάθαρα πως οι πολιτικές εφαρμογές του κομμουνισμού -ή των κομμουνισμών- ευθύνονται για αναρίθμητα κτηνώδη εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να αναφερόμαστε ευθέως σε αυτά, δίχως θεωρητικά στρογγυλέματα - και ως προς αυτό η Μαύρη Βίβλος είναι μια θεμελιακή συμβολή).

 

            Η Αλεξίεβιτς στους Μολυβένιους Στρατιώτες αναφέρεται σε αυτούς που στάλθηκαν να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν, σε αυτούς που επάνδρωσαν την εισβολή: σε αυτούς που η λογική της λογαριάζει ως θύτες του εγκλήματος - ελάχιστες είναι οι αναφορές της στους Αφγανούς. Το θέμα της δεν είναι ο πόλεμος: είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η εξουσία την ιδεολογία του πολέμου ως συνεκτικό κοινωνικό κρίκο, ως εκτόνωση της συλλογικής συνείδησης, ως φαντασίωση ανδρισμού, ως όραμα του τετελεσμένου μέλλοντος. Η Αλεξίεβιτς προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: μέσα από ποια ιδεολογία και ποια ιδεολογική διαδικασία διαμορφώθηκαν οι άνθρωποι που πίστευαν ότι βομβαρδίζοντας ένα χωριό αμάχων ή θερίζοντας γυναικόπαιδα με τα μυδράλια υπηρετούσαν «το καλύτερο αύριο του ανθρώπου»; Ποιες γυναίκες - σκλάβες γέννησαν παιδιά - σκλάβους, τα μεγάλωσαν ως σκλάβους (μέσα σε θεσμούς και πρότυπα σκλαβιάς) για να τα στείλουν ως φονικές μηχανές σε έναν επεκτατικό εγκληματικό πόλεμο;

 

            Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες είναι αναμφίβολα ένα βιβλίο που δεν κυριαρχείται από τον μεταθεολογικό άξονα του Τσέρνομπιλ, από το οποίο, εξάλλου, προηγείται χρονικά. Το αόρατο κακό, που τα θύματα του Τσέρνομπιλ γυρεύουν σε παλιές προφητείες, πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα, προκειμένου να εξηγήσουν την καταστροφή τους, είναι σαφώς οριοθετημένο στους Μολυβένιους Στρατιώτες: η ιδεολογία της βίας και της επιβολής ντυμένη με τον μανδύα της μιας αλήθειας και του ενός ορθού δρόμου. Τούτη η ιδεολογία αποτελεί τον ομφάλιο λώρο των κάθε λογής εξουσιών με τους σκλαβωμένους ανθρώπους: ας θυμηθούμε τις σταυροφορίες, τις σφαγές των κονκισταδόρων, τους μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα, τη ναζιστική κοσμοθεωρία, το ολοκαύτωμα των Αρμενίων από τους Νεοτούρκους,  το ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί, τις ατομικές βόμβες των Η.Π.Α. σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, τις αμερικάνικες επεμβάσεις σε Κορέα, Βιετνάμ, Καμπότζη, Ιράκ, Βοσνία, Κόσοβο. Αυτή η ίδια ιδεολογία ήταν η μήτρα των φριχτών εγκλημάτων εκείνων των εβδομήντα τριών σοβιετικών χρόνων που όλα γίνονταν για τον Λαό με κεφαλάιο Λάμβδα: η τρομοκρατία της Τσέκα, η εξόντωση των Κοζάκων του Ντον και του Κουμπάν, ο εκτοπισμός των κουλάκων, η προαποφασιμένη πείνα της Ουκρανίας, τα γκουλάκ, η εισβολή στο Αφγανιστάν. Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες είναι ένα βιβλίο διαλεκτικού ιστορισμού - κι επίσης ένα βιβλίο διαλεκτικής  (ενώ, ας πούμε, το Τσέρνομπιλ δεν είναι τίποτε από τα δύο), ένα βιβλίο αναμετρά το πώς ενσταλάζεται και εδραιώνεται το κακό στην ανθρώπινη ψυχή κι από εκεί πώς τροφοδοτεί την ανθρώπινη ιστορία: είναι χαρακτηριστική η τελευταία σπαρακτική μαρτυρία του βιβλίου, όπου περιγράφεται ένας παράλογος φόνος της ειρήνης (;) εξαιτίας μιας παρεξήγησης (ή οποία μπορεί και να μην είναι παρεξήγηση - «κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ» γράφει ο δεκαεξάχρονος Μανόλης Αναγνωστάκης το 1941, «όλα είναι μια πρόσκαιρη ανακωχή, ένα διάλειμμα ανάμεσα σε δυο παραγγέλματα Wstavac» ανακεφαλαιώνει ο Πρίμο Λέβι στην σημαδιακή του Ανακωχή).

 

            Ωστόσο, οι μαρτυρίες των Μολυβένιων Στρατιωτών αποδεικνύονται θεολογικά πιο αδιέξοδες από το αγαπητικό σπάραγμα των θυμάτων του Τσέρνομπιλ. Τα παιδιά που αργοπεθαίνουν στις μονάδες λευχαιμικών ασθενών στα νοσοκομεία της Λευκορωσίας προφέρουν αναντίρρητα τον λόγο που χαράζει το θεϊκό ή μεταθεϊκό χνάρι - ο καθένας διαλέγει’ άραγε πού μπορεί να μας οδηγήσει ένας νεκρός πιλότος, που, ωστόσο, λίγο πριν από τον θάνατό του, έκαψε ένα χωριό αμάχων ή ένας στρατιώτης που τουφέκισε είκοσι αμάχους για να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του; Τι σημαίνει για εμάς η μαρτυρία ενός θύτη, ενός δολοφόνου, που οργίζεται μονάχα για το ότι η πατρίδα του τον έστειλε σε έναν άσκοπο πόλεμο, μα δεν βρίσκει να πει έναν λόγο για όσους σκότωσε με το όπλο του;

 

            Εδώ θαρρώ πως βρίσκεται ο πυρήνας του ανθρώπινου λόγου για τον οποίο έκανα λόγο στην αρχή ετούτου του σημειώματος. Έχω την αίσθηση πως η Αλεξίεβιτς πιστεύει ότι η αγάπη είναι για όλους: και για τα θύματα και για τους θύτες. Εν μπορώ να εξηγήσω περισσότερο, αυτό που θέλω πω. Εάν αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο στους θύτες, είναι γιατί τους αγαπά, γιατί αρνείται να τους μισήσει - γιατί θεωρεί πως έχουν δικαίωμα στη μεταστροφή, έστω και αν αυτή είναι μονάχα ενδεχόμενο. Γιατί πιστεύει πως μόνο η αλήθεια της ενοχής τους θα τους ελευθερώσει: οι αιώνες με το φαρμάκι, οι ιδεολογίες της βίας, η βία των μεγάλων ιδεών τους έκαναν «στρατιώτες», «πολεμιστές», «άνδρες», «ήρωες». Σε μερικά παραμύθια τα δάκρυα γιατρεύουν το φαρμάκι. Η Αλεξίεβιτς πιστεύει σε τούτα τα δάκρυα.

 

            Σε όλα τα βιβλία της η Αλεξίεβιτς γυρεύει τον άξονα στις μαρτυρίες των μητέρων - σχεδόν θρησκεύεται με αυτές.  Σε αυτό που υπαινίσσεται ή αναγγέλει, η μητρότητα νοτίζει τον κόσμο ως μία υγρή αλήθεια που μένει αχάλαστη (: αφαρμάκωτη) από την ιδεολογία της βίας. Στους Μολυβένιους Στρατιώτες βρέθηκε στο κέντρο μια τραγωδίας, που είναι τούτη τη φορά η δίκη της: έχει μπροστά της μανάδες που έχοντας θάψει τον γιο τους σε ένα σφραγισμένο φέρετρο, επιμένουν να τον θεωρούν ήρωα - πώς μπορεί κανείς να τους πει πως τούτος ο γιος ήταν άβουλο εργαλείο ενός στρατού δολοφόνων; Η Αλεξίεβιτς το κάνει και θα πληρώσει το τίμημα: στη δίκη της κάποιες από αυτές τις μητέρες θα καθίσουν στην πρώτη σειρά, θα τη βρίσουν και θα την προσβάλουν’ η ίδια στην απολογία της θα δηλώσει: «όσες προσβολές, όσες βρισιές κι αν άκουσα σήμερα, σας λέω ότι πάντοτε θα γονατίζω μπροστά στις μητέρες που υποερασπίζονται τα χαμένα παιδιά τους - η προσευχή μιας μητέρας μπορεί να σε βγάλει από τον βυθό της θάλασσας».

 

            Μένει να σκεφτούμε την αντεστραμμένη ουτοπία της Αλεξίεβιτς - εκείνη που βρίσκεται στους αντίποδες κάθε ιδεολογίας που διαμορφώνει τη συλλογική συνείδηση, κάθε πατρίδας που χρησιμοποιεί την βία ως συνεκτικό δεσμό, κάθε διεθνιστικού καθήκοντος το οποίο καταλή σε παλουκωμένα γυναικόπαιδα, βόμβες ναπάλμ σε χωριά, εκατόμβες και πρόσφυγες. Η Αλεξίεβιτς δεν διστάζει να σταθεί απέναντι σε ότι η ίδια της η ύπαρξη εκπροσωπεί (: στον πολιτισμό της, τη χώρα της, την πατρίδα της, τον εαυτό της) λογαριάζοντας τα μερίδια της ανθρώπινης κτηνωδίας. Δεν είναι λίγο αυτό: νιώθω πως αν ήταν Γερμανίδα θα έγραφε βιβλία για τους δεσμοφύλακες του Άουσβιτς, αν ήταν Εβραία θα έψαχνε τους φονιάδες της Σάμπρα και της Σατίλα, αν ήταν Τουρκάλα θα μάζευε μαρτυρίες από τους στρατιώτες που σφαγίασαν εκατομμύρια Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων, Κυπρίων και Κούρδων, αν ήταν Ελληνίδα θα γύρευε τις αφηγήσεις εκείνων που έκαιγαν τα τούρκικα χωριά σφάζοντας γυναικόπαιδα στον Σαγγάριο, αν ήταν Αμερικανίδα θα έψαχνε τους πιλότους που ρίχνουνε ατομικές βόμβες. Πάντοτε θα την κατηγορούσαν πως είναι εχθρός της πατρίδας της (της κάθε πατρίδας), πως είναι πληρωμένη πράκτορας των άλλων (πάντοτε υπάρχει κάποιος άλλος)’ ωστόσο εκείνη πάντοτε θα συνέχιζε να ψάχνει την ζωή πέρα από την ιδεολογία, κοιτώντας στα μάτια μια γυναίκα της Ζώνης που αρνείται να φύγει από τη μολυσμένη γη της. Η ίδια η Αλεξίεβιτς μου είπε (εκείνον τον Απρίλιο του 2001) πως όταν γυρνούσε στα χωριά της Ζώνης του Τσέρνομπιλ, οι γερόντισσες, που δεν την είχαν ξαναδεί στη ζωή τους, της άνοιγαν την πόρτα και, χωρίς να την ρωτήσουν ποια είναι και τι κάνει, άρχιζαν να της μιλούν - σαν να την περίμεναν. «Η οδύνη είναι το καταφύγιο μας’ η μυστική μας θρησκεία».

 

            Δεν είναι εύκολο να αναλογιστούμε τι μας προσφέρει (: τι μας δωρίζει) η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Μέσα από βιβλία μαρτυριών, που σχεδόν δεν αντέχουμε να διαβάσουμε (τα οποία όμως αυτή αντέχει να γράφει), διασώζει την τραγωδία των ανθρώπων που βιώνουν την Ιστορία δίχως να την ελέγχουν ή να την αποφασίζουν - ο χορός των λευχαιμικών παιδιών σε ένα νοσοκομείου του Πριπιάτ δεν διαφέρει από τους αρχαίους χορούς του Αισχύλου. Η Αμπατζοπούλου κάνει λόγο για τη «φωνή των αφανών»’ θα πρόσθετα την τραγωδία των αφανών: την τραγωδία των απελπισμένων ανθρώπων που άλλοι αποφασίζουν για τις πράξεις τους, για τη ζωή τους, για το καλό και το κακό, για την σχέση τους με τον Θεό. Η τραγωδία αυτή επαναλαμβάνεται: σήμερα οι σφαγές του Αφγανιστάν επαναλαμβάνονται στην Τσετσενία, εκεί όπου η «εκδημοκρατισμένη» Ρωσία ξεκληρίζει έναν λαό’ σήμερα τα παραμορφωμένα παιδιά του Τσέρνομπιλ γεννιούνται και στο Ιράκ, εκεί όπου με το εγκληματικό εμπάργκο συντελέστηκε μια ελεγχόμενη (από τον Ο.Η.Ε.) γενοκτονία. Διαβάζοντας τα βιβλία της Αλεξίεβιτς ουσιαστικά έχουμε μια προβολή του μέλλοντος του ανήμπορου ανθρώπου μπροστά στις τερατώδεις, πλασματικές και αιματοβαμμένες Ουτοπίες που ετοιμάζονται στα διανοητικά εργαστήρια, τις Ουτοπίες της Επιστήμης, της Κοινωνίας, της Συλλογικής Ευτυχίας - τις Ουτοπίες  που γράφονται πάντοτε με κεφαλαία.

 

********

 

            Ωστόσο υπάρχει ο δρόμος των δακρύων’ είναι κοινός άξονας στο Τσέρνομπιλ και τους Μολυβένιους Στρατιώτες - φαντάζομαι πως θα τον συναντήσουμε σε όλα τα βιβλία της Αλεξίεβιτς. Ναι, ο μόνος δρόμος του μικρού, αδύναμου, αφανούς ανθρώπου είναι τα δάκρυα. Η Σβετλάνα πήρε το μικρό όνομα της κόρης του Στάλιν, ωστόσο έρχεται από μια χώρα που έζησε με το φτεροκόπημα των αγγέλων του Ρούμπλιεφ και αναφέρεται σε έναν κόσμο «πέρα απ’ την άκρη της απελπισιάς», εκεί όπου η σιωπή του Θεού είναι αβάσταχτη οπότε οι άνθρωποι ή θα αυτοκτονήσουν ή θα αγαπήσουν παράλογα τους ανθρώπους. Τα απελπισμένα δάκρυά τους θα αποκαλύψουν τον Θεό πέρα από τον Θεό, εκείνον που δεν κατοικεί στον ουρανό αλλά στα υγρά μάτια των ανθρώπων. Αυτή είναι η ουτοπία της.

 

            Μιλάω για την Αλεξίεβιτς γιατί ελπίζω στους μάρτυρές της. «Αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» γράφει (και πάλι) ο Μανόλης Αναγνωστάκης. «Δεν ξέρω αν μπορεί να μας ενώσει η αγάπη, ίσως μονάχα ο φόβος να το μπορεί» λέει (σε μια συνέντευξη της στην Κώστια Κοντολέων τον Απρίλιο του 2001) η μικρόσωμη Λευκορωσίδα συγγραφέας που έχει αφιερώσει την ύπαρξή της στις φωνές αυτών που ξέβρασε η Ιστορία σε έναν σκοτεινό βράχο, δίχως ξημέρωμα και προσανατολισμό. Και τελειώντας ετούτο το (μονότονα μακρύ) σημείωμα μου, θυμάμαι το κυκλικό παραμύθι του Μάρκες: δεν είμαι σε θέση να πω αν είναι αγάπη ή φόβος ή και τα δυο μαζί, όμως τα βιβλία της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς μας ενώνουν και θα μας ενώνουν για όσο έχουμε αίμα στην καρδιά, σάλιο στη γλώσσα, δάκρυα στα μάτια - θα μας ενώνουν για όσο γενιές καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς (: οι απελπισμένοι του κόσμου, οι αφανείς, οι αναλώσιμοι στις μυλόπετρες των κάθε λογής εξουσιών άνθρωποι) θα ψάχνουν, έστω και τρεκλίζοντας, έστω και στα τυφλά, τη δεύτερη ευκαιρία τους πάνω στη γη.

 

 

            (Δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, στις 10-1-2004. Αποσπάσματα αυτού του κειμένου είχαν δημοσιευτεί το καλοκαίρι του 2002 στο περιοδικό Αντί.)