Θανάσης Τριαρχίδης
Το ξεψύχυσμα
ή
ημέρα
Κυριακή στην Καπέλα Σιξτίνα
Είναι ένα μεσημέρι Κυριακής – μιάνας
ακόμη Κυριακής όπου οι άνθρωποι γεννιούνται και
πεθαίνουν, ερωτεύονται και σφάζουν, κάνουν έρωτα και πόλεμο, παίζουνε play station ή μπάλα σε χωμάτινες αλάνες κλοτσώντας τόπια ή και ανθρώπινα
κεφάλια, πετάνε βόμβες ή τραγουδάνε για την αγάπη, προσεύχονται, υμνούνε νταβατζήδες και μαρμάρινα κεφάλια, κάνουν σκοποβολή και
ιππασία, πεινάνε, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, ονειρεύονται.
Α, είναι ένα ακόμη μεσημέρι Κυριακής. Η ζωή συνεχίζεται – πάντοτε συνεχίζεται.
Ας ταξιδέψουμε,
λοιπόν, τούτο το μεσημέρι σε μιαν αίθουσα τόσο ξακουστή, σε μιαν αίθουσα urbi et orbi περιλάλητη για την τέχνη τη μοναδική που γέννησε μέσα
της, για την τέχνη την ανεπανάληπτη που περικλείει εδώ και πεντακόσια χρόνια.
Και τι σου είναι η μεγάλη τέχνη; κάνει να φαίνεται ασήμαντο ντεκόρ
ο τρόμος που την ταχτάρισε, εν προκειμένω ο τρόμος
του χριστιανισμού, η μεγαλύτερη απανθρωπιά της ιστορίας – από κοντά και το
Ισλάμ βεβαίως –άλλη απανθρωπιά φριχτή– κι όλες οι υπόλοιπες θρησκείες που καίνε
απίστους για να φωτίσουνε μιάνα απαίσια Αλήθεια.
(Και σεις,
πολιτικοί κοσμοδιορθωτές, μη σφυράτε
αδιάφορα: και σεις να διορθώσετε διά του φόνου θέλετε. Και οι φονιάδες σας, οι
Λένιν σας, οι Στάλιν σας, ο Χίτλερ σας –Μάο, Πολ Ποτ και οι λοιποί–, τι να τα
λέμε, σαν βρήκανε σάρκα στο γόνατο, κάμανε τους παπάδες να φαίνονται απλές οδοντόπαστες.)
Μα παρασύρθηκα –
ας μη λέμε ξανά-μανά τα ίδια· πολλοί βαριούνται (και δικαίως) το μπλαμπλά:
διακαώς επιθυμούν δράση και μόνον δράση. Action, λοιπόν: εκεί, στο μεσημέρι της
Κυριακής μας – και βέβαια, στο Παρεκκλήσι του Αγίου Σίξτου
στο Βατικανό (γιατί αυτή είναι η αίθουσα για την οποία μιλώ – σάμπως μπορείς να
φανταστείς άλλην τόσο περιλάλητη και τόσο θελκτική αίθουσα τρόμου;;).
Ω, ας
φανταστούμε (μη χολοσκάτε με τις νομικές ευθύνες: φαντάζομαι εγώ κι εσείς απλά
διαβάζετε) το τι συμβαίνει εδώ και τώρα –hic et nunc, που λένε κι οι τρομεροί φιλόσοφοι– σε κείνην την Καπέλα
Σιξτίνα: τουρίστες αλαφιασμένοι από ολόκληρη τη Γη συνωθούνται, Ευρωπαίοι και Ιάπωνες και Κορεάτες
και Άραβες και (φυσικά) Αμερικάνοι κι όλοι όσοι μπορεί να φανταστεί κανείς
ακόμη, λευκοί και μαύροι, μιγάδες, κίτρινοι και ινδιάνοι, ανάμεσα τους
ταλαίπωροι ξεναγοί που εκφωνούν μικρά λογύδρια, ιερωμένοι και πιστοί που
μουρμουράνε προσευχές, ερασιτέχνες σκηνοθέτες (άθλιοι σχεδόν πάντοτε) που
αγωνίζονται να κινηματογραφήσουν ενώ σπρώχνουν και σπρώχνονται, πορτοφολάδες
που επωφελούμενοι από την δωρεάν είσοδο της Κυριακής μπαίνουν και περιμένουνε
μια τέτοιαν ώρα για να σε ξαλαφρώσουν, καθώς βέβαια και αστυνόμοι και ειδικοί
φρουροί της ασφαλείας του Παρεκκλησιού που παρακολουθούν περίφροντεις
το ζαλισμένο πλήθος και, δασκαλεμένοι κατάλληλα, κάθε λίγα λεπτά
επαναλαμβάνουν, τάχα αυστηροί, το παράγγελμα της ησυχίας: Σσσσσς.
Και όλοι οι συνωθούμενοι ξελαιμιάζονται για να δουν επιτέλους, όχι,
βέβαια, τους Περουτζίνους και τους Γκιρλαντάγιους και τους Μποτιτσέληδες
των πλάγιων τοίχων, μα για να κοιτάξουνε εκεί ψηλά, σε εκείνηνα
τη θρυλική οροφή που είχε ζωγραφίσει με το χέρι του ολομόναχος, ξαπλωμένος
ανάσκελα επί τέσσερα χρόνια, ο γίγαντας της Αναγέννησης, ο μέγιστος καλλιτέχνης
των αιώνων, ο Μιχαήλ Άγγελος το γένος Μπουοναρότι.
Και δώσ’ του ζαλίζεται ο κόσμος με τα Ιγιούντι,
ζαλίζονται οι άνθρωποι με τα κορμιά τα τρομερά, και με τις Σίβυλλες και τους
Προφήτες και τον γυμνό Αδάμ – ένας Ιγιούντι και
τούτος γιομάτος φόβο, θαρρείς να του φυσήξανε όχι ζωή μα τον επικείμενο θάνατό
του.
(Αδύναμοι ανθρώποι είμαστε, ζαλιζόμαστε – τι άλλο θέλεις; θα σου πουν.)
Και φυσικά ακόμη
περισσότερο ζαλίζονται με κείνονε τον τρομερό Αφέντη,
τον Νταβατζή, τον Παντοκράτορα, τον Κριτή, Δημιουργό
και Αρχιδολοφόνο, τον Κύριο των Δυνάμεων, εκείνονε που βλοσυρός χυμίζει, με
την απόλυτη εξουσία να ξεχειλίζει απ’ το μανδύα του, εκείνονε
που, ίδιος με τον αγριότερο άνεμο των μύθων, ίδιος με τον προϊστορικό
καταρράχτη αίματος, ίδιος με την πιο σκοτεινή θάλασσα και μ’ ολάκερο τον ουρανό
που αστράφτει, ίδιος με την πιο πεινασμένη φλόγα των αιώνων, φτιάχνει τον κόσμο
εκ του μηδενός.
Αυτός κι αν
είναι Παντοκράτορας: σπέρνει τον
κόσμο με ματιές.
Και
ξελαιμιάζεται το πλήθος της Καπέλας και απομένει
θαμπωμένο να κοιτάζει: κι ο καθένας ξεχνάει τις πρόσκαιρες σκέψεις του (τον
ιδρώτα του μεσημεριού, τη δίψα του, τη θέλησή του για κατούρημα, το σύγκαμα στα
μπούτια του και άλλα τέτοια) και απομένει κάτω από το θόλο γιομάτος δέος
μπροστά σε τούτονα τον τρομερό Θεό, γιομάτος
ανθρώπινη αδυναμία, γιομάτος με την παραδοχή της μικρότητάς του, σαν τοσοδούλι παγωτό που λιώνει κάτω απ’ τον Μέγα Ήλιο.
Και ο Θεός από
την οροφή κοιτάζει το πλήθος ετούτου του μεσημεριού – τα πάντα ορά ο Θεός, το ξέχασες; Και τι βλέπει; Πως όλα είναι όπως
πάντοτε – όπως κάθε μεσημέρι που η ζωή συνεχίζεται: εν τάξει και εν πλήρει
τρόμο. Μην
ψυχανεμίζεσαι τζάμπα: μαρκαρισμένα ζώα είναι οι
άνθρωποι.
Κι ήσυχος
συνεχίζει την παράσταση – την πρέπουσα απαρχή της αφηγήσεως που σκλαβώνει.
Μα τι παράξενο:
Αν και Θεός και Παντοδύναμος (και Παντογνώστης και Πάνσοφος και Παντεπόπτης – κι ό,τι άλλο θες), νά τονε που την πατά σα βλάκας,
σαν πανηλίθιος πρωτάρης (καλά το λεν πως ο πολύς
Παράδεισος αποβλακώνει) – και είναι σίγουρος πως τίποτε απρόοπτο δε θα συμβεί
(όπως και δε συνέβη εδώ και μιαν αιωνιότητα). Άραγε κανένας αρχάγγελος (από
εκείνους τους κωλοπετσωμένους που κατεβαίνουν στα
καπηλειά και στα παζάρια – που ’χουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά, νήπια,
παλικαράκια, κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά) δεν του έχει σφυρίξει
τη βασική αρχή της πιάτσας: Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Ή για να το πούμε αλλιώς: ποτέ
να μην είσαι σίγουρος για το πλήθος – ακόμη κι αν έχεις τριπλομαρκάρει
τα πρόβατα. Ποτέ να μην είσαι σίγουρος για ένα μεσημέρι Κυριακής
σαν-όλα-τ’-άλλα.
Ιδού, λοιπόν, κι
η επαλήθευση όλων αυτών: ενώ ο Παντοκράτορας Αφέντης γιομάτος έξαψη δημιουργεί,
κάπου στην άκρη της αίθουσας βρίσκεται μια κοπέλα. Άντε να είναι δεκαεννιά
χρονών, άντε και είκοσι (πάντως όχι πολύ περισσότερο), αδύνατη με κόκκινα
μαλλιά, προφανώς Ευρωπαία μα δε μπορούμε να ξέρουμε και κάτι παραπάνω (τι
σημασία έχει εξάλλου;), φοράει στενό τζιν παντελόνι και φανέλα πορτοκαλιά,
τσιτωμένη από τα συγκλονιστικά βυζιά της (ω ναι, αυτό στ’ αλήθεια έχει σημασία:
βυζιά ολόστητα, γιομάτα χυμούς, ελπίδες έτοιμες να
τιναχτούν σα νυχτερίδες, γκάβλες, σάρκα τόσο
λαχταριστή που αν την αγγίξεις σε τινάζει ρεύμα ηλεκτρικό, βυζιά που εύχεσαι να
γίνεις ιδρώτας και να κυλήσεις στην τρομερή σχισμή ανάμεσά τους). Και τούτη η
ανυποψίαστη κοκκινομάλλα κοιτάζει κι αυτήνα τον Θεό
εκεί ψηλά – και τεντώνονται οι ρώγες της και διαγράφονται καθαρά στο πορτοκαλί
βαμβακερό, σαν πρόκες.
Σαν πρόκες.
Ω ναι, αυτό έχει όλην τη σημασία – κι όχι το όνομα
που ίσως ρωτάς: Θα μπορούσε να λέγεται όπως αγαπάς – ας πούμε Γαλάτεια (από το
μαύρο γάλα που υπόσχονται το τρομερά στήθη της), ας πούμε Θανασία
(από τις θανάσιμες ρώγες που μπορούν να βγάλουν μάτια), ας πούμε Σθέλμα.
Και τότε έγινε
αυτό που έγινε. Ποιος ξέρει ποιος διάβολος να μπήκε μες στην πιτσιρίκα, ή ποιος
δαίμονας μεσημβρινός, από κείνους που μάγευαν τους παλιούς βουκόλους, ποια
δύναμη υποχθόνια, ποια κάψα, ποιο πυρ αείζωον, ποιος
Λόγος που ήσαν εν αρχή, ποια μάνητα, ποιος νόστος (ή ό,τι άλλο), πάντως το έκανε: Κοίταξε τον Θεό καταπρόσωπο
και, σα να ’τανε μόνοι οι δυο τους στην Καπέλα, έβγαλε τη γλώσσα της, την
κόκκινη γλωσσίτσα της, και του την κούνησε, όπως την κουνούσε στον μπούφο συμμαθητή
της στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου, όπως την κουνούσε στον γελοίο
Πρύτανη (ή όποιον άλλον κερχελέ) σε μιαν επίσημη
τελετή του Πανεπιστημίου, όπως μπορούν μόνον οι εικοσάχρονες κοπέλες να την
κουνήσουν – για μια στιγμή, για ένα δευτερόλεπτο.
(Α, νά γιατί το ένα δευτερόλεπτο είναι πιο μεγάλο απ’ την
Αιωνιότητα: γιατί μπορεί να χωρέσει μια γλωσσιά…)
Και ο Θεός (τα πάνθ’ ορά – μην ξεχνιόμαστε)
πιάνει με την άκρη του ματιού το γλωσσάκι που του πέταξε η πιτσιρίκα. Και τι τα
θες: η φριχτή Αιωνιότητα κομματιάστηκε μέσα του μεμιάς – ήσανε
τόσο εύθραυστη, τόσο έτοιμη για το κρακ,
άρκεσε μια τόση δα γλωσσιά μιάνας
μικρής κοκκινομάλλας για να θρυψαλιαστεί άπαξ διά παντός.
Κι ο Θεός, ο Μέγας Παντοκράτορας, ο Ποιητής Ουρανού
και Γης, ο Παλαιός των Ημερών, ο Τρισάγιος και ό,τι
άλλο θες, γκάβλωσε για πρώτη του φορά – ναι, γκάβλωσε.
(Και βέβαια, ένανε γκαβλωμένο Θεό ξέχασ’ τον από τώρα: θα
πάει καλλιά του. Είναι σαν ένας πληγωμένος
καρχαρίας που μυρίζει το ίδιο του το αίμα.)
Νά τονε, λοιπόν. Σηκώνει το μοβ μανδύα και να
δείχνει την ψωλή του (ένα υπόκωφο ώωω
του πλήθους αντηχεί στο Παρεκκλήσι). Είναι φυσικά εν στύσει,
μπάρα ανεπανάληπτη, θεόρατο παλαμάρι, μέγας πάσσαλος, παλούκι που τρυπάει βράχους (τι τα
θες – ένας μελάτος Θεός θα ήσαν πολύ χειρότερος κι από έναν πεθαμένο Θεό).
Κι άφωνοι οι άνθρωποι, οι μεσημβρινοί επισκέπτες της Καπέλας, βλέπουνε την οροφή να ζωντανεύει. Και το μυαλό του
καθενός γαζώνεται από έναν στρόβιλο σκέψεων και αισθημάτων: από τη μια είναι
σαφές πως ο δαίμονας μπήκε στο παρεκκλήσι και διαφεντεύει την εικόνα του Θεού
(προσοχή: την εικόνα κι όχι τον ίδιο τον Θεό – σιγά μην το μπορεί ο Σατανάς να
πιάσει χαρτωσιά μπροστά στον Αφέντη μας). Από την άλλη όμως κι αυτό που
βλέπουνε στην παινεμένη οροφή δεν είναι διόλου άσχημο, είναι μια ψωλάρα γκαβλωμένη, τίποτε γκαβλωμένο δεν
είναι άσχημο, η γκάβλα φτιάχνει τη ζωή κόντρα στο
θάνατο και τη φριχτή Αιωνιότητα.
Και τούτα τα αισθήματα εκφράζοντας κάποια βαθιά φωνή από
το πλήθος (από το πλήθος ήτανε – από πού αλλού;) φώναξε στα γαλλικά: Regarde de tous
tes yeux, regarde! – που πά’ να πει (σε μετάφραση κάπως
ελεύθερη): Δες τα, λοιπόν, δες τα όλα!
Αυτό ήτανε: η βέργα του Παντεπόπτη
άρχισε να τρέμει από το σφρίγος της (αυτό θα πει θεϊκή στύση, όχι λόγια του
αέρα). Και στη στιγμή χυμίζουν τα γιουσούφια
–αυτά που τον βαστάζουν σαν πάει να δώσει τη ζωή στον Αδάμ – κι αρχίζουν και
τον τρομπάρουν πάνω-κάτω.
Και παρευθύς χυμίζουνε και τα Ιγιούντι και οι Σίβυλλες και οι Προφήτες και ο Αδάμ κι η Εύα, βέβαια, να πιάσουνε να μαλακίσουν
τον Αφέντη. Και μαζί μ’ αυτούς ορμάνε κι όλοι όσοι
είναι ζωγραφισμένοι στις παραστάσεις εκείνες (τι παράξενο – όλοι ζωντανεμένοι
από μια γλωσσιά μιας μικρούλας). Και στα καπάκια χυμάει και ο Όφις να ζουλήξει κι
αυτός (αυτό δα έλειπε – ν’ αφήσει τέτοιο κελεπούρι).
Κι απ’ την απαίσια
την Τελική την Κρίση του απέναντι τοίχου (και πάλι καμωμένη από το χέρι εκείνου
του Μπουοναρότι) ορμούνε
προς την Οροφή όλοι οι πεπτωκώτες, μα όλοι, σου λέω,
άνθρωποι, τέρατα, άγιοι που κρατούν στα χέρια τους τομάρια, Χριστοί, Μαρίες,
φίδια, τέρατα, άγγελοι, δαίμονες, αμαρτωλοί που κάνουνε φιστ
φάκινγκ, όλος ο καλός ο κόσμος – βουρ
στο πράμα που σαλεύει…
Άδεια απέμεινε,
λοιπόν, η Τελική Κρίση: έμειναν μόνον τα σύννεφα και ο γαλάζιος ουρανός κι οι
λίμνες της φωτιάς κι οι τρούπες των μαρτυρίων να
χάσκουνε – ’τι όλοι είχανε τρέξει στον Θεό και τον αρμέγανε. Κι εκείνος, μέσα
από ολόκληρο το πλήθος, κάρφωνε με τα μάτια του το κορίτσι το κοκκινομάλλικο
που γιόμισε τη μπιστόλα του με το μπαρούτι.
Και τι είναι
λογικό να σκεφτείς σα βλέπεις τον Θεό να εξοκέλλει έτσι; Πως όπου να ’ναι θ’
ακουστούν οι σάλπιγγες της Συντέλειας του Κόσμου. Αμφιβολία δε χωρεί: ετούτο το
κυριακάτικο μεσημέρι θα τελειώσει ο κόσμος… Με ψίθυρο ή με κραυγή, ναι, θα
τελειώσει – πάει κι η Μέλλουσα Ζωή, πάει και το Μέγα
Έλεος, παν όλα…
Μα τι παράξενο:
μέσα στο Παρεκκλήσι δεν ακούγονται οιμωγές τρόμου και ικεσίες και άλλα τέτοια.
Ίσα-ίσα, μια σιωπή έχει απλωθεί, θαρρείς ο κόσμος να βλέπει με αγωνία έναν
αγώνα – έναν αγώνα του Θεού για να μαλακιστεί και για
να χύσει. Θαρρείς ο κόσμος να αδιαφορεί για το Μέγα
Έλεος και να λωλαίνεται με το μέγα τρομπάρισμα.
Κι έξαφνα, δίχως
κανένα σύνθημα, δίχως κανένας ν’ αρχίσει να λιβανίζει με κάποια αγιαστούρα, από
το πλήθος αρχίζουνε οι αλαλαγμοί και οι δοξολογίες – ο καθένας έχει κι ένα
απαίσιο τραγουδάκι δοξολογίας ενός δυνάστη. Οι Χριστιανοί πιάνουνε τα Gloria in Extensis και τα Δόξα Σοι, οι
Μουσουλμάνοι τα Μπιρ Αλλάχ, οι Εβραίοι τις ψιθυριστές
τους προσευχές, οι Κομμουνιστές το Pandiera Rosa ή τον Ύμνο της Διεθνούς, οι
συνήθεις Γάλλοι τη Μασσαλιώτιδα (και άλλοι, φυσικά, τους δικούς τους εθνικούς
ύμνους, εξίσου φριχτούς), οι οπαδοί της Ρόμα το
θρυλικό Forza Roma, οι Παοκτζήδες,
βέβαια, το Άιντας Παοκάρα –
κι όλοι οι άλλοι ό,τι έχουνε (ας πούμε μια παρέα από παλαιοπανκιά τραγουδάει το Should I stay or should I go – τι να τους πεις; περί
ορέξεως…).
Κι όλοι το
ξέρουν (το νιώθουνε από την τρομακτική, από την απερίγραπτη ένταση της τρόμπας)
πως τούτη η επικείμενη χυσιά θα τελειώσει με θάνατο,
θα τελειώσει στο θάνατο Εκείνου-που-χύνει, δε μπορεί να γίνει διαφορετικά, δε
μπορεί να σταματήσει ο θεϊκός σπασμός, μήτε η ώση,
πριν να χυθεί όλη η ψυχή, πριν να χυθεί όλη η ζωή, πριν ρυπιστεί
οτιδήποτε ζωντανό από το σώμα, πριν ξεψυχύσει.
(Α, αν είναι να
χύσει ο Παντοκράτορας, θα χύσει μέχρι το τέλος – τι να τα λέμε.)
Ιδού, λοιπόν:
μέσα στον τρελό χαμό (που ίσως και να ζυγώνει το χαμό τον κυριολεκτικό) ένα
μεγάλο μουγκρητό ακούγεται. Ο μέγας Αφέντης, ο μέγας Θεός, ο μέγας Νταβατζής. ο Κύριος των Δυνάμεων του Κόσμου ήταν να χύσει.
Και το μουγκρητό μεγαλώνει, γίνεται μαζί και λυγμός και ρόγχος και ξεψύχισμα.
Και χύνει, χύνει, χύνει ο Παντοκράτορας – την ίδια του την ψυχή του ξεψυχύνει.
(Εδώ φαντάσου πολλά φωνήεντα στη σειρά με κολλημένα θαυμαστικά
στο τέλος τους: κάτι σαν Άαααααααααααα!!! –
επαναλαμβανόμενο όπως τα κύματα της ηδονής αλλά απείρως βαθύτερο και
μεγαλύτερο, τόσο που δε χωράει σ’ ένα βιβλίο ή σε μιαν αφήγηση. Η, αν σου
κολλάει πιο πολύ, βάλε και σύμφωνα στη σειρά, τι με κόφτει, εξάλλου λένε πως η
πνιχτή χυσιά είναι ακόμη πιο γκαβλιάρικη,
ας πούμε ένα πολλαπλασιασμένο Αχχχχχχχχχχχ!!! – γιατί
όχι; Με άλλα λόγια: φαντάσου ό,τι
θέλεις, μα, διάολε, φαντάσου
– ανάλαβε κι εσύ μιάνα ευθύνη.)
Έτσι αρχίζουν οι
τρομερές ριπές του σπέρματος. Κι η πρώτη η χυσιά, μια
πάλλευκη πέρλα, ριπίζεται, θαρρείς, συστημένη στην κοκκινομάλλα κοπελιά. Κι
εκείνη την περίμενε με ανοιχτό το στόμα και τη γλώσσα παρακλητικά βγαλμένη όλη
έξω: κι όπως η πέρλα η θεϊκή πέφτει στη γλώσσα της, εκείνη την ανέβασε στον
ουρανίσκο να νιώσει καλά τη γλύκα της και μετά μονομιάς την κατεβάζει στο
φάρυγγα και στο στομάχι – ναι, μονομιάς,
όπως κατέβαζαν το μάννα εξ ουρανού οι πεινασμένοι.
Κι ακολουθούν κι
άλλες ριπές με σπέρμα, ριπές τρομερές που πέφτουνε στους τοίχους και τους
ασπρίζουν, πέφτουνε πάνω στους Σταυρούς και τους ζεματάνε, λούζουν στη γκάβλα όσους τρομπάρουν τη μπάρα του Παντοκράτορα,
ραντίζουν με ζαχαρούχο γάλα τους αλαλάζοντες επισκέπτες του Παρεκκλησιού,
τρυπούν την οροφή (στον ήλιο και στο φεγγάρι που διαχωρίζονται), τινάζονται
στον Τίβερη και στη θάλασσα του Κάπρι κι αφρίζουν τα
νερά, στον τρούλο του Αγίου Πέτρου και στην Κάαμπα
της Μέκκας και στον Πύργο του Άιφελ και στο Άγαλμα της Ελευθερίας που κρατά τον
πυρσό – τόσοι αιώνες, τόση αιωνιότητα, τόσα πένθη είχανε σωρευτεί στους θεϊκούς
αδένες…
Και σε κάθε χυσιά, σε κάθε ριπή σπέρματος, σε κάθε ράντισμα της θεϊκής ψωλής, όλο και διαστέλλεται η οροφή, όλο και φουσκώνει,
ώσπου στην έσχατη χυσιά (ποια να ήσαν – κανείς δεν
σκέφτηκε να τις μετρήσει) ξεφουσκώνει μονομιάς (με ένα στερνό φρρρτ – όπως
ξεφουσκώνουν τα παιδικά μπαλόνια) και
αφανίζεται διά παντός. Νέες ζητωκραυγές: ο
μεσημβρινός κυριακάτικος ήλιος γεμίζει το ασκεπές πια Παρεκκλήσι. Μα στο εξής
τίποτε δε θα πτοήσει τους επισκέπτες. Πλέον το ξέρουν: ο κόσμος δεν θα
τελειώσει – μήτε με σάλπιγγες, μήτε με κραυγή, μήτε με ψίθυρο, όπως τους έλεγαν
οι προφήτες κι οι παραπροφήτες (όλοι ψευταριτζήδες βέβαια). Όχι, ο κόσμος δεν τελειώνει. Ο
Κύριος ο Θεός, ο Μέγας Νταβατζής,
ο Μέγας Αφέντης, ο Μέγας
Παντοκράτορας, Δημιουργός, Κριτής και Αρχιδολοφόνος,
ετούτος είναι που τελειώνει χύνοντας.
Τι μέρα κι αυτή:
με μιαν γλωσσιά μιάνας
κοκκινομάλλας έκανε φρρρτ
η τρομερή Οροφή, χάθηκε, αφανίστηκε κι απέμεινε μονάχος ο ουρανός. Και
ραντισμένοι όλοι γλείφουνε την παχιά ζεστή χυσιά από
τα πρόσωπά τους κι από τα πρόσωπά των πλαϊνών τους (κι από τα μανουάλια,
βέβαια, και τους σταυρούς και τα διαχωριστικά καγκελάκια
και τα καπέλα των ειδικών φρουρών, ακόμη κι από το δάπεδο – δεν μπορεί, κάτι θα έπεσε και στο δάπεδο). Νά πώς εμπνέει η μεγάλη τέχνη: μήτε σταγόνα σπέρματος δεν
έμεινε στο Παρεκκλήσι. Αυτή κι αν είναι
ημέρα Κυριακή.
Έτσι ξεψύχυσε ο Θεός – κι η κρέμα του η θεϊκή, η μόνη «Ψυχή» που
μπορώ να αντέξω, έτσι κατέληξε μες στους ανθρώπους. Ένα ρέψιμο ακούστηκε –
αρχίζει η χώνεψη. Και πια, σιγά-σιγά, κάποιοι ψιλοθυμούνται
πως η επίσκεψη έχει τελειώσει από ώρα, πως πρέπει να τηλεφωνήσουν σ’ ένα χαμένο
ραντεβού ή πως έχουνε σκάσει για κατούρημα. Ο ήλιος τρεμοπαίζει μιαν ιδέα: το
απόγευμα προφανώς εκκολάπτεται. Η ζωή προφανώς συνεχίζεται.
ΤΈΛΟΣ
ΚΑΙ
ΤΟΥ ΜΟΥΝΙΟΎ Η ΔΌΞΑ