Θανάσης Τριαρίδης

 

Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα

 

 

 

10. [Το τέλος της Δομένικας Φραντζή]

απόσπασμα από το ε΄ κεφάλαιο, σελίδες 448-463

 

 

 

 

          [...]

          Κι αν η συνταγή που μόλις διάβασες σε τρόμαξε μια φορά, η φράση της προτελευταίας σελίδας του τετραδίου της δασκάλας μου θα σε τρομάξει δέκα — βλέπεις, τα σημάδια που στην αρχή είναι κρυφά κι αόρατα, όσο πλησιάζει το τέλος, φανερώνονται με όλο και μεγαλύτερη καθαρότητα, κι ο πονηρός είναι σχεδόν παρών, λείπει μονάχα το φοβερό του όνομα:

 

χθες το βράδυ δε φορούσε σκουφί

 

Κι ίσως περιμένεις τώρα να υπεκφύγω, να προσποιηθώ πως τάχα δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω τίποτε· κι εγώ θα το 'θελα αυτό, να μην υποψιάζομαι ή να 'χω κάποια άλλη εξήγηση που να πονά λιγότερο, όμως η αλήθεια είναι πως κάποια βραδιά ανάμεσα στην εικοστή του Γενάρη και στην πέμπτη του Φεβρουαρίου η κυρία Δομένικα συνάντησε κάποιον ή, πιο σωστά, κάποιος την επισκέφτηκε που δε φορούσε σκούφο, κι άμα δηλώνεται για εκείνη τη βραδιά πως αυτός ο «κάποιος» ήταν ξεσκούφωτος, ε, τούτο πα να πει πως υπήρξε και κάποια άλλη φορά, ή κάποιες άλλες φορές, που η δασκάλα μας τον συνάντησε κι αυτός τότε φορούσε σκουφί στο κεφάλι, κι άραγε γιατί τόση επιμονή σε αυτόν το σκούφο που εκείνη την κρίσιμη βραδιά δεν τον φορούσε αυτός ο μυστηριώδης επισκέπτης — έλα, αγάπη μου, είναι πολύ απλό, αν βρεις τι χρησίμευε ο σκούφος, θα βρεις και τον μυστηριώδη άγνωστο· σκέψου: γιατί μας χρησιμεύουνε τα ρούχα; Για να ζεσταινόμαστε και για να κρύβουμε τη γύμνια μας. Κι αν αυτός ο «κάποιος» τον φορούσε το σκούφο επειδή κρύωνε, ε, τότε δε θα το πρόσεχε και τόσο πολύ η κυρία Δομένικα, επομένως κάτι έκρυβε με το σκουφί αυτός ο άγνωστος όλες τις άλλες φορές που συναντήθηκε μαζί της, κάτι που στην τελευταία τους συνάντηση της το φανέρωσε. Τι να 'κρυβε λοιπόν ο άγνωστος με το σκουφί, αχ, τι να 'κρυβε —εδώ σε θέλω: η φύση μας θέλει να κρύβεται, έλα, ξέρω πως το 'χεις καταλάβει, μα διστάζεις να το προφέρεις, ας είναι, θα το πω εγώ για σένα — ο άγνωστος με το σκουφί έκρυβε τα κέρατά του, γιατί ο άγνωστος αυτός ήταν ο διάβολος.

          Κι είναι πια ξεκάθαρο πως η προτελευταία σημείωση του κόκκινου τετραδίου της δασκάλας μας γράφτηκε την τετάρτη Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ — ακόμη και τα μικρά παιδιά το ξέρουν πως ο διάβολος δείχνει τα κέρατά του στην τελευταία συνάντηση. Όσο για το τι ειπώθηκε ανάμεσα στο διάβολο και στην κυρία Δομένικα εκείνο το βράδυ της τρίτης προς την τετάρτη Φεβρουαρίου, αυτό μπορεί εύκολα να το φανταστεί κανείς· βλέπεις, κι οι δυο τους διεκδίκησαν την ίδια ζωή και το ίδιο σώμα και, αλίμονο, όποιος τα κέρδιζε θα τα 'χε κλέψει απ' τον άλλον· εντέλει το χέρι του γιου πήρε τη ζωή της μάνας, κι ο διάβολος έχασε το παιχνίδι, κι έτσι παρέμεινε ένας αντικατοπτρισμός μες στον καθρέφτη, μια ενοχή που στοιχειώνει τη συνείδησή μας, ένας ίσκιος. Και φαντάζεσαι τι λύσσα θα 'χε ο πονηρός για τη δασκάλα μας, μ' όλο που το 'ξερε καλά πως εκείνη δεν είχε φταίξει σε τίποτε, πως όλα έγιναν προτού τη γέννησή της — τι σημασία είχε αυτό για κείνον· η κυρία Δομένικα ήταν για το σατανά μια ήττα, και το μαύρο μπισίκι είχε πια θαφτεί για τα καλά μέσα στη γη εκείνο το βράδυ που κατέρρευσε η σπηλιά της Μπαρμπακούλας... Γι' αυτό εξάλλου το 'χε βάλει σκοπό του με πείσμα λυσσαλέο να κυριεύσει την ψυχή της δασκάλας μας, να της τσακίσει τη συνείδηση και το νου, να την πάρει με το μέρος του, παραδομένη ολοκληρωτικά στις βουλές του — μπορεί να μην κέρδιζε έτσι τη ζωή που 'χε χάσει στο παραλίγο, μα θα ξεπλήρωνε τουλάχιστον την προηγούμενή του αποτυχία, θα κέρδιζε τη χαρά της απόδειξης ότι είναι αυτός πιο δυνατός, θα 'παιρνε το αίμα του πίσω. Έτσι, άρχισε να εμφανίζεται εμπρός της τις νύχτες, πρώτα στα όνειρα κι έπειτα στον ξύπνιο, πάντοτε όμως όταν ήταν μονάχη — ο διάβολος δεν παρουσιάζεται ποτέ σε δύο. Και δεν ξέρω πότε ξεκίνησαν τούτες οι επισκέψεις, μάλλον πολύ προτού ερωτευτεί την Τζίλντα η κυρία Δομένικα, ίσως κιόλας από τότε που εκείνη έμαθε από τη μάνα της την ιστορία της γέννησής της· και φυσικά ο διάβολος δεν της αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα, αλίμονο, δεν τον βγάλανε πονηρό για πλάκα, θα πήρε την όψη νέου πανέμορφου άντρα, με όψη λυπημένη και μάτια γεμάτα παράπονο — έτσι θα της παρουσιάστηκε της δασκάλας μας, γιατί το υπολόγιζε πως έτσι θα τη συγκινούσε. Μονάχα που έπρεπε να κρύψει κάπως τα κέρατα, το μόνο μέρος του κορμιού του που δεν παράλλαζε ποτέ, κι έτσι φόρεσε στο κεφάλι ένα μάλλινο ναυτικό σκούφο. Σκέψου λοιπόν, και τι δε θα της είπε της κυρίας Δομένικας ο Βελζεβούλ όλα αυτά τα χρόνια· τι ψέματα, τι ιστορίες πάθους, έρωτα και θανάτου, τι δήθεν εξομολογήσεις με πικρά δάκρυα θα της ξεφούρνισε, όλα αυτά βέβαια για να κερδίσει καταρχήν τη συμπάθειά της. Μα η δασκάλα μας δεν ήτανε καμιά χαζή και δεν πίστευε τέτοια παραμύθια, είμαι βέβαιος πως με την πρώτη θα τον καταλάβαινε ποιος ήταν και τι ήθελε απ' αυτήν· παρ' όλα αυτά όμως, δε θα θέλησε να τον αποδιώξει με σταυρούς και ξορκισμούς, καθώς δεν το άντεχε η ψυχή της να αποδιώξει κάποιον που γυρεύει κάτι από αυτήν, όσο μοχθηρός κι αν ήταν, όσο φθονερός κι αν φαινόταν ο σκοπός του — ποιος ξέρει, ίσως κιόλας να ένιωσε και μια περίεργη ακατανόητη έλξη για τον άρχοντα του σκότους που γύρευε εκδίκηση για τη χαμένη ζωή του. Εκείνος, πάλι, σαν είδε πως ο καιρός περνούσε και δεν έπιαναν οι κλάψες, άλλαζε τροπάριο κι άρχιζε να μιλά για την ανυπέρβλητη δύναμη, για το ένα σημείο απ' όπου ξεκινούν και καταλήγουν όλα, για την καταστροφή και την ανασύνθεση του κόσμου, για την επιλογή των εκλεκτών του σκάφους της αιωνιότητας, αυτά και άλλα παρόμοια της έλεγε, εμφανιζόταν μέσα σε σύννεφα ολοκόκκινα και αναληπτόταν με ήχους από σπαθιά και σπαρακτικές οιμωγές, τα μάτια του έκαιγαν σαν πυρωμένα σίδερα, αλλά το σκούφο δεν τον έβγαλε ποτέ· είπαμε, η φύση μας θέλει να κρύβεται. Και, καθώς ούτε με αυτά ίδρωνε το αυτί της κυρίας Δομένικας, εκείνος άρχισε τις υποσχέσεις για δύναμη, μεγαλεία, ηδονές κάθε λογής, μαγικές ικανότητες που δεν της βάνει ο ανθρώπινος νους, κι όσο η δασκάλα μας αδιαφορούσε, τόσο περισσότερο θα μάνιαζε αυτός, μεγαλώνοντας ολοένα τις προσφορές του, μέχρι που έφτασε να της υποσχεθεί πως αν έρθει μαζί του θα έπαυε την κατάρα της Μπαρμπακούλας, πως θα της χάριζε αιώνια νεότητα, πως θα της έδινε να μυρίσει τον ωραιότερο ανθό του κόσμου· τέτοια θα της υποσχόταν, κι η δασκάλα μας θα κρατήθηκε μια, θα κρατήθηκε δυο, μα στο τέλος θα του είπε πως αν είναι να αγαπάς εκ του ασφαλούς δεν έχει αξία. Και βέβαια θα άφρισε με την κουβέντα της αυτή ο διάβολος, θα έφαγε τα λυσσακά του απ' το κακό του, και φαίνεται τότε θα πήρε την απόφαση για όσο εκείνη ζει, κάθε βραδιά που θα 'ταν μοναχή της, να στοιχειώσει τον ύπνο και την ξαγρύπνια της και να την τυραννάει όσο περισσότερο γινόταν, μέχρι εκείνη να πέσει γονατιστή στα πόδια του και να του ζητήσει έλεος. Κι ο πονηρός την έκανε πράξη αυτή του την απόφαση: κάθε βράδυ παρουσιαζόταν μπροστά της και την έβριζε με λόγια απίστευτα χυδαία, της προσέβαλλε ό,τι εκείνη είχε για όσιο και ιερό, αραδιάζοντας αναρίθμητα ψέματα, για ώρες ατέλειωτες της περιέγραφε το πώς σαπίζει το ανθρώπινο κορμί και πώς το τρώνε τα σκουλήκια, το πώς όλα καταλήγουν σε έναν ποταμό φρίκης και πόνου· αυτά της έλεγε κι άλλα παρόμοια: ότι οι αγκαλιασμένοι λεπροί της Κουπέλας είναι αγκαλιασμένοι δολοφόνοι, ότι ο άνεμος που σφυρίζει ανάμεσα από τις μυγδαλιές είναι ψυχές αθώων που δε θα βρουν ποτέ τη γαλήνη. Έτσι περνούσαν τα χρόνια με την ολονύκτια τυραννία για τη δασκάλα μας, και μόνο όταν ανέβαινε στην Κουπέλα γλίτωνε για λίγο, μέχρι που συναντήθηκε με την Τζίλντα στη λεύκα της αλάνας. Μοιραία θα αραίωσαν από τότε οι επισκέψεις του σατανά, καθώς ελάχιστα ήτανε πια τα βράδια που η κυρία Δομένικα δε βρισκόταν με την Τζίλντα στον ανεμοδαρμένο λόφο. Όποτε όμως γίνονταν, πονούσαν πολύ περισσότερο, καθώς εκείνος έβαζε τα μεγάλα μέσα· ήξερε καλά βλέπεις τι την έτσουζε τη δασκάλα μας: εμφανιζότανε έξαφνα με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα και της έλεγε πως για κάθε στιγμή ηδονής που ένιωθε εκείνη, στην ακριβώς αντίπερα μεριά μοιράζεται χίλιες χιλιάδες φορές περισσότερος πόνος, πως για κάθε πιθαμή της σάρκας που χαίρεται, αναρίθμητα σώματα χάνονται μες στη μαύρη χοάνη, πως για κάθε λουλούδι που ανθίζει έχει ρημαχτεί μια ψυχή, πως κάθε φιλί προϋποθέτει ένα φαγωμένο συκώτι, πως για κάθε «σ' αγαπώ» χρειάζεται ένα χαντάκι γεμάτο με αίμα, απ' όπου όλα τα δαιμονικά τέρατα θα πιουν να ξεδιψάσουν. Και ξέρω καλά πως τέτοιες κουβέντες θα κουλουριάστηκαν σαν φίδια μες στην ψυχή της κυρίας Δομένικας και θα τη δάγκωναν κάθε λίγο και λιγάκι, σταλάζοντας μέσα της αφάνταστη πίκρα και πόνο. Ίσως κιόλας έτσι να εξηγείται το γιατί η δασκάλα μας θέλησε να μείνει μόνη της τις τελευταίες εβδομήντα μέρες της, κλεισμένη μες στο σπίτι της με καρφωμένα τα παράθυρά της· είχε ανοιχτούς λογαριασμούς να κλείσει με το διάβολο. Αυτός, απ' την πλευρά του, εκείνες τις μέρες έπαιξε το τελευταίο του χαρτί: της μίλησε για όλα όσα σημάδεψαν τη ζωή της, ακόμη και γι' αυτά που συνέβησαν πριν από τη γέννησή της· για το μαύρο μπισίκι, για το μαχαίρωμα της Μπαρμπακούλας, για την τρέλα του Δομένικου, για τη φριχτή μοναξιά της Αύρας, για την αυτοκτονία του Νίκου Φραντζή, για το ρόγχο του μεθυσμένου μανάβη, κι έπειτα της προείπε το τέλος της Τζίλντας, της μάνας της, του Γιώργου και όλων μας... Της μιλούσε αργά και χαμηλόφωνα, χωρίς να εκνευρίζεται ή να θυμώνει, με παύσεις και μοχθηρά χαμόγελα, περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια την απόγνωση στην οποία περιήλθαν ή θα περιέρχονταν όλοι όσοι συναντήθηκαν μαζί της, «ενώ άμα εσύ δεν υπήρχες...» συμπλήρωνε χαιρέκακα, κι έπειτα ξαναγυρνούσε με συριστικό ψιθύρισμα σε κείνα που ήξερε πως την πονούσαν πιο πολύ: λόγου χάρη, στην απορία του βλέμματος εκείνου του άντρα του μεσημεριού του εξήντα εφτά ή στην απόγνωση της μάνας της ή στο τρεμάμενο πιγούνι του Γιώργου... Και ήταν φανερός ο στόχος του, ήθελε να φορτώσει στην κυρία Δομένικα όλη τη δυστυχία του κόσμου, να βουρλίσει το μυαλό της με τις τύψεις που έτσι κι αλλιώς σερνόντουσαν μέσα της από χρόνια, γύρευε να της στερήσει ακόμη και το μαραμένο χαμόγελο που της είχε απομείνει, ακόμη κι αυτή την ελάχιστη γαλήνη της στερνής ώρας. Κι όμως, παρ' όλο που η ταυτότητά του είχε αποκαλυφθεί πια πέρα για πέρα, αυτός μέχρι τη νύχτα της τρίτης προς την τετάρτη Φεβρουαρίου δεν κόταγε να εμφανιστεί μπροστά της ξεσκούφωτος...

          Ωστόσο εκείνο το βράδυ που ο διάβολος παρουσιάστηκε στη δασκάλα μας για στερνή φορά δε φορούσε σκουφί· κι αν με ρωτάς το γιατί, τι να σου πω — ίσως γιατί ακόμη κι αυτός πρέπει έστω για μια φορά να λέει την αλήθεια... Εκείνη θα τον περίμενε με όλα τα φώτα σβηστά, καθισμένη όπως πάντα στην καρέκλα της, αποστεωμένη και κίτρινη σαν το φλουρί, ίδια με τις μορφές που στέκουν στο ενδιάμεσο των δύο κόσμων. Και κάτι μου λέει πως ο Βελζεβούλ δε θα εμφανίστηκε μπροστά της όπως τις προηγούμενες φορές, περιτυλιγμένος από ένα υπέρλαμπρο σύννεφο — ίσα ίσα, θα ήρθε σαν κλέφτης, σαν φάντασμα, τυλιγμένος με τη νύχτα και τη σιωπή, μα η δασκάλα μας μπορούσε να δει τη νύχτα μέσα στη Νύχτα και τη σιωπή μέσα στη Σιωπή· εκείνος, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, θα πήρε μια καρέκλα και θα κάθισε απέναντί της. Θα έμειναν για ώρα σιωπηλοί· ήτανε φως φανάρι πως ο πονηρός εκείνη την τελευταία βραδιά δεν είχε πάει για να τυραννήσει κι άλλο την κυρία Δομένικα — κάτι άλλο ήταν που γύρευε, τι όμως; Η δασκάλα μας έσπασε πρώτη τη σιωπή: «όταν φορούσες το σκουφί, τα κέρατά σου φαινόντουσαν μεγαλύτερα...» είπε. Τότε ο διάβολος την κοίταξε για μια στιγμή με τα ολοκόκκινα μάτια του, που 'μοιαζαν πυρωμένα σίδερα, κι αμέσως μετά άρχισε να τραγουδά εκείνο το γλυκύτατο τραγούδι: «Se il mio nome saper voi bramate dal mio labbro il mio nome ascoltate...» — το δίχως άλλο θα τραγουδούσε με φωνή αγγέλου. Μα, όταν πρόφερε τα λόγια «Io son Lindoro...», έσπασε τούτη η φωνή κι εκείνος έπεσε απ' την καρέκλα του και σχεδόν μπουσουλώντας έφτασε στην αγκαλιά της κυρίας Δομένικας, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε φοβερούς λυγμούς. Και εκείνη χάιδεψε το κεφάλι με τα κέρατα. Σαν πέρασε λίγη ώρα, έκανε αυτό που έπρεπε να γίνει· έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου της ένα μακρύ μπαρμπέρικο ξυράφι, έπειτα πήρε τον αριστερό καρπό του και του έκαμε μια βαθιά ξυραφιά· και βέβαια δεν έτρεξε καθόλου αίμα — πού να το βρει το αίμα ο πονηρός. Κατόπιν η δασκάλα μας έκανε το ίδιο και στο δικό της αριστερό καρπό και τινάχτηκε το αίμα της σκούρο κόκκινο· κι αμέσως ένωσε τον ξουραφιασμένο καρπό της με το δικό του — ναι, αγάπη μου, έγινε αυτό που μόλις σου είπα, μην τρομάζεις, η κυρία Δομένικα άλλαξε το αίμα της με το διάβολο· ήταν κάποιος που πονούσε κι έκλαιγε στην αγκαλιά της, κι η δασκάλα μας έκανε το μόνο που μπορούσε, δε γινόταν αλλιώς. Και καθώς κρατούσε σφιχτά κολλημένο τον καρπό της πάνω στον καρπό του πονηρού, συνέχισε την επόμενη στροφή του τραγουδιού που εκείνος είχε σταματήσει λίγο πρωτύτερα: «L'amoroso e sincero Lindoro...». Και το τραγούδησε ξανά και ξανά εκείνο το τραγούδι μέχρι που ξημέρωσε.

          Η τετάρτη Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ ήταν για τη δασκάλα μας η τελευταία μέρα. Θα κύλησε αργά, με κλεφτές ματιές πίσω απ' τις γρίλιες που γύρευαν το στερνό αντάμωμα με το φως του ήλιου, με μικρές χειρονομίες αποχαιρετισμού των οικείων αντικειμένων, με το λύγισμα των κουταλομαχαιροπίρουνων της κουζίνας, το τρύπημα του πάτου των κατσαρολικών με σιδερόκαρφο, το τελευταίο συγύρισμα των δωματίων, το σπάσιμο του σκεπασμένου καθρέφτη. Με τη δύση του ήλιου η κυρία Δομένικα άναψε τα κεριά, κατόπιν κάθισε στο γραφείο της, πρώτα σημείωσε εκείνη την αινιγματική κουβέντα για το διάβολο κι έπειτα έγραψε σ' ένα κομμάτι χαρτί τις τελευταίες της επιθυμίες και το έβαλε σ' ένα φάκελο — αυτόν το φάκελο βρήκαμε την επόμενη μέρα πλάι στο γυμνό κουφάρι της στη Φωλίτσα της Κουπέλας. Κι ήτανε όλα μελετημένα για να τον βρούμε εμείς εκείνον το φάκελο· η δασκάλα μας το είχε φανταστεί πως η μάνα της θα την έψαχνε απ' τα ξημερώματα της επομένης (σ' το είπα και πριν, η Αύρα Φραντζή το 'ξερε πότε θα τέλειωναν οι χίλιες μέρες της κόρης της), μα, σαν την αναζητούσε, πού θα το μάντευε πως θα την έβρισκε στην Κουπέλα· οι μόνοι που ξέραμε για το μαγεμένο λόφο —εκτός απ' την κυρία Δομένικα και την Τζίλντα— ήμασταν εμείς, άρα η μητέρα της δασκάλας μας θα πήγαινε στην αστυνομία, η αστυνομία στον Κερατένιο, ο Κερατένιος σε μας —σιγά και μη δεν το 'χε ψυλλιαστεί τι έτρεχε με μας και κείνη, όλη η γειτονιά βοούσε πως η Δομένικα μας είχε κάνει μάγια—, κι εμείς θα ανεβαίναμε σαν παλαβοί στην Κουπέλα κι εκεί θα βρίσκαμε τη δασκάλα μας να φιλάει το χώμα και πλάι της τον άσπρο φάκελο — ήτανε όλα μελετημένα, σου λέω, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Και μόλις εκείνη έκλεισε στο φάκελο το χαρτί με τις στερνές της επιθυμίες (όπου δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στην Τζίλντα, και μόνο εκείνη ήξερε το γιατί), άνοιξε τα κόκκινα τετράδιά της και τα διάβασε όλα απ' την αρχή, αναμετρώντας το ακατανόητο, αυτό που δε λέγεται με λόγια, εικόνες και ήχους, μα λένε πως συνοψίζεται στο τελευταίο τρέμουλο των χειλιών μια στιγμή μετά το θάνατο... Είχαν περάσει για τα καλά τα μεσάνυχτα όταν σώθηκαν τα κεριά· η κυρία Δομένικα είχε φτάσει στο τελευταίο φύλλο του έβδομου τετραδίου της. Κι όταν απλώθηκε το σκοτάδι, πήρε το μολύβι της και με τρεμάμενο χέρι έγραψε στο χαρτί χωρίς να βλέπει μια μόνο λέξη, κι από δίπλα ένα πεισματικά πατημένο ίσαμε είκοσι φορές ερωτηματικό· εγώ τη διάβασα τούτη τη λέξη ένα αυγουστιάτικο βράδυ στον Άσπρο Βράχο, εφτά χρόνια αργότερα, και, βλέποντας εκείνο το ερωτηματικό πλάι της να 'χει τρυπήσει το χαρτί, σκέφτηκα πως ήταν ολόιδιο με το σημάδι που μου 'χε αφήσει στο στήθος το σουβλί της κυρίας Πανδώρας κι αισθάνθηκα ένα κύμα να φουντώνει μέσα μου, κάτι σαν άγρια χαρά που ξεπετιόταν μέσα απ' την αυλαία της ήττας: ένα ερωτηματικό είναι το σημείο όπου συναντιούνται η λιγοψυχιά, η ελπίδα, ο θάνατος:

 

φίλησε;

 

          Αυτή ήτανε και η τελευταία σημείωση της κυρίας Δομένικας στο τετράδιό της, κι όπως σου είπα και πρωτύτερα, λογαριάζω πως γράφτηκε στα τυφλά, μες στο απόλυτο σκοτάδι, κι ενώ η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ είχε σημάνει από ώρα μεσάνυχτα. Μετά από αυτό δεν της έμενε τίποτε άλλο· έβαλε τα κόκκινα τετράδιά της στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου χωρίς να το κλειδώσει, έβγαλε κατόπιν απ' το πρώτο την κόκκινη κορδέλα και την τύλιξε στο λαιμό της, κι έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε το πανωφόρι της, ρίχνοντας στον κόρφο της τον άσπρο φάκελο, και έφυγε απ' το σπίτι της, παίρνοντας το δρόμο για την Κουπέλα, για να αναμετρηθεί εκεί με τον άνεμο που σφυρίζει καθώς περνά ανάμεσα από τις μυγδαλιές του μαγεμένου λόφου.

          Η βραδιά της τετάρτης προς την πέμπτη Φεβρουαρίου δεν είχε διόλου φεγγάρι, μα τούτο δε σημαίνει βέβαια πως η κυρία Δομένικα δυσκολεύτηκε να φτάσει ίσαμε το μονοπάτι του Θανάτου· ήξερε τη διαδρομή καλύτερα από κάθε άλλον, κι εξάλλου, όταν πηγαίνεις να πεθάνεις, δε χάνεις ποτέ το δρόμο, κι ας είναι πίσσα το σκοτάδι γύρω σου — άλλωστε η δασκάλα μας, ακόμα κι ελεύθερο να άφηνε το βήμα της, πάλι στην Κουπέλα θα 'βγαινε, ο Ταρνανάς ένα παρόμοιο ολοσκότεινο βράδυ ένα χρόνο νωρίτερα μας είχε πει: «άμα αφήσεις το βήμα σου ελεύθερο, θα βγεις εκεί που πρέπει...». Και, καθώς εκείνη άρχισε να ανεβαίνει το μαύρο μονοπάτι, όλοι οι δαίμονες της Κουπέλας, όλοι εκείνοι οι λεπροί που πέθαναν αγκαλιασμένοι και γίνανε το χώμα του ανεμόδαρτου λόφου, στάθηκαν πλάι στους κορμούς των δέντρων αριστερά και δεξιά από το Θάνατο και, όπως περνούσε η δασκάλα μας, όλοι άπλωναν το χέρι να την αγγίξουν, σαν να της δίναν κατευόδιο ή μια ψυχή παραπάνω για να την κάψει άφοβα στα μήλα. Κι αφού πράγματι την άγγιξαν ο ένας μετά τον άλλον —όλοι οι θλιμμένοι δαίμονες—, έφτασε κάποτε στην τελευταία μυγδαλιά του Θανάτου. Όταν έφτασε λοιπόν στην τελευταία μυγδαλιά του μονοπατιού, με το μακρύ νύχι του δεξιού της χεριού χάραξε μια λέξη μες στο βαθύ σκοτάδι πάνω στον κορμό του δέντρου: «απόψε». Κι έπειτα προχώρησε στη Φωλίτσα ίσαμε δέκα μέτρα και σταμάτησε μπροστά στη γούβα των ερώτων της με την Τζίλντα, εκεί που πριν από ένα χρόνο την είδαμε να παίρνει ένα καλάμι και να γράφει επάνω στο χώμα τη φράση

 

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

 

Κι αφού έμεινε ακίνητη και με κλειστά τα μάτια για ένα δυο λεπτά, έβγαλε απ' τον κόρφο της τον άσπρο φάκελο, τον απόθεσε πλάι απ' τη γούβα κι έβαλε πάνω του μια λεία πλατιά μαύρη πέτρα για να μην τον πάρει ο άνεμος. Κατόπιν γδύθηκε ολότελα (φορούσε μόνο την κόκκινη κορδέλα στο λαιμό) και κάνοντας τα ρούχα της μπόγο τα πέταξε μακριά. Δε νοιάστηκε διόλου για το κρύο, ίσα ίσα, μ' όλο που 'χε μείνει πετσί και κόκαλο και θα 'πρεπε να τουρτουρίζει σαν το σπουργίτι, στάθηκε ορθή, γαλήνια, αγέρωχη και έστρεψε το βλέμμα της ψηλά, προς το μαύρο θόλο της νύχτας· τι να 'βλεπε άραγε — το σκοτάδι ήτανε πίσσα. Πέρασε κάμποση ώρα· εκείνη παρέμενε ακίνητη σαν άγαλμα και δε σκεφτόταν τίποτε — ήταν δοσμένη ολόκληρη σε μια απόλυτη προσμονή: όπου να 'ταν θα σφύριζε ο άνεμος για τελευταία φορά. Σε αυτήν την προσμονή είχε δοθεί τανύζοντας το σώμα και την ψυχή της ως τα απώτατα άκρα· κάποια στιγμή το τραγούδι βγήκε απ' το στόμα της σαν προσευχή:

          «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, πόσο σε καρτερούσα, για να φιλήσω έξαλλα τα χείλη που ποθούσα κι ήρθες φορώντας στο λαιμό την κόκκινη κορδέλα κι άνθισες τις αμυγδαλιές επάνω στην Κουπέλα κι έφερες τον καρνάβαλο και κρέμασες τις χάντρες και ξάναψες τις κοπελιές και φούντωσες τους άντρες και σε χορό τους έσυρες κι όλο κρασί κερνούσες κι όλους τους εξελόγιασες κι όλους τους εμεθούσες· και μένα που 'μαι μοναχός κι ερωτοχτυπημένος, Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε, με πλήγωσες και φέτος...».

          Κι όταν τέλειωσε το τραγούδι της, η κυρία Δομένικα πήρε βαθιά ανάσα και, φουσκώνοντας τα μάγουλά της, φύσηξε προς το μέρος απ' όπου θα ερχόταν ο άνεμος, λες κι ήθελε να τον προκαλέσει. Κατόπιν έλυσε την κόκκινη κορδέλα απ' το λαιμό της και την άφησε να πέσει κάτω, κι αμέσως μετά σχημάτισε με τους δύο δείκτες της το σχήμα του σταυρού και τους έφερε στο στόμα της και τους δάγκωσε στο σημείο ακριβώς που κόβουν ο ένας τον άλλον. Η δασκάλα μας ήτανε πια έτοιμη για όλα.

          Πέρασε ένα λεπτό μέχρι που φύσηξε ο άνεμος, μιλώ για το φοβερό άνεμο της Κουπέλας που τα βράδια σφυρίζει σαν περνά μανιασμένος ανάμεσα απ' τα κλαδιά των δέντρων του μαύρου λόφου. Ανέμισαν τρελά τα μαλλιά εκείνης, τα μάτια της δάκρυσαν απ' την ορμή του, η κόκκινη κορδέλα πέταξε μακριά, χάθηκε. Μες στο μαύρο σκοτάδι η δασκάλα μας, γυμνή κι ολομόναχη, είδε τις περασμένες εικόνες να ξανάρχονται λάμποντας με απίστευτη καθαρότητα για μια μοναδική στιγμή, όπως τα γράμματα που πυρώνουν μόλις για μισό δευτερόλεπτο σαν βάλεις το χαρτί πάνω απ' τη φλόγα — άκουσε για δεύτερη φορά τα ίδια λόγια, τις ίδιες μουσικές, τις κατάρες, τις οιμωγές, τις κραυγές και τα γέλια, τα ψιθυρίσματα και τους αλλόκοτους ήχους, που τάχα δε θα επαναλαμβάνονταν ποτέ, ένιωσε να τη δονούν και πάλι όσα συντάραξαν το είναι της και έβαψαν κόκκινα τα μάγουλά της και μπούκωσαν το στήθος της και έκαναν την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έζησε για δεύτερη φορά όλη της τη ζωή· τα πάντα επέστρεφαν —εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα και εκστάσεις—, όλα απόκοσμα, ξεκάθαρα και διαυγή, επέστρεφαν για μια στιγμή κι έπειτα —λες και τα ρουφούσε μες στην τρομερή του αγκαλιά ο άνεμος— χάνονταν μες στο σκοτάδι· ο ήλιος που μαύριζε τα μεσημέρια, το ολόγιομο φεγγάρι που λιγοστεύει, το μπισίκι που κλείνει, το μαχαίρι που καρφώνει την καρδιά, το φιλί που παίρνει τη ζωή απ' το σώμα —κι ο άνεμος σφύριζε—, το τραγούδι των λεπρών, τα δάκρυα του δαίμονα, οι σπασμοί των ερώτων, οι υποσχέσεις «ποτέ» ή «αιωνίως», τα ψέματα, οι παρακλήσεις, οι ικεσίες, το δάγκωμα των δαχτύλων —κι ο άνεμος σφύριζε—, οι ματιές που έκαιγαν, τα μακριά νύχια που χάραζαν τους κορμούς των δέντρων, οι μαργαρίτες, που αντί για πέταλα έβγαλαν ξυράφια, και το πέπλο που σκεπάζει το πρόσωπο, ναι, όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε στο μαύρο ηδονικό εφιάλτη, κι ο άνεμος σφύριζε, κι η δασκάλα μας δεν έκλεινε τα μάτια, γιατί εκείνη την ώρα έπρεπε να τον δει κατάματα τον άνεμο. Κάποτε άνοιξε τα χέρια της διάπλατα, σαν να 'θελε να τον χωρέσει ολόκληρο στην αγκαλιά της, να τον φυλακίσει εκεί, να γίνει ένα με αυτόν, να φύγει μαζί του· έξαφνα έπαψε ολότελα ο φοβερός στρόβιλος του παρελθόντος και της κλεμμένης ζωής κι όλα έγιναν ένα ατέλειωτο παρόν, εδώ και παντού, όπως είχε χαράξει στο χώμα με ένα καλάμι δώδεκα μήνες νωρίτερα. Στο πρόσωπό της έφεγγε ένα χαμόγελο. Σχεδόν την ίδια στιγμή, ανάμεσα απ' τις μυγδαλιές, ακούστηκε το σφύριγμα του ανέμου να σχηματίζει το τελευταίο πρόσταγμα για κείνη. Ήταν μια λέξη χωρίς φόβο ή ελπίδα, χωρίς ερωτηματικό:

 

φίλησε

 

          Μεμιάς τότε η κυρία Δομένικα έπεσε μπρούμυτα καταγής και φίλησε το χώμα της Φωλίτσας.