|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
9. [Ο
Γιώργος με την
κυρία
Δομένικα μέσα
στη νύχτα] απόσπασμα
από το δ΄
κεφάλαιο,
σελίδες 418-423 [...] Ο
Γιώργος
γύρισε απ' το
δάσος δυο
εβδομάδες
υστερότερα
από εκείνη τη
βραδιά. Ήταν
λίγο μετά το
δειλινό όταν
ήρθε στα
Βαρέλια.
Κάποια στιγμή
μύρισα μια
παράξενη
μυρωδιά πλάι
μου και, καθώς
είχε πέσει το
σκοτάδι για τα
καλά, ο Μανόλης
άναψε ένα
σπίρτο —
προφανώς θα
ένιωσε μια
παράξενη παρουσία
ανάμεσά μας.
Ήταν ο Γιώργος·
είχε κατεβεί στα
Βαρέλια τόσο
αθόρυβα, που
δεν τον
ακούσαμε. Στο
στιγμιαίο
άναμμα του
σπίρτου
είδαμε την
τρομακτική
μορφή του: το
πρόσωπό του
είχε
αδυνατίσει
πάρα πολύ, τα
μάγουλά του
είχαν
ρουφήξει, οι
κόχες των
ματιών του
ήταν
βαθουλωμένες,
σαν μαύρες
αλλόκοτες
χοάνες, τα χείλη
και το πιγούνι
του
πασαλειμμένα
από ένα ακαθόριστο
μαύρο υγρό — θα
'λεγες πως είχε
φάει μαύρα ζουμερά
κρίνα. Αμέσως
ήρθαν στο νου
μας τα λόγια
της γρια-Αλεξάνδρας
— αλίμονο, στ'
αλήθεια ο
Γιώργος είχε
βρει φίδι που
του 'φτυσε το
φαρμάκι του
πάνω στα χείλη
και αίμα
πληγωμένου
λαγού και
δάκρυα
θλιμμένου
λύκου και
κουκουβάγια
που 'κρωξε μες
στο λαρύγγι
του, στο δάσος
εντέλει
βρίσκεις
πάντα αυτό που θέλεις,
καλά το έλεγε ο
Μεγάλος
Πρόδρομος, όσα
χρειαζόταν
λοιπόν για να
πάρει το
θάνατο από τα
χείλη της δασκάλας
μας τα είχε
βρει ο Γιώργος·
έμενε μόνο ένα
φιλί. Και τότε
εκείνος, που 'χε
να μιλήσει με
λέξεις ανθρώπινες
για σαράντα
μέρες, μας
μίλησε: «ήρθα
για να σας πω
αντίο...» είπε
ξερά. Έγινε
σιωπή μες στο
σκοτάδι για
κάμποσο και
τότε μίλησα
εγώ, «αντίο, Γιώργο...»
είπα κι η φωνή
μου πνίγηκε.
Τότε εκείνος
άφησε να του
φύγει ένα
παράξενο
μουγκρητό κι
έπειτα έφυγε
μες στη μαύρη
νύχτα. «Θεέ μου,
θα τον φιλήσει
κι αυτόν...» είπε
ο Ζήσης
φοβισμένος
σαν ξεμάκρυνε
καμπόσο,
«μακάρι να τον
φιλούσε...»
μονολόγησε ο
Μεγάλος
Πρόδρομος· «μα
κάτι μου λέει
πως δεν...». Όταν
το άλλο πρωί
είδαμε το
Γιώργο να έχει
μπει πρώτος
στην τάξη και
να κάθεται στο
θρανίο του με
ένα παρανοϊκό
χαμόγελο
ζωγραφισμένο
στη μορφή του, φρεσκοπλυμένος,
έχοντας βάλει
στην ποδιά του
μαύρο γιακά, χτενισμένος,
με
μπριγιαντίνη
στα μαλλιά και
τα χείλη
διάφανα,
αμέσως
καταλάβαμε
πως ο φίλος μας
ήταν χαμένος
για μια ακόμη
φορά· είχε
γυρέψει να
κερδίσει μια
άνοιξη, όπως
πριν από
ενάμιση χρόνο,
τότε που η
κυρτή σπάθα
είχε περάσει
και πάλι μέσα
απ' το λαιμό του
χωρίς να τον
κόψει. Εφτά
χρόνια
αργότερα, στον Άσπρο
Βράχο, ο
Γιώργος μάς
είπε όλα όσα
έγιναν εκείνο
το βράδυ στο
σπίτι της
κυρίας
Δομένικας,
εκεί, στο
δωμάτιο με τον
καθρέφτη... Ήταν
κοντά εννιά η
ώρα όταν
χτύπησε την
πόρτα της· για
δυο ώρες
περιπλανιόταν
στη γειτονιά
με το
κοκκινόχωμα,
προφανώς αποχαιρετούσε
τα μέρη που
είχαν
συνδεθεί με τη
ζωή του και τη
ζωή μας εκείνα
τα δυο χρόνια. Η
δασκάλα μας
του άνοιξε
φορώντας το
πανωφόρι της —
άραγε θα ανέβαινε
στην Κουπέλα
από τόσο νωρίς;
Μόλις τον είδε
κιόλας
πασαλειμμένο
με μαύρο αίμα
ταράχτηκε, «τι
ζητάς εδώ», του
αγρίεψε
εκνευρισμένη,
«κυρία, πρέπει να
σου μιλήσω...»
της απάντησε
κοιτώντας τη
στα μάτια, «το
δάσος γέμισε
πια θλιμμένα
αηδόνια...»·
εκείνη σαν το
άκουσε
γλύκανε κάπως,
«τα δάση
κρύβουν μέσα τους
μεγάλη θλίψη
άμα τα
περπατήσεις
μοναχός...» είπε
αινιγματικά
κι έπειτα
πισωπάτησε
αφήνοντας την
πόρτα της
ανοιχτή. Έτσι, ο
Γιώργος
βρέθηκε με τη δασκάλα
μας στο
σκοτεινό
δωμάτιο με τον
καθρέφτη·
κάθισαν ο ένας
απέναντι απ'
τον άλλο στις
φθαρμένες
βελούδινες
πολυθρόνες
που έτριζαν...
Εκείνη μίλησε
πρώτη και
χτύπησε
κατευθείαν
στο ψαχνό — πού
αλλού; «...Αυτό
που γυρεύεις
δε θα γίνει...»
είπε ορθά
κοφτά. Ο Γιώργος
το περίμενε
χωρίς να
μιλήσει
διόλου, έβαλε
το χέρι στη
μέσα τσέπη του
παλτού του κι
έβγαλε το
πιστόλι του
πατέρα του. Η
κυρία
Δομένικα δεν
μπορούσε να το
δει μες στο
σκοτάδι,
άκουσε όμως
τον κόκορα του
πιστολιού που
τραβήχτηκε
πίσω· «άμα δε με φιλήσεις,
θα τινάξω τα
μυαλά μου στον
αέρα...» της είπε
κάποτε
αποφασιστικά.
«Τι περιμένεις,
λοιπόν... τα δάση
είναι γεμάτα
με θλιμμένα
αηδόνια...
τράβα...» του
απάντησε η
δασκάλα μας. Ο
Γιώργος στη
στιγμή έκλεισε
τα μάτια κι
έφερε την κρύα
κάννη του
πιστολιού στο
δεξί του αυτί·
τότε όμως είδε
κάτι σαν όνειρο
— βία να κράτησε
ένα ή δύο
δευτερόλεπτα:
ήταν ο Αγιούτος
φορώντας
μονάχα ένα
άσπρο κοντό
παντελόνι,
κρατούσε από
ένα χοντρό
αναμμένο κερί
σε κάθε χέρι κι
ένα στο στόμα,
αναμμένο κι
αυτό. Στο λαιμό
του είχε
περασμένο ένα
μικρό πουγκί,
κι ήταν τόσο αλλόκοτος
ο τρόπος που
τον κοιτούσε.
Όταν άνοιξε τα
μάτια του, ο
Γιώργος είχε
πια καταλάβει
πως ήταν
μάταιο να
τραβήξει τη
σκανδάλη,
καθώς η χρυσή
σφαίρα που ο
ίδιος είχε
βάλει στη
θαλάμη πριν
από λίγες ώρες δε
βρισκόταν
πλέον εκεί, μα
στο μικρό
πουγκί του Αγιούτου
— στην άλλη
πλευρά του
κόσμου όλοι
φοράνε στο λαιμό
ένα μικρό
πουγκί... «Φίλησέ
με, κυρία,
μονάχα μια φορά,
για μια
στιγμή...» της
ψιθύρισε
κομπιάζοντας
μόλις
κατέβασε το
χρυσό πιστόλι·
η κυρία
Δομένικα, μάλλον
αμήχανα τούτη
τη φορά, ίσως
και για να στρέψει
αλλού την
κουβέντα, τον
ρώτησε: «πώς
έγινε και
πήγες στο
δάσος;». Ο
Γιώργος πήρε
βαθιά ανάσα,
«βρήκα κάτι
χνάρια στο
δρόμο και τα
περπάτησα...»
είπε, «τα χνάρια
με πήγαν, τα
χνάρια με
γύρισαν...».
«Περπάτησες σε
λάθος δρόμο...»
του
αντιγύρισε
εκείνη· τότε ο
φίλος μου
άρπαξε την
ευκαιρία απ' τα
μαλλιά, «γι' αυτό
λοιπόν δε με
φιλάς; επειδή
είμαι λάθος;» της
είπε
ξαναμμένος,
και βέβαια
αυτή η
κουβέντα τη χτύπησε
στο πιο
αδύνατό της
σημείο. Πέρασε
αρκετή ώρα
ίσαμε να
μιλήσει μες
στη σιωπή· ο
Γιώργος νόμισε
πως άκουσε
άγρια
φτεροκοπήματα
έξω απ' το παράθυρό
της. Κάποτε η
σιωπή έσπασε,
«αφού τόσο το
θες, έλα λοιπόν
να σε φιλήσω...»
του είπε, «μα
ξέρε το, ό,τι
γίνει θα γίνει
από ανάγκη...» κι
αφού πέρασαν
μερικές
στιγμές, που
φάνηκαν
αιώνες,
συμπλήρωσε:
«και με τέτοια
φιλιά τα χείλη
μου δε
φαρμακώνουν...
θα με φιλήσεις,
μα δε θα
πεθάνεις...». Και
πριν καλά
τελειώσει την
κουβέντα της,
έτριξε η
βελούδινη
πολυθρόνα της,
σημάδι πως η
κυρία
Δομένικα
σηκώθηκε και
έκανε να 'ρθει
κοντά του· ναι
λοιπόν, είχε
αποφασίσει να
τον φιλήσει, μα
θα 'τανε ένα
φιλί από
λύπηση. Ο Γιώργος
τότε έσκουξε,
σχεδόν
ούρλιαξε: «όχι,
κυρία... δεν το
θέλω... φιλιά που
δε σκοτώνουν
είναι ζούφια, δεν
αξίζουν...» και,
πριν ξεσπάσει
σε λυγμούς,
τινάχτηκε
όρθιος να
φύγει
τρέχοντας. Το
χέρι της
κυρίας Δομένικας
έσφιξε το
μπράτσο του
σαν τανάλια (όσο
το σκεφτόταν
αργότερα ο
Γιώργος, τόσο
απορούσε πού
τη βρήκε τόση
δύναμη), τον
τράβηξε
μπροστά της και
γονατίζοντας
έπιασε με τις
παλάμες της το
πρόσωπό του,
«κατάλαβέ με,
Γιώργο...» του
είπε με
τρεμάμενη
φωνή, «αν σε
φιλήσω, θα
πάψει η κατάρα
της Μπαρμπακούλας,
οι χίλιες
μέρες δε θα
στρέχουν πια
και τα χείλια
μου δε θα
σκορπάνε
θάνατο όπως
τώρα... Σκέψου το,
Γιώργο... εσύ
κάτω απ' τη γη θα
'χεις κερδίσει
τη δροσιά από
το φοβερό
λεπίδι στο
λαιμό σου, μα
εγώ θα μείνω
εδώ και θα 'χω
πια σίγουρη
την αγάπη χωρίς
να περιμένω, να
φοβάμαι και να
ελπίζω... Τι να
την κάνω,
Γιώργο, μια
αγάπη εκ του
ασφαλούς· η
αγάπη χωρίς
φόβο, χωρίς
θλίψη, χωρίς
μίσος, χωρίς
θάνατο, χωρίς
απόγνωση
είναι μια
τζούφια αγάπη,
σαν τα φιλιά που
λίγο πριν σε
κορόιδεψα πως
θα σου δώσω. Δεν αξίζει
τούτη η αγάπη
ούτε το ένα
χιλιοστό από
το τρέμουλο
του πιγουνιού
σου τώρα δα...».
Και τότε η δασκάλα
μας σταμάτησε
να πάρει
μερικές
ανάσες. Μ' όλο που
δεν έβλεπε
τίποτε μες στο
σκοτάδι, ο
Γιώργος θα 'παιρνε
όρκο πως στα
μάγουλά της
κυλούσαν
δάκρυα. Ακόμη
κι εκείνος
απόρησε σαν
άκουσε τη φωνή
του σαν
υπόκωφο
μουγκρητό να
ρωτά «...και οι
αιώνες του αίματος,
οι θάλασσες
του αίματος
που
χρειάστηκαν
για να
συναντηθούμε;».
Τα δάχτυλα της
κυρίας
Δομένικας
άγγιξαν τα
βλέφαρά του
και τα
κατέβασαν,
«...ήταν για να
συναντηθούμε
και να μη
φιληθούμε...» του
ψιθύρισε. Ο
Γιώργος, μόλις
γύρισε στο
σπίτι του
εκείνο το βράδυ,
έβαλε μια
κατσαρόλα με
νερό στο γκάζι,
κι όταν πήρε να
βράζει για τα
καλά, έσκυψε το
πρόσωπό του πάνω
απ' τους ατμούς·
από το δωμάτιο
με την καρφωμένη
πόρτα
ακουγόταν το
βιολί του
πατέρα του (τι
παράξενο, ήταν
στο σπίτι
εκείνο το
βράδυ) να παίζει
τη μουσική του
διαβόλου.
Έμεινε εκεί
για ώρες, μέχρι
που σώθηκε το
νερό της
κατσαρόλας.
Καθώς είχε το
πρόσωπό του
πάνω απ' τον
ατμό, ένιωθε
χιλιάδες βελόνια
να τον τρυπούν,
μα δε σηκώθηκε
ούτε για ένα
λεπτό. Όταν
εξατμίστηκε
το νερό,
ξημέρωνε. Τότε
κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη:
τα χείλη του
ήταν ολόλευκα
σαν πεθαμένου,
θαρρείς
ανύπαρκτα
πάνω στο δέρμα
του. Τότε έπεσε
στα γόνατα και
ορκίστηκε πως
στο εξής θα ένιωθε
μονάχα μίσος
και δε θα
ξαναγαπούσε
ποτέ, πως δε θα
ξαναπήγαινε
στο δάσος, πως
τα χείλη του δε
θα κοκκίνιζαν
ποτέ ξανά —όσοι
αιώνες
αίματος κι αν περνούσαν—
και πως το
πιγούνι του θα
τρεμούλιαζε πια
μόνο απ' τη
φριχτή χαρά
του θανάτου
(εφτά χρόνια αργότερα,
στον Άσπρο
Βράχο, μας είπε
πως η ίδια η
αγάπη είναι το
μίσος και πως η
ζωή είναι ο
θάνατος, άρα
και εκείνος ο
όρκος ήτανε
ένα ακόμα
λάθος ανάμεσα
στα τόσα). Και
από την
επομένη, κάθε
πρωί ερχόταν
στο σχολείο με
τα μαλλιά
γεμάτα
μπριγιαντίνη
και χτενισμένα
προς τα πίσω,
φορούσε την
ποδιά του με
μαύρο γιακά
και χωρίς
εξώρουχο, και
τα χείλη του
ήταν διάφανα,
όμοια με αυτού
που —όπως έλεγε
ο Ταρνανάς— είναι
ο μεγάλος
αφέντης του
φόβου. Μα ίσαμε
να φτάσει
μεσημέρι τα
χείλη του
κοκκίνιζαν
και πάλι, μ' όλο που
εκείνος κάθε
νύχτα καθόταν
με τις ώρες
σκυμμένος
πάνω απ' την
κατσαρόλα με
το νερό που
έβραζε. [...] |
|