|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
7. [Η
ιστορία της
Δομένικας
Φραντζή και
των προγόνων
της] απόσπασμα
από το γ΄
κεφάλαιο,
σελίδες 277-352 [...] Κι
αν το μεσημέρι
της επομένης
δεν πηγαίναμε
και οι
δεκαπέντε στο
σπίτι της και δεν
της
χτυπούσαμε
επίμονα την
πόρτα για
μιάμιση ώρα, δε
θα την
ξαναβλέπαμε
τη δασκάλα μας,
μας το είπε
εκείνη η ίδια
μια βδομάδα
αργότερα πως
το 'χε πάρει
απόφαση να μην
ξανάρθει στο
σχολείο, να
προφασιστεί
ένα λόγο
υγείας, να
παραιτηθεί
και να μη μας ξαναδεί
ποτέ, να μην
ποτίσει κι
άλλο την ψυχή
μας με το διάφανο
φαρμάκι του
πονηρού. Αυτό
σχεδίαζε να
κάνει η κυρία
Δομένικα, αλλά
αυτό δεν
υπήρχε
περίπτωση να
το
επιτρέψουμε,
θα πηγαίναμε
εμείς στο
σπίτι της, ο
Γιώργος ήξερε
το δρόμο, καθώς
την είχε ακολουθήσει
πάμπολλες
φορές. Εκείνο
το ίδιο
απόγευμα που έφυγε
η δασκάλα μας
από την τάξη,
πήραμε την
απόφασή μας, κι
όλο το βράδυ
—σκαστοί από τα
σπίτια τους— ο Μανόλης,
ο Κούλης, ο
Τζίμης κι ο
Όττος
παραμόνευαν στην
αλάνα του
εκατοστού
πέμπτου και
μόλις ο άνεμος σκόρπισε
τις βιολέτες,
λίγο πριν απ' το
ξημέρωμα, τις
μάζεψαν με την
απόχη που 'χε
φτιάξει ο
Σίμης και το
πρωί δώσαν από
μία στον
καθένα μας. Και
το μεσημέρι
της δεκάτης
τετάρτης
Απριλίου
ξεκινήσαμε για
το σχολείο μια
ώρα νωρίτερα,
μα δεν μπήκαμε
στην τάξη, μόνο
πήραμε το
δρόμο για το
σπίτι της,
παίρνοντας μαζί
και την τσάντα
της που έστεκε
παρατημένη
πάνω στην έδρα.
Δε μας
ένοιαζαν ούτε
οι δαίμονες
ούτε οι
κατάρες ούτε ο
θάνατος ούτε
τίποτε άλλο·
εμείς θα
προσφέραμε
στη δασκάλα
μας τις
βιολέτες του
ανέμου ό,τι κι
αν γινόταν — κι
αν
ξεραίνονταν
τα χέρια μας, θα
τις
προσφέραμε σ'
εκείνη με τα
δόντια. Της
χτυπούσαμε
την πόρτα για
μιάμιση ώρα· το
ξέραμε πως
ήταν μέσα και
δεν άνοιγε.
Πρώτος της
χτύπησε για
δέκα λεπτά ο
Σώτερ, κατόπιν
ο Μεγάλος
Πρόδρομος κι
ακολουθήσαμε
όλοι με τη
σειρά μας·
κάποια στιγμή
—την ώρα που
χτυπούσε ο
Αγιούτος με τη
γροθιά του—
άνοιξε απότομα
η πόρτα κι από
πίσω της
φάνηκε η
δασκάλα μας με
πρησμένα τα
μάτια. Μείναμε
για ώρα
σιωπηλοί· κάποτε
μίλησε εκείνη,
«...τι θέλετε;» μας
ρώτησε κοφτά.
Τότε μίλησα
εγώ, που
άλλωστε
κρατούσα και
την τσάντα της
στην αγκαλιά
μου, «ε, να,
ξεχάσατε την
τσάντα σας
στην τάξη...» της
είπα
χαμηλόφωνα
κοιτώντας κάτω·
«α, ευχαριστώ»
απάντησε
εκείνη μέσα απ'
το στόμα της,
όμως δεν έκανε
καμιά κίνηση
προς το μέρος μου
να την πάρει. Κι
απ' αυτή την
ελάχιστη
αμήχανη παύση,
ο Σώτερ βρήκε
την ευκαιρία
να της κάνει
ακόμη μια
ερώτηση: «...θα
ανέβεις και
σήμερα στην
Κουπέλα, κυρία;».
Η δασκάλα μας
αιφνιδιάστηκε,
όπως και την προηγούμενη
μέρα, για μια
στιγμή άνοιξε
το στόμα της,
κατόπιν
τρέκλισε,
πιάστηκε απ' το
χερούλι της πόρτας
και σιγά σιγά
κάθισε στο
πλατύσκαλο·
«ναι, θ' ανέβω...»
μας είπε
έπειτα από
μισό λεπτό. Τα
μάτια της
έκαιγαν σαν
κάρβουνα. Τότε
εμείς όλοι
μεμιάς, λες κι
είχαμε κάνει
πρόβα, βάλαμε
το χέρι μες
στον κόρφο μας
και βγάλαμε ο
καθένας από
μια μοβ ξερή βιολέτα
του ανέμου. Και
μόλις είδε η
δασκάλα μας δεκαπέντε
χέρια να της
προσφέρουν
δεκαπέντε
λουλούδια από
εκείνα που
γεννά ο άνεμος
μες στην παράφορη
οργή του, στ'
αλήθεια
συγκινήθηκε
πάρα πολύ — εγώ
τουλάχιστον
πρώτη φορά την
έβλεπα έτσι·
σηκώθηκε με δυσκολία
όρθια και, ενώ
τα μάτια της
έτρεχαν σαν
βρύσες, άρχισε
να παίρνει τα
λουλούδια απ'
τα χέρια του
καθένα μας. Για
κάθε βιολέτα
έσκυβε
σιωπηλή μιαν
ιδέα το κεφάλι
σαν
ευχαριστία
και σαν
κατάφαση. Μόλις
τέλειωσε,
μύρισε με
πάθος το
μπουκέτο που
κρατούσε, λες
και ρουφούσε
απ' τα ξερά
λουλούδια την
ίδια τη ζωή,
έπειτα
σκούπισε όπως
όπως τα δάκρυά
της και μας
είπε με μια
ελαφριά
βραχνάδα στη
φωνή «σας παρακαλώ,
ας πάμε ως τις
μαργαρίτες κι
εκεί θα σας τα
πω όλα...», αυτό
μας είπε κι
αμέσως μετά
βιάστηκε να
συμπληρώσει
«...όσα μπορούν
να ειπωθούν
τέλος πάντων...». Εντέλει
χρειάστηκε να
πάμε στις
μαργαρίτες
όχι μία μα έξι
φορές, και
φυσικά δε μας
τα είπε όλα η
κυρία
Δομένικα — απλά
προσπάθησε να
εξηγήσει τη
ζωή της με τα
λόγια, μ' όλο που
εκείνη το 'ξερε
καλά πως τα
λόγια είναι
ένας τρόπος
παράφρασης
της μικρής ασήμαντης
αλήθειας μας·
ποιος ξέρει
ωστόσο, ίσως και
να 'βρισκε μια
πρόσκαιρη και
μάταιη γαλήνη
λέγοντάς μας
μια απίστευτη
ιστορία με
κατάρες, με διαβόλους,
με θανάτους
και μαχαίρια
που έκοβαν
λαιμούς — εξάλλου
κι εγώ τώρα δα
κάνω το ίδιο
ακριβώς
πράγμα, σου λέω
μια σειρά από
απίστευτες
ιστορίες,
γυρεύοντας
λίγη μάταιη
γαλήνη για
μένα και για
σένα, έστω μια
μόνη ανάσα που
να μην
προαπαιτεί
καμιά εξήγηση
ή ερμηνεία,
τίποτε. Κι όπως
ήταν επόμενο,
εκείνο το βράδυ
της δεκάτης
τετάρτης
Απριλίου
κανένας μας δεν
μπόρεσε να
κοιμηθεί,
καθώς στο νου
μας στριφογυρνούσαν
τα όσα μας είπε
η κυρία
Δομένικα το
απόγευμα στις
μαργαρίτες. Κι
αλίμονο, το
ξέραμε κιόλας
πως αυτά ήτανε
μονάχα η αρχή,
καθώς λίγη ώρα
προτού χαθεί ο ήλιος,
η κυρία
Δομένικα είχε
διακόψει την
αφήγησή της
λέγοντάς μας
«σας παρακαλώ,
ας
συνεχίσουμε
την άλλη
Πέμπτη...» και τα
μάτια της
είχαν μια
θαμπάδα πικρής
απελπισίας.
Ωστόσο, όσο
περνούσαν οι
βδομάδες, τόσο
λιγότερο μας
φόβιζε η
ιστορία που
ακούγαμε τα
μεσημέρια της
Πέμπτης· τις
δυο
τελευταίες
φορές θα έλεγα
—όσο κι αν σου
φανεί
παράξενο— πως
την περιμέναμε
με αδημονία.
Τις παραμονές
των διηγήσεών της
βλέπαμε
σύντομα,
διακεκομμένα
όνειρα με σκορπιούς
που πήγαιναν
προς κάποιον
άγνωστο
προορισμό, ενώ
τις ώρες της
μέρας δεν
μπορούσαμε να
συγκεντρώσουμε
ούτε στιγμή το
μυαλό μας σε
τίποτε άλλο
εκτός από τη
λειψή ως τα
τότε αφήγηση
εκείνης,
θαρρείς και
σιγά σιγά το
νιώθαμε πως
όλα εκείνα που
'χαμε μάθει για
αντίθετα —η
αγάπη και το
μίσος, το καλό
και το κακό, η αγνότητα
και η πονηριά—
βρίσκονται
στην κόψη του ίδιου
ματωμένου
μαχαιριού και,
πίστεψέ με,
αυτή η αίσθηση
έδιωχνε το
φόβο· αν θέλεις
πες το διαφθορά
ή κτηνωδία,
ίσως όμως
τούτη η
κτηνωδία να
'ναι το ρέμα που
πρέπει να
περάσεις για
να μπορείς να
αγαπάς με τα
κεριά σβηστά,
δίχως
αιτήματα,
ανταλλάγματα,
υποσχέσεις,
προδοσίες,
όπως δηλαδή
αγαπούσε η κυρία
Δομένικα. Κι
όλα αυτά σου τα
λέω, γιατί τώρα
θα αναδιηγηθώ
την ιστορία
που άκουσα απ'
το στόμα της
έξι μεσημέρια
της άνοιξης
του εβδομήντα
εφτά —τρία στον
Απρίλη και
τρία στο Μάη—,
και στην
ιστορία αυτή τα
σημάδια του
πονηρού
αφθονούν· μα να
'χεις στο νου σου
πάντοτε πως
ό,τι διαβάσεις
είναι το πάθος
μιας γυναίκας
που έζησε με
την παραφορά
των καταραμένων.
Θυμάμαι σαν
τώρα το πόσο
σπασμένη ήταν
η φωνή της εκείνο
το πρώτο
μεσημέρι στις
μαργαρίτες
την Πέμπτη,
στις
δεκατέσσερις
τ' Απρίλη· μας
μιλούσε αργά, μ'
ένα χτυπητό
κόμπιασμα και
μεγάλες
ανεξήγητες παύσεις
ανάμεσα στις
προτάσεις. «Γεννήθηκα
στην Απάνω Χώρα
της Σύρου στις
είκοσι πέντε
Δεκεμβρίου
του χίλια
εννιακόσια
σαράντα εννιά,
ανήμερα
Χριστουγέννων·
μα θ' αρχίσω να
σας μιλώ για
γεγονότα που
συνέβησαν
πολύ
πρωτύτερα,
γιατί, αλίμονο,
τότε πετάχτηκε
στη φωτιά το
κλειστό ακόμη
μπουμπούκι
της ζωής μου
και δέθηκε
έτσι ο κόμπος
μου στραβός,
πριν καν
συλληφθώ σε
μήτρα
ανθρώπινη.
Είναι στ'
αλήθεια
αλλόκοτο κι άχαρο
συνάμα να
συλλογίζεσαι
πως ό,τι
αποτελεί την
ύπαρξή σου
—όνειρα, σάρκα,
πάθη, δάκρυα κι
ακατανόητα
μυστικά— πριν
γεννηθεί
σχηματισμένο,
υπήρξε μια δαιμονική
ιδέα, μία
διαστροφή
ενός
σκοτεινιασμένου
μυαλού, μια
σπίθα μίσους
που θέριεψε κι
από μέσα της
ξεπετάχτηκες
εσύ...». Έτσι
περίπου
άρχισε η
διήγηση της
δασκάλας μας: τη
μάνα της την
έλεγαν Αύρα
Φραντζή, το
γένος Μακάρη —
ελάχιστες
ήταν οι φορές
που η κυρία
Δομένικα
καθώς μιλούσε
για εκείνη
είπε «η μάνα
μου», κι αυτές με
φωνή ψυχρή και
άψυχη, σχεδόν
πάντοτε έλεγε
«η Αύρα», έτσι, σε
τρίτο πρόσωπο,
θαρρείς και
δεν είχε την
παραμικρή
σχέση μαζί της,
σαν να μη
διηγούνταν τη
δική της ζωή μα
κάποιο παλιό
σκοτεινό
παραμύθι. Η
Αύρα, λοιπόν,
γεννήθηκε κι
εκείνη στη
χώρα του
νησιού το
χίλια
εννιακόσια
είκοσι πέντε,
είκοσι
τέσσερα
χρόνια προτού
απ' τη δασκάλα
μας. Οι γονιοί
της, δηλαδή οι
παππούδες της
Δομένικας,
ήτανε
καθολικοί,
φραγκοσυριανοί,
όπως και πολύς
κόσμος στο
νησί, ιδίως οι
ντόπιοι· το
παρόνομα
Μακάρηδες
τους είχε βγει
από χρόνια,
επειδή όλες οι
γυναίκες της
οικογένειας
απ' την πλευρά
του πατέρα της
γεννιόντουσαν
με το μεγάλο
νύχι του
αριστερού ποδιού
μαυρισμένο,
σημάδι, λέγαν,
πως τους
περίμενε βίος
μακάριος.
Ωστόσο οι
γονιοί της
Αύρας μάλλον
δεν έζησαν και
τόσο
ευτυχισμένη
ζωή, αφού
πέθαναν ο ένας μετά
τον άλλον μέσα
σ' ένα μήνα, το
καλοκαίρι του
σαράντα, όταν η
Αύρα ήτανε
δεκαπέντε
χρόνων, κι οι δυο
απ' την κακιά
αρρώστια. Ο
πατέρας της
ήταν ντελάλης,
ίσως και ο
καλύτερος του
νησιού· μα ήταν
μέθυσος και
γυναικάς,
είχαν φανεί
στο μεταξύ και
τα χωνιά κι η
δουλειά
πήγαινε κατά
διαόλου. Η μάνα
της είχε τυφλό
το ένα μάτι από
γεννησιμιού
της και
μεγαλοπαντρεύτηκε,
καθώς ήτανε
μισερή και
πάμφτωχη — όλοι απόρησαν
τι τον χτύπησε
τον Αντωνάκη
και την πήρε.
Ήτανε
συμμαζεμένη
γυναίκα,
αγαθιάρα, κι
όλη τη μέρα έφτιαχνε
κοφίνια και
καλάθια, που τα
πουλούσε ο άντρας
της στην αγορά
κι ό,τι έβγαζε
το άφηνε στο
καπηλειό. Η
τύχη τα 'φερε
έτσι και δεν
ήρθε δεύτερο
παιδί μετά την
Αύρα· οι
συγγενείς του
πατέρα της
έλεγαν μάλιστα
πως κάτι δεν
πήγαινε καλά
με αυτό το
κορίτσι, καθώς
όχι μόνο δε
γεννήθηκε με
μαυρισμένο το
μεγάλο νύχι
του αριστερού
ποδιού, μα είχε
και μια μεγάλη
κρεατοελιά
ακριβώς στη
μέση του
λαιμού, σημάδι
που, απ' όσο
ήξεραν, δεν
είχε
ξαναφανεί
ούτε στο σόι
της ούτε στην
Απάνω Χώρα.
Αρχίσανε
λοιπόν
ψιθύρους για
το κορίτσι πως
τάχα ήτανε
μούλικο, πως θα
'χε την κακοριζιά
της μάνας του
κι άλλα
παρόμοια, κι ο
Αντωνάκης,
θυμωσιάρης
καθώς ήταν,
έκοψε ολότελα
παρτίδες με το
σόι του και δεν
ξαναμιλήθηκε
με κανέναν τους·
να σκεφτείς, τ'
αδέρφια του
δεν πήγαν μήτε
καν στην
κηδεία του. Ωστόσο
ο πιο
σημαντικός
λόγος που το
σόι του Αντωνάκη
πήρε με στραβό
μάτι το παιδί
ήτανε που δεν
πήρε το όνομα
της γιαγιάς
του και του δόθηκε
ένα άλλο, που
δεν ήτανε καν
φράγκικο. Μα γι'
αυτό δεν
έφταιγαν οι
γονιοί της
Αύρας, εκείνοι
το 'χανε πει στο
νονό και στον
παπα-Τζιάκομο
να το βαφτίσουνε
το παιδί
Κατερίνα —θα το
φωνάζανε Τιτί—,
όμως ο παπα-Τζιάκομο
με το έτσι θέλω
άλλαξε το
όνομα πάνω στη
βάφτιση. Ήτανε
καλοκαίρι κι
έσκαγε ο
τζίτζικας,
ζέστη
αποπνιχτική,
κι είχε να
φυσήξει, έστω
και λίγο, για
περισσότερο
από μήνα· η
βάφτιση θα
γινότανε στο
Σαν Τζορτζή, ο
παπα-Τζιάκομο
είχε δύο τρεις
μέρες που
έκανε τη
λειτουργία
στον περίβολο
της εκκλησίας,
ήτανε, βλέπεις,
ψηλός κοντά
δυο μέτρα και
τετράπαχος,
ίσαμε
διακόσια κιλά,
επόμενο ήταν
να φοβάται μην
του έρθει
ταμπλάς μες
στην εκκλησία.
Εκείνο το
απόγευμα
λοιπόν που
'τανε να
βαφτιστεί η Αύρα,
ο παπάς έβγαλε
στην αυλή την
κολυμπήθρα
και τ' άλλα του
σύνεργα —γιατί
οι καθολικοί
δε βουτάνε το
παιδί στο νερό,
απλώς το
ραντίζουν με
το χέρι—, και την
ώρα που 'τανε να
δώσει τ' όνομα
στο κορίτσι
και μουρμούριζε
βαριεστημένος
τα δικά του,
έξαφνα φύσηξε
μες στην
απόλυτη
άπνοια μια
ελαφριά
θαλασσινή
αύρα. Ένας
ηδονικός
αναστεναγμός
ανακούφισης
ακούστηκε και
γοργές ανάσες
θέλησαν να
κλέψουν τη
δροσιά της, ενώ
η μύτη του παπά
μάτωσε κι
άρχισε να
στάζει αίμα
στην
κολυμπήθρα·
και φαίνεται
πως το θεώρησε
αυτό σημάδι
του Θεού κι
έτσι βάφτισε
το κορίτσι Αύρα,
χωρίς να
ρωτήσει
κανέναν, μα το
'κανε με τόση
σιγουριά και
τόση
αυτοπεποίθηση,
που κανείς δεν
μπόρεσε να διαμαρτυρηθεί
(ήτανε
παράξενος
άνθρωπος ο
παπα-Τζιάκομο
κι ακούγονταν
γι' αυτόν ένα
σωρό
μυστήριες
ιστορίες·
εντέλει τον
βρήκανε
μαχαιρωμένο
το χίλια
εννιακόσια
είκοσι εννιά,
δίπλα σ' ένα
πηγάδι, λίγο
παραέξω απ' την
πόλη, και το
φονικό δε
διαλευκάνθηκε
ποτέ). Και
οι δύο γονείς
της Αύρας
πέθαναν από
καρκίνο μες
στο ανάστατο
καλοκαίρι του
σαράντα, λίγο
πριν χτυπηθεί
η «Έλλη» από
τορπίλα στο
λιμάνι της
Τήνου. Ο
πατέρας της
τυραννίστηκε
άσχημα για
κάμποσο καιρό,
έρεψε και,
καθώς
αρνήθηκε
πεισματικά
ίσαμε την
τελευταία του
στιγμή να τον
δει γιατρός
έστω για μια
μορφίνη, έφυγε
μέσα σε
φριχτούς
πόνους. Αντίθετα,
η γυναίκα του
ξεψύχησε στα
ξαφνικά ένα
μήνα αργότερα, ξαπλωμένη
για βράδυ στο
κρεβάτι,
πλημμυρισμένη
στο αίμα που
'τρεχε απ' το
στόμα της. Κι
επειδή δεν μπορούσαν
να καταλάβουν
την αιτία του
θανάτου της, ήρθε
ο Νικολαΐδης, ο
γιατρός απ' την
Ερμούπολη, να
κάνει
νεκροψία κι
είπε πως δεν
είχε
ξανασυναντήσει
τέτοια
περίπτωση· η
αρρώστια είχε
προχωρήσει
στο τελευταίο
στάδιο χωρίς
να δώσει ούτε
ένα σύμπτωμα,
ούτε πόνους
ούτε
αιμορραγίες,
τίποτε· εκτός
βέβαια αν
συνέβαιναν
τέτοια κι
εκείνη τα
'κρυβε, ώσπου κάποτε
ο καρκίνος
έφαγε την
αρτηρία της
κοιλιάς και η
μάνα της Αύρας
πέθανε από
ακατάσχετη
αιμορραγία. Κι
όσοι γνωρίζαν
από πού βγήκε
το όνομα
«Μακάρηδες»
συζητούσαν
για αρκετό
καιρό την
ιστορία τους
και λέγανε
βέβαια πως η
ζωή είναι ένας
μύλος... Σαν
πέθαναν οι
γονιοί της, η
Αύρα έμεινε
μόνη και θεόφτωχη
στους πέντε
δρόμους· για
λίγο καιρό
έζησε μονάχη
στο σπίτι, ώσπου
κάποιος
δανειστής του
πατέρα της την
ειδοποίησε να
το αδειάσει,
γιατί το 'χε
πάρει στα
δικαστήρια.
Τότε ήτανε που
ίσαμε μια
ντουζίνα
άντρες θέλησαν
να την
πλησιάσουν,
όχι με κακό
σκοπό, μα για να
την
παντρευτούν
και ν'
ανοίξουνε
σπίτι με κείνη.
Και δεν το
κάναν από
συμπόνια· η
Αύρα ήταν το
ωραιότερο κορίτσι
της χώρας, ίσως
και ολόκληρου
του νησιού, ανθισμένη
γυναίκα στα
δεκαπέντε της,
με λιγερό, μελαχρινό
κορμί,
θαυμαστά
σμιλεμένο,
σάρκα σκληρή και
ανυπόταχτη
και μάτια που
σε κάνανε να
χάνεις τα λογικά
σου — αληθινή
καλλονή πέρα
από κάθε
αμφιβολία... Όμως
εκείνη όλους
τους
απόδιωχνε,
ήτανε πολύ
άγρια, κι αν
κάποιος της
γινότανε
τσιμπούρι, τον
έλουζε στις
βρισιές και
τον ξεφτέλιζε.
Έμεινε για
τέσσερις μήνες
στο σπίτι μιας
θειας της,
αδερφής της
μάνας της,
ώσπου κι
εκείνη της
είπε με τρόπο
να της αδειάζει
τη γωνιά — τόσοι
τη ζητούσαν, ας
έπαιρνε
κάποιον, τι
περίμενε... Όμως
η Αύρα το 'χε
πάρει απόφαση
από καιρό· το
Γενάρη του
σαράντα ένα
μάζεψε τα
λιγοστά της
υπάρχοντα και
πήρε το δρόμο
για τη δυτική
πλευρά του
Πύργου, και
πριν απ' τα
Πωμώνια
τράβηξε αριστερά,
προκειμένου
να βγει στη
σπηλιά της
Μπαρμπακούλας,
της φοβερής
και τρομερής
μάγισσας, για
την οποία είχε
ακούσει τόσα
και τόσα. Η
Μπαρμπακούλα,
τον καιρό που
πήγε να την
βρει η Αύρα,
ήτανε πια γριά
κι είχε
παραπάνω από
τριάντα
χρόνια στο
νησί· την είχε
παρατήσει
γκαστρωμένη
στ' ανοιχτά της
Βαρβαρούσας
σε μια μικρή
βάρκα ένα
μαύρο καράβι
του θανάτου,
που φάνηκε
γύρω απ' τη Σύρο
το χειμώνα του
χίλια εννιακόσια
εννιά. Κανείς
δεν μπορούσε
να πει τίποτε με
βεβαιότητα γι'
αυτήν και την
προηγούμενη
ζωή της, παρά
μόνο ότι ήτανε
η πιο φριχτή
μάγισσα που είχε
φανεί στο νησί
τουλάχιστον
για εκατό
χρόνια. Είχε
ακουστεί πως
υπήρξε
μαθήτρια της
Κύπριας Μιχαλούς
και της ωραίας
Λουίζας, που
'τανε τη μέρα
άνθρωπος και τη
νύχτα κύκνος.
Ζούσε σε μια
απόμερη
σπηλιά του Πύργου
κι όσοι την
είδαν στα
μάτια τον
πρώτο καιρό που
ήρθε στο νησί
έχασαν το φως
τους (ήτανε
κάτι Πανωχωρίτες
που έστηναν
ξόβεργες στο
βουνό). Κι έτσι,
κανείς δεν
έπαιρνε το
δρόμο της
δυτικής
κατεβασιάς του
Πύργου, που με
τα χρόνια
έγινε
αδιάβατος από
τα αγριόχορτα
και τα σκίνα.
Μαζί της έμενε
μόνο ο γιος της·
ήταν ο
μοναδικός
άνθρωπος που
ερχότανε σ' επαφή
μαζί της. Μα κι
αυτός, σαν
έγινε δεκάξι
χρόνων, έφυγε
από κοντά της
και πήγε στην
ακτή των
φιδιών κι έμενε
μόνος του σε
μια καλύβα.
Είχε μια μαύρη
βάρκα και
ψάρευε και
πάνω της είχε
χαράξει το
όνομά του
(άραγε εκείνη
του τα 'χε μάθει
τα γράμματα;):
«Δομένικος»·
κανένας
βέβαια δεν τον
ζύγωνε να του
μιλήσει, καθώς
το ξέρανε όλοι
πως ήταν ο γιος
της μάγισσας. Ήτανε
όμορφος
άντρας, ψηλός,
ξανθός,
γαλανομάτης· το
πρόσωπό του
ήτανε
σημαδεμένο με
μια μεγάλη ξυραφιά
από το μέτωπο
ως την
αριστερή άκρη
των χειλιών. Λέγανε
πως η
Μπαρμπακούλα
είναι από
κείνα τα πλάσματα
που
κοιμούνται
μες στους
αιώνες κάτω απ'
τη γη και τα
ξυπνά ο
σατανάς όποτε
θέλει για να
προετοιμάσει
το φοβερό
ερχομό του· πως
την είχε
γκαστρώσει ο
ίδιος ο
πονηρός· πως
εξαιτίας της
είχαν χαθεί από
δεκαετίες
όλες οι
νυχτερίδες απ'
τη Σύρα, καθώς
εκείνη τις
μάζευε στη
σπηλιά της με
σφυρίγματα
που δεν τ'
άκουγε
ανθρώπινο
αυτί· πως με
κοίλους
καθρέφτες
είχε τρελάνει
τα πουλιά που
τις νύχτες με
πανσέληνο
μαζεύονταν
στην ακτή των
φιδιών, πάνω απ'
την καλύβα του
γιου της, κι
έκρωζαν
μανιασμένα·
πως διέταζε με
λόγια
ακατάληπτα
τους
αρουραίους να
δαγκώνουν τα
αβάφτιστα
μωρά την ώρα
του ύπνου στον
αστράγαλο ή
εκεί όπου
ενώνονται τα
χείλια· πως
εξουσίαζε
τους ανέμους
και τσάκιζε τα
καΐκια επάνω
στα βράχια ή τα
παρέσερνε σε
φριχτές
ρουφήχτρες.
Όπως ήταν
φυσικό, σ'
εκείνη
απέδιδαν κάθε
συμφορά που
έβρισκε το νησί
όλα εκείνα τα
χρόνια, αλλά
και καθετί
φριχτό κι ακατανόητο:
τον κεραυνό
που 'πεσε μέρα
μεσημέρι πάνω
στο σπίτι του
Γρηγόριου
Πιπίνου,
παλιού άρχοντα
του νησιού, την
ώρα που 'σμιγε
με την
ψυχοκόρη του, ακριβώς
στην πιο
γλυκιά στιγμή,
και τους
κοκάλωσε εκεί
σαν
βαλσαμωμένους
το χίλια
εννιακόσια
είκοσι έξι·
τους
ποντικούς που
κατά χιλιάδες
άρχισαν να πέφτουν
στα πηγάδια
δαγκώνοντας ο
ένας την ουρά
του αλλουνού
το χίλια
εννιακόσια
είκοσι οχτώ,
τότε που σ' όλα τα
πηγάδια της
Σύρου ρίχτηκε
από ένας
ασημένιος σταυρός
για να πάψει το
κακό· το φριχτό
θάνατο της Αιμιλίας,
της πιο καλής
ράφτρας της
Ερμούπολης
(αυτοκτονία;
φόνος; τη
βρήκανε το
ξημέρωμα της
Πρωτοχρονιάς
του χίλια
εννιακόσια
τριάντα τρία
κρεμασμένη
στους βράχους,
όχι όμως με
σκοινί
κανονικό, μα
καμωμένο από
ουρές
γουρουνιών)· το
ατέλειωτο
σμάρι των γλάρων
που κάποια
φθινοπωρινή
νύχτα του
τριάντα εφτά
έπεσαν και
ξεψύχησαν
πάνω στις
πλάκες του
νεκροταφείου
και, το πιο
φοβερό, απ'
όλους έλειπε
ξεριζωμένη η
δεξιά
φτερούγα·
τέλος, τον
τυφλό
αγριόχοιρο,
δυο χρόνια
αργότερα, που
τσίριζε
τρομακτικά
κάθε νύχτα — οι
κάτοικοι της
Χώρας τον
κυνήγησαν και
τον σκότωσαν,
όσοι όμως τον
πυροβόλησαν
έχασαν για
πάντα τη λαλιά
τους. Μη
φανταστείς
βέβαια πως δεν
το θέλανε οι κάτοικοι
του νησιού να
απαλλαγούν
μια για πάντα
από τη
διαβολεμένη
μάγισσα, όμως ο
φόβος τούς
έδενε τα χέρια,
αστεία με το
διάβολο δε
γίνονται,
ποιος θα κόταγε
να κάνει κάτι·
μονάχα μια
φορά έγινε μια
απόπειρα και
είχε τη
χειρότερη
κατάληξη: ο
μοναχός Γιάσονας,
που καταγόταν
απ' την
Ερμούπολη,
τότε που 'χε ανατριχιάσει
το νησί με το
θάνατο της
ράφτρας
Αιμιλίας,
άφησε το
μοναστήρι του
και πήγε μαζί
με τον αδερφό
του να βάλουν
φωτιά σε
ολόκληρη την
πίσω πλευρά
του Πύργου, για
να
ξεμπερδέψουν
απ' την αναθεματισμένη
την
Μπαρμπακούλα
(ο μοναχός
Γιάσονας
εξάλλου ήταν
αυτός που
ανακάλυψε το
όνομά της, το 'χε
βρει, όπως
έλεγε, στο
χειρόγραφο
κάποιου
καλόγερου που 'χε
ζήσει
διακόσια
χρόνια
πρωτύτερα και
περιέγραφε με
ποια ονόματα
θα
ενσαρκωθούν
οι άγγελοι του σατανά
και σε ποιον
τόπο· όταν θα
ερχότανε η ώρα
και για τη Σύρο,
έγραφε το
όνομά της). Όμως
εκείνη τη μέρα
που πήγανε να
βάλουνε τη
φωτιά, ο αέρας
γύρισε
απρόβλεπτα
και ο μοναχός
Γιάσονας
βρήκε φριχτό
τέλος από τις
φλόγες που ο
ίδιος είχε
ανάψει. Μα κι ο
αδερφός του,
που γλίτωσε απ'
τη φωτιά,
αυτοκτόνησε
ένα χρόνο αργότερα
με πιστόλι,
καθώς
ολωσδιόλου
ανεξήγητα στο
στήθος του
φύτρωναν
βυζιά
γυναικεία, που
μέρα με τη μέρα
φούσκωναν όλο
και
περισσότερο.
Αυτές κι άλλες
παρόμοιες
ιστορίες είχε
ακούσει για
την Μπαρμπακούλα
η Αύρα, κι όμως
πήγε να τη βρει,
καθώς, όσο πιο
πολλά άκουγε,
τόσο πιο
έντονη
γινόταν η έλξη
που ένιωθε για
τη φριχτή
μάγισσα· όχι
πως
ηδονιζόταν με
την ιδέα του
κακού, απλά
ένιωθε πως
αυτό θα τη
γαλήνευε, πως
όλη η φύση
είναι μια
προετοιμασία
για τη φρίκη, το
θάνατο και τον
οριστικό
ερχομό του
απαίσιου και
αποτρόπαιου
και μιαρού, κι
αναζητούσε
την απόλυτη
ακρότητα για
να
προσδιορίσει
τον εαυτό της
μες στην
απόγνωση... Ήταν
λοιπόν
Γενάρης του
σαράντα ένα
όταν η Αύρα πήρε
το δρόμο πίσω
από τον Πύργο
για να βρει τη
σπηλιά της
Μπαρμπακούλας.
Εκείνη —τι παράξενο—
τη δέχτηκε σαν
να την
περίμενε από
καιρό, μ' όλο που
όποιος την
πλησίασε
μέχρι τότε δεν
ξαναείδε το
φως του ήλιου.
Ήτανε φανερό
πως γνώριζε
από πριν τον
ερχομό της, και
μάλιστα
χρόνια
αργότερα της αποκάλυψε
πως εκείνη τον
είχε
προκαλέσει — η
Μπαρμπακούλα,
βλέπεις, το 'χε
για
παιχνιδάκι να
μπαίνει στη
σκέψη των
άλλων και να
τους
υποτάσσει
στις βουλές
της. Την πρώτη
χρονιά την
είχε μονάχα
για αγγαρείες·
δεν της
μιλούσε παρά
μόνο όταν
έδινε παραγγέλματα,
τα βράδια τη
σκέπαζε μ' ένα
μαύρο σεντόνι
και την ξεσκέπαζε
το πρωί· η Αύρα
δεν τόλμησε
ούτε μια φορά
να
ξεσκεπαστεί
από μόνη της. Κι
αφού πέρασε η
περίοδος της
δοκιμής —ας την
πούμε έτσι—,
άρχισε σιγά σιγά
να της
μαθαίνει
διάφορα κόλπα:
της έδωσε το δικαίωμα
να της
απευθύνει το
λόγο και να την
αποκαλεί
μητέρα, συχνά
την έβαζε να
επαναλαμβάνει
ακατανόητα
λόγια, την
έπαιρνε μαζί
της στα
περισσότερα
απ' όσα έκανε, κι
όλο και πιο
σπάνια τα
βράδια τη σκέπαζε
με το μαύρο
σεντόνι. Κι
όπως περνούσε
ο καιρός, η Αύρα
έβλεπε πως όχι
μόνο όσα
λέγονταν για
τη μάγισσα
ήτανε πέρα για
πέρα αληθινά,
μα πως εκεί
πέρα γινόντουσαν
πράγματα
χίλιες φορές
χειρότερα, πράγματα
που το
ανθρώπινο
μυαλό δεν
μπορεί να τα
συλλάβει και
το ανθρώπινο
στόμα
διστάζει να
ξεστομίσει. Κι
αυτά τα φοβερά
και τρομερά δε
θέλησε η Αύρα
να τα πει στη
Δομένικα,
γιατί όποιος τ'
άκουγε δε θα
γλίτωνε ποτέ
και σε καμιά
ζωή από το
χνότο του
διαβόλου. Μονάχα
μια φορά, δυο
χρόνια προτού
η Αύρα
αναγκαστεί να
της τα πει όλα, η
Δομένικα
άκουσε τη μάνα
της να παραμιλά
στον ύπνο της·
ήτανε κάτι
κουβέντες για
ένα κοπάδι
άσπρων
γερανών που,
αλίμονο, κάθε
νύχτα, λίγο
πριν απ' το
ξημέρωμα,
πήγαιναν στη
σπηλιά της Μπαρμπακούλας
κι άφηναν στην
ξύλινη σκάφη
που έπλενε τα
ρούχα
βγαλμένα
μάτια
ανθρώπων —από
ποιους τα ξερίζωναν
άγνωστο—, κι η
Μπαρμπακούλα
όλο το πρωινό
τα τύλιγε με
φύλλο
τσουκνίδας κι
έραβε τα φύλλα
κανονικά με
βελόνα και
μεταξένια
κλωστή· και τα
πετούσε σε μια
σχισμή της γης
που 'βγαζε
ατμούς, γιατί,
όταν θα
ερχότανε η ώρα
του πονηρού, θα
λύνονταν οι μεταξένιες
κλωστές και θα
άνοιγαν οι
τσουκνίδες κι
από μέσα τους
θα ξεπηδούσαν
ακρίδες με
φτερά πεταλούδας... Στα
οχτώ χρόνια
που έζησε μαζί
με την
Μπαρμπακούλα,
η Αύρα έμαθε
όλα σχεδόν τα
μυστικά της
μαγικής τέχνης
— όσα τέλος
πάντων
μπορούσαν να
μεταδοθούν, γιατί
είναι και
μερικά που τα
'χεις μέσα σου
από γεννησιμιού
σου. Και ούτε
μια φορά δεν
τόλμησε να της
κάνει την
παραμικρή
ερώτηση· ήτανε
κάτι στην Μπαρμπακούλα
που έκανε την
Αύρα να μην
μπορεί ν' ανοίξει
το στόμα της,
θες το ύφος της
μάγισσας, θες ο
τόνος της
φωνής της, θες
κάτι άλλο
απροσδιόριστο,
όλα αυτά σου
υπέβαλλαν ένα
αλλόκοτο
αίσθημα φόβου
και ηδονικής
ελευθερίας
μαζί, ήταν σαν
να μπορούσες
ξαφνικά να
δαγκώσεις όχι
ένα μα δέκα
απαγορευμένα
μήλα· αν όμως
ρωτούσες το
πώς ή το γιατί,
θα τα 'χανες όλα.
Εξάλλου η
Μπαρμπακούλα
τής το 'χε πει
πάρα πολλές φορές
της Αύρας πως η
μαγεία
ελευθερώνει
την ψυχή —τη
νύχτα με τα
μάτια, τη μέρα
με τ' αυτιά—, κι
ελευθερία για
εκείνη
φαίνεται πως
σήμαινε
κατάργηση της αλληλουχίας
του κόσμου,
σήμαινε να
καταστρέφεις όσα
υπήρξαν
όμορφα γιατί
ήταν όμορφα, να
ξεριζώνεις τις
φτερούγες των
γλάρων επειδή
πετούν τόσο
κοντά στη
θάλασσα, να
πνίγεις μια
οχιά μέσα στο
ξίδι, να καις
μια
μυρμηγκοφωλιά
με αμμωνία —
αυτό ήταν η ελευθερία
για την
Μπαρμπακούλα:
μια φωτιά που
καίει τα πάντα.
Μια φορά
μάλιστα
μίλησε στην
Αύρα για το πού
οδηγούσε η
ελευθερία της·
θα 'χαν περάσει
τρία χρόνια
και βάλε από το
Γενάρη του
σαράντα ένα, κι
ένα απόγευμα,
λίγο προτού η
Μπαρμπακούλα
αρχίσει να της χτενίζει
τα μαλλιά (αυτό
γινότανε κάθε
Τρίτη και Σάββατο,
την ώρα του
μεσημεριού η
Αύρα
λουζότανε στο
ποταμάκι και
νωρίς τ'
απόγευμα η
Μπαρμπακούλα
τής χτένιζε
σιωπηλή τα
μαύρα μακριά
μαλλιά), λίγο
πριν της
χτενίσει τα
μαλλιά λοιπόν,
της μίλησε για
τα αποτελέσματα
της
ελευθερίας· «η
ελευθερία
οδηγεί στην
αληθινή αγάπη»
της είπε και,
καθώς η Αύρα
την κοίταξε απορημένη,
εκείνη
συνέχισε: «όλοι
σκοτώνουν εν
ονόματι της
ζωής
καθημερινά,
μισούν στα
κρυφά πίσω απ' τις
κλειστές τους
πόρτες,
καταστρέφουν
με όλα τα ελαφρυντικά
των νόμων τους,
μες στο
σκοτάδι σχεδιάζουν
τις
τελειότερες
μηχανές
θανάτου, κι
έπειτα στο φως
της ημέρας
μιλούνε για
αγνότητα, για
καλοσύνη, βρίσκουν
θεούς που
συγχωρούν για
να τους
γλιτώνουν απ'
τις τύψεις,
αγαπούν με
μέτρο ίσα για
να 'χουν μια
δικαιολογία,
κάθε κουβέντα
της αγάπης και
της καλοσύνης
τους σημαίνει
μια γούρνα
γεμάτη με
εντόσθια σφαγμένων
— τους έχεις
γνωρίσει
όλους αυτούς
κι ήρθες σε
μένα γιατί
τους
σιχάθηκες,
είναι δειλοί
κι ανίκανοι ν'
αγαπήσουν στ'
αλήθεια... Εγώ
κάνω αυτά που λαχταρώ
και δεν ψάχνω
την παραμικρή
δικαιολογία, δεν
έχω τύψεις να
μου βρομίζουν
την ψυχή· κάνω
αυτά που κάνω
γιατί είμαι
αυτή που είμαι,
γιατί αγαπώ
αυτά που αγαπώ,
γιατί τ' αγέρι
του θανάτου
είναι το πιο μαγευτικό...
Γι' αυτό μίσησα
και σκότωσα
και κατέστρεψα
και
βουτήχτηκα
στο αίμα κι
έβγαλα μάτια
με τα ίδια μου
τα δάχτυλα, κι
είμαι
περήφανη κι
αληθινά ευτυχισμένη
που μπορώ να
σκοτώνω
χαϊδεύοντας,
που μπορώ να
μισώ
αγαπώντας,
γιατί αυτό
είναι η αληθινή
αγάπη: να
μισείς και να
αγαπάς μαζί,
δίχως όριο...». Μέχρι
το Φεβρουάριο
του σαράντα
εννιά, για
πέντε ολόκληρα
χρόνια, η
Μπαρμπακούλα
δεν ξανάκανε
παρόμοια
κουβέντα στην
Αύρα· κι όταν
συχνά τα
βράδια η γριά
ανέβαινε στην
κορυφή του
Πύργου —ποιος
ξέρει γιατί— η
Αύρα,
ξαπλωμένη στη
γωνιά της,
συλλογιότανε
τι γύρευε από
εκείνη τη
φοβερή
μάγισσα (να
φανταστείς ήτανε
τόση η επιρροή
της
Μπαρμπακούλας
πάνω της, που
σαν ήταν κοντά
της δεν
τολμούσε μήτε
καν να τα σκεφτεί
αυτά). Γιατί στ'
αλήθεια, δεν
μπορεί, κάποιο
σχέδιό της θα
εξυπηρετούσε
η Αύρα, κάτι
πολύ σπουδαίο
που δε θα
μπορούσε να το
κάνει μόνη της,
γι' αυτό άλλωστε
και τη δέχτηκε
κοντά της το
Γενάρη του σαράντα
ένα — σιγά μην
ήθελε βοηθό
για τις
μαγείες της η
Μπαρμπακούλα.
Τέτοια
σκεφτόταν η
μάνα της δασκάλας
μας και
τρόμαζε
αφάνταστα· τι
να 'ταν αυτό που
δεν το
μπορούσε η
μάγισσα και θα
το κατάφερνε
εκείνη... Κι όσο
περνούσε ο
καιρός, τόσο
πιο πολύ
συλλογιότανε
το σατανά, που
'χε μάθει να τον
επικαλείται
με χίλιους δυο
τρόπους, κι
έλεγε με το νου
της πως κάποια
βραδιά θα της
το έλεγε η
Μπαρμπακούλα,
ότι ήρθε η ώρα
να την
προσφέρει
θυσία σε αυτόν
για να τον ευχαριστήσει,
δεν μπορεί,
αυτό θα
γινότανε στο
τέλος, σε τι
άλλο θα
μπορούσε να
'ταν χρήσιμη
στη γριά μάγισσα·
απλώς η
Μπαρμπακούλα
την
προετοίμαζε,
ήθελε
προφανώς να
παραδοθεί η
νέα κοπέλα
στις δυνάμεις
του σκότους
στην πιο ώριμη
στιγμή της,
καθώς ο πονηρός
όλο και πιο
σπάνια έμενε
ικανοποιημένος.
Αυτά συλλογιζόταν
η Αύρα και το 'χε
για σίγουρο
πως μια νύχτα
θα γινόταν, πως
θα 'ρχότανε
κοντά της η
Μπαρμπακούλα
λίγο μετά τη
δύση του ηλίου
και θα της
έλεγε «θέλω να
σου μιλήσω...»,
κάθε μέρα
ξυπνούσε και
τη λογάριαζε
για τελευταία
της, μα —αν
θέλεις το
πιστεύεις
αυτό— για την
Αύρα δεν
υπήρχε τίποτε
πιο ηδονικό από
κείνη την
αίσθηση. Η Αύρα
δεν πίστευε
μήτε στην
ελευθερία
μήτε στην
αγάπη της
Μπαρμπακούλας,
μα εκείνη η
τυφλή υποταγή
στις βουλές
της μάγισσας, η
αδιαμαρτύρητη
αναμονή του
θανάτου, η
ολοκληρωτική
εξάρτηση απ'
την
απεριόριστη
ελευθερία
κάποιου άλλου
έκαναν την
καρδιά της να
σκιρτά τόσο
δυνατά, που
ένιωθε πως μια
τέτοια θυσία
θα ήταν η
απόλυτη ολοκλήρωσή
της. Κι όταν τ'
απογεύματα
της Τρίτης και του
Σαββάτου η
γριά τής
χτένιζε τα
μαύρα μακριά
μαλλιά (που όσο
περνούσε ο
καιρός
μάκραιναν
ολοένα), αυτή η
θανατερή
αίσθηση
έφτανε στο
κατακόρυφό
της. Η Μπαρμπακούλα
τη χτένιζε με
μια μαύρη
κοκαλένια
χτένα που 'χε
σκαλισμένα
στη λαβή της τα
τρομερά
τέρατα της
φωτιάς· η Αύρα
καθότανε
ακίνητη με τα
μάτια κλειστά,
πότε πότε τα
δάχτυλα της
μάγισσας
άγγιζαν το
λαιμό και τα
μάγουλά της,
σκορπώντας σ'
όλο της το
κορμί ένα κύμα
ανατριχίλας,
που έφευγε και
ξαναρχόταν όλο
και πιο
γρήγορα, όλο
και πιο έντονα,
ώσπου η κοπέλα
κάθε φορά
έπεφτε απ' το
σκαμνί της
λιπόθυμη,
πνιγμένη στην
ηδονή· και την
ώρα που την
παρέλυε η ζάλη,
λίγες στιγμές
πριν
σωριαστεί,
προσευχόταν
στην ακαθόριστη
δύναμη του
πεπρωμένου
της και
παρακαλούσε
να μη συνέλθει
ποτέ... Ήταν
Φεβρουάριος
του χίλια εννιακόσια
σαράντα εννιά,
όταν μια
βραδιά η
Μπαρμπακούλα,
λίγο μετά τη
δύση του ηλίου,
κάθισε
απέναντί της
και της είπε με
ήρεμη φωνή
«θέλω να σου
μιλήσω, κόρη
μου...» — για πρώτη
φορά την
αποκαλούσε
έτσι. Ένα γλυκό
μούδιασμα
κυρίεψε το
κορμί της
Αύρας, «σ' ακούω
μητέρα...» της
είπε· και τότε
άρχισε να μιλά
η Μπαρμπακούλα,
μα δεν είπε
αυτό ακριβώς
που περίμενε η
Αύρα· πράγματι,
έπρεπε να
κάνει μια
προσφορά στο σατανά,
όχι όμως να
πεθάνει, το
αντίθετο... Η
μάγισσα άρχισε
να της μιλά για
το μαύρο
σκεπαστό
μπισίκι, κι όσο
έλεγε την
ιστορία του,
την πήρε απ' το
χέρι, κι αφού
τράβηξε μια
μαύρη
κουρτίνα, της
το έδειξε: ήτανε
μια ξύλινη
κούνια για
νεογέννητο
μωρό, που όμως,
αντίθετα μ'
όλες τις άλλες,
έκλεινε από
πάνω με ένα
δίδυμο
κομμάτι σαν
κασελάκι· μα το
επάνω μέρος
της κούνιας
είχε στην
κοιλιά του
τρεις ατσαλένιες
λάμες
μαχαιριών που
θα τρυπούσαν
πέρα για πέρα
όποιο βρεφικό
σώμα
βρισκόταν
μέσα στην
κούνια· δηλαδή
το μαύρο
σκεπαστό
μπισίκι ήταν
μια μηχανή φριχτού
θανάτου... Η
Μπαρμπακούλα
το έκρυβε στη
σπηλιά της για
περισσότερα
από πενήντα
χρόνια, καθώς
το είχε φέρει
από τις μαύρες
χώρες του
Ισημερινού· κι
είπε της Αύρας
η
Μπαρμπακούλα
πως εκείνο το
μαύρο μπισίκι
είναι το
σκεύος του
λυτρωμού. Για
χρόνια έριχνε
μέσα εκεί
κόκαλα
νυχτερίδας,
δόντια
ποντικιού,
γένια και
νύχια από
πεθαμένους,
φύλλα
τσουκνίδας,
κομμάτια από
μαύρο κερί κι
άλλα τέτοια,
καθώς
περίμενε, όπως
έλεγε, να
φανούν τα
σημάδια για
τον ερχομό του
κυρίου της· και
βέβαια, ο
κύριός της
ήταν ο σατανάς,
ο άρχοντας του
σκότους, που
γύρευε να
πάψει πια να είναι
άυλο πνεύμα κι
από αγέρας
παγερός να
γίνει ζεστή
σάρκα για να
κυριαρχήσει
στον κόσμο. Μα,
για να γίνει
αυτό, έπρεπε,
σύμφωνα με
προφητείες
χιλιετιών, να
μπει μέσα σ' ένα
αθώο
νεογέννητο
βρέφος, γεννημένο
από σπέρμα
αθώου
γαλανομάτη
στη μήτρα γυναίκας
που θα 'χε ελιά
στη μέση του
λαιμού και
μαύρα μάτια δίχως
άσπρη
κουκκίδα στο
κέντρο της
κόρης· τέτοια γυναίκα
ήταν η Αύρα και
γι' αυτό η
Μπαρμπακούλα
την πήρε μαζί
της στη σπηλιά
πριν από εφτά
χρόνια: για να
γεννήσει αυτό
το αθώο βρέφος...
Κι αμέσως
μόλις γεννιόταν
και προτού του
κόψει τον
ομφάλιο λώρο, θα
το 'κλεινε μέσα
στο μαύρο
σκεπαστό
μπισίκι· κι έπειτα
θα του 'κοβε και
το λώρο που θα
το
συγκρατούσε με
τη μάνα του. Σε
τρεις μέρες η
Μπαρμπακούλα
θα άνοιγε το
μπισίκι και
στο αθώο
βρέφος θα είχε
ενσαρκωθεί ο
σατανάς· γιατί
το διαβολικό
στίγμα θα
περνούσε μέσα
του από τις
κόψεις των
ατσαλένιων
μαχαιριών του
μπισικιού. Με
αυτόν τον
τρόπο ο
σατανάς θα είχε
πια δικό του
σώμα και θα
βασίλευε
επιτέλους στον
κόσμο... Η
Αύρα όλα αυτά
τα άκουσε
χωρίς να
καταλαβαίνει·
περίμενε την
αναγγελία
ενός θανάτου
που θα τη γαλήνευε
μια και καλή κι
άκουσε ένα
σχέδιο για την
κατάκτηση του
κόσμου. Ποτέ
της δεν είχε
σκεφτεί αυτά
τα πράγματα,
για εκείνη ο
κόσμος ήταν
κάτι που από
παιδί τής
δημιουργούσε
αποστροφή, δεν
μπορούσε να καταλάβει
γιατί κάποιος
να ήθελε να τον
κατακτήσει,
αυτήν την
ενδιέφερε
μονάχα ό,τι
ένιωθε πως την
οδηγούσε στο
απόλυτο κι
οριστικό άκρο,
όπως το ηδονικό
ρίγος του
θανάτου που
μουδιάζει τα
μάγουλα... Έτσι,
αντιμετώπισε
τα όσα έλεγε η
Μπαρμπακούλα
ολότελα παθητικά,
μόνο την ώρα
που η γριά
μίλησε για τον
κύριό της
σκέφτηκε πώς
γίνεται
κανείς να 'ναι
ελεύθερος και
να 'χει κύριο, μα
η μάγισσα
διέκοψε την
κουβέντα της,
λες κι είχε
διαβάσει τη
σκέψη της
Αύρας, και είπε
στυλώνοντας
τα μάτια της, «ο
κύριός μου
είναι η
ελευθερία
μου...»· και
κατόπιν
συνέχισε την
περιγραφή του
σχεδίου της... Κι
όταν η
Μπαρμπακούλα
τέλειωσε, η
Αύρα είπε
απλώς αυτό που
έλεγε πάντοτε
σε κάθε
πρόσταγμά της:
«θα γίνει,
μητέρα...». Ούτε
στιγμή δε νοιάστηκε
για όσα η ίδια
έπρεπε να
κάνει· θα ήταν
για εκείνη μια
ακόμη
αγγαρεία από
αυτές που έκανε
καθημερινά
για την
Μπαρμπακούλα,
όπως το κουβάλημα
του νερού, το
πλύσιμο των
μαύρων
σεντονιών ή το
βράσιμο των
ανθών της
χαράδρας στο
μεγάλο καζάνι. Ωστόσο
απ' την επόμενη
μέρα η γριά
απαγόρευσε
στην Αύρα να
κάνει στο εξής
οποιαδήποτε
δουλειά. Της έφερνε
κάθε μέρα
τροφή ειδικά
για κείνη, μέλι
και γάλα
προβάτου, τα
βράδια τής
έδινε να πιει
διάφορα υγρά
και όταν
κοιμόταν
σήκωνε το
μαύρο σεντόνι
κι άφηνε πάνω
στα κλειστά
της βλέφαρα
αράχνες, μάλλον
από εκείνες
τις κόκκινες
που τις φύλαγε
σ' ένα παράξενο δοχείο.
Και βέβαια
κάτι ήξερε που
τα 'κανε όλα
αυτά η
Μπαρμπακούλα·
σε λίγες μόλις
μέρες το σώμα
της Αύρας
άνθισε για
δεύτερη φορά,
τα μάγουλά της
κοκκίνισαν, τα
στήθια της
φούσκωσαν, η
σάρκα της πήρε
το χρώμα του
ωριμασμένου
σταριού και
την αφή του
χνουδωτού
γιαρμά· τώρα
πλέον
λουζότανε
κάθε μέρα, κι έπειτα
—αλίμονο— η
μάγισσα της
χτένιζε τα
μαλλιά... Κι όσο
περνούσανε οι
μέρες, άρχισε
σιγά σιγά να
ξυπνάει
απαιτητική
μέσα της η
γυναικεία της
φύση, αυτή που τόσα
χρόνια ήτανε
ναρκωμένη, σαν
μια φλογίτσα
που βρήκε ξερά
πεύκα τον
Ιούλιο μήνα
και φούντωσε·
επόμενο ήταν
λοιπόν να
αρχίσει να
συλλογιέται
ξανά και ξανά
τα όσα η ίδια θα
έκανε, και απ'
όλα πιο πολύ εκείνον
τον αθώο
γαλανομάτη με
τον οποίο θα
'σμιγε για να
γεννήσει το
σκήνωμα του
διαβόλου — πότε
θα γινότανε
αυτό το
σμίξιμο και
πού δεν
τολμούσε να
ρωτήσει, κι
άραγε αυτός θα
'τανε πλάσμα
των δυνάμεων
του σκότους ή
άνθρωπος
γεννημένος
από κοιλιά
γυναίκας· αυτά
σκεφτόταν κι
ένιωθε τα
σωθικά της να
μουδιάζουν...
Και τα βράδια
άκουγε την
Μπαρμπακούλα
να της μιλά με
τις ώρες για το
υποχθόνιο
σχέδιό της, για
την αγάπη, για
την ελευθερία,
για το θάνατο·
μα το μυαλό της
Αύρας
φτερούγιζε
πολύ μακριά,
καθώς
αναρωτιότανε
πώς είναι
δυνατόν να
υπάρχουν αθώα
γαλανά μάτια... Είχαν
περάσει
σαράντα παρά
μία μέρες από
τότε που η γριά
τής μίλησε για
σατανικό
σχέδιο, όταν
ένα απόγευμα,
την ώρα που
'σβηνε ο ήλιος,
και, καθώς
εκείνη μόλις
είχε συνέλθει
από την
καθημερινή
πλέον λιποθυμία
της, η
Μπαρμπακούλα
τής είπε ξερά:
«αύριο το
βράδυ...». Η Αύρα
θέλησε να
καμωθεί την
αδιάφορη, μα το
φοβερό μάτι
της μάγισσας
είδε το
στιγμιαίο τρέμουλο
του κάτω
χείλους...
Αμέσως την
έπιασε απ' τα μπράτσα
και την έσφιξε
με απίστευτη
δύναμη, «...το θέλεις
για δεν το
θέλεις;» τη
ρώτησε
επιτακτικά, «το
θέλω...» της
απάντησε η
Αύρα ορθά
κοφτά — δεν
μπορούσε καν
να διανοηθεί
πως η θέλησή
της θα ήταν
άλλη από τη
θέληση της
Μπαρμπακούλας·
κι έπειτα,
κάπως πιο
δισταχτικά, με
τη σειρά της τη
ρώτησε: «...πώς
τον λένε;». «Τον
λένε Δομένικο
και ζει σε μια
καλύβα στην
ακτή των
φιδιών...» είπε η
μάγισσα. Η Αύρα
τινάχτηκε και
την κοίταξε
έκπληκτη· εδώ
και χρόνια βοούσε
όλη η Σύρος για
το γιο της
Μπαρμπακούλας,
το βαρκάρη με
το
ξουραφιασμένο
πρόσωπο, «μα
αυτός είναι ο...»
πήγε να
ψελλίσει, μα
ήτανε τέτοιο
το βλέμμα της
μάγισσας, που
δέθηκε η
γλώσσα της·
σώπασε κι έσκυψε
το κεφάλι. Την
επόμενη νύχτα
η μάνα της
δασκάλας μας
κατέβηκε στην
ακτή των
φιδιών κι
έσμιξε με το
Δομένικο. Από
νωρίς το
απόγευμα η
Μπαρμπακούλα
την ετοίμασε για
εκείνο το
σμίξιμο: την
έλουσε, τη χτένισε,
της άλειψε μ'
ένα θεσπέσιο
μυρωδικό λάδι το
κορμί, της
πέρασε στους
καρπούς και
στους αστραγάλους
χαϊμαλιά και
στο λαιμό τής
κρέμασε μια μακρόστενη,
κυρτή μαύρη
πέτρα —
προφανώς θα
'τανε φυλαχτό
γονιμότητας.
Κι ακόμη της
πέρασε
κοκαλάκι στα
μαλλιά,
σηκώνοντάς τα
απ' τη μια μεριά,
και τέλος της
φόρεσε και
βελουδένιο
φόρεμα, σκούρο
κόκκινο στο
χρώμα, σαν κι
αυτό του
ζεστού
αίματος. Έτσι
φτιαγμένη και
ντυμένη, η Αύρα
κατέβηκε στην
ακτή των
φιδιών και
μπήκε στην
καλύβα του
Δομένικου,
παραμερίζοντας
την κουρελού
στην πόρτα,
χωρίς να κάνει
τον παραμικρό
θόρυβο, όπως
άλλωστε την
είχε
δασκαλέψει η
Μπαρμπακούλα.
Ο Δομένικος
ήταν
καθισμένος
στο τραπέζι,
πίσω του στο
παράθυρο
έφεγγε
λιγοστά ένα
κερί και είχε
όλη του την
προσοχή
στραμμένη σ'
ένα μπρίκι
πάνω στο
τραπέζι — το
κοιτούσε λες
κι ήθελε να το
τρυπήσει με το
βλέμμα του. Δεν
την είδε την
Αύρα, ή, αν την
είδε, θα τη
νόμισε για
αποκύημα της
φαντασίας του —
κόντευε τα
σαράντα και
ποτέ κανένας
άνθρωπος δεν
είχε περάσει
το κατώφλι της
καλύβας του.
Εκείνη τότε πήγε
άπατα άπατα
στο παράθυρο
κι έσβησε το
κερί με την
παλάμη της·
κατόπιν τον
πλησίασε και
του χάιδεψε τα
μαλλιά, πρώτα
διστακτικά κι
έπειτα πιο θαρρετά.
Έξαφνα ο
Δομένικος
σηκώθηκε
όρθιος γυρίζοντας
και,
αρπάζοντάς τη
με δύναμη απ'
τους ώμους, την
κάρφωσε με το
βλέμμα του: τα
μάτια του ήταν
θολά και λαμπύριζαν
αλλόκοτα, λες
και δεν ήθελε
να πιστέψει
αυτό που
έβλεπε και
άγγιζε... Και
μόνο τότε,
κοιτάζοντάς
τον
καταπρόσωπο
στο λιγοστό
φως του
φεγγαριού που
'μπαινε απ' το
παράθυρο, η
Αύρα ένιωσε
για πρώτη φορά
πως πράγματι
υπάρχουν αθώα
μάτια, ακόμη κι
αν έχουν
σχηματιστεί
στην κοιλιά
του κακού,
μάτια ανυποψίαστα
για τη φρίκη
στην οποία
οφείλονται· κι
απ' την
αριστερή άκρη
των χειλιών
του ίσαμε ψηλά
στο μέτωπο, το
πρόσωπό του το
χαράκωνε
διαγώνια εκείνη
η βαθιά μαύρη
ουλή, για την
οποία
ακούγονταν
τόσα και τόσα,
κι έμοιαζε στ'
αλήθεια με
σημάδι
θανάτου, φρίκης
και αιώνιας
μοναξιάς. Σαν
πέρασαν
μερικά λεπτά, η
κοπέλα, χωρίς
ούτε στιγμή να
πάψει να τον
κοιτά στα
μάτια, άγγιξε
με τ'
ακροδάχτυλά
της την ουλή
του· κατόπιν
τον αγκάλιασε
και
κατεβάζοντάς
του το κεφάλι
άρχισε να τη
γλείφει με τη
γλώσσα της. Κι
έγινε τότε ο
γιος της
Μπαρμπακούλας
ολόκληρος ένα
παράπονο· η
Αύρα, με
κινήσεις
πολύπειρης
γυναίκας, τον
τράβηξε και
κυλίστηκαν
χάμου. Έσμιξαν
χωρίς να πουν
μήτε μια
κουβέντα,
κορμιά
πεινασμένα,
αφηνιασμένα
απ' την
ολοκληρωτική
απουσία
τέτοιας
επαφής, παραδόθηκαν
χωρίς όριο στο
απερίγραπτο
σπαρτάρισμα,
στα ολόγλυκα
μυρμηγκιάσματα
της σάρκας,
στην ιαχή, όπου
το παράπονο
μεταβάλλεται
σε μια άγρια
κατάφαση, σε
μια απόλυτη
παραδοχή. Κι
ήταν τόση η
ηδονή, που η
Αύρα έπαψε να
σκέφτεται, να
συλλογιέται
τη μάγισσα και
το σχέδιό της,
τη ζωή της, τα
πριν και τα
μετά· έφυγε απ' την
καλύβα του
Δομένικου
πριν απ' το
ξημέρωμα. Ήτανε
η πρώτη και
τελευταία
ερωτική νύχτα
της Αύρας·
χρόνια
αργότερα
υπολόγισε πως
ήταν η βραδιά
της εικοστής
τετάρτης προς
την εικοστή
πέμπτη Μαρτίου,
λίγο πριν
ξημερώσει η
μέρα του
Ευαγγελισμού. Η
Μπαρμπακούλα
την περίμενε
φυσικά
ξάγρυπνη· μόλις
η Αύρα έφτασε
στη σπηλιά, τη
φίλησε και,
χωρίς να τη
ρωτήσει ή να
της πει τίποτε,
της έδειξε τη
γωνιά της
στρωμένη,
έτοιμη για να
πέσει να
κοιμηθεί· για
πρώτη φορά η
γριά τής είχε
βάλει και
μαξιλάρι. Κι
όπως έπεσε η
κοπέλα και τ'
αγκάλιασε,
έπιασε κάτι
λουλούδια από
κάτω· ήτανε
μαύρα κρίνα,
ποιος ξέρει
πού τα 'χε βρει η
μάγισσα. Τις
επόμενες
μέρες η Αύρα
καθόταν άπραγη,
η
Μπαρμπακούλα
την είχε
υποχρεώσει να
μην κάνει
καμία δουλειά,
μήτε
οτιδήποτε που
θα μπορούσε να
την κουράσει·
εκείνες τις
μέρες η μάνα
της δασκάλας
μας ένιωσε την
τρέλα να την
κυριεύει, είχε
βάλει το σώμα
της σε ένα
σχέδιο που το
μυαλό της δεν
μπορούσε να
κατανοήσει,
και δεν
μπορούσε πια
να κάνει τίποτε,
παρά να
περιμένει και
να
συλλογιέται
πώς ένα όνειρο
θα γινόταν
αλήθεια μέσα
στο δικό της κορμί...
Κι όταν δεν της
ήρθε αίμα τις
ημέρες που
συνήθως της
ερχόταν, τότε
έπιασε την
Μπαρμπακούλα
και την
παρακάλεσε να
της βάλει μια
δουλειά, όποια
να 'ναι, να
γεμίζει κάπως
τη μέρα της,
γιατί, όταν
καθόταν άπραγη,
ο νους της
έτρεχε σε
σκοτάδια
εφιαλτικά. Κι η
μάγισσα, είναι
αλήθεια,
απόρησε με τα
λόγια της και,
αφού
συλλογίστηκε
για λίγο, της
έδωσε την
αγγαρεία να
ανάβει τη
φωτιά με τα
τζάμια και να
πλένει τα
ρούχα και τα
μαύρα πανιά
στη θάλασσα
κάθε τρεις μέρες.
Έτσι, άρχισαν
να περνούν οι
βδομάδες κι οι
μήνες, έφυγε η
άνοιξη κι ήρθε
το καλοκαίρι, η
κοιλιά της
Αύρας άρχισε
σιγά σιγά να
φουσκώνει· τα
βράδια, πριν
κοιμηθεί, η
Μπαρμπακούλα
τής άλειβε
διάφορα λάδια,
και κάθε νύχτα
χωρίς φεγγάρι
έφερνε ένα λύκο
που της
έγλειφε τα
στήθια κι
έπειτα η
μάγισσα τη σκέπαζε
με αλλόκοτα
δίχτυα, όμως
τίποτε απ' όλα
αυτά δεν την
ένοιαζε, «...για
όλα φροντίζει
η φύση και για
όλα διατάζει η
αλήθεια...» της
έλεγε ξανά και
ξανά. Ώσπου, ένα
γκρίζο πρωινό
στις αρχές του
Σεπτέμβρη,
συνέβη κάτι
παράξενο που
στ' αλήθεια τη
συγκλόνισε την
Αύρα, σαν
κάποιος να
λόγχισε την
καρδιά της κι ο
πόνος να την
ξύπνησε από
νάρκη βαθιά:
ήταν στη θάλασσα
κι έπλενε τα
μαύρα πανιά,
μια ύπουλη
κουφόβραση
βάραινε την
ατμόσφαιρα, το
νερό ήταν λάδι,
ακίνητο σαν
ψέμα, ο αέρας
μύριζε έντονα
σαπίλα από ξεβρασμένα
φύκια· έξαφνα ο
άνεμος φύσηξε
μιαν κοφτή
ριπή, πολύ
δυνατή, μα
ζήτημα να
κράτησε δυο
τρία δευτερόλεπτα·
η Αύρα, αν και
γονατισμένη,
μόλις και
μπόρεσε να μην
ξαπλωθεί κάτω,
σαν να την είχε
χαστουκίσει
κάποιος με
δύναμη. Αμέσως
σηκώθηκε από
το βάθος του
ορίζοντα ένα
μοναδικό κύμα,
που, όσο
πλησίαζε την ακτή,
τόσο πιο
θεόρατο
γινόταν· θα 'ταν
πάνω από δύο μέτρα
σαν έσκασε
στην αμμούδα,
και βέβαια τη
σκέπασε
ολότελα την
Αύρα, την
κατάπιε
ολόκληρη. Σαν
έσκασε το κύμα,
εκείνη
σηκώθηκε
όρθια
παραπατώντας κι
άρχισε να
ψάχνει τα
πανιά που 'χαν
σκορπίσει στους
αφρούς· κάποια
στιγμή ένιωσε
κάτι στο δεξί
της μάγουλο,
έβαλε το χέρι
της και το
'πιασε. Ένα φύκι
είχε κολλήσει
πάνω στο δέρμα
της και δεν
ξεκολλούσε με τίποτε·
του κάκου το
'ξυσε, το 'γδαρε
με τα νύχια της, το
'πλυνε με
αλατόνερο, το
'τριψε με άμμο,
δεν έφευγε με
τίποτε, λες κι
ήτανε
κρεατοελιά
που 'χε από γεννησιμιού
της. Ανήσυχη κι
απορημένη,
γύρισε στη
σπηλιά της
μάγισσας,
πάντοτε ένα
σημάδι κάπου
σε οδηγεί,
σκέφτηκε· η
Μπαρμπακούλα,
μόλις το είδε,
έκανε σαν
τρελή, δεν
περίμενε καν ν'
ακούσει τι
συνέβη, πήρε το
μεγάλο δίκοπο
μαχαίρι με την
κόκκινη λαβή,
στάλαξε πάνω
του ένα
διάφανο υγρό
σαν νερό από ένα
πήλινο
μπουκαλάκι κι
ευθύς έκοψε το
φύκι σύρριζα
από το μάγουλό
της και το
πέταξε στη
φωτιά... Η Αύρα
πόνεσε σαν να
της έκοβαν τη
σάρκα, μα δεν
έβγαλε κιχ. Το
πρόσωπό της
γέμισε αίματα,
η μάγισσα της
έβαλε στην
πληγή
τριμμένο
κουκουνάρι
και γύρη
μαργαρίτας
και την έδεσε
με το μαύρο
μαντίλι της
περνώντας το
γύρω απ' το
κεφάλι της.
Μόλις έγιναν
όλα αυτά, η
Μπαρμπακούλα
κάθισε
απέναντί της
και, φανερά ταραγμένη
(πρώτη φορά την
έβλεπε έτσι η
Αύρα), την
πρόσταξε να
της πει ό,τι
συνέβη με όλες
τις
λεπτομέρειες·
όταν τ' άκουσε
όλα, ψιθύρισε
μέσα απ' τα
δόντια της μια
ακατανόητη
λέξη, σαν
βλαστήμια, κι
έπειτα είπε
στην Αύρα με
φωνή σπασμένη:
«...βλέπεις πόσο
σκληρός είναι
ο πόλεμος
αυτός μες
στους αιώνες· ο
ουρανός ενάντια
στη φωτιά· η
φύση ενάντια
στο πάθος· ο
θάνατος
ενάντια στην
επιθυμία...». Κι
αμέσως μετά,
πιάνοντάς την
απ' τους ώμους,
συνέχισε:
«πάλεψε ν'
αντέξεις για
λίγο ακόμη κι
όλα θα
τελειώσουν...».
Και έπειτα της
έδωσε
συγκεκριμένες
οδηγίες για το
τι έπρεπε να
κάνει άμα της
κολλούσε και
πάλι ένα φύκι στο
μάγουλό της ή σ'
όποιο άλλο
μέρος του
κορμιού της: θα
έσταζε λίγο
από εκείνο το
διάφανο υγρό
πάνω στις δύο
κόψεις του
μαχαιριού με
την κόκκινη
λαβή κι ευθύς
θα το 'κοβε και
θα το πετούσε
στη φωτιά να
καεί. Η Αύρα την
άκουσε
σιωπηλά· μόνο
όταν τέλειωσε
τη ρώτησε τι
ήτανε εκείνο
το διάφανο
υγρό που 'χε μες
στο πήλινο
μπουκαλάκι —
τόσα χρόνια
κοντά της το
'βλεπε για
πρώτη φορά. Η
μάγισσα
χαμογέλασε
περήφανη· «τούτο
το μπουκάλι»
είπε «έρχεται
από δυο
χιλιάδες χρόνια,
ίσως και
περισσότερο·
το γέμισαν με
το νερό μιας
αλλόκοτης
λίμνης που
φανερώθηκε
για μια μόλις
μέρα κάπου στο
κέντρο της
Αφρικής μετά
από ένα φοβερό
σεισμό και την
επομένη
εξαφανίστηκε
μ' ένα δεύτερο.
Μα δεν ήταν από
νερό τούτη η
λίμνη· ήταν από
δάκρυα
νυχτερίδων,
αναρίθμητων
μυριάδων
νυχτερίδων που
για αιώνες
αιώνων
κλαίγαν τις
νύχτες...». Και
καθώς η Αύρα
την κοίταζε
σιωπηλή, όπως
πάντοτε, η
Μπαρμπακούλα
συμπλήρωσε
χαμηλόφωνα:
«κάποτε
έκλαιγαν κι οι
νυχτερίδες...». Εκείνο
το ίδιο βράδυ η
Αύρα συνέλαβε
το σχέδιο να βάλει
το Δομένικο να
σφάξει τη μάνα
του. Ήταν ένα σχέδιο
ενάντια στο
σχέδιο της
Μπαρμπακούλας
ή όποιου άλλου,
μια μαχαιριά
που θα την
ανταπέδιδες
προτού τη
δεχτείς. Πολλά
χρόνια
αργότερα, όταν
η Αύρα τα
διηγήθηκε όλα
αυτά στη
Δομένικα, της
είπε με
ειλικρίνεια
πως δεν ήταν το
παιδί που μεγάλωνε
μες στην
κοιλιά της
αυτό που
ξύπνησε το ένστικτο
της μάνας και
θέλησε να το
σώσει
προκαλώντας
το φονικό·
αλήθεια, μέχρι
τη νύχτα που
έγινε ό,τι έγινε,
η Αύρα δε
σκέφτηκε
καθόλου το
μωρό που θα
γεννιόταν.
Ήταν που μια
αλλόκοτη
δύναμη, που
σπίθισε απρόσμενα
μέσα της και
φούντωσε
μεμιάς, την
οδηγούσε να
ματαιώσει τα
πάντα· το φύκι
που κόλλησε
στο μάγουλό
της και δεν
ξεκολλούσε
παρά μόνο με
μαχαίρι βουτηγμένο
σε δάκρυα
νυχτερίδας
ήταν σαν μια
αστραπή που
φώτισε για μια
στιγμή το
σκοτάδι· ό,τι
γίνεται δε γίνεται
μάταια, το 'λεγε
και η γριά
μάγισσα, οι
νυχτερίδες
δεν έκλαιγαν
μάταια, τα
μαχαίρια δε
φτιάχτηκαν
μάταια, το κύμα
δε σηκώνεται
μάταια, αν η
Μπαρμπακούλα
έβαζε το
βρέφος στο
μαύρο
σκεπαστό
μπισίκι σε
τρεις μέρες, ο
σατανάς θα 'χε
αποκτήσει το
σώμα που
γύρευε, και όλα,
μα όλα πια, θα
γίνονταν
χωρίς κανείς
και τίποτε να
μπορεί να τα
εμποδίσει· κι
αυτό ακριβώς
σκέφτηκε πως
έπρεπε να
ματαιώσει η
Αύρα: την
οριστική λύση
που μέχρι
εκείνη τη μέρα
αποζητούσε κι
η ίδια με τόσο
πάθος — όχι
γιατί θα ήταν
έργο του
πονηρού, μα
γιατί ένιωσε
ξαφνικά πως
δεν ήταν τελικά
έτοιμη για
κάτι το τόσο
οριστικό, ναι,
αυτή που ηδονιζόταν
αφάνταστα με
την ιδέα του
θανάτου ένιωσε
πως ένας
κόσμος με
οριστική
αγάπη, με
οριστικό μίσος,
με οριστική
θλίψη, με
οριστική
μελαγχολία, με οριστική
ευτυχία και
οριστικά
ηλιοβασιλέματα
ίσως να μην
αντέχεται — μη
φανταστείς
πως το 'κανε για
τους άλλους,
δεν ήξερε ποιο
θα 'τανε
εντέλει το καλό
και ποιο το
κακό, το 'κανε
γιατί απλά
ήθελε να 'χει τα
χέρια της
καθαρά, ό,τι και
να γινόταν
δηλαδή, θα μπορούσε
να πει κανείς
πως το 'κανε από
εγωισμό, ή και
από δειλία
ακόμη, για να
αποτρέψει
έναν οριστικό
κόσμο που θα
οφειλόταν στο
γέννημα της
κοιλιάς της
και για τον
οποίο θα είχε
την οριστική
ευθύνη, έναν
κόσμο όπου τα
φύκια δε θα
κολλούσαν στο
μάγουλό σου κι
ο αέρας δε θα
σήκωνε ποτέ
κύμα στη
θάλασσα. Αυτά
περίπου
σκέφτηκε η
Αύρα κι
αποφάσισε να
βάλει το
Δομένικο να
σκοτώσει τη
μάγισσα. Να το
κάνει η ίδια
την ώρα του
ύπνου της ήταν
αδύνατο, δεν
μπορούσε καν
να φανταστεί
τον εαυτό της
να μαχαιρώνει
την Μπαρμπακούλα.
Η γριά είχε
τόσο έντονη
επίδραση επάνω
της, που ένιωθε
πως, αν σήκωνε
το χέρι της
επάνω σε κείνη,
θα κοκάλωνε σ'
αυτή τη στάση
και θα έμενε αιωνίως
απολιθωμένη...
Κατέστρωσε
λοιπόν το
σχέδιό της:
έπρεπε πρώτα
απ' όλα να
πείσει το
Δομένικο να το
κάνει, να
βυθίσει το
δίκοπο
μαχαίρι με την
κόκκινη λαβή
στην καρδιά
της μάνας του,
ακριβώς κάτω
από το ίδιο
βυζί που τον
βύζαξε — αυτό
ήταν και το
δυσκολότερο,
λένε πως αν
γίνεις
μητροκτόνος
είναι σαν να
σκοτώνεις τον
εαυτό σου
χίλιες φορές
και σε περιμένει
μια φριχτή
τιμωρία, καθώς
όταν πεθάνεις
θα επανέρθει
και θα
επαναλαμβάνεται
μέχρι Δευτέρας
Παρουσίας η
στιγμή του
φόνου, εκείνο
το δευτερόλεπτο
της απόλυτης
φρίκης. Όλα τ'
άλλα θα 'τανε
δουλειά της
Αύρας· αυτή θα
διάλεγε τη
νύχτα, μάλλον
θα 'τανε
Παρασκευή που
η
Μπαρμπακούλα
λαγοκοιμόταν
για μισή ώρα λίγο
πριν απ' το
ξημέρωμα: θα
'σταζε στο
δίκοπο μαχαίρι
με την κόκκινη
λαβή δάκρυα
νυχτερίδων (η
Μπαρμπακούλα
το 'χε πει πως,
αν ματώσεις
ζωντανό σώμα
με μέταλλο που
θα 'χεις στάξει
πάνω του δάκρυ
νυχτερίδας, θα
εκπληρωθεί
πάνω στο σώμα
αυτό ό,τι κι αν
βάλεις στο νου
σου την ώρα που
πληγώνεις τη
σάρκα — είτε για
ζωή είτε για
θάνατο) και θα
του το 'βαζε στο
χέρι, θα τον
οδηγούσε
μπροστά στην
κοιμισμένη
μάνα του, θα του
'δινε το μαύρο
μαντίλι για να
σκεπάσει της
γριάς το
πρόσωπο, να μη
συναντηθούν
οι ματιές τους
την ώρα του
φόνου. Εκείνος
μόνο θα
σκέπαζε τη μορφή
της μάνας του
και θα
κατέβαζε το
μαχαίρι... Μια
βδομάδα μετά
από εκείνη τη
βραδιά που
αποφάσισε τα
όσα αποφάσισε,
ένα μεσημέρι
που η
Μπαρμπακούλα είχε
πάει να
μαζέψει ρίζες,
η Αύρα
κατέβηκε στην
ακτή των
φιδιών να βρει
το Δομένικο.
Τον περίμενε για
αρκετές ώρες
ίσαμε το
απόγευμα που
φάνηκε η βάρκα
του στην ακτή· ο
βαρκάρης σαν
την είδε
αναστατώθηκε,
πήδησε απ' τη
βάρκα, την
έδεσε
βιαστικά σ'
έναν πάσσαλο
μπηγμένο στην
άμμο και
κάθισε κάτω
απέναντί της.
Για ώρα
κοιτάχτηκαν
στα μάτια
χωρίς να πουν
τίποτε. Κάποτε
ο Δομένικος
έβαλε το χέρι
πάνω στη φουσκωμένη
κοιλιά της και
τη ρώτησε
«πότε;». Εκείνη
του απάντησε
«ποτέ»· τα μάτια
του άντρα
σκοτείνιασαν,
σαν κάτι να
κατάλαβε· η
Αύρα τότε του
'πιασε το χέρι,
«θέλει να μας
σκοτώσει...» είπε
τονίζοντας
μία μία της
συλλαβές της,
«έχει τάξει το
παιδί μας στο
διάβολο...». Ο
βαρκάρης τότε
πετάχτηκε
όρθιος κι
έβγαλε ένα φοβερό
ουρλιαχτό·
έπειτα έπεσε
με το πρόσωπο
στην άμμο και
αφέθηκε σ' ένα
βουβό
αναφιλητό,
μπήγοντας τα
χέρια του
μέχρι τους
αγκώνες στην
άμμο. Η Αύρα πήγε
πλάι του και
του χάιδεψε τα
μαλλιά· κάποτε
κόπασε το
αναφιλητό του,
γύρισε και την
κοίταξε, το πρόσωπό
του ήταν
γεμάτο
αμμούδες, τα
μάτια του
μοιάζανε
άδεια, σαν να 'χε
φύγει όλη η
ψυχή από μέσα
του· μιλούσε
για τον εαυτό
του σαν να 'χε
ζήσει αιώνες
πριν: «με
γέννησε με
τούτο το σκοπό·
όταν ήμουν
παιδί, μου 'βαζε
να τρώω
βρασμένα
κρίνα· σαν
έγινα έντεκα, έριξε
ένα διάφανο
υγρό στο
μαχαίρι της
και μου σημάδεψε
το πρόσωπο.
Κανείς δεν
μπορεί να την
εμποδίσει
πια...». Η Αύρα
τότε
χρησιμοποίησε
το ύστατο μέσο·
«θέλει να
σκοτώσει κι
εμένα...» του
είπε χαμηλόφωνα.
Ο Δομένικος
ανασηκώθηκε
στα γόνατα και
την κοίταξε
κεραυνοβολημένος·
τα μάτια του
πήραν και πάλι
ζωή, τα γέμισε
ένα ρίγος
απερίγραπτου
τρόμου, «...κι
εσένα;»
κατάφερε
κάποτε να
ρωτήσει
ψελλίζοντας
κι άγγιξε το
μάγουλό της.
Εκείνη του
'γνεψε με το κεφάλι
καταφατικά:
ναι, κι εμένα...
Για αρκετά
λεπτά έμειναν
ο ένας να κοιτά
τον άλλον
κατάματα —
είναι φορές
που μες στη
σιωπή τα μάτια
μπορούν να
πουν αυτό που
το στόμα
αδυνατεί· η
απόφαση του
αθώου γαλανομάτη
γεννήθηκε σε
αυτή τη σιωπή...
Όταν πια ο
Δομένικος
άνοιξε το
στόμα του για
να μιλήσει,
ήταν μονάχα για
μια ξερή
ερώτηση: «πότε
και πώς;». Τότε η
Αύρα σήκωσε το
δείκτη του
δεξιού χεριού
της και άγγιξε
τη χαρακιά στο
πρόσωπό του,
σέρνοντας το
δάχτυλό της απ'
τη μια άκρη ως
την άλλη. Ο
Δομένικος
σκότωσε τη
μάνα του την
ώρα που εκείνη
κοιμόταν τη
νύχτα της
τελευταίας
Παρασκευής
του
Σεπτεμβρίου
του χίλια
εννιακόσια
σαράντα εννιά·
το όπλο του
φόνου ήτανε
βέβαια το
δίκοπο
μαχαίρι με την
κόκκινη λαβή. Με
αυτό τής
κατάφερε
δεκατρείς
μαχαιριές
στην καρδιά κι
έπειτα της
έκοψε το λαιμό
για να πάψει το
φριχτό γέλιο της
που
ανακατευόταν
με το ρόγχο του
θανάτου. Το πιο
παράξενο
ήτανε πως η
Μπαρμπακούλα,
εκείνη που μπορούσε
να προβλέψει
το κρώξιμο
ενός πουλιού ή
το σύρσιμο
μιας σαύρας
μέσα στα σκίνα,
δεν μπόρεσε να
προβλέψει το
τέλος της, μήτε
που
υποψιάστηκε
για μια στιγμή
αυτά που της
ετοίμαζαν η
μαθήτριά της
και ο γιος της.
Να σκεφτείς, τη
μέρα που η Αύρα
πήγε στην ακτή
των φιδιών για
να υποβάλει
στο Δομένικο
την ιδέα να
κάνει το
φονικό κι
έπειτα γύρισε
στη σπηλιά, η μάγισσα,
που την
περίμενε
αναστατωμένη,
καθώς η νέα
έλειπε κοντά
δώδεκα ώρες,
έχαψε την
αφελή δικαιολογία
πως τάχα η Αύρα
ένιωσε πόνο
στην κοιλιά και
κάθισε στη
ρίζα ενός
δέντρου να
ξαποστάσει κι εκεί
την πήρε ο
ύπνος· ναι, αυτό
της είπε της
Μπαρμπακούλας
κι η φοβερή
μάγισσα το
πίστεψε, αυτή
που μέχρι και γλώσσα
ξύλινου
εσταυρωμένου
Ιησού είχε
κόψει σαν
ήτανε μικρό
κορίτσι
δαγκώνοντάς
την (την είχε δείξει
κάποτε στην
Αύρα,
φυλαγμένη σε
μοβ βερνικωμένο
κουτί, κι η
μητέρα της
δασκάλας μας
δεν τόλμησε να
ρωτήσει το πώς
κατάφερε τον
ξύλινο
Εσταυρωμένο
να ανοίξει το
στόμα του...). Και
στο χρονικό
διάστημα που
μεσολάβησε ως
τη βραδιά της
δολοφονίας
της και πάλι τίποτε
δεν
υποψιάστηκε.
Κάθε μέρα τις
δύο τελευταίες
βδομάδες οι
νυχτερίδες
ερχόντουσαν
μες στο καταμεσήμερο
και πετούσαν
πάνω από τα
κεφάλια της, κι
αυτή έβρισκε
την εξήγηση
που τη βόλευε·
έλεγε πως πρόσταγμα
του κυρίου
τους καλούσε
όλες τις
υποχθόνιες
δυνάμεις που
ζουν μόνο τη
νύχτα να
ετοιμαστούν για
την αιώνια
βασιλεία του
διαβόλου — αυτό
έλεγε και
διόλου δεν
καταλάβαινε
πως οι
νυχτερίδες
τής έστελναν μήνυμα
για τον
κίνδυνο που
διέτρεχε. Η
Αύρα συχνά συλλογιόταν
πως η μάγισσα
τα είχε
καταλάβει όλα
απ' την αρχή κι
απλά
καμωνόταν την
ανυποψίαστη,
ποιος ξέρει
γιατί· ωστόσο
το 'χε πάρει
απόφαση να
πάει τα πράγματα
ως το τέλος κι
ό,τι γίνει... Την
παραμονή της
τελευταίας
Παρασκευής,
ήταν απόγευμα
της Πέμπτης και
φύσαγε ο
άνεμος σαν
λυσσασμένος, η
Αύρα πήγε στην
ακτή των
φιδιών και
είπε του
Δομένικου να
ανέβει τη
νύχτα της
επομένης, δυο
ώρες πριν απ' το
ξημέρωμα του
Σαββάτου, στη
σπηλιά που
εγκατέλειψε
πριν από
είκοσι τρία
χρόνια· η γριά
θα κοιμόταν, κι
εκείνη θα του
'χε
ετοιμασμένο
το μαχαίρι... Ο
βαρκάρης δεν της
μίλησε
καθόλου, μόνο
καθάριζε τα
φύκια από τα δίχτυα
του
ανέκφραστος
και την άκουγε·
όταν η Αύρα, τέλειωσε
και πριν
προφτάσει να
κάνει
μεταβολή για να
φύγει, τη
ρώτησε με
εξασθενημένη
μα πυρετική φωνή:
«μ' αγαπάς;». Η
μάνα της
δασκάλας μας
κοντοστάθηκε
για λίγο,
«μπορεί και να σ'
αγαπώ...» του
είπε· κατόπιν έσκυψε,
του φίλησε τα
μαλλιά κι
έφυγε με γοργό
βήμα. Θα
το 'λεγε κανείς
ειρωνεία της
τύχης, ίσως,
πάλι, και να 'ταν
σύμπτωση
επιβεβλημένη
απ' τον
ακατανόητο
κανόνα του
κόσμου, όμως
—όπου και να
οφειλόταν— το γεγονός
παραμένει το
ίδιο: το
τελευταίο
βράδυ, λίγες
μόλις ώρες
προτού γίνει
το φονικό που
σχεδίασε η
Αύρα, η
Μπαρμπακούλα
για πρώτη φορά
τής μίλησε με
αγάπη... Ο ήλιος
είχε πέσει από
ώρα, κι η μάγισσα
μες στο
σκοτάδι τής
άλειψε με λάδι
τη φουσκωμένη
της κοιλιά· η
Αύρα
προσπάθησε να
σκεφτεί κάτι
ολότελα
άσχετο με όσα
ήτανε να
γίνουν, από
φόβο μήπως οι
χτύποι της
καρδιάς της
την προδώσουν
την ύστατη ώρα,
όσο κι αν
προσπάθησε
όμως να
βυθιστεί σε αναμνήσεις
των παιδικών
της χρόνων, δεν
το κατάφερε,
έβλεπε με τη
φαντασία της
τους γονείς
της καθισμένους
πλάι πλάι, μα
δεν είχαν την
έκφραση που
εκείνη θυμόταν
— ο πατέρας της
δεν είχε τα
κόκκινα
μάγουλα, το ξεχειλωμένο
απ' το κρασί
χαμόγελο και
τα μάτια δε λάμπανε
τόσο παράξενα
μες στη
θολούρα τους,
ούτε η μητέρα
είχε πια την
καρτερική
μορφή που, σαν
κοιτούσε το
πονεμένο
γόνατο με το
γερό της μάτι,
ένιωθες τον
πόνο να περνά,
όχι, τα πρόσωπά
τους είχαν
στεγνώσει, το
βλέμμα
σκοτεινιασμένο
—μια άφατη
πίκρα— και οι
παλάμες τους
βουτηγμένες
στο αίμα, ενώ
μεγάλα δίκοπα
μαχαίρια
κρέμονταν με
κλωστές πάνω
απ' τα κεφάλια
τους. Κι όπως
είχε κλειστά
τα μάτια της κι
έβλεπε τα όσα
έβλεπε, ένιωσε
ξάφνου δύο
χείλη να τη φιλούν
στο στόμα·
άνοιξε τα
μάτια κι είδε
τη σκιά της Μπαρμπακούλας.
Η γριά μάγισσα
της
χαμογελούσε
—έτσι της
φάνηκε
τουλάχιστον
μες στο
σκοτάδι— όπως δεν
το 'χε κάνει
ποτέ άλλοτε,
της χάιδεψε το
μάγουλο με τα
ξερακιανά της
δάχτυλα και
της είπε με
φωνή συγκινημένη:
«είμαι στ'
αλήθεια
περήφανη που
σε 'χω κόρη...». Η
Αύρα έμεινε
σιωπηλή·
ένιωθε χαμένη
σ' ένα σαρκοφάγο
σκοτάδι που δε
θέλεις μήτε να
ξέρεις μήτε να
σκέφτεσαι.
Τότε η μάγισσα
τραγούδησε
ένα παράξενο
τραγούδι (μου
το τραγούδησε
και μένα η
κυρία Δομένικα
τέσσερις
μήνες
υστερότερα
από κείνη τη
διήγησή της,
ήταν, αλίμονο,
το ίδιο
τραγούδι που
τραγουδούσαν
οι
απελπισμένοι
λεπροί της
Κουπέλας): «Se il mio nome saper voi bramate...». Την
ίδια νύχτα
εκείνης της
Παρασκευής,
δυο ώρες
προτού
ξημερώσει το
Σάββατο, ο
Δομένικος
έφτασε στη
σπηλιά. Η Αύρα
τον περίμενε
ξάγρυπνη, η
Μπαρμπακούλα
είχε πέσει από
ώρα για ύπνο, κι
αυτό γινόταν
για πρώτη φορά
στα τόσα χρόνια
που ζούσαν
μαζί. Βλέπεις,
απ' τα
μεσάνυχτα, είχε
αρχίσει μια
φοβερή
καταιγίδα,
σωστός
κατακλυσμός,
κι όποτε
άνοιγαν οι
ουρανοί, η γριά
καθόταν και τους
άκουγε
εκστασιασμένη
όλη τη νύχτα,
γιατί έλεγε
πως για κάθε
κεραυνό που
πέφτει στη γη
γεννιέται κι
ένα δαιμονικό
τέρας
μεταμορφωμένο
σε πρόβατο που
θα υπηρετεί το
σατανά μέχρι
το τέλος· κι
όμως, εκείνη την
Παρασκευή
κοιμήθηκε
κοντά
τέσσερις ώρες
πριν απ' το
ξημέρωμα, κι ας
σειόταν η γη
από τους
κεραυνούς, κι
ας έσκιζαν το
σκοτάδι οι
φοβερές
αστραπές. Η Αύρα,
όταν
βεβαιώθηκε
πως η
Μπαρμπακούλα
πράγματι κοιμόταν,
σηκώθηκε, πήρε
το δίκοπο
μαχαίρι με την
κόκκινη λαβή
κι έσταξε και
στις δύο του
κόψεις τα δάκρυα
των
νυχτερίδων,
έπειτα πήρε
στο χέρι της το
καλό μαύρο
μαντίλι της
γριάς και
περίμενε στην
είσοδο της
σπηλιάς. Ο
Δομένικος
έφτασε
μούσκεμα απ'
την καταιγίδα
που δυνάμωνε
ολοένα, τα
ρούχα του
γεμάτα λάσπες,
τα χέρια του
γδαρμένα και
ματωμένα —
ποιος ξέρει
πόσες φορές
είχε
γλιστρήσει
στα
γκρεμοτσακίσματα
του Πύργου κι
είχε πιαστεί
απ' τα αγκαθερά
σκίνα την
τελευταία
στιγμή. Μες στο
σκοτάδι δε
φαινόταν
διόλου το
πρόσωπό του,
καθώς είχε
δέκα λεπτά που
οι αστραπές
είχανε πάψει —
για λίγο, όπως
αποδείχτηκε
εκ των υστέρων.
Μόλις
πλησίασε πλάι
της, και μ' όλο
που ήτανε πάρα
πολύ
λαχανιασμένος,
η Αύρα τού 'δωσε
στο δεξί χέρι
το μαχαίρι και
στο αριστερό
το μαύρο μαντίλι,
«ρίξε το
μαντίλι στο
πρόσωπό της
και χτύπα τρεις
φορές στην
καρδιά,
επιθυμώντας
μονάχα το
θάνατό της και
τίποτε άλλο, κι
έπειτα κόψ' της
το λαρύγγι...»
του ψιθύρισε.
Μια τρελή
λάμψη φάνηκε
στα μάτια του
βαρκάρη και,
χωρίς διόλου
να νοιαστεί
για να μιλήσει
χαμηλόφωνα,
της είπε ξερά:
«πρέπει να ξέρω
αν μ' αγαπάς...». Η
Αύρα, σαν
άκουσε τα
λόγια του,
πλησίασε στο
πρόσωπό του,
σχεδόν άγγιξε
το μάγουλό του
με τα χείλη της
και του
ψιθύρισε αντί
για απάντηση
τούτα τα λόγια,
τονίζοντας
τις κουβέντες
της μία μία:
«κοίτα να της
κόψεις γοργά
το λαρύγγι, να
μην προφτάσει
να ξεστομίσει
τίποτε...». Τότε ο
Δομένικος μούγκρισε
κάτι
ακατανόητο
μες στα δόντια
του, έπειτα
πήρε μια βαθιά
ανάσα και,
παραμερίζοντας
με το μπράτσο
του τη νέα
γυναίκα,
προχώρησε στο
βάθος της σπηλιάς.
Όταν ο
βαρκάρης
έφτασε πάνω απ'
τη μάνα του, που
κοιμόταν
ανάσκελα,
γονάτισε πλάι
της και με το αριστερό
του χέρι
σκέπασε το
πρόσωπό της με
το μαύρο
μαντίλι — η
Μπαρμπακούλα
δεν ξύπνησε με
την αφή του
μαντιλιού.
Ταυτόχρονα ο
γιος της πίεσε
το μαντίλι με
την αριστερή
παλάμη του στο
πρόσωπο της
γριάς, για να μη
δει τα μάτια
της μάνας του
την ώρα που τη
σκότωνε, και
σήκωσε το
τρεμάμενο
δεξί του χέρι
με το δίκοπο
μαχαίρι·
αμέσως το
κατέβασε μ' όλη
του τη δύναμη
στην καρδιά
της και το αίμα
της τινάχτηκε σαν
σιντριβάνι
επάνω του, στο
πρόσωπό του,
στο στήθος του,
ενώ την ίδια
στιγμή
σείστηκε η γη,
κάποιος κεραυνός
φαίνεται είχε
πέσει πολύ
κοντά.
Ούρλιαξε φοβερά
τότε η
Μπαρμπακούλα
και
σπαρτάρισε
πάνω στην
κουβέρτα της· ο
Δομένικος την
κάρφωσε για
δεύτερη φορά,
έπειτα για
τρίτη, τα
ουρλιάγματα
δυνάμωναν συνεχώς
και η γη
σειότανε όλο
και
περισσότερο
απ' τους
κεραυνούς... Κι ο
βαρκάρης,
λησμονώντας
ολότελα τα όσα
του είχε πει η
Αύρα, συνέχισε
μανιασμένος
να μαχαιρώνει
τη μάγισσα στο
μέρος της
καρδιάς με απερίγραπτη
λύσσα· και σε
κάθε μαχαιριά
η σπηλιά
φωτιζόταν σαν
μέρα από τη
λάμψη των
αστραπών. Στο
έβδομο χτύπημα
το ουρλιαχτό
της μάγισσας
σχημάτισε μια
λέξη: «σκύλα»·
ήτανε φως
φανάρι πως η
Μπαρμπακούλα
νόμισε πως την
έσφαζε η Αύρα...
Στην επόμενη
μαχαιριά, αντί
για ουρλιαχτό,
η μάγισσα
άρχισε ένα
υπόκωφο παραλήρημα
λέξεων που
ανακατεύονταν
με τον
επιθανάτιο
ρόγχο: «...σ' είχα
για κόρη μου,
σκύλα, κι εσύ με
πρόδωσες...
κατάρα σε
σένανε, οχιά...
χαμόγελο να
μην ανθίσει
ξανά στα χείλη
σου... και στο
εξής να μη νιώσεις
πεθυμιά για
σερνικό...
κατάρα και στο
παιδί που θα
γεννήσεις... να
'ναι κορίτσι...
να μη χαρεί
ποτέ της σμίξιμο
με άντρα... ρώγες
που
θηλάζονται να
μην έχει στο
στήθος της... κι
όποιον
ερωτευτεί να
τον δει να πεθαίνει
μέσα σε χίλιες
παρά μία μέρες...
κι άμα τύχει κι
αυτός να
γλιτώσει, τότε
εκείνη να μη δει
το ξημέρωμα
της
χιλιοστής...»·
αυτά
καταριότανε μέσα
στο ρόγχο της η
Μπαρμπακούλα,
κι ο γιος της ανεβοκατέβαζε
το μαχαίρι
ξανά και ξανά,
μα οι κατάρες
της γριάς δε
σταματούσαν,
μια μάγισσα
σαν εκείνη δεν
μπορούσες να
τη σκοτώσεις
έτσι εύκολα...
Τότε, κι ενώ ο
βαρκάρης είχε
χτυπήσει πάνω
από δέκα φορές,
η Αύρα, που
άκουγε
έντρομη τα
λόγια της
Μπαρμπακούλας,
έβγαλε μια
φοβερή κραυγή:
«το λαρύγγι...
κόψ' της
επιτέλους το
λαρύγγι...».
Έμεινε
ακίνητος τότε ο
Δομένικος για
μια στιγμή, σαν
να 'χε ξυπνήσει
από βαρύ
όνειρο, και,
καθώς
χαλάρωσε μια
ιδέα το αριστερό
του χέρι που
κρατούσε
σφιχτά το
πρόσωπό της, η γριά
με ένα τίναγμα
του κεφαλιού
της
ελευθερώθηκε
απ' το μαύρο
μαντίλι· τότε
μια ακόμη
αστραπή έσκισε
το σκοτάδι και
για μια
ελάχιστη
στιγμή η
Μπαρμπακούλα
είδε το
πρόσωπο του
φονιά της...
Ακολούθησαν
μερικά
δευτερόλεπτα
απόλυτης
σιωπής και η
Αύρα ένιωσε το
ίδιο αλλόκοτο
μούδιασμα που
ένιωθε όταν η γριά
μάγισσα την
έλουζε και τη
χτένιζε. Κι
έπειτα ακούστηκε
ένα φριχτό
γέλιο, ένα
στριγκό,
απόκοσμο
κακάρισμα που
τρυπούσε την
ψυχή σαν να
'κοβε κανείς
γυαλί με το
μαχαίρι, ένας
αιώνιος
εφιάλτης, ναι,
αυτό ήταν, η
Μπαρμπακούλα
ψυχορραγούσε,
κι όμως
γελούσε, γελούσε
όπως δε γέλασε
ποτέ άνθρωπος·
μόλις είχε δει το
πρόσωπο αυτού
που την έσφαζε,
ήταν ο γιος της,
το γέννημα της
δικής της
κοιλιάς, και το
μαχαίρι που τη
σκότωνε ήταν
το ίδιο που του
'χε κόψει τον
ομφάλιο λώρο,
ίσως σε κείνο
το σκοτεινό
δευτερόλεπτο
σκέφτηκε πως ο
κύριός της
ανταμείβει
έτσι την τόση
της αφοσίωση
κι ένιωσε να
κατακλύζεται
από μια
απερίγραπτη
ευτυχία, ναι,
ευτυχία, ζούσε
το ακρότατο
όριο, εκεί όπου
η ζωή
επιτέλους
κατακτιέται
ολοκληρωτικά
απ' το σκοτάδι,
άρα ήταν
επόμενο να
γελάσει όπως γέλασε,
γιορτάζοντας
τον απόλυτο
θρίαμβο της
αλήθειας με όλη
τη δύναμη της
ψυχής της που
'βγαινε απ' το
σώμα. Κι όση ώρα
γελούσε, έπαψε
κάθε άλλος
ήχος κι όλα γέμισαν
με το φριχτό
γέλιο της
μαχαιρωμένης
μάγισσας — ίσως
να ήταν εκείνη
που γελούσε
έτσι, ίσως ο
κύριός της,
ίσως κι οι δυο
μαζί. Η Αύρα
έπεσε κάτω κι άρχισε
να χτυπιέται
καταγής, το
γέλιο της
γριάς ήταν σαν
να της έμπηγαν
χίλια σπαθιά
μες στο μυαλό της...
Έξαφνα όλα
σταμάτησαν
μεμιάς, το
γέλιο της γριάς,
η καταιγίδα, οι
αστραπές· μες
στο σκοτάδι
ακούγονταν
μονάχα τα
ρυάκια της
βροχής που
κυλούσαν ασυγκράτητα
στην πλαγιά
του Πύργου. Η
Αύρα, αφού
συνήλθε κάπως,
σηκώθηκε κι
άναψε ένα κερί·
στο λιγοστό
φως διέκρινε
το Δομένικο να
έχει πέσει στο
πλάι, στη χούφτα
του κρατούσε
ματωμένο το
μαχαίρι με την
κόκκινη λαβή·
έστω και
καθυστερημένα,
είχε κάνει αυτό
που τον είχε
δασκαλέψει
εκείνη, είχε
κόψει το λαιμό
της μάνας του
πέρα για πέρα... Η
μεγάλη
κατολίσθηση
της γης που
καταπλάκωσε
τη σπηλιά της
Μπαρμπακούλας
άρχισε λίγα
λεπτά μετά το
φονικό· οι
κεραυνοί
είχανε
ξεριζώσει
κάμποσα δέντρα
απ' την κορφή
του Πύργου και,
καθώς έτρεχε
το νερό, άρχισε
να παρασέρνει
τα χώματα από
ψηλά και μαζί
με αυτά
θάμνους,
κορμούς δέντρων
και πέτρες... Και
βέβαια θα
θαβόντουσαν
μες στη σπηλιά
και ο
Δομένικος και
η Αύρα, αν
εκείνη δεν
είχε βγει έξω
απ' τη σπηλιά
ένα λεπτό
νωρίτερα — ήθελε
να δει αν είχε
φανεί το
πρωινό αστέρι
στο θόλο της
νύχτας έπειτα
από τη φοβερή
καταιγίδα, ή
μήπως μετά τα
όσα είχαν
γίνει δε θα
ξημέρωνε ποτέ
πια, με αυτή την
έγνοια λοιπόν
βγήκε έξω κι
έξαφνα έπεσαν
πάνω της οι
πρώτοι
ποταμοί της
λάσπης, μαζί με θάμνους
και κοτρόνια,
και την έριξαν
κάτω. Μόλις και
μετά βίας
κατάφερε να
σηκωθεί και να
χωθεί και πάλι μες
στη σπηλιά·
τότε με
ψυχραιμία
θαυμαστή
όρμησε στον
πάγκο με τα
μαγικά υγρά κι
έκρυψε στον
κόρφο της το
πήλινο
μπουκαλάκι με
τα δάκρυα των
νυχτερίδων, έπειτα,
κι ενώ απ' την
οροφή της
σπηλιάς
άρχισαν να πέφτουν
χώματα, έτρεξε
στο κουφάρι
της νεκρής, πήρε
το μαύρο
μαντίλι με το
οποίο της είχε
σκεπάσει το
πρόσωπο ο γιος
της κι ύστερα
τον άρπαξε απ'
το χέρι κι
εκείνον. Ο
Δομένικος όλη
αυτή την ώρα
μετά το φονικό
είχε πέσει στο
πλάι και
κοκαλωμένος
κοιτούσε στο
κενό σαν
νεκροζώντανος.
Τον άρπαξε απ'
το χέρι λοιπόν
και στην
κυριολεξία με
το στανιό τον
έσυρε ως έξω —
είναι άξιον
απορίας πού τη
βρήκε τέτοια δύναμη
η Αύρα να τον
τραβήξει.
Μόλις και
πρόλαβαν να
βγουν απ' την
είσοδο της
σπηλιάς, όταν
κατέρρευσε η
οροφή της· η
Αύρα κι ο
Δομένικος
παρασύρθηκαν
από το χείμαρρο
της λάσπης,
μαζί δέντρα,
κλαδιά και
πέτρες, σε μια
τυφλή
κατρακύλα που
δεν έλεγε να
σταματήσει
μέχρι που
σκοτείνιασαν
όλα. Όταν
συνήλθε η Αύρα,
μισοπεθαμένη
μες στις
λάσπες κοντά
διακόσια μέτρα
πιο κάτω απ' τη
σπηλιά της
μάγισσας, ο
ήλιος είχε ανατείλει.
Η νέα γυναίκα
ένιωσε πως
εκείνο το πρωινό
ήταν μια
ανεξήγητη
παρέκκλιση
από την
αλληλουχία
των αιώνων· στη
χούφτα της
κρατούσε
ακόμη το μαύρο
μαντίλι της
Μπαρμπακούλας.
Αμέσως
αναζήτησε με
τα μάτια το
Δομένικο· δε
χρειάστηκε να
ψάξει πολύ,
καθόταν
ανακούρκουδα
δέκα μέτρα πιο
πέρα και την
κοιτούσε, το
δεξί του χέρι
έσφιγγε ακόμη
το μαχαίρι του φόνου,
προφανώς είχε
συνέλθει
νωρίτερα, ίσως
και να μην είχε
λιποθυμήσει
καν... Η μέρα
ήτανε καθαρή
και ηλιόλουστη,
χαρά Θεού. Η
Αύρα
μισοσηκώθηκε
κι αναζήτησε
με τη ματιά της
τη σπηλιά που
'χε ζήσει τόσα
χρόνια· δεν τη
διέκρινε όμως
πουθενά. Όλη η
δυτική πλευρά
του Πύργου, απ'
την κορυφή
ίσαμε τους
πρόποδες, έμοιαζε
με τοπίο της
Αποκάλυψης: τα
πάντα είχαν
σκεπαστεί απ'
τη λάσπη, και
πότε πότε στην
επιφάνεια έβλεπες
κορμούς
δέντρων
αναποδογυρισμένους,
με τις ρίζες
ψηλά και τα
κλαδιά χωμένα
κάτω, σαν να 'χε
βγάλει η γη τα
εντόσθιά της
έξω. Η Αύρα
ξεφύσηξε ανακουφισμένη,
όλα είχαν
θαφτεί στην
κοιλιά του
Πύργου, και το
κουφάρι της
μάγισσας και
τα μαγικά της
φίλτρα, τα
αναρίθμητα
βότανα, πιοτά,
μαντζούνια,
ξεραμένα φυτά,
κόκαλα ζώων,
μάτια
ανθρώπων, τα
κουτιά με τα
αδιανόητα
μυστικά και
τόσα άλλα, και
βέβαια το μαύρο
σκεπαστό
μπισίκι, αυτό
προπαντός, όλα
είχαν θαφτεί
λοιπόν, και το
χώμα θα
γεννούσε χώμα.
Σηκώθηκε όρθια
και κοίταξε
προς τον
ορίζοντα·
σκέφτηκε το παιδί
που μεγάλωνε
μέσα της κι
έπειτα τη
φοβερή κατάρα
της γριάς, τα
δάκρυα των
νυχτερίδων
στον κόρφο της,
το μαύρο
μαντίλι που
κρατούσε στη
χούφτα της·
κάποτε γύρισε
το κεφάλι της
κι είδε
απέναντί της
όρθιο τον αθώο
γαλανομάτη με
το ματωμένο
μαχαίρι... Όταν
ο Δομένικος
μίλησε, η φωνή
του είχε
τσακίσει, οι
κόρες των
ματιών του
είχαν
ασπρίσει: «δε μ'
αγάπησες ποτέ...
ούτε στιγμή...». Η
Αύρα πήγε να
πει κάτι, μα η
γλώσσα της
δέθηκε κόμπος
και δεν έβγαλε
μιλιά· αν
μπορούσε να
μιλήσει, θα του
έλεγε πως ίσως
και να τον αγαπούσε,
ίσως όχι, πως
ποτέ της μέχρι
τότε δεν το
είχε σκεφτεί,
πως ίσως να
ένιωθε την
αγάπη της γι'
αυτόν μόλις
καταλάγιαζε
κάπως μέσα της
ο εφιάλτης της
προηγούμενης
νύχτας. Όμως
δεν του είπε
τίποτε απ' όλα
αυτά εκείνο το
πρωινό, κι
εκείνος γύρισε
την πλάτη του
και,
τσαλαβουτώντας
μες στη λάσπη, έφυγε
προς την ακτή
των φιδιών,
κρατώντας
πάντοτε
σφιχτά στη
χούφτα του το
ματωμένο
μαχαίρι. Η Αύρα
δεν τον ξανάδε·
στα επόμενα
χρόνια όμως
άκουσε να
λέγονται γι'
αυτόν
πράγματα
φοβερά και
τρομερά, ότι
δηλαδή μια
μέρα βγήκε με
τη μαύρη βάρκα
του στ' ανοιχτά
και δε γύρισε
ποτέ στη
στεριά, πως η
καλύβα του
ρήμαξε κι
αυτός έγινε
στοιχειό της
θάλασσας,
φάντασμα που
τα βράδια
σεργιανούσε
με τη μαύρη
βάρκα του από
τα Γράμματα ως
τη Βαρβαρούσα
και το
αντίστροφο, κι
όποια βάρκα ή
καΐκι
πετύχαινε
σαλτάριζε
μέσα και
τραγουδούσε
στους ψαράδες
την αρχή από
ένα ολότελα
άγνωστο ξένο
τραγούδι και
τους έβαζε με
το στανιό να του
πουν τη
συνέχεια και,
καθώς βέβαια
εκείνοι δεν το
'ξεραν, τους
έκοβε το
κεφάλι μ' ένα
μεγάλο δίκοπο
μαχαίρι που 'χε
κόκκινη λαβή.
Για αρκετό
καιρό βοούσε ο
τόπος, καθώς
ψαράδες
εξαφανίζονταν
κάθε μήνα, κι
άλλοι ψαράδες
που τους
έψαχναν
έβρισκαν τις
βάρκες τους
ξεβρασμένες
κάπου στη
βόρεια δυτική
πλευρά του
νησιού και
μέσα σ' αυτές
ακέφαλα
κορμιά που τ'
αναγνώριζαν
από τα ρούχα.
Κάποιος ψαράς
που του ξέφυγε
πέφτοντας στη
θάλασσα, ο
μόνος που του
γλίτωσε, είπε
πως ο
μυστηριώδης
«φονεύς των
ψαράδων», όπως
τον αποκαλούσαν
τα τοπικά
φύλλα, ήτανε ο
Δομένικος, ο σημαδεμένος
γιος της
Μπαρμπακούλας,
και βέβαια τότε
ήταν που έγινε
ο μεγάλος
ντόρος, μέχρι
και οι αθηναϊκές
εφημερίδες
έγραψαν γι'
αυτό· για τρεις
μήνες η
ακτοφυλακή
έκανε
περιπολίες τα
βράδια να τον
πιάσει, και τα
ψαράδικα
πήγαιναν προς
τα εκεί δεμένα πέντε
πέντε, κι όλοι
οι ψαράδες
ήταν με τα
δίκαννα στο
χέρι κι είχαν
έτοιμους τους
δυναμίτες για
την περίπτωση
που θα τον
πετυχαίναν·
όλες οι
προσπάθειές
τους πήγαν στο
βρόντο. Στο
τέλος η
ακτοφυλακή
μαζί με την
αστυνομία
έβγαλαν
ανακοίνωση
πως τους ψαράδες
τούς σκότωνε η
μαφία, έμποροι
όπλων και
ναρκωτικών
και τέτοια — δεν
μπορούσαν να
το
παραδεχτούν επίσημα
πως ο φριχτός
σφαγέας ήτανε
ένα φάντασμα.
Μα, σαν χαλάρωσαν
οι έρευνες, ο
βαρκάρης με τη
μαύρη βάρκα ξαναχτύπησε:
έσφαξε δυο
ψαράδες κι ένα
ζευγάρι ξένους
τουρίστες. Η
ακτοφυλακή
μίλησε και
πάλι για μαφία
και
απαγόρευσε να
πλέει
οποιοδήποτε
σκάφος βόρεια
και δυτικά της
Σύρου. Μα για
πολλά χρόνια ακούγονταν
ιστορίες για
το μυστηριώδη
βαρκάρη που
όποιος ξεχνιόταν
και πήγαινε με
το καΐκι του
προς τα νερά τού
'παιρνε το
κεφάλι — τα
φαντάσματα
κρατούν μαχαίρια
που δε
στομώνουν. Όσο
για την Αύρα,
εκείνο το
Σάββατο που
ξημέρωσε έπειτα
απ' τη φοβερή
νύχτα, αφού περιπλανήθηκε
ως το απόγευμα,
βρήκε μια πηγή,
λούστηκε,
έπλυνε τα
ρούχα της και
το μαύρο
μαντίλι κι έπειτα
άναψε φωτιά
για να περάσει
τη νύχτα. Την
άλλη μέρα
ξεκίνησε και
πήγε στην
Ερμούπολη, κι
όχι στην Απάνω
Χώρα, γιατί
εκεί μπορεί να
τη
θυμόντουσαν και
να την
αναγνώριζαν,
κι ας είχανε
περάσει τόσα
χρόνια· είχε
τυλίξει τα
μαλλιά της με
το μαντίλι της
μάγισσας και
στον κόρφο της
είχε το
μπουκαλάκι με
τα δάκρυα των
νυχτερίδων.
Έτσι, βρέθηκε η
Αύρα στην πρωτεύουσα
της Σύρου, το
πρωί μιας
Κυριακής στα
τέλη του Σεπτεμβρίου
του χίλια
εννιακόσια
σαράντα εννιά, με
την κοιλιά
φουσκωμένη
στον έκτο μήνα.
Αφού περιπλανήθηκε
για τρεις
μέρες, βρήκε
δουλειά και
στέγη σ' ένα
καλαθάδικο· τη
συμπόνεσε ο
καλαθάς· μια γυναίκα
γκαστρωμένη,
μόνη κι έρημη,
θα σκέφτηκε
πως είναι αμαρτία
να γυρνάει σαν
το σκυλί
—ερχότανε και
χειμώνας— κι
έτσι την πήρε
στο μαγαζί του
να κοιμάται εκεί
τα βράδια και
της έδινε κι
ένα πιάτο
φαγητό... Η Αύρα
τού 'χε πει πως
είχε έρθει απ'
την Άνδρο, είχε
γκαστρωθεί με
ένα ναύτη
κάποιου
εμπορικού που
τον συνάντησε
μόλις για μια
νύχτα κι
έπειτα, όταν η
εγκυμοσύνη
της έγινε
φανερή, έφυγε
απ' το νησί,
καθώς η ζωή της
είχε γίνει
κόλαση, ντροπή
φοβερή για
τους δικούς
της και
περίγελος σε
ολόκληρη τη
Χώρα· έτσι, μπήκε
λαθραία σ' ένα
πλοίο που
μετέφερε
κάρβουνο για
να πάει στην
Αθήνα, όμως την
έπιασαν
γρήγορα και την
κατέβασαν
στην
Ερμούπολη. Ο
καλαθάς την
πίστεψε
βέβαια αυτή
την ιστορία — τι
λόγο είχε για
το αντίθετο·
ήταν ένας
αγαθός
άνθρωπος κι
ούτε στιγμή δεν
έβαλε στο νου
του σκέψη
πονηρή για
κείνη. Όμως η γυναίκα
του, μια
στρίγκλα
μέγαιρα, από
κείνες που
συνήθως
παντρεύονται
οι
αγαθιάρηδες,
δεν ήθελε να τη βλέπει
στα μάτια της
την Αύρα·
«πουτάνα» την
ανέβαζε,
«πουτάνα» την
κατέβαζε, κι
απαιτούσε από
τον άντρα της
να τη διώξει
αμέσως την
ξεφτιλισμένη.
Μα ο καλαθάς,
παραδόξως,
πάτησε πόδι,
«ίσαμε που να
γεννήσει το
παιδί η κοπέλα
θα μείνει στο
μαγαζί, ο
κόσμος να χαλάσει...»
είπε και
χτύπησε το
χέρι του στο
τραπέζι. Εξάλλου
η Αύρα δεν του
ήταν κι
ολότελα
άχρηστη· ήξερε
να πλέκει
όμορφα
καλάθια — είχε
μάθει την τέχνη
απ' τη μάνα της.
Κι έτσι,
πέρασαν οι
μήνες κι η Αύρα
έμενε στο
καλαθάδικο —
εκεί, το παγερό
βράδυ των Χριστουγέννων
του σαράντα
εννιά,
γεννήθηκε το
μωρό της. Το
ξεγέννησε
μονάχη της με
πόνους
φοβερούς και
μισολιπόθυμη
έκοψε τον
ομφάλιο λώρο
με το μαχαίρι
που έκοβαν τα
καλάμια. Ήταν
κορίτσι, όπως
είχε προείπει
η
Μπαρμπακούλα,
κι είχε στο
δεξί του μάγουλο
μια μεγάλη
κρεατοελιά
σαν κολλημένο
φύκι. Δεν το
βάφτισε ποτέ
σε εκκλησία·
του 'δωσε όμως
το όνομα
Δομένικα, το
όνομα δηλαδή
του άντρα που
το 'σπειρε στην
κοιλιά της. Όταν
το μωρό έγινε
σαράντα
ημερών, στις
αρχές του Φλεβάρη
του χίλια
εννιακόσια
πενήντα, η Αύρα
το πήγε μια
νύχτα με
πανσέληνο στο
πηγάδι του
Σταυρού, έξω απ'
την Ερμούπολη.
Κι εκεί, με
μακρύ βελόνι,
από κείνα που
ράβουν τα
δέρματα, του
κατατρύπησε
τα χείλια
σταλάζοντας
μέσα στο αίμα
του δάκρυα
νυχτερίδας,
γιατί, όπως σου
έχω ξαναπεί, αν
ματώσεις
ζωντανό σώμα
με μέταλλο που
'χεις στάξει πάνω
του δάκρυ
νυχτερίδας, το
σώμα αυτό θα
υπακούει για
πάντα σ' αυτό
που θα βάλεις
στο νου σου την
ώρα που το
πληγώνεις,
είτε είναι για
ζωή είτε για
θάνατο. Και στο
μυαλό της
Αύρας, την ώρα
που πλήγωνε τα
χείλια της
Δομένικας,
ήταν κάτι και
για ζωή και για
θάνατο: για τη
ζωή του
παιδιού που 'χε
γεννήσει και
συνάμα για το
θάνατο όσων θα
το φιλούσαν
στο στόμα. Όλον
εκείνο τον
καιρό που
περίμενε να
γεννήσει, αλλά
και τις μέρες
που
ακολούθησαν
και κρατούσε
πια στην
αγκαλιά της
μια ζωντανή
ψυχή σ' ένα
τρεμάμενο
βρεφικό σώμα
—μια ζωή που 'χε
κλαπεί απ' τον
ίδιο το
διάβολο— όλον
εκείνο τον
καιρό η μάνα
της δασκάλας
μας δε
σκεφτόταν
τίποτε άλλο
μέρα και νύχτα
παρά την κατάρα
που 'χε
ξεστομίσει
για την κόρη
της η Μπαρμπακούλα
την ώρα που
ψυχορραγούσε·
το 'ξερε καλά πως
η κατάρα μιας
μάγισσας που
ξεψυχά πιάνει
χίλια στα
εκατό. Και για
να μην πεθάνει
η κόρη της
μόλις περάσουν
χίλιες μέρες
από τη μέρα που
θα ερωτευόταν
έναν άντρα,
έπρεπε να
πολεμήσει την
κατάρα με
κατάρα... Καθώς,
λοιπόν, δεν
μπορούσε να
την κάνει να
μην ερωτευτεί
ποτέ στη ζωή
της —τη σάρκα θα
τρυπούσε με το σταγμένο
βελόνι, δε
γινόταν να της
τρυπήσει την ψυχή—
μόνο μια
εκδοχή της
απόμενε: όποτε
η Δομένικα ερωτευόταν
κάποιον, αυτός
έπρεπε να
πεθαίνει μέσα
σε χίλιες παρά
μία μέρες,
ειδάλλως, θα
πέθαινε εκείνη.
Κι όσο κι αν το
βασάνισε στο
μυαλό της, η
Αύρα δεν
μπόρεσε να
βρει καλύτερη
λύση απ' αυτή
που σκέφτηκε
από τις πρώτες
στιγμές μόλις
άκουσε την
κατάρα της
Μπαρμπακούλας·
γι' αυτό
άλλωστε έριξε
στον κόρφο της
το μπουκαλάκι
με τα δάκρυα
των
νυχτερίδων λίγο
πριν
καταρρεύσει η
οροφή της
σπηλιάς: θα στάλαζε
το μαγικό
δάκρυ στα
χείλη της
Δομένικας, έχοντας
στο μυαλό της
αυτό που της
φαινότανε ως η
μόνη λύση: όποιος
κι αν τα
φιλούσε αυτά
τα χείλη, να
σωριαστεί νεκρός
ευθύς αμέσως·
κι έτσι, η κόρη
της δε θα
κινδύνευε και
τόσο απ' την
κατάρα της
γριάς, καθώς,
όποτε ερωτευόταν
κάποιον, θα
πέθαινε
εκείνος μόλις
τη φιλούσε. Και
πράγματι, αυτό
έγινε εκείνη
τη λαμπερή νύχτα
του
Φεβρουαρίου
που η Αύρα
φαρμάκωσε τα
χείλια του
παιδιού της με
δάκρυα
νυχτερίδας,
ψιθυρίζοντας
όλη την ώρα που
την τρυπούσε
ξανά και ξανά
την ίδια
πρόταση
«...όποιος
φιλήσει τούτα
τα χείλια να φύγει
αμέσως η ζωή απ'
το σώμα του...»,
παραβλέποντας
βέβαια —μήπως
μπορούσε να
κάνει κι
αλλιώς;— πως, αν
αυτό επιτάσσουν
οι θάλασσες
του αίματος,
είναι πιθανό
να ερωτευτείς
κάποιον δίχως
να τον
φιλήσεις ποτέ,
πως γίνεται να
αγαπήσεις
κάποιον με τα
μάτια ή με τ'
αυτιά, ή ακόμα
και
διαβάζοντας
ένα
μισοκαμένο γράμμα
και να μην τον
συναντήσεις
καν (κι άμα
τύχαινε κάτι
τέτοιο στην
κόρη της, θα
πήγαινε
τζάμπα όλο το
σχέδιό της, κι η
Δομένικα θα
πέθαινε
ανυποψίαστη
χίλιες μέρες
μετά το φοβερό
σκίρτημα της
καρδιάς της)· το
παρέβλεψε
αυτό η Αύρα
λοιπόν ή, αν το
συλλογίστηκε,
θα το 'διωξε
αμέσως απ' το
νου της, όπως
επίσης παρέβλεψε
και το ότι
μπορούσε να
φιλήσει με τα
θανατηφόρα
χείλη της
κάποιον δίχως
να τον έχει
ερωτευτεί και
να τον αφήσει
στον τόπο — όλα
αυτά τα παρέβλεψε
η Αύρα και
φαρμάκωσε τα
χείλη του
μωρού της... Και
μόλις
ξημέρωσε,
πέταξε το
πήλινο
μπουκαλάκι
μες στο
ξεραμένο
πηγάδι του
Σταυρού, που
έλεγαν πως δεν
είχε πάτο, μα
πήγαινε
κατευθείαν ως
τη μαύρη φλόγα
στο κέντρο της
γης. Η
Αύρα
συνάντησε το
Νίκο Φραντζή
μια βδομάδα
υστερότερα
και μόλις δυο
μέρες μετά
παντρεύτηκαν
στον Άγιο
Νικόλαο.
Εκείνη καθόταν
σε ένα παγκάκι
στα υπόστεγα
της αποθήκης
του λιμανιού
με το μωρό της
τυλιγμένο σε
μια κουβέρτα· ήτανε
μεσημέρι κι
έβρεχε με το
τουλούμι,
μόλις το ίδιο
πρωί είχε
φύγει απ' το
καλαθάδικο,
καθώς μαζί με
τον καλαθά
ήρθε στο
μαγαζί κι η
γυναίκα του,
που της είπε ουρλιάζοντας
να
ξεκουμπιστεί
αμέσως από κει·
πλάι της την
κοιτούσε
περίλυπος ο
καλοκάγαθος
άνθρωπος,
έτοιμος να
βάλει τα
κλάματα — ποιος
ξέρει τι λόγια
και τι απειλές
θα 'χε
χρησιμοποιήσει
η γυναίκα του
για να τον
εξαναγκάσει
να τη διώξει.
Όταν έφυγε, ο
καλαθάς τής
έβαλε στο χέρι
ένα μάτσο
χαρτονομίσματα,
η Αύρα στην
αρχή αρνήθηκε,
μα, καθώς είδε
την ικεσία στο
βλέμμα του, τα
πήρε κι έσκυψε
το κεφάλι με
ευγνωμοσύνη.
Πήγε
κατευθείαν
στο λιμάνι — το
'χε αποφασίσει,
θα 'φευγε με το
βραδινό πλοίο
για την Αθήνα
κι εκεί θα
'βλεπε τι θα
γινόταν. Ο
Νίκος
Φραντζής περπατούσε
μες στη βροχή
όταν την είδε·
μια τέτοια βόλτα
ήταν γι' αυτόν
μια απ' τις
ελάχιστες
ευχάριστες στιγμές
μιας οδυνηρά
αδιάφορης
καθημερινότητας.
Οι Φραντζήδες
ήταν απ' τους
ξακουστούς
εφοπλιστές
του καιρού
εκείνου,
Ανδριώτες
στην καταγωγή· ο
Νίκος είχε
γεννηθεί στη
Σύρο, καθώς ο
πατέρας του
πριν από
χρόνια άνοιξε
στην
Ερμούπολη
γραφεία των
επιχειρήσεων
της
οικογένειας
και
παντρεύτηκε
Συριανή. Η μάνα
του Νίκου
πέθανε από
τύφο όταν ο
γιος της ήταν
πέντε χρόνων.
Από κείνη είχε
κρατήσει
μονάχα μια θολή
ανάμνηση, σαν
όνειρο· τον
μεγάλωσαν οι
γκουβερνάντες
κι οι δασκάλες,
ήταν παιδί
μοναχικό και
λιγομίλητο, με
βλέμμα
σκοτεινιασμένο
κι απλανές που
φανέρωνε
αρχές
κατάθλιψης.
Στα δεκαοχτώ
του είχε την
πρώτη
αιμόπτυση — οι
γιατροί
διέγνωσαν
φυματίωση. Όταν
πέθανε ο
πατέρας του
στο τέλος του
πολέμου, ήτανε
είκοσι πέντε
χρόνων κι
ανέλαβε το
γραφείο της Ερμούπολης.
Οι θείοι του
δεν έφεραν
καμία
αντίρρηση· το
γραφείο
εκείνο είχε
πια χαρακτήρα
διεκπεραιωτικό,
τις αποφάσεις
τις έπαιρναν
στα κεντρικά,
στον Πειραιά.
Κι έτσι,
περνούσε τη
ζωή του μόνος
κι αμίλητος, στο
δρόμο δε
χαιρετιόταν
με κανέναν, μια
φιγούρα ξερακιανή
κι ωχρή, με
ρουφηγμένα
ζυγωματικά
και το πρόσωπο συσπασμένο
σε μόνιμο
μορφασμό
οδύνης. Όταν
έβρεχε,
έπαιρνε τους
δρόμους χωρίς
ομπρέλα ή
ρεπούμπλικα,
ήταν σχεδόν το
μόνο πράγμα
που τον
ευχαριστούσε,
να μουσκεύει
περπατώντας
στη βροχή
χωρίς αιτία
και χωρίς σκέψη,
χωρίς να τον
ακολουθεί ο
ύπουλος
ίσκιος του σε
κάθε βήμα...
Εκείνο το
μεσημέρι του
Φεβρουαρίου
του χίλια
εννιακόσια
πενήντα, σαν
είδε την Αύρα από
μακριά,
κοντοστάθηκε
για ένα δύο
λεπτά κι έπειτα
προχώρησε με
βήμα
αποφασιστικό
και κάθισε δίπλα
της στο
παγκάκι.
Μείνανε εκεί
ίσαμε που σιγά
σιγά πήρε να
βραδιάζει·
τότε φάνηκε απ'
τη γωνιά ο
Τζάβακας με τ'
όργανό του, ο
πλανόδιος
μπουζουξής
του λιμανιού,
που
τραγουδούσε
όπου έβρισκε
για λίγες
δεκάρες ή για
ένα ποτήρι
κρασί. Μόλις
είδε το
παράταιρο ζευγάρι,
άρχισε ένα
ρεμπέτικο
τραγούδι, όχι
κάποιο από τα
γνωστά, μα ένα
παλιό και
ξεχασμένο: «δεν
πάω πια στο
Πισκοπιό να
κάτσω στην
πεζούλα, γιατί
μου βγάλαν
αβανιά πως
αγαπώ μια
δούλα...». Σαν
τέλειωσε, ο
Νίκος τού 'δωσε
όσα νομίσματα
βρήκε στην
τσέπη του· έπειτα
γύρισε προς
την Αύρα και τη
ρώτησε απλά:
«...πάμε;». Η βροχή
δεν έλεγε να
σταματήσει... Παντρεύτηκαν
δυο μέρες μετά
στον Άγιο
Νικόλαο και
στο γάμο
μαζεύτηκε όλη
η καλή
κοινωνία της
Ερμούπολης.
Βέβαια τα
πάντα έγιναν
τόσο βιαστικά,
που δεν
πρόλαβε να 'ρθει
κανείς απ' τους
Φραντζήδες, μα
αυτό ήταν το λιγότερο
απ' όσα
απασχόλησαν
για πολύ καιρό
ολόκληρη την
πόλη. Στ'
αλήθεια, και τι
δεν
κουτσομπολεύτηκε
για εκείνον το
γάμο: η άγνωστη
νύφη που 'ταν
όμορφη σαν
οπτασία και
συνάμα τόσο
παράξενα
θλιμμένη, ο γαμπρός
με τα
πειραγμένα
λογικά,
κίτρινος και
με τα σημάδια
του θανάτου να
σκιάζουν το
πρόσωπό του, και
βέβαια οι
εικασίες να
δίνουν και να
παίρνουν, κυρίως
για την Αύρα·
ποια ήταν, από
πού ήρθε,
ποιανού ήταν
το παιδί, πώς
τον τύλιξε, αν
θα της τα
γράψει όλα στη
διαθήκη κι
άλλα παρόμοια.
Κι όταν
μαθεύτηκε πως
η νύφη δεν ήταν
Ανδριώτισσα
μα
Φραγκοσυριανή,
τότε βούιξε
όλη η Σύρος,
ιδίως στην
Απάνω Χώρα δεν υπήρχε
άνθρωπος που
να μη θυμότανε
την Αύρα Μακάρη,
μ' όλο που για
δέκα χρόνια
την είχανε
λησμονήσει ακόμα
και οι ίδιοι
της οι
συγγενείς.
Αμέσως
επινοήθηκε
και μια
φανταστική
ιστορία, πως
τάχα η Αύρα
έφυγε με την
αρχή του
πολέμου στην
Άνδρο και με
τόση ομορφιά
εύκολα έπιασε
κάμαρη στο πιο
ξακουστό σπίτι,
στη Μαρία την
Αυστριακή, που
'κανε δουλειές
σχεδόν μοναχά
με Ιταλούς. Σαν
τέλειωσε ο
πόλεμος,
συνέχισε αυτή
τη δουλειά
μέχρι που
γκαστρώθηκε
από λάθος κι ήρθε
στη Σύρο να
γεννήσει. Κι
έπειτα
συναντήθηκε με
το Φραντζή —
ποιος ξέρει τι
μάγια θα του
'κανε, πάντως
παντρεύτηκαν
μέσα σε δύο
μέρες απ' τη
συνάντησή τους.
Όλο το νησί το
'ξερε πως ο
Φραντζής δεν
έστεκε καλά, μα
δεν τον είχαν
ικανό να
παντρευτεί
μια του δρόμου
με το μούλικό
της. Έτσι
λέγανε, και
βέβαια κανένας
δεν μπορούσε
να φανταστεί
τι είχε κάνει
στ' αλήθεια η
Αύρα όλα αυτά
τα χρόνια... Και
κάποιοι απ'
τους
παλιότερους
Πανωχωρίτες
θυμήθηκαν το
πώς πέθαναν οι
γονιοί της και
το τι λεγόταν
τότε για τους
Μακάρηδες και,
βλέποντας την
κατοπινή τύχη
της Αύρας,
είπαν και πάλι
πως η ζωή είναι
ένας μύλος. Το
πρώτο πράγμα
που θυμόταν η
Δομένικα απ' τη
ζωή της ήταν το
σπίτι στην
Ερμούπολη, η
μυρωδιά απ' τα
σκούρα έπιπλα,
τα ψηλά
κιτρινισμένα
ταβάνια, τα
πορτρέτα με τα
θλιμμένα
πρόσωπα στους
τοίχους, η
κυκλική εσωτερική
σκάλα που
'τριζε
ανυπόφορα σε
κάθε βήμα. Τον
πατέρα της
—μέχρι τα
δεκάξι της
χρόνια νόμιζε για
πατέρα της το
Νίκο Φραντζή—
τον έβλεπε για
ελάχιστα λεπτά
μια φορά κάθε
μέρα· η
τυραννισμένη
μορφή του, το
κίτρινο δέρμα
του, μα κυρίως η
απόκοσμη
αγέλαστη
ματιά του που,
όταν κοιτούσε
κάποιον,
έμοιαζε να
βλέπει κάτι
φριχτό που
γινόταν πίσω
απ' την πλάτη
του, γεννούσαν
μέσα της ένα
αλλόκοτο
αίσθημα
αποστροφής.
Τις πιο πολλές
ώρες τις
περνούσε με
τις δύο υπηρέτριες,
τη γρια-Τάσω
—αυτή μεγάλωσε
τη συχωρεμένη
τη γιαγιά της,
τη μάνα του
Νίκου— και την
Ντίνα, που 'ταν
είκοσι χρόνων
κι έκανε τις
δουλειές του
σπιτιού. Κάθε
μεσημέρι μετά
το φαγητό
ερχόταν στο
δωμάτιό της η
Αύρα και τη
νανούριζε
ίσαμε να την
πάρει ο ύπνος,
τραγουδώντας
ένα παράξενο
θλιμμένο
τραγούδι με
ξένα λόγια.
Ήταν η μόνη ώρα
που η μικρή
έμενε μονάχη
με τη μητέρα
της κι ένιωθε
πως ζούσε κι
ανέπνεε αποκλειστικά
για κείνες τις
στιγμές: το
μεσημεριανό
φως έμπαινε
μέσα απ' τις
γρίλιες των
παντζουριών,
το δωμάτιο
μύριζε σκόνη
και ξύλο, τα
λευκά σεντόνια
δρόσιζαν την
παιδική σάρκα
κι η Αύρα
τραγουδούσε
το παράξενο
παράπονό της
χαϊδεύοντάς
της τα μαλλιά· αχ,
πώς θα
μπορούσε να
γεμίσει με
χαρά το βλέμμα
της μανούλας,
πώς θα
μπορούσε να
διώξει τη
θλίψη από την
ψυχή της, να της
χαρίσει τα
ξεκαρδίσματα
της Ντίνας ή
των κοριτσιών,
που τα
καλοκαίρια
έπαιζαν στην
ανοιχτωσιά
πίσω απ' το
σπίτι — αυτό
σκεφτόταν κι
ένιωθε πως
άξιζε να ζει
μόνο και μόνο
για να γλυκάνει
λίγο το
παράπονο της
μητέρας της,
ώσπου την κύκλωνε
ένας βαρύς
ύπνος γεμάτος
πολύχρωμα
όνειρα... Κι όσο
μεγάλωνε, κι
ενώ άρχισαν να
μπαινοβγαίνουν
στο σπίτι οι
δασκάλες,
καταλάβαινε
όλο και πιο πολύ
πως κάτι
παράξενο
συνέβαινε
ανάμεσα στους
γονιούς της:
κοιμόντουσαν
σε χωριστά
δωμάτια,
τρώγανε χώρια,
αντάλλασσαν
αναμεταξύ
τους
ελάχιστες
κουβέντες, κι
αυτές ολότελα
τυπικές. Η
Δομένικα
απέδιδε βέβαια
όλες τις
ευθύνες για τη
θλίψη που είχε
κυριεύσει το
σπίτι σε
κείνον που
νόμιζε για
πατέρα της. Ένα
βράδυ που την
ξύπνησε ένας
τρομερός
εφιάλτης πήγε
χωρίς να το
σκεφτεί
διόλου στο
δωμάτιο της
μάνας της, μα δεν
τη βρήκε εκεί·
παραξενεμένη,
την αναζήτησε,
κι όταν είδε
την πόρτα της
βεράντας
ανοιχτή,
πλησίασε και
κοίταξε πίσω
απ' τις
κουρτίνες: ο
πατέρας και η
μάνα της
καθόντουσαν
στην κούνια
δίχως το κορμί
του ενός να
αγγίζει τον
άλλο και με το
βλέμμα χαμένο
στη μαυρίλα
της νύχτας
κλαίγανε
σιωπηλά, ενώ
φυσούσε το
βραδινό αγέρι·
εκείνο το
βράδυ η
Δομένικα
ένιωσε για πρώτη
φορά πως τα
δάκρυα
ενώνουν τους
ανθρώπους περισσότερο
απ' την ομορφιά
ή το θάνατο...
Χρόνια αργότερα,
κι ενώ ο Νίκος
Φραντζής είχε
πεθάνει, έμαθε από
την Αύρα πως
ποτέ δεν
είχανε
κοιμηθεί μαζί —
μήτε καν είχαν
φιληθεί, μήτε ο
ένας είχε
μάθει τα μυστικά
του άλλου. Μόνο
τα βράδια
έκλαιγαν πλάι
πλάι στην
κούνια της
βεράντας — ήταν
η μέρα που
έμαθε ποιος
ήταν ο
πραγματικός
της πατέρας
καθώς και τα
όσα φοβερά
είχανε γίνει
πριν εκείνη
γεννηθεί.... Η
Δομένικα ήταν
κοντά δέκα
χρόνων όταν το
καλοκαίρι του
χίλια
εννιακόσια
πενήντα εννιά
άρχισαν οι
ακατανόητες
εκλείψεις του
ήλιου, από τη
γιορτή του
Πνεύματος
ίσαμε της
Παναγιάς κάθε
μέρα, την ώρα
του μεσημεριού,
ο ήλιος
χανόταν για
μια δυο ώρες — η
μέρα σκοτείνιαζε
και γινόταν
σαν σούρουπο.
Ακόμα κι οι γέροι
που 'χανε ζήσει
κοντά έναν
αιώνα, ή
εκείνοι που
'χανε γυρίσει
όλα τα μέρη του
κόσμου, δεν
είχανε
ακούσει ή δει
κάτι παρόμοιο.
Αστρονόμοι
που ήρθανε απ'
την Αθήνα και
στήσανε
μεγάλα
τηλεσκόπια
στο νησί δεν μπόρεσαν
να δώσουν
καμία εξήγηση,
παρά φωνάξανε
κι άλλους
αστρονόμους,
ξένους αυτή τη
φορά, με ακόμη
πιο μεγάλα
τηλεσκόπια,
που όμως κι
αυτοί
κατέληξαν στο
ίδιο
συμπέρασμα:
πως κάτι
ακατανόητο
συνέβαινε στη
Σύρο, κάτι που
περιγράφεται
στα βιβλία της
θλίψης ως
προμήνυμα της
έλευσης του
φοβερού
θηρίου. Εκείνο
τον καιρό
γίνανε κι όσα
μας είχε πει η
δασκάλα μας κάποιο
δεκεμβριάτικο
μεσημέρι,
ενάμιση χρόνο
πριν από την
άνοιξη του
εβδομήντα
εφτά, και τότε
μας φάνηκαν
ακατάληπτα: το
καλοκαίρι του
χίλια εννιακόσια
πενήντα εννιά
η Σύρος
μαστιγώθηκε
από ένα ρυπαρό
μίασμα, μια
ακατανόητη
κατάρα, καθώς
το φεγγάρι
είχε πάρει το
έντονο
γαλάζιο χρώμα
που όσοι
ήξεραν έλεγαν
πως σημαίνει
ότι κάποιος
εκδικείται
μια προδοσία·
οι πετεινοί
λαλούσαν
ασταμάτητα
μέρα και νύχτα,
τα ζώα
ψοφούσαν απ' το
φαρμάκι των
φιδιών, η
θάλασσα γέμισε
νεκρά ψάρια, τα
χωράφια
ρημάχτηκαν
από τρομερούς
αρουραίους,
και κάθε πρωί
τα παιδιά
βρίσκανε πάνω
στα βράχια
σαύρες φριχτά
κομμένες στα
δύο — μα ποιο
χέρι
κυβερνούσε το
λεπίδι που τις
έκοβε έτσι; Όσες
γυναίκες ήταν
γκαστρωμένες
εκείνο τον
καιρό στο νησί
γέννησαν όλες
πριν της ώρας
τους παιδιά
ήδη πεθαμένα ή
σακατεμένα,
που πέθαναν
πριν κλείσουν
μήνα, κάμποσοι
άντρες
παλάβωσαν κι
έκοβαν τις
φλέβες τους
πάνω από τα
πηγάδια
παρακαλώντας
το Θεό να τους
συγχωρήσει.
Φυσικά από τις
πρώτες μέρες
άρχισαν
ευχέλαια,
εξορκισμοί,
λιτανείες,
ολονύχτιες
λειτουργίες, περιφορές
ιερών
λειψάνων — δεν
υπήρχε η
παραμικρή
αμφιβολία, ο
διάβολος ήταν
αυτός που
'κρυβε τον ήλιο
κι είχε ρίξει
το θανατικό
στο νησί. Οι
παλιότεροι
θυμήθηκαν και
την
Μπαρμπακούλα,
μ' όλο που δεν είχανε
σημάδι της για
περισσότερα
από είκοσι
χρόνια. Στα
μέσα του
Ιουλίου οι
παπάδες του
νησιού,
ορθόδοξοι και
καθολικοί,
ζήτησαν απ' τον
κόσμο να κάψει
ό,τι είχε στην
κατοχή του και
ήταν πιθανό να
συνδέεται με
το σατανά· κι
έτσι, για τρία
βράδια στις
πλατείες άναβαν
μεγάλες
φωτιές και
έκαιγαν
φυλαχτά,
ματόχαντρα,
χαϊμαλιά,
κομμένες
πλεξούδες
μαλλιών,
ξεραμένα
λουλούδια,
αγαλματάκια,
πονηρά βιβλία,
εικονίτσες,
συνταγές για
το ξεμάτιασμα,
για το γύρισμα
της τύχης, για
να γυρίσει
πίσω ο άπιστος
άντρας, συνταγές
για μάγια που
θα έλυναν τα
μάγια,
σεντόνια που
σε κοίμιζαν
μια και καλή,
μαντίλια που
σε έκαναν να μη
λησμονήσεις
ποτέ,
μπουκάλια μ'
όλα τα μαγικά
φαρμάκια, κι
όλοι
απορούσαν πού
βρέθηκαν τόσα
σύνεργα του
πονηρού στο
νησί, από ποια
μπαούλα τα
ξεκαταχώνιασαν,
καθώς ήτανε
τόσα πολλά, που
έφταναν για να
θρέψουν τρεις
και τέσσερις
φωτιές κάθε
βραδιά. Τα
μεσημέρια, την
ώρα των
εκλείψεων,
όλος ο κόσμος
κλεινόταν στα
σπίτια του —
μόνο οι τρελοί
περπατούσαν
στους δρόμους·
τότε η
Δομένικα
έβγαινε κρυφά
απ' τη μάνα της και
τις
υπηρέτριες
στη βεράντα μ'
ένα κομμάτι
σκούρο γυαλί
στο χέρι για να
δει το χάσιμο
και το φανέρωμα
του ήλιου,
καθώς, την ώρα
που μαύριζε ο
ουρανός, ένιωθε
κάθε φορά να
της
συμβαίνουν
παράξενα πράγματα
που τη γέμιζαν
ύπουλες
ανατριχίλες: η
ελιά στο δεξί
της μάγουλο
έκαιγε σαν να
'χε πυρώσει, και
κάποια αόρατα
χείλη τής
φιλούσαν το
λαιμό και τους
ώμους. Κι όσο
περνούσε η ώρα,
μια
βασανιστική
ηδονή μέλωνε
το κορμί της
και το κάψιμο
στην ελιά
γινόταν όλο
και πιο έντονο,
μα δεν πονούσε
διόλου. Σαν
τέλειωνε η
έκλειψη του
ήλιου, όλα
σταματούσαν· η
Δομένικα βρισκόταν
πεσμένη στη
βεράντα,
λιγωμένη από
τα αλλόκοτα
αγγίγματα —
άραγε ποιοι
αόρατοι
δαίμονες έρχονταν
να της
ξυπνήσουν
μέσα της από
τόσο νωρίς τα
θηλυκά
ένστικτα και
γιατί η ύπουλη
επιθυμία κυρίευε
τόσο έντονα τη
σάρκα της την
ώρα που γύρω
της ο θάνατος φανερωνόταν
παντοδύναμος...
Είχε φτάσει
Δεκαπενταύγουστος,
όταν την
παραμονή της
Παναγίας η
μάνα της την
έντυσε με τα
καλά της και
μαζί με τον
πατέρα και την
Ντίνα μπήκαν
στο πλοίο,
παίρνοντας
μαζί τους πολλές
μεγάλες
βαλίτσες·
έφτασαν στη
Θεσσαλονίκη πριν
το ξημέρωμα.
Και βέβαια την
ημέρα της
Παναγίας
σταμάτησαν
μια και καλή οι
ακατανόητες
εκλείψεις του
ήλιου και το
θανατικό που
ρήμαξε τη Σύρο,
κι όλοι
πίστεψαν πως η
Μεγαλόχαρη
νίκησε το
διάβολο κι
έσωσε το νησί
από βέβαιο
αφανισμό... Χρόνια
αργότερα η
Αύρα έφτασε
στο σημείο να
πάρει για
πρώτη φορά
όρκο στην ψυχή
των γονιών της,
προκειμένου
να πείσει τη
Δομένικα πως
δεν είχε
κανένα
απολύτως
σημάδι που να
φανέρωνε ότι
το κακό του καλοκαιριού
του χίλια
εννιακόσια
πενήντα εννιά
οφειλόταν στη
δικιά τους φοβερή
ιστορία· ποτέ η
Μπαρμπακούλα
δεν είχε πει
στην Αύρα πως
επρόκειτο να
συμβεί κάτι
τέτοιο στο νησί,
μήτε και η ίδια
μπόρεσε να
καταλάβει
ποιος ήταν ο
σκοπός του
διαβόλου. Η
αλήθεια ήταν
πως, όταν είδε
να παρατραβάει
το κακό,
φοβήθηκε κι
εκείνη πως ο
διάβολος
γύρευε το σώμα
που του είχε
στερήσει πριν
από δέκα
χρόνια, γι'
αυτόν το λόγο
κι είπε στον
άντρα της να
φύγουν από το
νησί και να
πάνε να ζήσουν
στο σπίτι που
'χε αγοράσει
εκείνος για
την αρρώστια
του χρόνια
πριν έξω απ' τη
Θεσσαλονίκη,
πλάι στο
νοσοκομείο
των φυματικών.
Μα, αν στ'
αλήθεια
στόχος του
διαβόλου ήταν
η Δομένικα, τι
τον εμπόδιζε
να κάνει τα ίδια
και στη
Θεσσαλονίκη,
αυτό
σκεφτόταν εκ
των υστέρων η
Αύρα κι έλεγε
πως το
θανατικό της
Σύρου συνέβη
για κάποιον
άλλο λόγο, και
το γεγονός ότι
σταμάτησε
αμέσως μόλις
έφυγαν ήταν
μια απλή
σύμπτωση· γι' αυτό,
όταν η κόρη της,
πάνω στο πλοίο
που τους πήγαινε
στη Σαλονίκη,
της μίλησε για
τα φιλιά των
αόρατων
δαιμόνων, η
Αύρα τής είπε
πως οι
δαίμονες
είναι πάντα
πεινασμένοι
τα μεσημέρια
του
καλοκαιριού
και της έδωσε
ένα μαύρο
μεταξωτό
μαντίλι που 'χε
φυλαγμένο
στον κόρφο της
για να το 'χει
πάντα μαζί της, κι
άμα κανένας
από αυτούς τη
δαγκώσει, να το
βάλει πάνω στη
δαγκωματιά:
ήταν το μαύρο
μαντίλι με το οποίο
ο Δομένικος
σκέπασε το
πρόσωπο της
μάνας του την ώρα
του φόνου... Η
Δομένικα ήταν
στα δώδεκα,
όταν ένα
καλοκαιρινό βράδυ
ξύπνησε με μια
ενοχλητική
φλόγα να καίει
το κορμί της·
τότε είδε στο
αχνό
φεγγαρόφωτο
που 'μπαινε απ'
το ανοιχτό
παράθυρο πως
το ταβάνι του
δωματίου της
ήταν μαύρο.
Στην αρχή
νόμισε πως
έβλεπε όνειρο,
μα έτριψε ξανά
και ξανά τα
μάτια της και
τσίμπησε τα
μάγουλά της
για να
βεβαιωθεί πως
ήταν ξύπνια.
Μέχρι που
ξημέρωσε
έμεινε
ακίνητη στο
κρεβάτι της,
κοιτώντας στο
ταβάνι
πλημμυρισμένη
στον ιδρώτα,
καθώς ένιωθε
πως δε θα
προλάβαινε το
ξημέρωμα, πως
όλη εκείνη η
μαυρίλα θα
κατέβαινε και
θα την έπαιρνε
για πάντα στην
αγκαλιά της. Μα
τη στιγμή που η
πρώτη ακτίνα
του ήλιου
λόγχισε τη
νύχτα, η μαυρίλα
του ταβανιού
έγινε ένα
σύννεφο από
εκατοντάδες
νυχτερίδες,
που βγήκαν
αστραπιαία απ'
το παράθυρο με
φοβερό θόρυβο
κι
εξαφανίστηκαν.
Η Δομένικα τότε
μισοσηκώθηκε
στο κρεβάτι
της κι είδε πως
εκεί χαμηλά το
σεντόνι της
είχε μια
κόκκινη
κηλίδα... Από
κείνη τη νύχτα
η Δομένικα
Φραντζή δεν
ξανάφησε την
Αύρα να μπει
στο δωμάτιό
της πριν από το
μεσημεριανό
ύπνο, και κάθε
βράδυ όταν
ξάπλωνε
έβλεπε τις νυχτερίδες
κολλημένες
στο ταβάνι
απέναντί της· η
ίδια δεν ήξερε
ακόμη τίποτε
για τη σύλληψη
και τη γέννησή
της, μα το
ένιωθε πως τα
πλάσματα
εκείνα είχαν
κάποιον παλιό
κρυφό
λογαριασμό με
το σώμα της, κι η
αίσθηση αυτή
τη γέμιζε με
παράξενες
ανατριχίλες
στο κορμί και
στο νου... Σε όλη
την εφηβεία
της οι σχέσεις
της με τους
άλλους, ακόμα
και με τη μάνα
της, ήτανε εντελώς
τυπικές. Στο
σχολείο της,
όπου κάθε μέρα
την πήγαινε
και την έφερνε
ο σοφέρ του
πατέρα της, τα πάντα
κυλούσαν
αδιάφορα· δεν
είχε φίλες
ούτε και αντάλλασσε
πολλές
κουβέντες με
τις
συμμαθήτριές
της, κι εκείνες
πίσω απ' την
πλάτη της την
έλεγαν ξιπασμένη
καρακάξα και
την
κορόιδευαν
που δε φουσκώνανε
τα στήθια της
σε αντίθεση με
τα δικά τους. Τα
καλοκαίρια
καθόταν με τις
ώρες στο
δωμάτιό της,
άκουγε θλιβερά
τραγούδια στο
ράδιο και
διάβαζε
στίχους και
αλλόκοτες
ιστορίες με
ήρωες που
πάντοτε πεθαίνανε
την ώρα που
έπρεπε. Τα
μεσάνυχτα
έσβηνε το φως
και περίμενε μ'
ανοιχτά τα
μάτια... Ήτανε
Φεβρουάριος
του χίλια
εννιακόσια
εξήντα πέντε,
όταν ένα
μεσημέρι η
Δομένικα πήγε
στη βιβλιοθήκη
του γραφείου
για να πάρει
ένα βιβλίο·
καθώς η πόρτα
ήταν
μισάνοιχτη,
την έσπρωξε
απαλά και είδε
τον πατέρα της
να οπλίζει ένα
ασημένιο
πιστόλι.
Περισσότερο
ξαφνιάστηκε
παρά φοβήθηκε,
μα έμεινε
ακίνητη στην
πόρτα του δωματίου,
καθώς ένιωσε
πως είχε έρθει
πια η ώρα για να
μάθει το
μυστικό του
ακατανόητου
εφιάλτη.
Εκείνος μόλις
την είδε
ταράχτηκε για
μια στιγμή,
αμέσως μετά
όμως το
πρόσωπό του
γαλήνεψε και
την κοίταξε
στα μάτια· έπειτα
από μισό λεπτό
τη ρώτησε
«είσαι έτοιμη;»
κι η Δομένικα
έγνεψε με το
κεφάλι της
καταφατικά.
Τότε ο Νίκος
Φραντζής της
είπε «έλα μαζί
μου...», κατέβηκαν
στον κήπο,
μπήκαν στο
αυτοκίνητο, ο
κυρ Πέτρος, ο
κηπουρός, τους
άνοιξε την
πόρτα και
φύγανε. Ο πατέρας
της οδηγούσε
νευρικά κι
άτσαλα·
φτάσανε στις
παρυφές του
δάσους και
συνέχισαν σε
λασπωμένους χωματόδρομους
με πολλές
στροφές.
Κάποτε
τέλειωσε κι ο
χωματόδρομος,
άφησαν το
αυτοκίνητο
και συνέχισαν
με τα πόδια.
Περπάτησαν
μισή ώρα, ίσως
και
περισσότερο,
ώσπου φτάσανε
μπροστά σ' ένα
κάτασπρο λόφο·
από μακριά
φαινόταν
χιονισμένος,
μα, σαν
πλησίασαν, η Δομένικα
είδε πως ήταν
ολόκληρος
σκεπασμένος
από ένα πυκνό
δάσος δέντρων
με λευκά άνθη:
ήτανε μυγδαλιές,
ένα δάσος από
ανθισμένες
αμυγδαλιές.
Όταν βγήκαν απ'
το αυτοκίνητο,
ο Νίκος τής
είπε: «μπροστά
σου είναι ο
μαύρος λόφος
της Κουπέλας...».
Η Δομένικα τον
κοίταξε
παραξενεμένη,
«...μαύρος;»
ρώτησε
διστακτικά·
εκείνος της
απάντησε με
χαμηλή φωνή
κοιτώντας
ψηλά προς την
κορυφή του
λόφου: «ναι,
μαύρος...» είπε
κι η κοπέλα
ένιωσε μια
παράξενη
ανατριχίλα,
όμοια μ' εκείνες
που τη
δονούσαν τα
μεσημέρια του
καλοκαιριού
του πενήντα
εννιά στη Σύρο,
την ώρα που
κρυβόταν ο
ήλιος... Εκείνο
το απόγευμα η
Δομένικα
άκουσε απ' το
στόμα του
πατέρα της την
ιστορία των
προδομένων
λεπρών του
χίλια
εννιακόσια
δύο, που
τραγουδούσανε
ζωντανοί και
νεκροί
αγκαλιασμένοι,
προσμένοντας
με πίστη τη
γαλήνη, μέχρι
που γίνανε μια
τούμπα από
χώμα που
ανάσαινε για
πολλά χρόνια,
θαρρείς κι η γη είχε
βγάλει ένα
βουζούνι που
φούσκωνε και
ξεφούσκωνε. Κι
έπειτα έμαθε
το πώς ο λόφος
εκείνος γέμισε
αμυγδαλιές
που θέριεψαν
μέσα σε μια
βραδιά, ένα δέντρο
για καθεμιά
ψυχή, καθώς
κάθε ανθός της
φύσης είναι
ένας λυγμός
στον άλλο
κόσμο. Κι ακόμη,
ο Νίκος τής
μίλησε και για
όσα έγιναν τα
χρόνια που
ακολούθησαν
εκείνη τη
νύχτα του
Φεβρουαρίου
του χίλια εννιακόσια
δύο, λόγια θολά
κι αόριστα για
δολοφόνους
και φοβερούς
ληστές που
ανέβηκαν εκεί
πάνω για να
τελειώσουν τη
ζωή τους, για
παράξενους
τυχοδιώκτες
και κουλοχέρηδες
ναυτικούς, που
τους βρήκαν
κρεμασμένους,
ξεκοιλιασμένους
ή
πυροβολημένους
στο λαιμό, για
απογοητευμένους
στρατιώτες
και κοπέλες
που ήπιαν
φαρμάκι και
για κλειστά
κασελάκια με
χέρια κομμένα
απ' τους
καρπούς... Όταν ο
Νίκος
σταμάτησε να μιλά,
είχε βραδιάσει
για τα καλά —
πέρασε σχεδόν
μια ώρα μες στη
σιωπή ώσπου να
ξεκαθαρίσει
κάπως ο νους
της Δομένικας
από την ομίχλη
των αλλόκοτων
ιστοριών και
των
ακατανόητων
υπαινιγμών.
Κάποτε
κοίταξε και πάλι
το λόφο της
Κουπέλας· ήταν
στ' αλήθεια
τόσο μαύρος, που
το σκοτάδι της
νύχτας γύρω
του έμοιαζε με
σούρουπο και
τα μόλις πριν
από λίγο
ολόλευκα άνθη
είχανε γίνει
πια ολόμαυρα,
αληθινά
γεννήματα της
μοναξιάς, της
φρίκης και του
θανάτου. Τότε η
Δομένικα κατάλαβε
πως όλα είναι
μοιρασμένα
ανάμεσα στο
φως και το σκοτάδι
— το πάθος, η
λογική, η αγάπη,
κι όλα αυτά
κόβονται στα
δυο από λεπίδα
τρομερή κι
αλάνθαστη. Κι
ακόμη,
κατάλαβε πως
θα ήταν μάταιο
να του ζητήσει
να την
οδηγήσει ως
την κορυφή του
λόφου, καθώς
ήτανε φανερό
πως ο πατέρας
της κάποτε
είχε
αποφασίσει να μην
ανεβεί ποτέ
ξανά εκεί πάνω.
Όταν μπήκαν
στο αυτοκίνητο,
άρχισε να φυσά
δυνατά ο
άνεμος· λίγο
προτού ο Νίκος
βάλει μπρος, η
κοπέλα τον
ρώτησε αποφασιστικά:
«...πρέπει να
πεθάνεις;».
Εκείνος της
απάντησε
κοιτώντας
μπροστά, μέσα
απ' το τζάμι του
αυτοκινήτου:
«δυστυχώς ένας
άντρας δεν
πεθαίνει όταν
πρέπει,
πεθαίνει όταν
μπορεί...». Όταν
ένα απόγευμα,
μια βδομάδα
αργότερα, η
Δομένικα
άκουσε έναν
πυροβολισμό
την ώρα που
διάβαζε στο
δωμάτιό της, το
ήξερε πως ο
Νίκος
Φραντζής ήταν
πια νεκρός
προτού μπει
τρέχοντας στο
γραφείο του
και τον βρει
πεσμένο
μπροστά στο
παράθυρο με το
ασημένιο
πιστόλι στο
δεξί χέρι. Η
κηδεία του
έγινε την
επόμενη μέρα
με δέκα ανθρώπους
κι έναν παπά,
που με μερικά
χιλιάρικα που
του 'δωσε η Αύρα
εύκολα
πείστηκε να
κηδέψει έναν
αυτόχειρα. Έτσι,
μείνανε οι δυο
τους μες στο
σπίτι, μάνα και
κόρη, μαζί με
τις δύο
υπηρέτριες
και τον κυρ
Πέτρο· ο οδηγός
ερχότανε πια
μόνο τα πρωινά
για να πάει τη Δομένικα
στο σχολείο
—πήγαινε στην
προτελευταία
τάξη του
γυμνασίου— και
τα μεσημέρια
την περίμενε εκεί
και την
γύρναγε πίσω.
Έτσι
περνούσαν οι
μήνες, μέσα σε
μια, θαρρείς,
συμφωνημένη
σιωπή, τυπικές
καθημερινές
κουβέντες κι
απογευματινά
απλανή βλέμματα
μπροστά στα
παράθυρα... Ένα
βράδυ του
καλοκαιριού η
Δομένικα
βρήκε σε
κάποιο κρυφό
ράφι στη βιβλιοθήκη
του πατέρα της
ένα κασελάκι
γεμάτο με ξερά
λουλούδια και
κάτω απ' αυτά
ένα
κιτρινισμένο
σημειωματάριο
του Νίκου
Φραντζή με
διάφορες
ιστορίες
χωρίς τέλος
—ανάμεσά τους
και την
ιστορία της
Κουπέλας—, καθώς
και ένα
δερματόδετο
βιβλίο με όλες
τις σελίδες
του λευκές
εκτός από μία,
όπου διάβασε
γραμμένους με
τρεμάμενο
χέρι τους
στίχους από το
τραγούδι που
προφήτευε το
φίλημα του
Νίκου με το
θάνατο —κι όχι
μονάχα το δικό
του—: «Φλεβάρη
κουτσοφλέβαρε,
πόσο σε καρτερούσα...». Το
Μάιο του χίλια
εννιακόσια
εξήντα εφτά —τρεις
βδομάδες μετά
την επιβολή
της
δικτατορίας— η
Δομένικα
σκότωσε άθελά
της κάποιον
πλανόδιο μανάβη
με ένα της φιλί.
Ο οδηγός που
την
πηγαινοέφερνε
στο σχολείο
εξαφανίστηκε
μαζί με το
αυτοκίνητο
από προσώπου
γης απ' τη
δεύτερη
κιόλας μέρα
του πραξικοπήματος
—αργότερα
έμαθαν πως τον
είχαν
συλλάβει και τον
κρατούσαν—, κι
έτσι τις δυο
πρώτες
βδομάδες η Δομένικα
έμεινε στο
σπίτι· οι φήμες
οργίαζαν και κανείς
δεν ήξερε τι θα
γινόταν, ενώ
μέρα με τη μέρα
φούντωνε ένα
κλίμα
τρομοκρατίας,
συλλήψεων,
βίας, απειλών
και φόβου.
Ωστόσο την
τρίτη βδομάδα
η Δομένικα αναγκάστηκε
να πάει στο
σχολείο, καθώς
τους πήρε στο
τηλέφωνο ο
γυμνασιάρχης
και, φανερά
φοβισμένος,
είπε στην Αύρα
πως πέρασαν απ'
το σχολείο
αστυνομικοί
με πολιτικά
και πήραν
καταστάσεις
με τα ονόματα
των παιδιών
που
απουσίαζαν
από τη μέρα του
πραξικοπήματος·
εξάλλου ήταν
και οι
τελευταίες
μέρες του σχολείου
— αν δεν πήγαινε,
θα έχανε τις
εξετάσεις... Έτσι,
η Δομένικα για
ένα
δεκαπενθήμερο
έπρεπε να πηγαίνει
στο σχολείο
αλλάζοντας
δύο λεωφορεία
και να γυρνά
στο σπίτι της
αργά το
απόγευμα. Την
τέταρτη μέρα στην
επιστροφή
έχασε το
δεύτερο
λεωφορείο ή
εκείνο δεν
πέρασε ποτέ —
δεν είχε
σημασία· η
ουσία είναι ότι
έπρεπε να
περιμένει ως
τις οχτώ το
βράδυ ώσπου να
περάσει το
τελευταίο της
γραμμής για
Ασβεστοχώρι. Για
να σκοτώσει
την ώρα της,
άρχισε μια
νωχελική δίχως
κατεύθυνση
περιπλάνηση
μέσα από
δρόμους και στενά
— ποτέ της ως
τότε δεν είχε
περπατήσει
μοναχή στη
Σαλονίκη. Κι
όποτε
συλλογιόταν
αργότερα τα όσα
έγιναν εκείνο
το απόγευμα,
πιανόταν
συνέχεια στην
ίδια φριχτή
παγίδα· αν δεν
είχε χάσει το
λεωφορείο της εκείνο
το μεσημέρι, αν
καθόταν για
τέσσερις ώρες στη
στάση
περιμένοντας
το επόμενο, αν
δεν είχε βγει
δυο φορές από
δυο
διαφορετικές
γωνίες στο
σοκάκι όπου
παραμόνευε το
κακό, αν δεν
υπήρχε τόση
ερημιά εκείνο
το μεσημέρι, αν
δεν είχαν
συλλάβει τον
οδηγό τους,
τότε δε θα
σωριαζόταν
εκείνος ο
μανάβης
νεκρός μπροστά
της... Έπειτα
όμως
σκεφτόταν πως
όλα ήταν ήδη
προαποφασισμένα
απ' τη στιγμή
της σύλληψής
της, και τότε
όλες οι
προηγούμενες
υποθέσεις
έδιναν τη θέση
τους σε μια: αν
δε γεννιόταν,
δε θα 'χε
σκοτώσει κανέναν,
καθώς δύο
χείλη που
φαρμακώθηκαν
για να δώσουν
θάνατο θα τον
δώσουν
τουλάχιστον
μια φορά, ακόμη
κι αν το
λεωφορείο
ερχόταν με μια
μικρή καθυστέρηση
εκείνο το
μεσημέρι, κι
έτσι το
πρόφταινε, ή αν
δεν έστριβε
στο σοκάκι,
όπου ένας
πλανόδιος
μεθυσμένος
μανάβης με την
καρότσα του
είχε ξεμείνει
από την πρωινή
λαϊκή
περιμένοντας
να πουλήσει
κεράσια και
φράουλες... Την
πρώτη φορά που
πέρασε πρόσεξε
την πολύχρωμη
καρότσα που
έγραφε με
ζωγραφισμένα
κόκκινα γράμματα
«ο φραουλάς»·
καθώς έφευγε
ένιωσε το
λιγωμένο
βλέμμα του να
την τρώει απ'
την κορυφή ως
τα νύχια. Θα
πέρασε ένα
τέταρτο της
ώρας, όταν το
βήμα της την
έφερε από το
ίδιο στενό· όλα
τα υπόλοιπα
έγιναν τόσο
γρήγορα, που
δεν πρόφτασε
να σκεφτεί
τίποτε: ο
άντρας —θα 'ταν
καμιά
σαρανταριά
χρόνων, μάλλον
αδύνατος με
μαύρα νύχια, το
στέρνο του
γεμάτο με τρίχες
και το χνότο
του βρομούσε
ούζο— πήγε
επάνω της με
μάτι
γλαρωμένο. Την
άρπαξε απ' το
μπράτσο χωρίς
να πει
κουβέντα και
την έσυρε ως τη
γωνιά με το καρότσι
του· η κοπέλα
δεν έβγαλε κιχ,
θες από φόβο
(τόσα και τόσα
ακούγονταν
για δράκους
εκείνα τα
χρόνια), θες από
μια θολή
συγκεχυμένη
επιθυμία, θες
από μια
ξαφνική
διάθεση
παραίτησης,
αφέθηκε σαν
άψυχο σώμα στο
έλεος εκείνης
της επίθεσης. Ο
μανάβης την έσφιξε
απ' τους ώμους
και σαν
μανιασμένος
γύρεψε τα χείλη
της — δε
δυσκολεύτηκε
να τα βρει. Μα,
όταν τα χείλη
του κόλλησαν
στα χείλη της,
ένιωσε έξαφνα
το σφίξιμο των
χεριών του να
χαλαρώνει, τα
μάτια του πετάχτηκαν
απ' τις κόχες
τους, το
πρόσωπό του
έχασε όλο το
αίμα και
συσπάστηκε σε
μια
τρομακτική
μάσκα τρόμου
και απορίας,
πισωπάτησε
τρεκλίζοντας,
πιάνοντας με
τις παλάμες
του το λαιμό
του, κι έπειτα σωριάστηκε
ανάσκελα
επάνω στην
καρότσα του,
πάνω στις
φράουλες,
βγάζοντας ένα
στιγμιαίο
ξερό ρόγχο. Η
Δομένικα
έπιασε το
σφυγμό του,
όπως της είχαν
μάθει στο σχολείο
στις πρώτες
βοήθειες: ήταν
νεκρός· είχε
πεθάνει
κεραυνοβολημένος
από μια
υπερφυσική
δύναμη, τη
στιγμή
ακριβώς που τα
χείλη του
ενώθηκαν με τα
δικά της... Το
ίδιο βράδυ η
Αύρα
αναγκάστηκε
να της τα πει
όλα. Η Δομένικα
μπήκε στο
σπίτι στις
εννιάμισι το
βράδυ, κίτρινη
σαν το φλουρί,
παραμέρισε
χωρίς να
κοιτάξει τη
μάνα της (που
κεντούσε ένα
μαύρο αγκαθερό
λουλούδι σ' ένα
μαντίλι) και
τρέχοντας κλειδώθηκε
στην κάμαρά
της. Η Αύρα
κατάλαβε
αμέσως· το
περίμενε από
χρόνια να
συμβεί το κακό
και κάθε βράδυ
έλεγε ξανά και
ξανά στον
εαυτό της τα
λόγια που σχεδίαζε
να πει στην
κόρη της την
ώρα αυτή. Με
σταθερό βήμα
ανέβηκε στο
δωμάτιό της,
χτύπησε την
πόρτα και
χωρίς να
περιμένει
απάντηση την
άνοιξε και
μπήκε μέσα· στο
δωμάτιο
υπήρχε πηχτό
σκοτάδι, ακόμη
και το παντζούρι
του παραθύρου
ήταν κλειστό·
περισσότερο μάντεψε
πως η κόρη της
καθόταν
κουλουριασμένη
στη γωνία του
κρεβατιού και
ψηλαφητά
βρήκε την καρέκλα
του γραφείου
της και
υπολόγισε πως
κάθισε απέναντί
της. «Η ανάσα μας
είναι ο
επιθανάτιος
ρόγχος των
άλλων· ο
θάνατος
πάντοτε
προϋπάρχει
και η ζωή
τρέφεται από
αυτόν...» είπε
όταν
αποφάσισε να
μιλήσει· τη
φράση της την
ακολούθησε
μια επώδυνη
σιωπή. Τότε
πήρε βαθιά
ανάσα κι
άρχισε
χαμηλόφωνα να
διηγείται στην
κόρη της όλα
όσα ήξερε για
τη ζωή της,
ακόμη κι αυτά
που είχε
ακούσει για
τον
παπα-Τζιάκομο
και την αύρα που
φύσηξε την ώρα
που
βαφτιζόταν
στο Σαν
Τζορτζή. Δεν
άφησε τίποτε
κρυφό για τον
εαυτό της,
μίλησε ακόμη
και για το
ακατονόμαστο
σχέδιο της
Μπαρμπακούλας,
για τη λαγνεία
που ένιωθε
όταν την
έλουζε η γριά μάγισσα
και για την
ηδονή που τη
μαστίγωσε σαν
έσμιξε με το
Δομένικο στο
μοναδικό
ερωτικό
αγκάλιασμα
της ζωής της.
Όταν έφτασε
στη δολοφονία
της γριάς,
μετέφερε κατά
λέξη τη φοβερή
κατάρα που
εκείνη ξεστόμισε
ψυχορραγώντας,
και πήρε όλη
την ευθύνη
πάνω της, και
για το φόνο και
για το
στοίχειωμα
του σημαδεμένου
βαρκάρη στη
βορειοδυτική
θάλασσα της
Σύρου· όταν
πάλι μίλησε
για το φριχτό
φαρμάκι που
στάλαξε στα
χείλια της
κόρης της σαν
ήτανε βρέφος,
είπε πως έτσι
πίστευε ότι θα
προστάτευε τη
ζωή του
παιδιού της,
πως η ζωή
τρέφεται με
ζωή, πως έκανε
ό,τι έκανε γιατί
καθετί άλλο θα
ήταν αντίθετο
στη φύση·
θέλησε να
σώσει την κόρη
της από μια
κατάρα,
μετατρέποντας
το σώμα της σε
όργανο
ακαριαίου
θανάτου για όποιον
εκείνη
ερωτευτεί,
γιατί η φύση
διδάσκει να
ζεις γεννώντας
και
σκοτώνοντας.
Και τις
ατέλειωτες
ώρες των
τυραννικών
σκέψεων των
χρόνων που
ακολούθησαν
μες στη σιωπή
και τη μοναξιά,
η Αύρα Φραντζή
είχε
καταλήξει πως
ο θάνατος
προϋπάρχει
της ζωής, βρίσκεται
μέσα στη σπίθα
της
δημιουργίας,
στους
σπασμούς της ηδονής
και της
γέννησης, στα
τρυφερά
αγγίγματα, στο
λαχάνιασμα
και στον
ιδρώτα, στην
υγρασία των ματιών...
Κάπου εκεί
τέλειωσε την
αφήγησή της —
ήταν ένας
ατέλειωτος
μονόλογος, που
διέτρεξε τη
νύχτα σαν εφιάλτης
και σταμάτησε
λίγο πριν απ' το
ξημέρωμα. Πέρασαν
κοντά δέκα
λεπτά μες στη
σιωπή. Έπειτα η
Δομένικα είπε
μόνο μια
πρόταση: «στ'
αλήθεια, θα
'σουν η καλύτερη
μάνα του
διαβόλου...». Αυτή
ήταν και η
μοναδική
κουβέντα της
Δομένικας προς
τη μάνα της
μέχρι τη μέρα
που έφυγε από
το σπίτι τους
τέσσερις μήνες
αργότερα· όλον
αυτόν τον
καιρό
συναντιόντουσαν
στο σπίτι σαν
δυο σκιές, και
δεν
κοιτάχτηκαν
στα μάτια ούτε
για μια φορά. Η
Αύρα δεν
προσπάθησε να
την κάνει να
μιλήσει, απλά
συνεννοούνταν
μαζί της τις
ώρες των
γευμάτων με
μισόλογα για
τα απολύτως
αναγκαία, στα
οποία η
Δομένικα
απαντούσε με
ένα κούνημα του
κεφαλιού της.
Έδωσε τις
εξετάσεις της
στα μέσα του
Ιουνίου· το
καλοκαίρι που
ακολούθησε δε
βγήκε απ' το
σπίτι της ούτε
μια φορά. Όλη τη
μέρα καθόταν στο
δωμάτιό της
διαβάζοντας
το ίδιο μαύρο
δερματόδετο βιβλίο
με ποιήματα
δαιμονισμένων
ποιητών του προηγούμενου
αιώνα. Τη μέρα
του
Σεπτεμβρίου
που ανακοινώθηκαν
τα
αποτελέσματα
κι έμαθε πως
πέρασε στην
Παιδαγωγική
Ακαδημία της
Θεσσαλονίκης
—το ίδιο κιόλας
μεσημέρι— η
Αύρα τής είπε
πως θα 'ταν
καλύτερο για
τις σπουδές
της να μείνει σ'
ένα από τα
διαμερίσματα
που είχε
αγοράσει στο
κέντρο της
πόλης ο Νίκος
Φραντζής τον
πρώτο καιρό
που ήρθανε από
τη Σύρο· της
έδωσε το
κλειδί, ένα
χαρτί που
έγραφε τη
διεύθυνση,
καθώς και ένα
βιβλιάριο μ'
έναν
τραπεζικό
λογαριασμό, λέγοντάς
της πως ο Νίκος
Φραντζής της
είχε αφήσει όλη
του την
περιουσία και
πως, μ' όλο που
ήταν ανήλικη,
είχε
συνεννοηθεί
εκείνη με την
τράπεζα και η Δομένικα
θα μπορούσε να
τραβάει λεφτά
όποτε ήθελε·
τέλος, της είπε
πως είχε
φωνάξει
τρίκυκλο για
το πρωί της
επομένης να
πάρει τις
βαλίτσες της
και όσα έπιπλα
χρειαζόταν. Η
Δομένικα τα
άκουσε όλα
αυτά αμίλητη
κι ανέκφραστη,
μα από μέσα της
συμφώνησε με
τη μάνα της —
αυτή θα ήταν η
καλύτερη λύση
και για τις δυο
τους. Όταν την
άλλη μέρα το
μεσημέρι ο
τρικυκλάς τα φόρτωσε
όλα κι έβαλε
μπρος τη
μηχανή, εκείνη
του ζήτησε να
περιμένει για
λίγο· μπήκε στο
σπίτι κι είδε
τη μάνα της να
κοιτά με
βλέμμα
απλανές το
παράθυρο που
'βλεπε στον
κήπο. Τότε
πρόσεξε για
πρώτη φορά πόσο
όμορφη ήταν η
Αύρα: είχε
περάσει πριν
από δυο χρόνια
τα σαράντα και
μόλις είχαν
αρχίσει να
γκριζάρουν τα
μαλλιά της, μα
αυτό μεγάλωνε
τη γοητεία της,
έμοιαζε με τις
φιγούρες που
διάλεγαν οι
λαϊκοί
ζωγράφοι των
αρχών του
αιώνα για να
παραστήσουν
τη θλίψη, τη
νοσταλγία και
τη λήθη. Η
μητέρα της
μίλησε χωρίς
να γυρίσει να
την κοιτάξει:
«...θέλεις να σου
πω καλή τύχη;»· η
Δομένικα
ένιωσε πως
είχε κάποτε
ξαναζήσει την
ίδια στιγμή, «τι
θα κάνεις;» τη
ρώτησε. Η Αύρα εξακολούθησε
να κοιτάει τον
κήπο από το
παράθυρο: «θα
περιμένω... τη
γαλήνη, το
διάβολο ή
ακόμα και σένα
να με φιλήσεις
στα χείλη...».
Τότε η κόρη της,
μετανιωμένη
φανερά για τη
στιγμιαία
τρυφερότητα που
έδειξε, της
είπε ξερά «σ' το
'χω πει, θα 'σουν
η καλύτερη
μάνα...» κι
έπειτα έφυγε
βιαστικά. Τα
δύο χρόνια που
η Δομένικα
σπούδασε στην
ακαδημία
κύλησαν μέσα
στην απόλυτη
μονοτονία·
πήρε το πτυχίο
της χωρίς κόπο
διαβάζοντας
μηχανικά, ίσως
γιατί εκείνες
ήταν οι μόνες
ώρες που
ξεχνιόταν
λίγο από τα όσα
τυραννούσαν
την ψυχή της. Τα
απογεύματα
έβγαινε μακριές
ατέλειωτες
βόλτες στα
στενά σοκάκια
της Άνω Πόλης
και στις
παρυφές του
δάσους· δεν
ήταν λίγες οι
φορές που την
πήρε στο
κατόπι κάποια
σκιά μετά το
σούρουπο, μα
εκείνη
πρόφταινε να
χαθεί πριν πλησιάσει
κοντά της. Στη
σχολή και στη
γειτονιά της
οι σχέσεις της
με τους
ανθρώπους
ήταν ολότελα
τυπικές, καλυμμένες
κάτω από μια
ευγενική
ψυχρότητα· οι
συμφοιτήτριές
της την
κατέταξαν
αμέσως στις
ψηλομύτες, που
δεν
καταδέχονται
να μιλήσουν με
κανέναν, και
γρήγορα
έπαψαν να
ασχολούνται
μαζί της. Κι έτσι
πέρασε ο
καιρός ώσπου
να πάρει το
πτυχίο της: με
τις νυχτερίδες
να μαυρίζουν
κάθε βράδυ το
ταβάνι του
δωματίου, με
αναγνώσεις
μισοδιαλυμένων
βιβλίων,
αγορασμένων
από τα πιο
απίθανα
παλαιοβιβλιοπωλεία,
που στοιβάζονταν
γύρω από το
ξύλινο
γραφείο της
και μελαγχολικές
μουσικές απ' το
ραδιόφωνο. Τη
μέρα της
ορκωμοσίας
της, ντυμένη με
τα καλά της
ρούχα, πήρε από
το μεσημέρι το
δρόμο για το
δάσος· για
πολλές ώρες
περπάτησε σαν
μαγεμένη
ανάμεσα στα
πεύκα, σε
ανηφόρες, χαντάκια
με τσαλιά που
έγδερναν και
μονοπάτια που άρχιζαν
και τελειώναν
χωρίς να
βγάζουν
πουθενά. Κάποτε,
κι ενώ το
απόγευμα είχε
βαρύνει για τα
καλά, βγήκε σ'
ένα ξέφωτο και
αντίκρισε
κάτι που είχε
ξαναδεί μια
παγερή
χειμωνιάτικη
νύχτα πριν από
χρόνια: ένας
ολόλευκος
λόφος, που
ρόδιζε μιαν
ιδέα από το μούχρωμα
του δειλινού,
ορθωνόταν
μπροστά της,
ένας λόφος
όπου οι
αμυγδαλιές
ανθίζαν από το
Φλεβάρη ως τον
Αύγουστο, οι
αγκαλιασμένοι
λεπροί
γύρευαν μια ακόμη
ευκαιρία κι ο
άνεμος τα
βράδια
μιλούσε με λόγια
ανθρώπινα κι
έδινε
παραγγέλματα
για τη ζωή, τον
έρωτα και το
θάνατο των
απελπισμένων,
όπως είχε
διαβάσει στο
κιτρινισμένο
σημειωματάριο
του Νίκου
Φραντζή. Όταν
έπεσε ολότελα
ο ήλιος,
προχώρησε
προς την Κουπέλα
αποφασισμένη
για όλα· σχεδόν
με την πρώτη
βρήκε το
θεόστενο
μονοπάτι που
έβγαζε στην
κορυφή του
λόφου... Ένα
μήνα αργότερα
είχε ήδη
νοικιάσει
σπίτι στη γειτονιά
με το
κοκκινόχωμα.
Ήταν μια
μονοκατοικία, δυο
πατώματα με
κήπο, το
μοναδικό
σπίτι που
βρήκε ελεύθερο
στην περιοχή
που απλωνόταν
στα νότια της
Κουπέλας μετά
το δάσος και
που το πλήρωσε
δυο φορές περισσότερο
από το
κανονικό,
προκαλώντας
ερωτηματικά
και υποψίες
στην
ιδιοκτήτρια
και διάφορα
κουτσομπολιά
σε όλη τη
γειτονιά. Όμως
όλα αυτά διόλου
δεν την
ένοιαξαν·
φρόντιζε να
είναι τυπικά
ευγενική με
όλους,
κρατώντας
τους συνάμα σε
απόσταση. Σε
όσους τη ρωτούσαν
έλεγε πως ήταν
δασκάλα που
περίμενε διορισμό,
εξάλου αυτό
ήταν η αλήθεια,
είχε πράγματι
κάνει τα
χαρτιά της για
να διοριστεί
μονάχα στην περιφέρεια
της
Θεσσαλονίκης,
καθώς δήλωσε
προσωπικό
κώλυμα για
οπουδήποτε
αλλού,
αδιαφορώντας
για την όποια
καθυστέρηση.
Ελάχιστες
φορές έβγαινε
την ημέρα από το
σπίτι της· τη
νύχτα
περίμενε να
σημάνει η
καμπάνα της
εκκλησίας
μεσάνυχτα κι
έβγαινε μέσα
στην ερημιά κι
έπαιρνε το
δρόμο για το
λόφο με τις
παράξενες
αμυγδαλιές.
Δεν ήταν λίγες
οι φορές που
μεθυσμένοι
ξενύχτηδες
έβλεπαν μια
μυστηριώδη
σκιά να
περπατάει
βιαστικά στο
δρόμο για την
Κουπέλα, μα
άντε κανείς να
δώσει βάση στα
λόγια τους, κι
άλλωστε ποιος
θα μπορούσε να
καταλάβει πως
αυτή η σκιά
ήταν η Δομένικα,
καθώς εκείνη
σαν έβγαινε
φορούσε
πάντοτε το
μαύρο πανωφόρι
του πατριού
της. Έτσι
πέρασαν για τη
δασκάλα μας τα
επόμενα πέντε χρόνια,
κι είναι
αλήθεια πως δε
θέλησε να μας
πει περισσότερα
για τούτο το
διάστημα της
ζωής της, ούτε
γι' αυτά που
είδε κι άκουσε
τόσα βράδια
στη Φωλίτσα,
ζώντας μονάχα
για το σφύριγμα
εκείνου του
φοβερού
ανέμου. Ωστόσο
για τον καθένα
υπάρχει η ώρα
που θα
τραβήξει το
ξυλαράκι που
'χει δεμένο το
φτερό του
μαύρου
παπαγάλου, κι η
ώρα αυτή ήρθε
και για τη
Δομένικα.
Χρόνια
αργότερα υπολογίσαμε
πως ήταν το
βράδυ της
δωδεκάτης
προς τη δεκάτη
τρίτη του
μηνός, ένα
βράδυ στα μέσα
του Μαΐου του
χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
πέντε, όταν,
πηγαίνοντας
για την
Κουπέλα, είδε
ένα μικρό
αυτοκίνητο σταματημένο
μπροστά από τη
λεύκα της
μετέπειτα αλάνας
του εκατοστού
πέμπτου — τότε
δεν υπήρχε
ακόμη το εκατοστό
πέμπτο.
Πλησίασε με
βήμα ελαφρύ κι
απ' το παράθυρο
του συνοδηγού
είδε μες στο
αυτοκίνητο
μια πανέμορφη
γυναίκα να
κλαίει
υστερικά και
να παλεύει κάτι
ανάμεσα στα
χέρια της· όταν
η Δομένικα
κατάφερε να
διακρίνει το
σκοινί,
κατάλαβε πως
εκείνη προσπαθούσε
να φτιάξει μια
θηλιά για να
κρεμαστεί από
τη λεύκα.
Στάθηκε
παραδίπλα και
περίμενε· όταν
άνοιξε η πόρτα
του οδηγού και
η πανέμορφη
γυναίκα βγήκε
έξω, η δασκάλα
μας είπε με
σταθερή φωνή:
«δεν είναι εύκολο...».
Εκείνη έβγαλε
μια κραυγή απ'
την έκπληξή
της· την
κοίταξε
έντρομη και τα
υπέροχα μάτια
της μοιάζανε
πυρωμένα, μέσα
τους έσμιγε η
απόλυτη
ομορφιά της
αιώνιας, δίχως
ελπίδα,
αναμονής και ο
άγριος πρωτόγονος
φόβος που
ενώνει θύτες
και θύματα τη στιγμή
ακριβώς του
φόνου. Η
Δομένικα την
ερωτεύτηκε
από εκείνη τη
στιγμή· «αν
θέλεις να
πεθάνεις,
υπάρχει κι άλλος
τρόπος...» της
είπε και
βγάζοντας από
τον κόρφο της
το μαύρο
μεταξωτό
μαντίλι, που 'χε
από τη μάνα της
για τις
δαγκωματιές
των δαιμόνων,
της σκούπισε τα
δάκρυα. Το ίδιο
βράδυ
ανέβηκαν στην
Κουπέλα και
σμίξανε
έξαλλα πάνω
στο χώμα της
Φωλίτσας, ενώ ο
άνεμος
σφύριζε
μανιασμένα
ανάμεσα από τα
κλαδιά: «φίλησε...
φίλησε...
φίλησε...». Η
Τζίλντα, όπως
μας είπε η
κυρία
Δομένικα,
ήτανε η πρώτη
χορεύτρια σε
ένα καμπαρέ
από τα
σχετικώς γνωστά
στην άλλη
πλευρά της
πόλης, μα, καθώς
άφησε να
εννοηθεί η
δασκάλα μας, κάποιες
φορές
εξυπηρετούσε
κι αλλιώς
πελάτες και
αφεντικά κι
έτσι έβγαζε
κάμποσα — και
πώς να μη βγάλει
τέτοια
πανέμορφη
γυναίκα που
ήταν. Όμως δεν μπόρεσε
να φτιάξει τη
ζωή της από
τούτα τα λεφτά,
καθώς πλήρωνε
για πολλούς:
πρώτα για να
φροντίζουν τη
μάνα της, μια
πρώην
μοδίστρα, που
'χασε το δεξί
της πόδι με
γάγγραινα από
κάποιο λάθος
των γιατρών,
όταν η
Παρασκευή
—γιατί αυτό
ήταν το
βαφτιστικό
της Τζίλντας—
ήταν στα
δώδεκα, κι
έκτοτε
παραδόθηκε στο
άνευ ορίων
φαγητό και
στις μορφίνες
που
καπακώνουν τον
πόνο και
φέρνουν την
πλήρη
ασυνειδησία,
έπειτα για τον
αδερφό της που
μπαινόβγαινε
στα αναμορφωτήρια
και στις
φυλακές
ανηλίκων και,
τέλος, για την
πρέζα που ήταν
γι' αυτήν
καθημερινή
ανάγκη^ έβρισκε
στις άσπρες
γραμμές μια
παγερή
παραίσθηση
που ωστόσο γέμιζε
κάπως το κενό
μιας
στερημένης
από όνειρα ζωής
και έδιωχνε
μακριά τη
φριχτή
αίσθηση ότι
ρημάζει χωρίς
χαρά, χωρίς
λαχτάρα, χωρίς
εντέλει να περιμένει
τίποτε —
εξάλλου μια
παρόμοια
μονιμότερη παραίσθηση
γύρευε και
εκείνη τη
βραδιά κάτω
από τη λεύκα
της αλάνας... Απ'
όσα
καταλάβαμε
από ένα
σκοτεινό
μισοκατεστραμμένο
γράμμα της
προς τη
δασκάλα μας,
αυτό που
εκείνη
αντέγραψε στο
έκτο κόκκινο
τετράδιό της, η
Τζίλντα στον
έρωτά της με τη
Δομένικα
δόθηκε ολόψυχα
με κάθε ικμάδα
ζωής που είχε
μέσα της· ζούσε
χωρίς να
περιμένει
τίποτε, γύρευε
το θάνατο όταν
τη συνάντησε,
και την
αγάπησε με
πάθος
μελοθάνατου,
δίχως
αμφιβολίες
και
δισταγμούς.
Σχεδόν κάθε
βράδυ, σαν
τέλειωνε από
το μαγαζί,
πήγαινε με το
αυτοκίνητό
της στην
Κουπέλα,
ανέβαινε το
μονοπάτι, που
αργότερα εμείς
θα ονομάζαμε
Θάνατο, κι εκεί,
στη γούβα της Φωλίτσας,
συναντιότανε
με τη Δομένικα.
Η Τζίλντα μόνο
άπειρη δεν
ήταν στα
ερωτικά
σμιξίματα·
ποτέ της όμως
δεν πίστεψε
ότι μπορούσε
να υπάρξει στη
φύση τόση
ηδονή όση αυτή
που τη δονούσε
σαν έσμιγε με
τη δασκάλα μας.
Όταν
αγκαλιαζόταν
μαζί της, το
κορμί της άνοιγε
σαν
εκατόφυλλο
τριαντάφυλλο,
και το είναι της
φούσκωνε πέρα
από κάθε όριο,
έσκαγε
πλημμυρισμένο,
κι εκείνη
ούρλιαζε,
κατρακυλώντας
στην άβυσσο
ενός θανάτου
όπου τα
σφυρίγματα
του έξαλλου
ανέμου έβρισκαν
επιτέλους το
αντίκρισμά
τους. Η
Δομένικα, πάλι,
για πρώτη φορά
στη ζωή της
μέθυσε τρελά
από την
απελπισία
εκείνης της
πανέμορφης
γυναίκας, που
γινότανε
σημαία για μια
παράξενη
επανάσταση ενάντια
στο καταραμένο
πεπρωμένο,
ενάντια στη
λογική,
ενάντια στην
ίδια τη ζωή της,
που ήξερε,
τελεσίδικα
πια, ότι θα
τέλειωνε
χίλιες νύχτες
υστερότερα
από τη δωδέκατη
νύχτα του
Μαΐου του
χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
πέντε. Δόθηκε
στους
καταρράχτες
της ηδονής, σμίγοντας
με κάθε τρόπο
με τη θεσπέσια
σάρκα της
Τζίλντας, μα
δεν τη φίλησε
ποτέ στο στόμα
γιατί θα τη
σκότωνε στη
στιγμή· κι όταν
εκείνη θέλησε
να τη φιλήσει,
της είπε απλά
πως αυτό δε θα
γίνει ποτέ... Και
κάθε φορά που
αποχωρίζονταν,
λίγο πριν απ' το
ξημέρωμα, έβγαζε
από την
εσωτερική
τσέπη του
παλτού της ένα
κόκκινο
τριαντάφυλλο
(το 'βρισκε κάθε
πρωί στο περβάζι
του παραθύρου
της, άγνωστο
από ποιον), το
φιλούσε και το
'δινε στην
Τζίλντα. Δεν
της αποκάλυψε
τη φοβερή
ιστορία της,
μήτε της είπε
για την κατάρα
της Μπαρμπακούλας
και για τις
χίλιες μέρες
που άρχισαν να
μετρούν από
την ημέρα της
γνωριμίας
τους, ίσως γιατί
δεν ήθελε να
θολώσει τον
έρωτα της
Τζίλντας με
ενοχές... Κι όταν
εκείνη την
πίεσε επίμονα
κάποια βραδιά
για να μάθει το
μυστικό της, η
Δομένικα της
απάντησε αυτό
που είχε πει
και σε μας, πως
για να συναντηθούν
δυο άνθρωποι
χρειάζονται
ατέλειωτοι
ωκεανοί από
αίμα μες στους
αιώνες· εφόσον
συναντήθηκαν,
το αίμα είχε
ξεχειλίσει
από την τάφρο
και τα μυστικά
δεν είχανε πια
καμιά σημασία.
Στις αρχές Ιουλίου,
όταν
ανακοινώθηκε
ο διορισμός
της σ' ένα
σχολείο της Καλαμαριάς
μετά από πέντε
χρόνια
αναμονής, ήταν
αποφασισμένη
να μην τον
δεχτεί, καθώς
δεν ήθελε να φύγει
από τη
γειτονιά με το
κοκκινόχωμα —
εξάλλου δεν
είχε
οικονομικό
πρόβλημα. Μα,
όταν κατέβηκε
στα γραφεία
της
διεύθυνσης,
στο κέντρο της
πόλης, για να
αρνηθεί το
διορισμό, η
τύχη τής
χαμογέλασε:
της προτάθηκε
αμοιβαία
αλλαγή με μια
θέση στο
εκατοστό πέμπτο
δημοτικό
σχολείο
Θεσσαλονίκης,
που θα λειτουργούσε
για πρώτη φορά
εκείνη τη
χρονιά.
Δέχτηκε τη
θέση αμέσως·
δυο μέρες
νωρίτερα είχε
δει τυχαία τις
αίθουσες που
ετοιμάζονταν:
έξω από το
παράθυρο της
τάξης θα
έβλεπε στα
πέντε μέτρα τη
λεύκα κάτω από
την οποία
συνάντησε την
Τζίλντα μια
μαγιάτικη
βραδιά, κι αυτό
το θεώρησε
σημάδι του
πεπρωμένου.
Στις δέκα Σεπτεμβρίου
συναντήθηκαν
σ' εκείνη την
αίθουσα οι πέντε
δάσκαλοι του
σχολείου και ο
Κερατένιος
τους μοίρασε
σε τάξεις·
εκείνη θα
έπαιρνε το
άλφα ένα, δηλαδή
το τμήμα των
αγοριών της
πρώτης
δημοτικού — είχαν
εγγραφεί
πολλά παιδιά
στην πρώτη
δημοτικού και,
καθώς δε θα τα
χωρούσε η τάξη,
ο Κερατένιος
τη χώρισε σε τμήμα
αγοριών και
τμήμα
κοριτσιών.
Στις
δεκατρείς του
μηνός, κι ενώ η
κυρία Πανδώρα
είχε ήδη κόψει
από τον κήπο
της κόκκινο
τριαντάφυλλο
και περίμενε, η
κυρία
Δομένικα
έβαλε στην
τσάντα της το
παλιό ασημένιο
ρολόι του
πατριού της
και ξεκίνησε
για το σχολείο... [...] |
|