Θανάσης Τριαρίδης

 

Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα

 

 

 

6. [Η Δομένικα Φραντζή και η Τζίλντα]

απόσπασμα από το γ΄ κεφάλαιο, σελίδες 251-271

 

 

 

 

          Αν θες να κλάψεις, κλάψε, μην αφήσεις όμως το χέρι μου...» άκουσα πίσω μου το Μεγάλο Πρόδρομο να λέει στο Γιώργο εκείνο το παγωμένο δειλινό της πρώτης Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, όταν κατεβαίναμε το Θάνατο κι ήμασταν όλοι μας πιασμένοι χέρι χέρι, όπως μας είχε παραγγείλει η δασκάλα μας, γιατί όποιος ξέμενε μονάχος σε κείνο το μονοπάτι μπορεί να χανόταν μες στο σκοτάδι, να τον άρπαζαν στην αγκαλιά τους οι δαίμονες και να μην τον άφηναν ποτέ να γυρίσει πίσω. Αυτά είχε στο νου του κι ο Μεγάλος Πρόδρομος κι έσερνε με το στανιό το Γιώργο μαζί μας, μ' όλο που εκείνος τραβιόταν ουρλιάζοντας και κλοτσούσε σαν αγριοκάτσικο, καθώς ήθελε να μείνει επάνω να χορέψει μαζί με την κυρία Δομένικα στο σφύριγμα του ανέμου· όμως η παλάμη του Μεγάλου Πρόδρομου τον έσφιγγε σαν τανάλια. Κι όταν φτάσαμε κάτω, στην αρχή του Θανάτου, ο Μεγάλος Πρόδρομος χαλάρωσε λίγο το σφίξιμό του. Ο Γιώργος τού ξέφυγε και πήγε να ξανανέβει τρέχοντας στο θεόστενο μονοπάτι, μα πρόφτασε ο Σώτερ και κάνοντας μια βουτιά τον έπιασε από τη μέση· κυλίστηκαν κι οι δυο τους καταγής. Ο Γιώργος, λες κι είχε λυσσάξει, ψιθύριζε λόγια ακατάληπτα, τίναζε τα χέρια και τα πόδια του, τα σάλια του άφριζαν· ο Σώτερ τότε, πεσμένος καθώς ήταν, τον έπιασε δυνατά από τους ώμους, «κατάλαβέ το...» του φώναξε, «δεν τρέμει το πιγούνι της για σένα...». Και τούτες οι κουβέντες του Σώτερ φαίνεται πως χτύπησαν το Γιώργο σαν μαχαιριές, καθώς έπαψε στη στιγμή τα παραμιλητά του, τα μάτια του σκοτείνιασαν κοιτώντας ανέκφραστα στο κενό, και, μ' όλο που ο Σώτερ σηκώθηκε όρθιος, εκείνος έμεινε κάτω ακίνητος, ξαπλωμένος ανάσκελα· εμείς στεκόμασταν γύρω του σιωπηλοί. Πέρασε κάμποση ώρα· κάποια στιγμή ο Γιώργος σηκώθηκε έξαφνα και προσπερνώντας μας σαν υπνοβάτης χάθηκε στην κατηφορίτσα που 'βγαζε στον Πύργο. Όπως περνούσε πλάι μου, μάλιστα, τον άκουσα να λέει άψυχα και κοφτά μέσα απ' τα δόντια του: «θα βάλω φίμωτρο στο αρνί, να μη μου φάει το λουλούδι...».

          Την επομένη, μια ώρα πριν χτυπήσει το καμπανάκι (κανονικά ήμασταν πρωινοί, μα για εκείνη τη μέρα το μάθημά μας είχε μετατεθεί στην απογευματινή βάρδια, καθώς το πρωί θα ερχόταν γιατρός για να εξετάσει το τμήμα της πρώτης, που είχε μάθημα το απόγευμα), μαζευτήκαμε στα Βαρέλια, προκειμένου να βάλουμε σε μια σειρά τα όσα είχαμε δει κι είχαμε ακούσει την προηγουμένη. Ήμασταν, θυμάμαι, όλοι μας αρκετά εκνευρισμένοι, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο· μάλλον ήταν η αδυναμία μας να κατανοήσουμε την παρακλητική σιωπή αυτών που χάθηκαν, τα αινιγματικά μισόλογα της κυρίας Δομένικας, τον ξέφρενο χορό της στο σφύριγμα του ανέμου: κάποια στιγμή την προηγούμενη μέρα νομίσαμε πως είχε έρθει η ώρα να μάθουμε το μυστικό της δασκάλας μας, μα εντέλει βρεθήκαμε ακόμη περισσότερο μπερδεμένοι κι ο καθένας μας πια έβαζε με το νου του το οτιδήποτε, χωρίς να μπορεί για τίποτε να έχει μια σιγουριά. Μόνο ο Γιώργος —που έμοιαζε να μην έχει συνέλθει από την παράξενη νάρκη που τον κατέλαβε στο τέλος του προηγούμενου απογεύματος— καθόταν σκυμμένος στο βαρέλι του κι είχε όλη του την προσοχή στραμμένη στο άσπρο μαντίλι που είχε ανοίξει στα γόνατά του, ολωσδιόλου αδιάφορος για όλα εκείνα που μας αναστάτωναν — κάτι κεντούσε επίμονα με μακριά βελόνα και μαύρη κλωστή (όπως έμαθα αργότερα, τα είχε πάρει απ' το μαύρο πανέρι που ο πατέρας του έκρυβε κάτω απ' το κρεβάτι του). Κι αφού πέρασαν μερικά λεπτά που κανένας δε μιλούσε κι ο εκνευρισμός μεγάλωνε ολοένα, πήρε το λόγο ο Σώτερ — όλοι το παραδεχόμασταν πως ήταν αυτός που μπορούσε καλύτερα από κάθε άλλον να συνδέει τα πράγματα αναμεταξύ τους, όχι βέβαια πως περιμέναμε να ξεδιαλύνει τις παλιές και καινούριες απορίες μας, ίσως όμως κατάφερνε, όσο ήταν δυνατόν, να τις βάλει σε μια τάξη... Και βέβαια, το πρώτο για το οποίο μίλησε ήταν εκείνη η κουβέντα της κυρίας Δομένικας για το θάνατο, που με βήμα λύκου και μάτια πελαργού κάθε μέρα την πλησίαζε όλο και περισσότερο· τι να εννοούσε άραγε με τούτο η δασκάλα μας, αναρωτήθηκε ο Σώτερ... Στα σίγουρα δε μιλούσε για τον αόριστο εκείνο θάνατο που κάποτε αναπάντεχα θα κοιμίσει την κάθε ζωντανή ύπαρξη, μα για κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο, για κάτι ορισμένο ξεκάθαρα που προφανώς αφορούσε εκείνη την ίδια, χωρίς περιθώριο για υπαναχώρηση, μιλούσε για κάτι που δεν ξεγίνεται πια, όπως το τσίμπημα φαρμακερού φιδιού. Κι αυτός ο αναπόφευκτος θάνατος είχε αναμφίβολα σχέση με εκείνες τις χίλιες μέρες που τραύλιζε ότι της δόθηκαν· από ποιον όμως κι από πότε άρχισαν να κυλούν; Κοντά σ' αυτά ήταν κι εκείνο το εξαψήφιο νούμερο που, το δίχως άλλο, έκρυβε την ημερομηνία του επερχόμενου θανάτου της, μα ποιος μπορούσε να βάλει τους αριθμούς στη σωστή σειρά; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα ο Σώτερ δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Εξάλλου ήταν κι άλλα πολλά που έμεναν αναπάντητα: τι γύρευε τις νύχτες η κυρία Δομένικα σε κείνον το μαγεμένο λόφο της Κουπέλας· ποιον βάραινε η κατάρα των λεπρών που παγώσαν αγκαλιασμένοι πριν από τόσα χρόνια — γιατί τι άλλο εκτός από κατάρα μπορούσε να είναι εκείνο το φριχτό σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα απ' τις αμυγδαλιές· κι άραγε ποιος όριζε τους δαίμονες που σαν ίσκιοι παραφύλαγαν τις νύχτες πίσω από τους κορμούς των δέντρων; Κι ακόμη: τι εννοούσε η δασκάλα μας σαν μιλούσε γι' αυτή που πρώτα της έδωσε τη ζωή κι έπειτα της έδωσε και το φαρμάκι; Γιατί μουρμούριζε για κείνες τις παλιές ακατανόητες εκλείψεις του ήλιου; Ποιος ήτανε ο βαρκάρης με το ξουραφιασμένο πρόσωπο; Τι γύρευαν από εκείνη οι αετοί που 'χαν στα νύχια τα κομμένα κεφάλια των ανθρώπων που έκλαιγαν; Ποιο μυστικό κρυβόταν στη μαύρη κρεατοελιά του προσώπου της, στο αλλόκοτο κόκκινο των χειλιών της, στα δίχως ρώγες στήθη της που γύμνωσε μπροστά στα μάτια μας; Και, το κυριότερο, για ποιον τρεμούλιαζε το πιγούνι της, για ποιον πέφταν οι βλεφαρίδες της τα πρωινά, για ποιον το χέρι της χάραζε εκείνο το

 

ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

 

επάνω στο σκληρό χώμα της Φωλίτσας; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που μας αράδιασε ο Σώτερ κι έπειτα σώπασε. Κανείς μας δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτε, να βρει μιαν άκρη έστω, κι ο Γιώργος συνέχιζε αμέριμνος να κεντά το μαντίλι του. Σιγά σιγά άρχισε να απλώνεται ένα μουρμουρητό ανάμεσά μας που κατέληξε σε κουβέντα κανονική, μιλούσαμε όλοι μαζί και γινότανε σωστό μπάχαλο· ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι, ο Ζήσης κάθε δύο λεπτά έκανε το σταυρό του λέγοντας «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» κι ο Τζίμης συμπλήρωνε «αμήν», βάζοντας το χέρι ανάμεσα στα σκέλια του, μα κανένας δε γελούσε με τούτη τη σκηνή, όπως συνήθως, ούτε καν ο ίδιος ο Τζίμης, καθώς ήμασταν μπροστά σε ένα μυστήριο αξεδιάλυτο με τη λογική μας, και αυτό μας γέμιζε μ' έναν ύπουλο υπόγειο φόβο, το φόβο του ανθρώπου μπροστά σε κάτι που ξεπερνά τη λογική του... κι ακόμη ανησυχούσαμε πάρα πολύ και για κάτι άλλο: η δασκάλα μας ήταν μπλεγμένη σε κάτι σκοτεινό κι ακατανόητο και κάθε στιγμή μπορούσε να της συμβεί κάποιο φοβερό κακό, ενώ εμείς δε θα ήμασταν στο πλάι της να την υπερασπιστούμε, έχοντας φυλαγμένη μια βιολέτα απ' αυτές που φέρνει ο άνεμος κάτω απ' την μπλούζα μας... Κάποτε ο Μεγάλος Πρόδρομος χτύπησε με δύναμη τις παλάμες του και σταμάτησε η φασαρία. Τότε πήρε ξανά το λόγο ο Σώτερ: «το μόνο που μας μένει είναι να στήνουμε καρτέρι κάθε βράδυ στην ανηφορίτσα πριν απ' το μονοπάτι που είναι ίδιος ο θάνατος... Όποτε δούμε την κυρία Δομένικα να ανεβαίνει, θα την ακολουθήσουμε να μάθουμε τι στο διάβολο συμβαίνει επάνω στον καταραμένο τούτο λόφο... Είμαστε σύμφωνοι;». «Κι άμα μας πάρει στην αγκαλιά του κάποιος από τους δαίμονες του πονηρού...» αναφώνησε τρομοκρατημένος ο Ζήσης. «Άμα μας πάρει, μας πήρε...» άκουσα στη στιγμή πλάι μου τον Αγιούτο να του απαντά. «...Λοιπόν, σύμφωνοι;» ρώτησε ξανά ο Σώτερ· κανείς δε μίλησε, μόνο κουνήσαμε αμήχανα το κεφάλι προς τα κάτω· ναι, ήμασταν σύμφωνοι. Τότε κι ο Γιώργος πέρασε την τελευταία βελονιά στο κέντημά του. Κι όπως σηκωνόμασταν να πάμε για το μάθημα, κοίταξα στα κλεφτά το μαντίλι του, είχε κεντήσει επάνω του μια μαύρη καρδιά που έσταζε μαύρο αίμα, όχι όμως τρυπημένη από ένα βέλος, όπως συνηθιζόταν, μα καρφωμένη στο κέντρο της από ένα μαχαίρι.

          Αυτό που αποφασίσαμε εκείνο το μεσημέρι το βάλαμε αμέσως σε εφαρμογή. Πήγαμε στην τάξη και κάναμε μάθημα με την κυρία Δομένικα σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτε την προηγουμένη· εκείνη μπήκε στην τάξη με το συνηθισμένο γλυκύτατο χαμόγελό της κι από την πρώτη στιγμή ήταν ιδιαίτερα κεφάτη και ομιλητική, τόσο που σ' έβαζε σε υποψίες· φυσικά δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο λόφο της Κουπέλας, ούτε στα όσα είχαν γίνει πριν από μια μέρα επάνω στη Φωλίτσα... Μόλις σχολάσαμε το απόγευμα, πήγαμε στο νταμάρι απέναντι απ' της Φρόσως και χωριστήκαμε σε εφτά ζευγάρια, ο καθένας μας με το διπλανό του μες στην τάξη, κι ο Μεγάλος Πρόδρομος που δεν είχε διπλανό στο τελευταίο θρανίο ζευγάρωσε με το Σίμη, που καθότανε κι αυτός μόνος στο σπασμένο θρανίο της σειράς των παραθύρων, ενώ εγώ, που απ' την αρχή της χρονιάς καθόμουνα με το Γιώργο, έκανα εντέλει ζευγάρι με τον Αγιούτο, που καθότανε τρίτος στο θρανίο του μαζί με τον Όττο και το Μανόλη, καθώς το συμφωνήσαμε όλοι μας να μην μπλέξουμε το Γιώργο σ' αυτή την ιστορία των βραδινών παρακολουθήσεων της κυρίας Δομένικας, μια που ο φίλος μας είχε δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα κι από την προηγουμένη που την είδε να χορεύει γυμνή στο σφύριγμα του ανέμου έδειχνε να 'χε χάσει τα λογικά του. Χωριστήκαμε λοιπόν σε εφτά ζευγάρια κι είπαμε να 'χει το κάθε ζευγάρι μια μέρα ορισμένη της εβδομάδας που να παραφυλά το βράδυ στην ανηφόρα πριν από το Θάνατο· κατόπιν κάναμε κλήρωση για τις εφτά ημέρες της εβδομάδας: σε μένα και στον Αγιούτο έτυχε η Παρασκευή. Κι έτσι, από το επόμενο βράδυ, αυτό της τρίτης Φεβρουαρίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά, αρχίσανε τα καραούλια· κάθε βράδυ δυο από μας παραφυλάγανε ξαπλωμένοι μπρούμυτα πίσω απ' τους θάμνους του περάσματος που 'βγαζε στην Κουπέλα. Έτυχε μάλιστα η πρώτη μέρα να 'ναι Παρασκευή· ως εκ τούτου ανεβήκαμε εγώ και ο Αγιούτος. Η συμφωνία που 'χαμε κάνει ήτανε να αρχίζουμε την παρακολούθηση κοντά στις δέκα και μισή το βράδυ· πράγμα που σήμαινε πως θα φεύγαμε σκαστοί από τα σπίτια μας κοντά στις δέκα, μισή ώρα υστερότερα από την ώρα που σβήναμε το φως πάνω απ' τα κρεβάτια μας· εκείνη την ώρα οι γονιοί μας ήταν σίγουροι πως μας είχε πάρει ο ύπνος. Στο τέλος της ανηφορίτσας, κρυμμένοι μες στο χαντάκι, θα 'χαμε όλη την ώρα τα μάτια μας καρφωμένα στην εκβολή του Θανάτου· κι αν μες στη νύχτα βλέπαμε κάποια σκιά να ξεγλιστρά για να ανέβει επάνω στην Κουπέλα, τότε ο ένας από τους δύο, ο πιο γρήγορος, θα 'ριχνε ένα τρεχαλητό έξω απ' τα σπίτια όλων των υπολοίπων και θα σφύριζε το σύνθημα· έτσι, θα μαζευόμασταν στο άψε σβήσε όλοι μας και θα ανεβαίναμε το Θάνατο πιασμένοι χέρι χέρι και θα βλέπαμε τι είναι τέλος πάντων αυτό που συμβαίνει τα βράδια επάνω στην Κουπέλα και θ' αποκαλυπτόταν, επιτέλους, η δαιμονική δύναμη που κυβερνούσε τη ζωή της δασκάλας, έτσι νομίζαμε... Κι αν πάλι η ώρα περνούσε χωρίς να φανεί ψυχή και η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ σήμαινε μεσάνυχτα, τότε θα γυρνούσαμε πίσω. Κι όλα έγιναν έτσι όπως τα είχαμε συμφωνήσει εκείνο το βράδυ της πρώτης Παρασκευής. Μα, παρ' όλο που δάκρυσαν τα μάτια μας από την τόση προσοχή, δεν είδαμε τίποτε να κινείται στην εκβολή του Θανάτου· μόνο τα ουρλιαχτά των τσακαλιών και τα σουρσίματα των ερπετών μέσα απ' τους θάμνους μάς τάραζαν πού και πού. Κι όταν ακούσαμε την καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ, πήραμε αμήχανοι και αγκυλωμένοι το δρόμο του γυρισμού· δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα, μόνο όταν χωριστήκαμε για να πάμε στα σπίτια μας (εγώ θα πηδούσα στο μπαλκόνι μας από το πλαϊνό γιαπί), τον ρώτησα: «κι αν φύσηξε λάθος ο άνεμος;». Εκείνος με κοίταξε με μάτια λαμπερά κι έπειτα ψιθύρισε την αινιγματική λέξη που τόσο του άρεσε και σήμαινε ταυτόχρονα άρνηση και αποδοχή: «ζβουμ...».

          Κι όπως εμείς γυρίσαμε από το καραούλι μας άπρακτοι την πρώτη βραδιά, έτσι και τα επόμενα βράδια το ζευγάρι που κάθε φορά παραφύλαγε έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής όταν χτυπούσε η καμπάνα μεσάνυχτα, χωρίς να έχει δει κανέναν να ανεβαίνει στην Κουπέλα, ούτε και είχε προσέξει κάποιο παράξενο περιστατικό που θα μπορούσε να ξεδιαλύνει τη θολούρα μας. Έτσι, πέρασε η πρώτη βδομάδα, έπειτα η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη, μπήκε ο Μάρτιος και στο Βάλτο μαζί με τον Τζακ τον Ταρνανά κάψαμε τα παλούκια. Οι μέρες κυλούσαν λοιπόν, και τα βραδινά μας καραούλια απέναντι από το μονοπάτι του Θανάτου δεν είχανε κανένα αποτέλεσμα. Η καταρχήν αποτυχία του σχεδίου μας μας απογοήτευσε κάπως, μας έκανε να μην πιστεύουμε και τόσο πολύ ότι με αυτόν τον τρόπο θα βρούμε κάποια άκρη, εξάλλου ήτανε η εποχή που ο Ταρνανάς άρχισε να μιλά με «τον πατέρα όλων μας...», όπως έλεγε ο ίδιος, κι έτσι η σκέψη μας άρχισε να μοιράζεται ανάμεσα στο μυστικό της δασκάλας μας και στο μουρλόγερο τον Τζακ που θα λύτρωνε τον κόσμο από τη θλίψη, τον πόνο και τα βάσανα. Από την άλλη πλευρά ήταν και η ίδια η κυρία Δομένικα που όλον εκείνο τον καιρό, από την μέρα που μας ανέβασε στην Κουπέλα, έδειχνε σαν να μην έτρεχε τίποτε, μύριζε με ηδονή τα χάρτινα λουλούδια που της πρόσφερε ο Σίμης κάθε Δευτέρα, έτρεχε μαζί μας στα αγιούτα κι έμπαινε στον κύκλο του σι μαριό, μας διάβαζε ιστορίες τα απογεύματα από το μεγάλο ασημόδετο βιβλίο του παπα-Λεπ Ταιρ, στον πίνακα έγραφε τις πτώσεις του κυρίου ονόματος «η θάλασσα», επιμένοντας πως δεν έχει πληθυντικό αριθμό, αυτή, που άλλες φορές μας μιλούσε για τις θάλασσες του αίματος... Και όλον αυτόν τον καιρό, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο ράθυμα, είναι αλήθεια, συνεχίζαμε δυο δυο τα βράδια να στήνουμε καραούλι στην εκβολή του Θανάτου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, σαν ξεκινούσαμε, περνούσε απ' το μυαλό μας η σκέψη πως η δασκάλα μας μας είχε κάνει εκείνη τη μέρα ένα αστείο, μια φάρσα, και δεν υπήρχε κανένα μυστήριο να ξεδιαλύνουμε. Τότε όμως θυμόμασταν τα σημάδια του διαβόλου, που είτε είχαν φανερωθεί μπροστά στα μάτια μας, είτε η ίδια μας είχε αποκαλύψει, και η κάθε σκέψη μας περί αστείου και φάρσας σκόρπιζε.

          Ήταν μια Παρασκευή με μισό φεγγάρι στα μέσα του Μαρτίου —η έβδομη Παρασκευή που ο Αγιούτος κι εγώ παραφυλάγαμε πεσμένοι μπρούμυτα πίσω από τους θάμνους— όταν μάθαμε τι έκανε τις νύχτες επάνω στην Κουπέλα η κυρία Δομένικα. Είχαμε ανέβει στους θάμνους κοντά στις δέκα και μισή, όπως πάντοτε· η νύχτα ήταν ιδιαίτερα παγερή, τόσο που ο Αγιούτος είχε φέρει από το σπίτι του και τη μάλλινη κουβέρτα που σκεπαζότανε τα βράδια. Ξαπλώσαμε λοιπόν μπρούμυτα πάνω στο χώμα και σκεπαστήκαμε με την κουβέρτα — ευτυχώς που ο Αγιούτος την είχε πάρει μαζί του, γιατί αλλιώς θα ξεπαγιάζαμε· στις εκβολές του Θανάτου δε φαινότανε ψυχή, είχε μισό φεγγάρι και, όσο να πεις, θα βλέπαμε κάποιον που θα περνούσε. Σε πέντε λεπτά πιάσαμε κιόλας τη σιγανοκουβέντα· για την ακρίβεια, ο Αγιούτος μού μιλούσε και μου 'λεγε για το όνειρο που 'βλεπε ξανά και ξανά τις νύχτες, πως μια φωτιά τού 'καιγε τα σωθικά κι αυτός έτρεχε μπροστά από ένα σβησμένο κερί κι ανάσαινε κι άναβε το κερί και τότε το κάψιμο μέσα του ησύχαζε. Αυτά μου έλεγε, όταν ξαφνικά ακούστηκε η υπόκωφη μελωδία από το μενταγιόν μέσα απ' την κοιλιά του· μείναμε σιωπηλοί να την ακούμε. Μαγεμένοι απ' τις υπέροχες νότες, παραδοθήκαμε σε ένα γλυκό βαθύ ύπνο — μήτε που θυμάμαι τι ονειρευτήκαμε. Η ουσία είναι πάντως πως, όταν χτύπησε μεσάνυχτα η καμπάνα του παπα-Λεπ Ταιρ (δεν μπορεί να μη χτύπησε), εμείς δεν πήραμε χαμπάρι. Κι όπως υπολόγισα αργότερα, θα 'ταν η ώρα δύο τη νύχτα όταν με ξύπνησε ένα σύρσιμο. Άνοιξα τα μάτια μου και τι να δω: μια ανθρώπινη σκιά γλιστρούσε μες στο σκοτάδι, είχε πράγματι το σουλούπι της δασκάλας μας, έτσι όπως την έβλεπα, φορούσε μια μαύρη μακριά σκισμένη καμπαρντίνα. Στην αρχή νόμισα πως ήταν όνειρο, όμως στη στιγμή μού 'κοψε και ξύπνησα τον Αγιούτο σκουντώντας τον —πίστευα, βλέπεις, ο χαζός πως δε γινότανε δυο μαζί να βλέπουνε το ίδιο όνειρο—, τον ξύπνησα, που λες, κι όπως με κοίταξε τρομαγμένος, του 'δειξα τον ίσκιο που ήδη είχε αρχίσει να ανεβαίνει το Θάνατο. Ο Αγιούτος κοίταξε για μια στιγμή —δε χρειαζότανε παραπάνω, είχε σπουδαία όραση ακόμα και στο σκοτάδι— κι αμέσως γύρισε προς το μέρος μου: τα μάτια του πετούσαν αστραπές μες στο σκοτάδι· ένα λεπτό μετά και κοιτώντας με με μάτια που έλαμπαν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά... Όταν ξανακοιτάξαμε προς την Κουπέλα, ο ίσκιος είχε χαθεί πια στο Θάνατο· τότε γύρισα προς το μέρος του και του ψιθύρισα «τρέξε και φώναξέ τους όλους εδώ...», «ναι...» μου απάντησε ο Αγιούτος, «μείνε εδώ και περίμενέ μας...». Κι όπως σηκωνότανε, μου ψιθύρισε χαμογελώντας παράξενα «να ξέρεις πως οι άγγελοι έχουν άφθα στα χείλια...» αυτό μου είπε κι έπειτα χάθηκε στο δρόμο που οδηγούσε πίσω στη γειτονιά με το κοκκινόχωμα.

          Ήρθανε όλοι μαζί μισή ώρα αργότερα· ο Αγιούτος έτρεξε σαν τρελός, τους σφύριξε το σύνθημα κάτω απ' τα παράθυρά τους κι ευθύς βρέθηκαν απ' τα κρεβάτια τους στο δρόμο. Και βέβαια όση ώρα τους περίμενα κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου· φοβόμουν τόσο πολύ, που έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα, χωμένος ως το λαιμό κάτω από τη μάλλινη κουβέρτα, έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα μπράτσα μου και δεν έβλεπα τίποτε. Άκουγα συνέχεια θορύβους και στον καθένα από αυτούς κρατούσα την ανάσα μου κι έλεγα από μέσα μου πως είχε φτάσει η ώρα που το σιδερένιο σουβλί θα μου τρυπήσει την πλάτη και θα με καρφώσει στο χώμα κι ύστερα σκεφτόμουν την κυρία Πανδώρα και σιγοψιθύριζα μέσα απ' τα δόντια μου «ας έρθει...». Κάποτε ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Σήκωσα τότε το κεφάλι μου· ήταν ο Αγιούτος. «Εμείς είμαστε...» μου είπε, «ήρθαμε...». Ανασηκώθηκα και τους είδα στο φως του μισού φεγγαριού· είχανε έρθει όλοι, τα μάτια τους ήτανε κόκκινα από τον ύπνο και τα λαχανιασμένα χνότα τους άτμιζαν μες στην παγωνιά. Έξαφνα είδα ανάμεσα σε όλους τους άλλους και το Γιώργο· «μα εσύ...» πήγα να του πω απορημένος, «τόσες νύχτες περίμενα να ακούσω το σύνθημα...» μ' έκοψε εκείνος σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. Κι έπειτα, χωρίς άλλη χρονοτριβή, προχωρήσαμε ως την εκβολή του Θανάτου και, αφού πιαστήκαμε χέρι χέρι, αρχίσαμε σιωπηλοί να ανεβαίνουμε το στενό μονοπάτι. Πρώτος πήγαινε ο Όττος, όπως πάντα, εγώ ήμουνα τρίτος απ' το τέλος, ο Μεγάλος Πρόδρομος τελευταίος κι ο Γιώργος ανάμεσά μας — θέλαμε να τον έχουμε από κοντά μην και δεν κρατιόταν κάποια στιγμή απ' όσα έβλεπε... Κάποτε φτάσαμε στις αρχές της Φωλίτσας. Εκεί, χωρίς να βγάλουμε άχνα, πέσαμε μπρούμυτα, φτιάχνοντας μια κυκλική γραμμή πίσω από τις τελευταίες μυγδαλιές πριν απ' το ξέφωτο. Κι ήταν αρκετό το μισό φεγγάρι για να δούμε, κρατώντας την ανάσα μας, τα όσα φοβερά για τα παιδικά μας μάτια γινόντουσαν στη γούβα της Φωλίτσας· ήταν τόση η ένταση και η ταραχή μου, που ξέχασα ολωσδιόλου το κρύο εκείνης της παγερής μαρτιάτικης βραδιάς, έστω κι αν δε σκεπαζόμουν πια με την κουβέρτα του Αγιούτου...

          Ήταν λοιπόν δυο άνθρωποι στη γούβα της Φωλίτσας, δυο γυναίκες· η μια γονατισμένη απέναντι απ' την άλλη σε απόσταση μισού μέτρου. Οι γυναίκες αυτές ήταν κι οι δυο τους ολόγυμνες· πέρασαν ένα δυο λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε πλήρως, για να βεβαιωθούμε πως απέναντί μας είχαμε δυο γυμνά κορμιά μέσα στην παγωμένη νύχτα... Σχεδόν αμέσως αναγνωρίσαμε τη μια από αυτές τις γυναίκες — ήταν η κυρία Δομένικα. Την άλλη γυναίκα δεν την είχαμε ξαναδεί, ωστόσο, τώρα που σου έχω μιλήσει για την Τζίλντα, είναι εύκολο να φανταστείς το τι νιώσαμε όταν την είδαμε (γιατί η Τζίλντα ήταν βέβαια η δεύτερη γυναίκα), έτσι όπως την είδαμε, στην αχνή λάμψη του μισού φεγγαριού. Τα μακριά μαλλιά της, κόκκινα στο φως της μέρας, τη νύχτα έμοιαζαν με μαύρο μέλι που μόλις χύθηκε απ' το πιθάρι πάνω σε φρεσκοψημένο σταρένιο ψωμί — έτσι πέφταν τα μαλλιά της πάνω στην πλάτη της. Στο πρόσωπό της —τις λίγες στιγμές που ξέφευγε απ' το σκοτάδι— αποκαλυπτόταν μια αλλόκοτη κατάφαση πρόκλησης και συνάμα παράκλησης, θαρρείς να απαιτούσε και την ίδια στιγμή να εκλιπαρεί. Μαύρα θαμπά δείχναν τα χείλια της μες στη νύχτα και δυο φορές πιο μαύρες οι κόχες των ματιών της, που μέσα τους σπίθιζε έξαλλη μια λάμψη. Ο λαιμός της —ίδιος με πέτρα λειασμένη σε νερά ρυακιού— ήταν μια αληθινή πρόκληση για το κοφτερό φεγγάρι· το στέρνο της γαλατένιο, τα βυζιά της βελούδινοι γιαρμάδες, οι ρώγες της μαύρες ίδιες με τιναγμένα βαλανίδια, τα μπούτια της, οι γάμπες της, τα κωλομέρια της, όλα μια σάρκα λαχταριστή που σε καλεί να τη ζουλήξεις· η κοιλιά της μια ιδέα φουσκωμένη και κάτω από κει —Χριστέ μου— εκείνο το μαύρο χνουδωτό, το μελωμένο που σε γλύκαινε, το αμύγδαλο που σου πίκραινε για πάντα τα σωθικά — αχ, εκείνο, που αργότερα έμαθα να το λέω μουνί και το άγγιξα και το πόθησα παράφορα, εκείνη η τρυφερή τσεκουριά, το σαρκοφάγο άνθος που μας γέννησε και στο τέλος θα μας κατασπαράξει... Έτσι φάνταζε στο φως του μισού φεγγαριού η Τζίλντα· όχι πως η δασκάλα μας δεν προκαλούσε το ίδιο δέος, όλα τα ερεθισμένα κορμιά είναι εξίσου έτοιμα για την καταστροφή, μα η Τζίλντα ήταν για μας τόσον καιρό το μυστηριώδες αίνιγμα, γι' αυτό ήταν επόμενο τα μάτια μας να κολλήσουν σε αυτήν. Και τότε, όπως κοιτούσα, ένιωσα μες στα σπλάχνα μου να φουντώνει μια μεγάλη φωτιά, όπως πάθαινε στα όνειρά του ο Αγιούτος, μια φωτιά που γύρευε να τιναχτεί πύρινη λάβα ως τα έγκατα της γης, δεν το μπορούσε όμως, κι όσο περνούσε η ώρα, μου καρβούνιαζε όλο και πιο πολύ τα σωθικά μου· μα στα σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που ένιωθα έτσι, καθώς μες στη σιωπή της βραδιάς άκουγα την ανάσα των φίλων μου που κοιτούσαν μπρουμυτιασμένοι όπως εγώ, να γίνεται βαριά, ασθματική, σαν πνιγμένο μουγκρητό κάποιου που βλέπει εφιάλτη. Ωστόσο οι δύο γυναίκες εκεί στη γούβα της Φωλίτσας, λίγα μέτρα πιο πέρα από μας, δε μας άκουσαν, καθώς ήταν κι οι δύο στο δικό τους κόσμο, κοιτιόντουσαν με μάτια που πέταγαν σπίθες και βγάζανε μικρές απόκοσμες κραυγούλες, ήχους ξεριζωμένους από τα έγκατα της ψυχής, εκεί που δεν υπάρχει τίποτα το ανθρώπινο — τέτοιες διακεκομμένες κραυγούλες ακούγαμε πότε απ' τη μια και πότε απ' την άλλη κι η σάρκα μας ριγούσε απ' το φόβο. Κι όταν τις πρόσεξα λίγο περισσότερο, είδα πως οι παλάμες τους, έτσι όπως ακουμπούσαν στο χώμα, σιγά σιγά σέρνονταν προς τα μπρος και πλησίαζαν αναμεταξύ τους, κι έτσι κύρτωνε η μέση τους, όπως τα σαρκοφάγα ζώα πριν απ' την επίθεση στο θύμα τους. Και λίγες στιγμές πριν συναντηθούν τα χέρια τους, ένιωσα πως ήμασταν μπροστά σε κάποια τελετουργία μαγείας που είχε γεννηθεί σίγουρα απ' την ανάσα του δαίμονα, απ' την τρέλα, από ένα πάθος τυφλής καταστροφής· μην το ξεχνάς, αγάπη μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα ανθρώπους να σμίγουνε έτσι και δε χωρούσε τότε στο μυαλό μου πως ακόμα και η πιο άγρια επίθεση είναι συχνά τρόπος αγάπης — ίσως ο πιο αληθινός. Χρειάστηκε, βλέπεις, να δω όσα είδα εκείνη τη βραδιά για να αρχίσω να σκέφτομαι πως μπορεί ο δαίμονας να είναι μέρος εκείνου του Θεού για τον οποίο μας είχε μιλήσει η κυρία Δομένικα πριν από ενάμιση χρόνο. Κι όταν τα ακροδάχτυλά τους συναντήθηκαν, τότε έγινε η έκρηξη που τόση ώρα ετοιμαζόταν· η δασκάλα μας χίμηξε στην Τζίλντα κι εκείνη τη δέχτηκε με έκφραση βουβής ευγνωμοσύνης... Την ίδια στιγμή άκουσα ένα θόρυβο από δεξιά μου· έστρεψα το κεφάλι μου και είδα πλάι μου το Γιώργο να έχει γυρίσει ανάσκελα κοιτώντας με μάτια υγρά το κίτρινο μισό φεγγάρι στο μαύρο ουρανό. Και τη βρήκα φυσική την αντίδραση αυτή του Γιώργου: επόμενο ήταν να μη θέλει να δει τα αγκαλιάσματα εκείνης που για το χατίρι της έβαλε, και θα έβαζε σε κάθε περίπτωση, το λαιμό του στο σίδερο. Μα κι απ' τα αριστερά μου άκουσα σούσουρο· πλάι απ' τον Αγιούτο ο Ζήσης την ίδια περίπου στιγμή ψιθύρισε «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» κι έβαλε τις δυο παλάμες του μπροστά απ' τα μάτια του για να μη βλέπει, κι έτσι να γλιτώσει από τον πονηρό. Κι όσο κι αν σου φανεί παράξενο, τούτη η κίνηση του Ζήση μάς επηρέασε όλους εκείνη την ώρα — δεν είναι εύκολο να περιφρονήσεις το φόβο του πονηρού, ιδίως την ώρα που νιώθεις πως αυτός φανερώνεται εμπρός σου· κι έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, βάλαμε τις δύο παλάμες μας μπροστά στα μάτια μας για να μη βλέπουμε —όλοι εκτός απ' το Γιώργο που έτσι κι αλλιώς δεν έβλεπε—, όλοι κλείσαμε τα μάτια μας, ακόμα κι ο Τζίμης —που στην κουβέντα του Ζήση δε συμπλήρωσε το «αμήν» που συνήθιζε—, ακόμη κι ο Σώτερ, κι ο Μεγάλος Πρόδρομος, ακόμα κι εγώ, μ' όλο που στ' αλήθεια δεν το 'ξερα εκείνη την ώρα αν πράγματι το 'θελα να γλιτώσω από τον πονηρό ή μήπως όχι...

          Όταν ενάμιση χρόνο υστερότερα, δηλαδή το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ, ο παπα-Λεπ Ταιρ μάς εξηγούσε πως αυτό που δεν πρέπει να δεις συμβαίνει να το βλέπεις πάντοτε, δείχνοντάς μας τα σημάδια στην πλάτη του, κατάλαβα πως εκείνη την παγερή μαρτιάτικη νύχτα που είχαμε ξαπλώσει μπρούμυτα γύρω απ' τη Φωλίτσα της Κουπέλας, με μια φωτιά να καίει χαμηλά την κοιλιά μας, αυτός που όριζε τους δαίμονες του μαύρου λόφου είχε αποφασίσει ότι θα βλέπαμε αυτά που προσπαθήσαμε να μη δούμε: τα δάχτυλα των χεριών μου, έτσι όπως κρατούσαν τα μάτια μου κλειστά, άρχισαν να χαλαρώνουν, να ανοίγουν, αφήνοντας μικρές γρίλιες —ορκίζομαι πως δεν το 'κανα επίτηδες, έγινε ενώ δεν το ήθελα— κι ανάμεσα απ' τις τρυπούλες που σχηματίστηκαν απ' τα χαλαρωμένα δάχτυλά μου, το βλέμμα μου βρήκε το δρόμο του κι έτσι είδα τα όσα έκαναν οι δύο γυναίκες αγκαλιασμένες στη γούβα της Φωλίτσας... Και καθώς στις ονειροφαντασιώσεις μου ίσαμε τότε δεν είχα καν διανοηθεί ότι γυναίκα μπορεί να σμίξει με γυναίκα, έβλεπα τη δασκάλα μας να δαγκώνει με πάθος το λαιμό, τους ώμους και το στέρνο της τόσο θελκτικής άγνωστής μας, και να 'ναι το δάγκωμά της τόσο δυνατό, που η σάρκα να ματώνει, και φοβήθηκα πως κάτι πολύ κακό μπορεί να συνέβαινε εκείνη τη νύχτα, μπορεί, λόγου χάρη, η κυρία Δομένικα, που την ημέρα δεν έκοβε ούτε ένα λουλούδι για να μην το σκοτώσει, τις νύχτες να μεταμορφωνόταν σε αιμοβόρο κτήνος που κατασπάραζε τις ζεστές σάρκες και ρουφούσε τη ζωή απ' τα κορμιά των ανθρώπων και ξερίζωνε καρδιές και τις έκρυβε σε μια μαύρη κασέλα κι έβγαζε τα μάτια και τους βολβούς και τους έβαζε σ' ένα μπουκάλι με νερό από κάποιον ποταμό της Αφρικής... Αυτά σκεφτόμουνα λοιπόν, και δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου απ' τα δύο κορμιά που λίγα μέτρα πιο πέρα έσμιγαν σιωπηλά, κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό, είναι η αλήθεια, μόνο πνιχτές ανάσες ακούγονταν, τίποτε άλλο, ούτε ένας αναστεναγμός, μονάχα ο βόμβος της σιωπής· κι όσο κοιτούσαμε, άλλαζε η όψη εκείνου του ερωτικού συμπλέγματος, σαν δαιμονικό τέρας που συνέχεια μεταβάλλει τη μορφή του ή σαν τις παράξενες εικονίτσες του Τζακ του Ταρνανά, όπου στην ίδια επιφάνεια άλλοτε οι λύκοι κατασπαράζαν τα πρόβατα κι άλλοτε τα φίδια έπνιγαν τους λύκους... Από εκείνο το σμίξιμο των δύο γυναικών θυμάμαι πρώτα τα δόντια που μάτωναν το ολόλευκο στέρνο, έπειτα τα χείλη που βύζαιναν τα φουσκωμένα στήθη, τα νύχια που όργωναν την πλάτη, τα δάχτυλα που τσιμπούσαν μανιασμένα τις πρησμένες ρώγες κι έσταζε κάποτε από εκεί μαύρο γάλα. Και δεν έμενε μήτε ένα εκατοστό της σάρκας, είτε της μιας είτε της άλλης, που να μην τη ρούφηξε ένα λαίμαργο στόμα, παρά μόνο τα στόματα δεν ενώθηκαν μεταξύ τους, μήτε και μπορείς να φανταστείς τρύπα του ανθρώπινου κορμιού που να μη χώθηκαν τολμηρά δάχτυλα, ενώ άλλα δάχτυλα έσκαψαν το χώμα με μανία για να ξεσπάσουν κάπου την ατέλειωτη ηδονή τους. Όλο και πιο συχνά τα σώματα τινάζονταν από σπασμούς φοβερούς, τα χέρια τραβούσαν τα μαλλιά του κεφαλιού λες κι ήθελαν να τα ξεριζώσουν, οι γλώσσες έσταζαν το σάλιο τους επάνω στις κοιλιές και εκεί σχηματίζονταν ανάγλυφα σημάδια πάνω στο δέρμα, άνθη λουλουδιών ή μελανιές από φαρμακερή τσούχτρα. Κι όταν τα δυο κορμιά γλίστρησαν σε στάση τέτοια που τα δύο στόματα να χαθούν στις δύο μαύρες χνουδωτές φωλιές, τότε, αχ, τότε έγιναν πράγματα και θαύματα, καθώς οι γλώσσες προχώρησαν στο δρόμο της αργής, βασανιστικής χαράς, και τα μπούτια έκλεισαν σαν τανάλιες γύρω από τα κεφάλια, κι η φυλακισμένη θάλασσα φούσκωνε ολοένα, κι έξαφνα άρχισε να φυσά ξέφρενα ο άνεμος, κι από τις ανθισμένες ακόμη μυγδαλιές πάνω από τις δύο γυναίκες στροβιλίστηκαν αμέτρητα λευκά άνθη, ενώ ανάμεσα απ' τα κλαδιά τους το σφύριγμα του αγέρα σχημάτιζε ολοκάθαρα —έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε— ένα αναμενόμενο παράγγελμα: «φίλησε»... Τη στιγμή εκείνη ένιωσα πως στ' αλήθεια τα δύο κορμιά έγιναν ένα που δε θα χώριζε ποτέ, μια σάρκα που δε γινόταν πια να ξανακομματιαστεί εις τους αιώνες των αιώνων· και τότε μέσα από τους απέναντι θάμνους αποκαλύφθηκαν τα ζώα εκείνου που πρώτα αγοράζει την ψυχή κι έπειτα ανασταίνει το σώμα: χιλιάδες φίδια γλίστρησαν με χρυσή ράχη και μαύρο ύψιλον ανάμεσα στα μάτια και στη στιγμή τύλιξαν το σάρκινο σύμπλεγμα· και σαύρες με διχαλωτή ουρά ξεπήδησαν μέσα απ' το χώμα και χώθηκαν στις πιο κρυφές γωνιές του σώματος. Κι από τις μυγδαλιές μαύρα πουλιά με μάτια σκύλου όρμησαν και ράμφισαν τ' αριστερά πλευρά των σωμάτων για να φτάσουν στο γλυκό συκώτι και να το φάνε, και τότε ακούστηκαν τα πρώτα αχ, μικρά και διακεκομμένα, σαν πυρωμένα κάρβουνα που πέφτουν στο πηγάδι, και πασχαλίτσες και κάβουρες με πόδια ακρίδας και φτερωτοί σκορπιοί και μέλισσες ζαλισμένες, μεγάλες όσο ένα σπουργίτι, έφτασαν με βόμβο ως τη σάρκα και κόλλησαν επάνω της και την τσίμπησαν ξανά και ξανά, και βάτραχοι με δόντια σαρκοφάγου θηλαστικού βρήκαν απροστάτευτους τους δύο λαιμούς και τους δαγκώσαν· ναι, αυτά έβλεπα κι έλεγα όλο με το νου μου πως στα σίγουρα ήμουν στην κόλαση και δε θα έφτανε —καθώς μας είχε πει ο Τζακ— μήτε η αιωνιότητα για να απαριθμήσει κανείς τα τέρατά της· αυτά τα τέρατα αποκαλύφθηκαν μπροστά μου: θεόρατα κουνούπια με κεντρί μέλισσας έσχιζαν τον αέρα και αρουραίοι με σαράντα πόδια έτρεχαν και λαγοί με μούρη κροκοδείλου τους ακολούθησαν και ζώα της θάλασσας, σαν χταπόδια και σαν αστερίες και σαν ιππόκαμποι συνάμα, χώθηκαν ανάμεσα απ' τις κοιλιές, και κάποτε εκείνο που λίγο πριν ήτανε οι δύο γυναίκες έγινε μια Λερναία Ύδρα πνιγμένη στο αίμα, με αναρίθμητα κεφάλια ανθρώπων που είχαν βγαλμένα μάτια και ούρλιαζαν, και τότε άρχισε το φοβερό σπαρτάρισμα, ένα σπαρτάρισμα αδιάκοπο, ολοένα και πιο δυνατό, που ένιωσα πως η ψυχή μου βγήκε απ' το σώμα μου και ολόκληρο το είναι μου έγινε ένας σπασμός και χάθηκαν όλα από μπροστά μου —και η Λερναία Ύδρα και οι μυγδαλιές και το φεγγάρι— κι έμεινε μόνο το σπαρτάρισμα της σάρκας, κι ήτανε πια και δικό μου το σπαρτάρισμα, και το ουρλιαχτό που υψώθηκε, σκίζοντας τα πέπλα της νύχτας, συντάραξε —αλίμονο— και τους δικούς μου τους πνεύμονες, όλοι ουρλιάζαμε τότε μαζί με τα κορμιά που 'σμιγαν και το ουρλιαχτό έγινε ιαχή που με το τέλος της θα ερχότανε στα σίγουρα ο θάνατος, κυρίαρχος παντοτινός· κι όλα κατέληξαν σε ένα απόκοσμο σκλήρισμα, ίδιο με ρόγχο: «ααααααααααααα!».

          [...]