|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
5. [Ο
λόφος με τις
μυγδαλιές] απόσπασμα
από το β΄
κεφάλαιο,
σελίδες 218-249 [...] Κι
αν την
πρωτομηνιά
του
Φεβρουαρίου
του χίλια εννιακόσια
εβδομήντα
εφτά δε
ρωτήσαμε τη
δασκάλα μας
τίποτε για το
μυστηριώδες
εξαψήφιο
νούμερο, δε
συνέβη βέβαια
το ίδιο και με
την κουβέντα
της για την
Κουπέλα, δε
γινόταν να το
αφήσουμε να
περάσει έτσι
κι αυτή τη φορά
και να μη
ρωτήσουμε για
το μυστηριώδη
λόφο που
βρισκόταν
κάπου στο
δάσος πάνω απ'
τον Πύργο. Το
παράξενο
όνομά του το
ακούσαμε για
πρώτη φορά
ακριβώς πριν
από ένα χρόνο,
την πρώτη
Φεβρουαρίου
του εβδομήντα
έξι, τότε που η
κυρία
Δομένικα μας
πρωτοτραγούδησε
εκείνο το τόσο
θλιβερό
τραγούδι για
τον
Κουτσοφλέβαρο
και τις
αμυγδαλιές
που άνθισαν πάνω
στην Κουπέλα,
κι από τότε
πιστέψαμε πως
η ακατανόητη
τρισύλλαβη
αυτή λέξη
έκρυβε όλα τα
μυστικά της
δασκάλας μας
κι όχι μόνον
αυτά: ήταν η
λέξη που ακόμα
και η απλή
αναφορά της
αρκούσε για να
μας βάλουν οι
μανάδες μας
πιπέρι στο
στόμα και που
όποιον κι αν
ρώτησε ο
καθένας μας
—εγώ ρώτησα το
Μαυρομανόλη—
άκουσε μια
ιστορία τόσο
αλλόκοτη, ώστε
εντέλει η
Κουπέλα να
φαντάζει στο
μυαλό μας σαν
μια μυθική
πόρτα που αν
δεν την
περνούσαμε δε
θα μαθαίναμε
ποτέ τις πραγματικές
διαστάσεις
του κόσμου...
Έτσι, μόλις η κυρία
Δομένικα πήρε
μια δυο ανάσες
μετά τα
αινιγματικά
λόγια της και
πριν περάσει
καν μισό λεπτό,
ο Σώτερ τη ρώτησε
με ξερή φωνή
και μάτια
σκοτεινά,
θολωμένα: «κυρία,
τι είναι,
επιτέλους,
αυτή η Κουπέλα;».
Εκείνη το
σκέφτηκε για
λίγο, έπειτα
σήκωσε τους
ώμους και του
απάντησε
κοφτά: «είναι
ένας λόφος που
τον ανεβαίνεις
μόνο άμα το
θέλεις...». Η φωνή
του Γιώργου
ακούστηκε σαν
ρόγχος
μαχαιρωμένου
«θα μ' ανεβάσεις,
λοιπόν;».
«Άκουσε, Γιώργο»
του είπε η
δασκάλα μας
χαμογελώντας
μελαγχολικά,
«...στην Κουπέλα
ανεβαίνουν οι
αποφασισμένοι...».
«Κι εγώ μήπως
δεν είμαι
αποφασισμένος;»
αναφώνησε
θυμωμένα ο
Γιώργος· μια
ηλεκτρισμένη
σιωπή
απλώθηκε τότε,
ώσπου πήρα το
λόγο εγώ, ένιωθα
έναν
αδικαιολόγητα
οξύ πόνο στο
στήθος, σάμπως
κάποιο αόρατο
χέρι να μου
'μπηγε εκεί
βελόνες ψιλές
όσο μια τρίχα:
«κυρία, όλοι το
'χουμε
αποφασίσει, κι
ο Γιώργος πιο
πολύ απ' όλους...
ανέβασέ μας σ'
αυτόν το λόφο...».
Το χαμόγελό
της έγινε
διφορούμενο,
ήταν στ'
αλήθεια
εκπληκτικό
πώς άλλαζε η
έκφρασή της από
τη μια στιγμή
στην άλλη, «έξω
έχει παγωνιά
και τα χείλη
σας είναι
σκασμένα από
το κρύο...» είπε, «κυρία,
το 'χουμε
αποφασίσει...» τη
διέκοψε με τη
βαριά φωνή του
ο Μεγάλος
Πρόδρομος, μα
εκείνη
συνέχισε σαν
να μην τον
άκουσε, «... και
στην Κουπέλα
έχει στενά
μονοπάτια και
θάμνους
αγκαθερούς...», «κυρία,
το 'χουμε
αποφασίσει...»
επανέλαβε ο
Σώτερ, μα η δασκάλα
μας συνέχιζε
να λέει, «...εκεί
γυρνούν κι άνθρωποι
με πρόσωπα
σαπισμένα και
δάχτυλα που η
σάρκα έχει
λιώσει κι
είναι μονάχα
κόκαλα που
θέλουν χάδια
και φιλιά...»,
«κυρίααα...»
ούρλιαξε ο
Γιώργος με
δάκρυα στα
μάτια μην
αντέχοντας
πια... Εκείνη σταμάτησε
επιτέλους,
πήρε και πάλι
βαθιά ανάσα
και, κοιτώντας
επίμονα τον
ερωτευμένο
φίλο μας στα μάτια,
είπε: «...αφού το
'χετε
αποφασίσει,
πάμε». Τότε σκέφτηκα
ότι η κυρία
Δομένικα είχε
στ' αλήθεια
μεταμορφωθεί,
είχε γίνει
πάρα πολύ
όμορφη, ενώ
μόλις λίγη ώρα
νωρίτερα η όψη
της μας
προκαλούσε
τον τρόμο· κι
ένιωσα για μια
στιγμή κάτι
από αυτό που
έκαιγε τα
σωθικά του
Γιώργου, ίσως
γιατί το
βλέμμα της δασκάλας
μας καθώς τον
κοιτούσε μου
φάνηκε ίδιο με
το βλέμμα της
μάγισσας που
είχε κλέψει τη
δική μου καρδιά,
ήταν το βλέμμα
που αν το
ακολουθούσες
έφτανες ως το
τέλος... Δε
θυμάμαι
σχεδόν τίποτε
από τη
διαδρομή που
κάναμε εκείνη
την πρώτη φορά
μέχρι να
φτάσουμε στην
Κουπέλα,
θυμάμαι μόνο
ότι
περπατούσαμε
για μισή ώρα
ώσπου κάποτε
βρεθήκαμε σε
έναν αλλόκοτο λόφο.
Εκεί που
πηγαίναμε μες
στο δάσος, κι
ενώ μπροστά
μας δε βλέπαμε
τίποτε παρά
μόνο τους
κορμούς των
πεύκων, έξαφνα
βγήκαμε σ' ένα
ξέφωτο και τον
είδαμε στα
πενήντα μέτρα,
απροσδόκητο
και μυστηριώδη,
θαρρείς η γη να
είχε πετάξει
ένα βυζί χωρίς
λόγο κι αιτία...
Οι πρόποδες
εκείνου του
λόφου ίσαμε
για τριάντα
σαράντα μέτρα
ήταν
σκεπασμένοι
από πυκνούς, ψηλούς
μαύρους
θάμνους, ακόμη
κι ο πιο ψηλός
άντρας θα
χανόταν
ανάμεσά τους·
μετά η κλίση
γινόταν απότομη,
άρχιζαν τα
δέντρα, ήτανε
μυγδαλιές,
ψηλές ίσαμε δέκα
μέτρα η
καθεμιά, ίσως
και
περισσότερο,
και τόσο
πυκνές, που τα
κλαδιά της
καθεμιάς
νόμιζες ότι ενώνονταν
με όλες τις
υπόλοιπες — να
σκεφτείς πως οι
κορμοί τους
ήταν τόσο
κοντά ο ένας με
τον άλλο, που, αν
αγκαλιαζόμασταν
δυο από μας, δε
χωρούσαμε να
περάσουμε
ανάμεσά τους.
Κι όπως τον
είδαμε για
πρώτη φορά,
νιώσαμε ένα
γλυκό ηδονικό
μούδιασμα
χαμηλά στην
κοιλιά· ένας
λόφος με
μυγδαλιές
μέσα στο δάσος
των πεύκων
ίσως να ήτανε ο
τόπος όπου ο
καθένας μας θα
έβρισκε τα πιο
γοητευτικά
όνειρα να
παραμονεύουν κάτω
από τα
πλεγμένα
κλαδιά και
πίσω από τους
τόσο πυκνούς
κορμούς... Κι
αφού πέρασαν
πέντε λεπτά που
τον
κοιτούσαμε
σαστισμένοι, η
κυρία
Δομένικα είπε
με δυνατή
συγκινημένη
φωνή: «αυτός
είναι ο μαύρος
λόφος της
Κουπέλας...». Ο
Σώτερ τότε τη
ρώτησε «γιατί
τον λες μαύρο
λόφο, κυρία;», μα
πριν εκείνη
προφτάσει να
απαντήσει
ακούστηκε ο
Όττος,
«κοιτάξτε...
ανθίζουν οι μυγδαλιές...»
φώναξε
έκπληκτος·
χρειάστηκε να
ανοιγοκλείσουμε
τα μάτια μας
για να το
συνειδητοποιήσουμε
πως πράγματι
μπροστά μας
άνθιζε εκείνη
τη στιγμή
ολόκληρος ο
λόφος. Τα γυμνά
κλαδιά
γίνονταν
άσπρα σαν να
σκεπάζονταν
από χιόνι, ούτε
λίγο ούτε πολύ,
φανερωνόταν
ξαφνικά
μπροστά στα
μάτια μας η
τρομερή ψυχή
της φύσης για
την οποία μας
είχε πει τόσα ο
Τζακ — ήταν στ'
αλήθεια ένα
απίστευτο
θέαμα για μας
και βέβαια
μείναμε για
αρκετά λεπτά
να κοιτάμε θαμπωμένοι
με ανοιχτό το
στόμα,
ακίνητοι και
βουβοί... «Δεν
έχετε ξαναδεί
μυγδαλιές να
ανθίζουν την πρώτη
του Φλεβάρη;»
είπε κάποτε η
δασκάλα μας
σπάζοντας τη
σιωπή, «κυρία,
είναι τόσο
όμορφος...»
ψιθύρισε με θαυμασμό
ο μοιραίος
Νίκος· η
απάντηση της
κυρίας Δομένικας
ήταν σαν ένας
πικρός
αναστεναγμός:
«είναι όμορφος
γιατί είναι
ένας μαύρος
λόφος,
γεννημένος
από θάνατο,
φρίκη και
προδοσία...
Πιστέψτε αυτό
που σας λέω,
καθετί που
βλέπετε λευκό
απάνω του
είναι τόσο
μαύρο, που τα
μάτια δεν το
αντέχουν και
το βλέπουν για
λευκό»· αυτά
είπε κι έπειτα
συμπλήρωσε βιαστικά:
«εγώ ανεβαίνω,
όποιος θέλει
ας έρθει...». «Αυτό
δεν είναι
μονοπάτι, αυτό
είναι σκέτος
θάνατος» μονολόγησε
ο Μανόλης την
ώρα που
ανεβαίναμε
εκείνο το
θεόστενο
μονοπάτι που
οδηγούσε στην
κορυφή της
Κουπέλας,
δίνοντάς του
έτσι, χωρίς να
το ξέρει βέβαια,
και το όνομα με
το οποίο θα
μιλούσαμε γι'
αυτό στα
χρόνια που
ακολούθησαν.
Μπροστά
πήγαινε εκείνη
βιαστική — πριν
από μια ώρα
στην τάξη μας
είχε πει πως δεν
μπορούσε καν
να σταθεί
όρθια, μα να
τώρα που δεν
την
προλαβαίναμε
καν,
ανηφορίζαμε
πίσω της αγκομαχώντας,
η κλίση του
εδάφους
γινόταν όλο
και πιο απότομη
και κάθε λίγο
τα πόδια μας
σκαλώναν σε ρίζες
που είχαν
πεταχτεί έξω
από το χώμα, σαν
φλέβες από γιγάντια
ανθρώπινα
μέλη. Μ' όλο που
ήταν μέρα, και μάλιστα
πριν απ' το
μεσημέρι, ήταν
τόσο πυκνά
πλεγμένα τα
ανθισμένα
κλαδιά πάνω
από τα κεφάλια
μας, που δεν
έφτανε στο
μονοπάτι μήτε
μια ακτίνα
φωτός, σαν
βαθιά νύχτα
που τη φωτίζει
μονάχα η
ομίχλη· με βία διέκρινες
την πλάτη του
μπροστινού
σου, κι ήταν αυτό
το μοναδικό
σημείο
αναφοράς του
κόσμου γύρω σου
σε κείνη την
ανάβαση — ίσως
και να είναι
έτσι ο θάνατος,
ποιος ξέρει...
Κάποτε,
κάμποση ώρα
αργότερα, έλαμψε
και πάλι στο
βάθος το
παγωμένο φως
της μέρας, εκεί,
στην κορυφή
του λόφου, ήταν
ένα ξέφωτο, και
στο κέντρο μια
ρηχή γούβα και
γύρω της οι
μυγδαλιές.
«Τούτο δω το
μέρος είναι η
Φωλίτσα...» είπε
η δασκάλα μας
όταν βγήκαμε
όλοι απ' το
μονοπάτι, κι
έμοιαζε να
είναι
συνεπαρμένη
από κάτι πολύ
σπουδαίο· «όταν
θα φεύγετε από
δω να
πιαστείτε
χέρι χέρι πριν κατεβείτε
το μονοπάτι... το
Θάνατο που
είπε κι ο Μανόλης...»
και μας έκανε
όλους
εντύπωση το
πώς είχε ακούσει
την κουβέντα
εκείνη (ο
Μανόλης την
είχε πει χαμηλόφωνα,
κι εκείνη ήταν
πολύ μπροστά)· «...
να πιαστείτε
χέρι χέρι...»
συνέχισε η
δασκάλα μας,
«...γιατί αλλιώς
μπορεί
κάποιον από
σας να τον
πάρουν οι
δαίμονες και
να του φάνε τις
σάρκες...»·
«Ιησούς
Χριστός νικά...»
ψιθύρισε
αμέσως ο Ζήσης
και μια παράξενη
ανατριχίλα
διαπέρασε το
κορμί μου.
Πέρασαν ένα
δυο λεπτά
σιωπής, ώσπου ο
Γιώργος τής
είπε θυμωμένος:
«γιατί, εσύ δε θα
έρθεις μαζί
μας όταν θα
φύγουμε;»· η
απάντησή της
ήταν στ'
αλήθεια
ακατανόητη
και η χροιά της
φωνής
προκαλούσε
έναν υπόγειο
τρόμο που
πολλαπλασίαζε
την
προηγούμενη
ανατριχίλα:
«εγώ ανήκω εδώ
πέρα...». «Κι εγώ
ανήκω...»
κόμπιασε ο
Γιώργος με αδύναμη
φωνή, ίσως
ήθελε να πει «κι
εγώ ανήκω σε
σένα», μα δεν
μπόρεσε να το
ολοκληρώσει —
το βλέμμα της κυρίας
Δομένικας
ήταν τόσο
σκοτεινό, τόσο
απόλυτο, που
του 'κοψε τα
γόνατα κι
έπνιξε τις
λέξεις στο
λαιμό του. Ένας
ξαφνικός
αγέρας φύσηξε
σφυρίζοντας
ανάμεσα από τα
κλαδιά των
δέντρων κι
ανακάτεψε τα
μαλλιά της,
φύσηξε ίσα για
μια στιγμή κι έπειτα
έπαψε. Τότε
μίλησε ο
μοιραίος
Νίκος, βρίζοντας,
όπως έκανε
πάντα όταν
φοβόταν πολύ:
«τι σημαίνουν
όλα τούτα τα
γαμημένα,
κυρία;... τι στο
διάολο είναι
αυτός ο λόφος;».
Η δασκάλα μας
δε θύμωσε από
τα βρισίδια του,
το ήξερε πως ο
Νίκος
προσπαθούσε
έτσι να διώξει
το φόβο του,
«κάθισε κάτω
και θα σου πω
λοιπόν τι
είναι αυτός ο
λόφος...» του 'πε
κοφτά, «καθίστε
όλοι σας...»
συμπλήρωσε
αμέσως μετά
και πρώτη
εκείνη κάθισε
οκλαδόν κάτω
στο χώμα της
Φωλίτσας. Όταν
καθίσαμε και
εμείς, άρχισε
να μιλά αργά μα
σταθερά και δε
σταμάτησε
παρά μόνο σαν
πέρασε πολλή
ώρα· και βέβαια
δε θα μπορούσα
να θυμηθώ
ακριβώς τα όσα
μας είπε η
κυρία
Δομένικα για
το μαύρο λόφο
και την παράξενη
δικαιοσύνη
του εκείνο το
παγερό πρωινό. Ωστόσο,
χρόνια
αργότερα,
διαβάζοντας
τα κόκκινα τετράδιά
της, βρήκα στο
τέταρτο απ'
αυτά την ίδια
διήγηση,
γραμμένη με τα
ίδια ακριβώς
λόγια· όσες
φορές την ξαναδιαβάζω
έχω στ' αυτιά
μου την
υπέροχη φωνή
της, κι ο πιο
μεγάλος
τρόμος της
ψυχής μου
γίνεται ένα
ανάλαφρο χάδι
του ανέμου στο
μάγουλο: «Την
ιστορία που
ακολουθεί την
άκουσα ένα
φλεβαριάτικο
απόγευμα, όταν
ήμουν δεκάξι
χρόνων, από το
στόμα κάποιου
απελπισμένου
φυματικού μια
βδομάδα πριν
δώσει τέλος
στη ζωή του μ'
ένα ασημένιο
πιστόλι· λίγο
καιρό αργότερα
τη διάβασα
γραμμένη από
το χέρι του σε
ένα
κιτρινισμένο
σημειωματάριο
ανάκατα με
άλλες ημιτελείς
διηγήσεις
χωρίς νόημα
και λογική. Δεν
έμαθα ποτέ από
ποιον την
άκουσε
εκείνος ή αν τη
διάβασε σε
κάποιο
μυστικό
βιβλίο,
κρυμμένο καλά
στον πάτο ενός
ξερού
πηγαδιού κάτω
από σάπια
φύλλα δέντρων
—πάντως ή τη
διάβασε κάπου
ή την άκουσε ή,
έστω, την
επινόησε—, στα
σίγουρα όμως
δεν την έζησε,
καθώς όλα
έγιναν πολύ
πριν αυτός
γεννηθεί. Τότε,
στα δεκάξι μου
χρόνια, δεν
μπορούσα να
βρω ένα
ξεκάθαρο
κίνητρο που τον
ώθησε να δει το
δικό του τέλος
μέσα από μια
τέτοια
ιστορία
απελπισίας,
τρέλας,
ακατανόητης
γαλήνης και θανάτου·
τώρα, χρόνια
αργότερα,
νιώθω πως
συχνά συμβαίνει
μια ιστορία
απελπισίας
του
παρελθόντος να
ορίζει το
απελπισμένο
παρόν σου και
να γίνεται η
μηχανή που
προβάλλει τη
ζωή των άλλων
στη δική σου
ζωή... »Όλα
ξεκίνησαν
πριν από πολλά
χρόνια, στα μέσα
του
προηγούμενου
αιώνα, σε ένα
χωριό της
Εύβοιας που
είχε δεν είχε
είκοσι
οικογένειες.
Βρισκόταν στη
νοτιοανατολική
άκρη του
νησιού, στην
πίσω πλαγιά
του βουνού Οχή,
πάνω στο βράχο
της ακτής,
ανάμεσα στο
Μερούθι και
στο Κάβο Ντόρο.
Τα βιβλία και
οι χάρτες της
εποχής το
ονομάζουν
Μυγδαλιά —κι
είχε πράγματι
μια θεόρατη
αμυγδαλιά
φυτρωμένη
ανεξήγητα
μέσα στη μαύρη
πέτρα—, μα οι
ντόπιοι το
λέγαν Κουπέλα.
Ακούστηκαν
πολλές
ερμηνείες
σχετικά με το
τι σήμαινε το
όνομα αυτό,
όλες όμως
θολές κι
αινιγματικές: κάποιοι
έλεγαν πως
έτσι ονομάσαν
το βράχο του
χωριού οι ναυτικοί
που περνούσαν
με τα καράβια
τους, καθώς από
μακριά
έμοιαζε
πράγματι με
μεγάλη κούπα,
κι άλλοι πάλι
θυμόντουσαν
πως αυτό, ή
κάπως
παρόμοιο, ήταν
το όνομα μιας
φριχτής
αρκούδας της
περιοχής που
είχε τρομοκρατήσει
ολόκληρη την
Εύβοια για
πολλά χρόνια
τον καιρό της
Επανάστασης·
μα όταν ήρθαν
οι λεπροί στο
χωριό κι
άρχισαν όλοι
στην
Καστρούπολη
να μιλάνε για
τα σημάδια του
Αντίχριστου,
μερικοί είπαν
πως η λέξη
“κουπέλα” στο
φράγκικο
ιδίωμα των καστρουπολιτών
σήμαινε την
ελπίδα, άλλοι
πως σήμαινε
την κόλαση κι
άλλοι τη λέπρα
και την
ασχήμια — εξ ου
και το ρήμα
“κουπέλιασε”
στη γλώσσα των
βουνίσιων του
τόπου εκείνου,
που σήμαινε
“μαράθηκε”,
“μαράζωσε” ή
κάτι τέτοιο. Μα
ένας γέρος
μέθυσος,
γνωστός στην
Καστρούπολη
για τις
παραδοξότητές
του,
παραληρούσε
τα βράδια για
κάποιον
τρομερό
πειρατή που τη
χρονιά χίλια
οχτακόσια
ξεβράστηκε
στην ακτή με τα
μάτια βγαλμένα
και κομμένα τ'
αυτιά και τη
μύτη και, αφού
σύρθηκε ως τη
μυγδαλιά του
βράχου, πριν
ξεψυχήσει χάραξε
με το νύχι του
στον κορμό της
τη λέξη “CUPELA”... »Η
Κουπέλα έγινε
λεπρότοπος
κοντά στο
χίλια οχτακόσια
πενήντα·
φάνηκαν
σημάδια
λέπρας πρώτα
σε δυο άντρες
κι έπειτα σε
μια κοπέλα, κι ο
γιατρός από την
Καστρούπολη
μίλησε αμέσως
για τη φοβερή
αρρώστια που
έτρωγε τη
σάρκα,
πλήγιαζε το
δέρμα,
εξαφάνιζε
μύτες, αυτιά,
δάχτυλα κι
έκανε τη μορφή
του ανθρώπου
μορφή κτήνους.
Τότε ειπώθηκε
πως την
αρρώστια την
είχαν φέρει οι
ναύτες ενός
γαλλικού
εμπορικού
πλοίου που
έκανε τη
διαδρομή
Μασσαλία-Κωνσταντινούπολη
και ναυάγησε
μια
χειμωνιάτικη
νύχτα στ'
ανοιχτά του
Κάβο-Ντόρο· οι
ναύτες
κατάφεραν να
βγουν στην
ακτή και έμειναν
για μια
βδομάδα
αποκλεισμένοι
στην Κουπέλα
λόγω της
φοβερής
κακοκαιρίας,
οπότε μοιραία
έφαγαν από το
ίδιο τσουκάλι
με τους
κατοίκους του χωριού,
κοιμήθηκαν
στα κρεβάτια
τους, έπλυναν
το πρόσωπό
τους στην ίδια
σκάφη... Εκείνη
την εποχή η
λέπρα προκαλούσε
τέτοιο τρόμο,
που μέσα σε μια
βδομάδα
αφότου έγινε
λόγος για τα
σημάδια της
έφυγαν όλοι απ'
το χωριό από το
φόβο μην
κολλήσουν.
Έμειναν μόνο
οι τρεις άρρωστοι,
οι γυναίκες
των δυο αντρών
και μια ξαδέρφη
του κοριτσιού.
Οι αρχές της
Καστρούπολης
μέσα στον
πανικό
έστειλαν
αμέσως
αναφορά στην
πρωτεύουσα, με
την ελπίδα πως
θα τους
μάζευαν κι
αυτούς τους
τρεις από εκεί
και θα τους
έστελναν
κάπου μακριά,
ίσως σε κάποιο
ερημονήσι του
Αιγαίου· όμως
εκείνη η ενέργειά
τους είχε τα
ακριβώς
αντίθετα
αποτελέσματα.
Η κυβέρνηση
όχι μόνο δεν
πήρε τους
τρεις αρρώστους
από την
Κουπέλα, αλλά
αποφάσισε να
στείλει εκεί
κι όσους
λεπρούς είχε
καταχωνιασμένους
εδώ κι εκεί. Για
να κατευνάσει
τις
αντιδράσεις
των
οργισμένων
Καστρουπολιτών,
τους έστειλε
και γραπτό
υπόμνημα που εξηγούσε
πως η Μυγδαλιά
ήταν το πλέον
κατάλληλο μέρος
για να
συγκεντρωθούν
οι
λωβιασμένοι,
καθώς ήταν
απομονωμένο,
είχε ήδη
ερημώσει απ'
την αρρώστια,
υπήρχε νερό κι
έτοιμα
χτισμένα
σπίτια και πως,
εν πάση περιπτώσει,
το μέτρο θα
ήταν
προσωρινό, μια
που θα οικοδομούνταν
στα αμέσως
επόμενα
χρόνια μεγάλο
λεπροκομείο
στην Αθήνα. Μα
στα αμέσως
επόμενα
χρόνια οι
Καστρουπολίτες
έβλεπαν να
επιβεβαιώνονται
οι φόβοι τους και
κάθε τόσο να
περνάνε μέσα
από την πόλη
τους για να
πάνε στο
καταραμένο
χωριό τα
καραβάνια των
λεπρών που
έρχονταν από
κάθε μέρος της
Ελλάδας είτε
με το
σκυλοκάραβο
είτε από το
δρόμο της
Χαλκίδας —
θλιβερές
πομπές με
παραμορφωμένους
ανθρώπους που
φορούσαν
άσπρες
κουκούλες κι
είχαν
κουδούνια στο
λαιμό. Σε δέκα
χρόνια είχανε
μαζευτεί στην
Κουπέλα πάνω
από
τετρακόσιοι
λεπροί. Ζούσαν
κοινοβιακά,
χωρίς καμιά
επαφή με τον
υπόλοιπο
κόσμο, οι πιο
γεροί ασχολούνταν
με την
κτηνοτροφία,
το ψάρεμα και
το κυνήγι, είχαν
κοινά βάσανα
και την κοινή
μοίρα των
καταραμένων,
κι έπρεπε να
επιβιώσουν
χωρίς να
περιμένουν τίποτε
απ' τον
υπόλοιπο
κόσμο. Έχτισαν
σπίτια με λάσπη
και ξύλα, μια
που δεν τους
έφταναν αυτά
που υπήρχαν,
έφτιαξαν
στάβλους, κάρα,
βάρκες για
ψάρεμα, ακόμη και
μια μάντρα για
να καίνε τους
νεκρούς τους...
Κανένας άλλος
δεν περνούσε
την Οχή πέρα
από το Πλατανιστό
— εκεί πια
έμεναν μόνο
αυτοί. Άλλαξαν
κάμποσες
κυβερνήσεις
από τότε, αλλά η
Κουπέλα
παρέμενε λεπρότοπος.
Το μόνο που
κατάφεραν οι
Καστρουπολίτες,
μετά από
επίμονες
διαμαρτυρίες
χρόνων, ήταν να
μην πιάνει
άγκυρα στο
λιμάνι τους το
σκυλοκάραβο
με τους
χανσενικούς,
παρά να
πηγαίνει στ'
ανοιχτά απ' το Μερούθι
και να τους
βγάζει στην
ακτή της
Κουπέλας με
βάρκες. Αυτό
γινότανε μια ή
δυο φορές το
χρόνο, στο μέσο
του
καλοκαιριού ή
στις αρχές του
φθινοπώρου... »Το
κακό άρχισε τη
μέρα των
Χριστουγέννων
του χίλια
εννιακόσια
ένα, όταν
φάνηκε ο
Ολλανδός — ένας
πληρωμένος
φονιάς που απ'
το πρωί την
έστησε με την καραμπίνα
του κι ένα
φλασκί ούζο
κάτω από τη
μυγδαλιά του
βράχου και
σημάδευε
όποιον έβλεπε
να περπατά έξω
απ' τα σπίτια·
μόνο την πρώτη
μέρα
τουφέκισε δώδεκα
λεπρούς, λες κι
ήταν ο
αρχάγγελος-εκδικητής
και τιμωρός
της δυστυχίας
τους. Ήταν
πράγματι Ολλανδός,
ποιος ξέρει
πώς είχε
καταλήξει
στην Ελλάδα, ψηλός
με ξανθή
γενειάδα,
γαλανά μάτια
κι ανέκφραστο
πρόσωπο, και
φυσικά είχε
πληρωθεί από
τους
Καστρουπολίτες
για να
ξεπαστρέψει
μια για πάντα
τους λεπρούς
της Κουπέλας·
ποτέ τους δε
χώνεψαν οι
κάτοικοι της
Καστρούπολης
την
εγκατάσταση
των αρρώστων
δίπλα στην
πόλη τους, το
θεωρούσαν
κατάρα
σταλμένη από
το διάβολο και
αιτία όλων των
δυστυχιών
τους, κι όσο
περνούσαν τα
χρόνια, τόσο
πιο πολύ
γύριζε στο
μυαλό τους η
σκέψη πως
έπρεπε μόνοι
τους να δώσουν
οριστική λύση
σ' εκείνη την
πληγή. Η
σταγόνα που
ξεχείλισε το
ποτήρι ήταν η
φοβερή
δολοφονία του
υφασματέμπορου
Δημοσθένη
Αρτεμόπουλου
και της
πανέμορφης
γυναίκας του
Λουίζας, που
βρέθηκαν
σφαγμένοι στο
σπίτι τους
στις αρχές του
Νοεμβρίου,
έγκλημα που δε
διαλευκάνθηκε
ποτέ, μα όλοι το
φόρτωσαν
στους χανσενικούς,
βασισμένοι σε
λόγια του αέρα
και
φανταστικές
ιστορίες για
κάποιον με τη
φριχτή όψη των
λεπρών που τον
είδαν τη
βραδιά του
φόνου να
τριγυρνά γύρω
απ' το κάστρο... Γι'
αυτό έφεραν
και τον
Ολλανδό απ' τον
Πειραιά μες στο
καταχείμωνο
(δηλαδή την
εποχή που δεν
υπήρχαν επισκέπτες
και
παραθεριστές
στην
Καστρούπολη) και
του έταξαν μια
χρυσή λίρα για
κάθε είκοσι
κεφάλια, χώρια
αυτά που
έδωσαν στον
αστυνόμο για
να κάνει τα
στραβά μάτια —
τόσο πολύ
ήθελαν να
γλιτώσουν από
τους λεπρούς
που ζούσαν
πίσω από το
βουνό. Εκείνος
έπιασε αμέσως
δουλειά: από
την ανατολή ως
τη δύση έπινε
και σκότωνε·
μόλις έπεφτε ο
ήλιος, γύριζε
με το μουλάρι
στην
Καστρούπολη
και την
επόμενη
ξεκινούσε
πολύ πριν απ' το
ξημέρωμα... Την
πρώτη μέρα
τουφέκιζε
όποιον
περπατούσε,
αυτούς που
έβγαζαν έξω τα ζώα
ή ψάρευαν με
τις βάρκες και
τις γυναίκες
που πήγαιναν
στην πηγή για
νερό. Οι
χανσενικοί
κλείστηκαν στα
καλυβόσπιτά
τους σαν
τρομαγμένα
ζώα και προσεύχονταν
στον άγνωστο
θεό τους,
αδύναμοι να
κάνουν το
οτιδήποτε: να
φύγουν; ούτε
λόγος, πού να
πάνε να ζήσουν τόσοι
άρρωστοι,
ποιος θα τους
δεχόταν... Να
αμυνθούν;
εκείνοι είχαν
μόνο μαχαίρια,
κι ο Ολλανδός
είχε δυο
καραμπίνες,
πιστόλια,
σφαίρες... Από τη
δεύτερη μέρα
άρχισε να
μπαίνει στα
σπίτια, καθώς
δεν έβγαινε
πια ψυχή στους
δρόμους·
διάλεγε το πού
θα χτυπούσε
καπνίζοντας
ένα μακρύ
πουράκι κάτω
από τη μυγδαλιά,
έπειτα, με βήμα
αργό, χωρίς να
βιάζεται,
περπατούσε ως
το σπίτι που
είχε διαλέξει,
έμπαινε μέσα ανενόχλητος
—τα σπίτια των
λεπρών δεν
είχαν πόρτες—
και τους
σκότωνε όλους
πυροβολώντας
τους σχεδόν εξ
επαφής,
μεθοδικά,
δίχως να κάνει
διάκριση
ανάμεσα σε γυναίκες,
γέρους ή
ετοιμοθάνατους.
Οι λεπροί δεν πρόβαλλαν
την παραμικρή
αντίσταση· τον
δεχόντουσαν
μοιρολατρικά,
με σκυμμένο το
κεφάλι,
μουρμουρίζοντας
ακατάληπτους
ψιθύρους, λες
κι η ζωή τους ήταν
στην απόλυτη
διάθεση
εκείνου, ίσως
μάλιστα
κάποιοι απ' αυτούς
μες στην
απόγνωσή τους
να σκέφτηκαν
πως ο φονιάς
ήταν
σταλμένος απ'
το μεγάλο
αφέντη για να τους
λυτρώσει από
το βάσανο που
έτρωγε τις
σάρκες τους
τόσα χρόνια... »Τη
νύχτα του
Αϊ-Γιαννιού
του χίλια εννιακόσια
δύο, κι ενώ ο
Ολλανδός, που
είχε ήδη σκοτώσει
περισσότερα
από εκατόν
πενήντα άτομα,
γλεντούσε
πίνοντας
αμέτρητες
κανάτες με
κερασμένο κρασί
στο πανηγύρι
της
Καστρούπολης,
οι χανσενικοί
της Κουπέλας
μαζεύτηκαν
στη μάντρα,
όπως κάθε βράδυ,
για να κάψουν
τα πτώματα
εκείνης της
ημέρας και να
προσευχηθούν
βουβοί, δίχως
να ξέρουν σε
ποιον
απευθύνονται,
μήτε και να
ζητούν κάτι
συγκεκριμένο
με την προσευχή
τους· ήταν
παράξενα
ήρεμοι, ίσως η
απόγνωση που
γεννιέται μες
στη φρίκη να
είχε γίνει ο
μοναδικός τρόπος
για να
γαληνεύει η
ψυχή τους...
Τότε, μέσα στην
πνιγηρή
μουγκαμάρα,
πήρε το λόγο
μια γυναίκα
από τις πιο
παλιές στην
Κουπέλα, το
μισό πρόσωπό
της ήτανε τόσο
φαγωμένο απ'
την αρρώστια,
που φαινόταν
το κόκαλο του
ζυγωματικού
της και το άλλο
μισό απείραχτο,
λες και η λέπρα
έπαιζε μαζί
της,
δείχνοντας
έτσι τη δύναμή
της· εκείνη η
γυναίκα
μίλησε για το
Γιωργάκη
Σταυρόπουλο ή
Λεμονμπούζη
και την
παράξενη ιστορία
του. Αυτός ο
Σταυρόπουλος
ήταν κάποτε ο καλύτερος
λεμονμπούζης
στην πόλη του
Μεσολογγίου,
ίσως και σε
ολόκληρη τη
δυτική Στερεά
Ελλάδα,
περίφημος για
την ομορφιά
του, τα
τσαλίμια του,
το βροντερό ντελάλισμά
του, μα κυρίως
για τη
γλυκύτατη
λεμονάδα που
'φτιαχνε. Όταν
λώβιασε στα
χίλια
οχτακόσια εβδομήντα
ένα, όλο το
Μεσολόγγι
αναστατώθηκε,
στην αρχή κανείς
δεν ήθελε να το
πιστέψει, μα,
καθώς τα
σημάδια στο
κορμί του
πλήθαιναν, μια
νύχτα τού
φόρεσαν κουδούνια
και τον
έδιωξαν κακήν
κακώς από τη
λιμνούπολη
για το
λεπροχώρι της
Εύβοιας, πεζό,
με συνοδεία
έφιππους
χωροφύλακες
ως τη Ναύπακτο·
κανένας δε
βρέθηκε να του
πει αντίο στο
φριχτό φευγιό
του, μήτε καν η κοπέλα
που αγαπούσε.
Στην Κουπέλα
έμεινε μονάχα
για τέσσερις
μήνες· δε
μιλούσε
καθόλου στους
άλλους
λεπρούς,
κοιμόταν στο
χώμα
σκεπασμένος
σε μια κουβέρτα
κι έτρωγε
ρίζες. Όταν
έφτασε το
καλοκαίρι,
έφτιαξε μια
παράξενη
λεμονάδα με
κίτρα,
πικρολέμονα
και διάφορα
φύλλα από τα
δέντρα της
Οχής και την
ήπιε· για
είκοσι μέρες
ψήθηκε στον
πυρετό, μα την
εικοστή πρώτη
μέρα σηκώθηκε
ολότελα
θεραπευμένος
και υγιής — μόνο
το πρόσωπό του
είχε
σημαδευτεί
για πάντα. Έφυγε
δίχως να
χαιρετήσει
κανέναν. Για
χρόνια δεν άκουσαν
τίποτε γι'
αυτόν, όταν
κάποτε
κάποιοι λεπροί
που 'χαν έρθει
απ' τη Λάρισα
μίλησαν για
κάποιον Γιωργάκη
Σταυρόπουλο
που 'ταν
ακουστός ως
φοβερός και
τρομερός
έμπορος
ναρκωτικών
στη Σαλονίκη και
κυκλοφορούσε
σαν το διάολο
φορώντας
πάντοτε μαύρη
μάσκα στο
πρόσωπό του. Η
γυναίκα με τη
μισοφαγωμένη
όψη κατέληξε
πως αυτή η
παλιά, απίθανη
ιστορία ήταν η μόνη
λύση για τους
λεπρούς της
Κουπέλας, η
μόνη τους
ελπίδα για να
σωθούν: έπρεπε
να φύγουν
εκείνη κιόλας
τη νύχτα απ' το
χωριό, να
πάρουν το
δρόμο για τη
Θεσσαλονίκη,
να φτάσουν
—όπως φτάσουν—
ξεφεύγοντας
από Έλληνες
και Τούρκους
χωροφύλακες
κι έπειτα να βρούνε
το
Λεμονμπούζη
και να τον
παρακαλέσουν,
να τον
εκλιπαρήσουν
γονατιστοί να
τους φτιάξει
μια παρόμοια λεμονάδα
με κείνη, να του
τάξουν και να
του ορκιστούν
ό,τι θέλει,
φτάνει να
γιατρευτούν —
δε θα τους άφηνε
να ψοφήσουν
έτσι, δεν
μπορεί να μην
τους συμπονούσε,
στο κάτω κάτω,
υπήρξε κάποτε
ένας απ'
αυτούς... »Ξεκίνησαν
πριν
ξημερώσει,
περισσότεροι
από διακόσιοι
πενήντα
άνθρωποι
τυλιγμένοι με
κουρελιασμένες
κι άθλιες
κάπες,
φορώντας
άσπρες
κουκούλες στο
κεφάλι για να
κρύβουν την
παραμορφωμένη
τους όψη. Πίσω
τους έσερναν
μπόγους με τα
λιγοστά τους
υπάρχοντα· και
βέβαια οι
πρώτοι κι οι
τελευταίοι
φορούσαν τα κουδούνια
των
χανσενικών.
Στο δρόμο τους
δε συναντήθηκαν
με τον Ολλανδό,
κι αυτό τους
παραξένεψε... Όταν
πέρασαν μέσα
απ' την
Καστρούπολη, ο
δρόμος ερήμωσε
μεμιάς,
έντρομοι όλοι
έτρεξαν να
κλειστούν στα
σπίτια και στα
μαγαζιά τους,
μαντάλωσαν
τις πόρτες και
ψιθυρίζοντας
προσευχές
(καθώς νόμισαν
πως ήρθε η ώρα
της έλευσης
του μιαρού
θηρίου της
Αποκαλύψεως),
είδαν απ' τα
παράθυρά τους
το φριχτό
καραβάνι των
απελπισμένων
που περνούσε
τραγουδώντας
ένα παράξενο
θλιβερό
τραγούδι. Οι
χωροφύλακες
δεν τόλμησαν
βέβαια να τους
σταματήσουν
κι ο Ολλανδός
δεν ήταν εκεί για
να αρχίσει να
τους
πυροβολεί·
κοιμόταν του
καλού καιρού
στην κάμαρη
μιας
παστρικιάς,
ανήμπορος να
συνέλθει από
το γλέντι της
προηγούμενης
νύχτας. Και την
ώρα που οι
λεπροί
έφευγαν από
την πόλη, έγινε
κάτι το
εντελώς
απρόσμενο: ο
ογδοντάχρονος
Λεωνίδας
Μπινής,
συνταγματάρχης
του στρατού
της Βρετανικής
Κοινοπολιτείας,
γόνος
Ανδριωτών
εφοπλιστών, πρώην
βουλευτής και
ιδιόρρυθμος
γέροντας πια,
που δε μιλούσε
σε κανέναν κι
έμενε
απομονωμένος
σε μια
παραθεριστική
έπαυλη της
Καστρούπολης,
βγήκε στο
δρόμο φορώντας
το καλό μαύρο
κουστούμι του
και, στητός σαν
κυπαρίσσι,
μπήκε ανάμεσα
στους λεπρούς
τραγουδώντας
το αλλόκοτο
τραγούδι τους
κι έφυγε μαζί
τους. Το
μεσημέρι της
ίδιας μέρας ο
Ολλανδός πήγε
στην Κουπέλα
κι έκαψε όλα τα
σπίτια των
αρρώστων, τους
στάβλους και
τις βάρκες
τους, ακόμη και
τη μάντρα που
έκαιγαν τους
νεκρούς τους·
μια εβδομάδα
αργότερα ένα
αγόρι απ' την
Καστρούπολη
έκαψε και τη
μυγδαλιά του
βράχου, όπως
έπρεπε, ένα
δεκάχρονο
αγόρι, που τα
απογεύματα
του
προηγούμενου
καλοκαιριού
έπαιζε κρυφτό
μ' ένα λεπρό στο
κάστρο. »Οι
χανσενικοί
της Κουπέλας
έφτασαν στη Θεσσαλονίκη
τρεις
βδομάδες
αργότερα, κι
ήταν λιγότεροι
από διακόσιοι,
κι οι μισοί από
αυτούς ημιθανείς·
δεν υπήρξε
μέρα που να μην
αφήσουν στο δρόμο
τους δυο και
τρία και
τέσσερα
πτώματα — τα
έκαιγαν
επιτόπου και
συνέχιζαν.
Τους
περισσότερους
από αυτούς
τους έβρισκαν
παγωμένους το
ξημέρωμα — έκανε
φοβερό κρύο
εκείνο το
Γενάρη και
κοιμόντουσαν
αγκαλιασμένοι
όλοι μαζί για
να ζεσταίνουν
ο ένας τον άλλον.
Από όσες
πόλεις
πέρασαν
—Χαλκίδα, Θήβα,
Λιβαδειά,
Λαμία, Φάρσαλα,
Λάρισα,
Κατερίνη— η
ίδια εικόνα: τρόμος,
έρημοι δρόμοι
και πίσω απ' τις
γρίλιες προσευχές
που ξόρκιζαν
το σατανά·
κάποιοι
πονόψυχοι ανοίγαν
για μια στιγμή
το παράθυρο
και τους
πετούσαν καρβέλια
ψωμί. Στη
Λάρισα μια
μαυροντυμένη
γριά τούς
ακολούθησε
ανεξήγητα,
παρόμοια με
τον Λεωνίδα Μπινή·
σε κανέναν δεν
είπε το όνομά
της, έλεγε μόνο πως
το γιο της τον
έλεγαν
Αποστόλη. Όταν
πέρασαν την
κοιλάδα των
Τεμπών και
μπήκαν στο
έδαφος της τότε
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας,
οι Τούρκοι
χωροφύλακες, φοβισμένοι,
δεν τους
σταμάτησαν,
μάλλον
προτίμησαν να
ξεχάσουν το
πέρασμά τους
σαν κακό
όνειρο. Το απόγευμα
της εικοστής
ενάτης
Ιανουαρίου
μπήκαν στη
Θεσσαλονίκη,
και στην πόλη η
φήμη
κυκλοφόρησε σαν
τον άνεμο· το
βράδυ δεν
υπήρχε ψυχή
στους δρόμους,
μα τυχαία βρήκαν
έναν τρελό
οπιομανή έξω
απ' το σταθμό
των τρένων και
τους είπε προς
τα πού
βρισκόταν το
σπίτι του
Λεμονμπούζη: ο
Γιωργάκης
Σταυρόπουλος
έμενε κάπου
στην
ανατολική
πλευρά της
πόλης, πάνω από τη
λεωφόρο των
εξοχών. Όταν
κάποτε βρήκαν
το σπίτι του, οι τρεις
γηραιότεροι
του
καραβανιού
—τον είχαν προλάβει
στην Κουπέλα—
του χτύπησαν
την πόρτα. Ο
Λεμονμπούζης
τους άνοιξε
φορώντας τη
μάσκα του·
εκείνοι
είχανε βγάλει
τις κουκούλες
τους για να
τους θυμηθεί. Στην
αρχή δεν τους
πήρε με το καλό,
έκανε πως δεν
τους ήξερε και
τους είπε να
φύγουν πριν
φωνάξει τους χωροφύλακες·
όταν όμως
άκουσε γιατί
ήρθαν απ' την Κουπέλα
και τι
ζητούσαν απ'
αυτόν, στάθηκε
για λίγο
σκεπτικός κι
έπειτα τους
είπε να τον
περιμένουν
για λίγο να δει
τι μπορεί να
κάνει. Μετά από
δέκα λεπτά βγήκε
ξανά έξω και
τους είπε πως,
για να φτιάξει
τη λεμονάδα
που θα τους
γιάτρευε,
έπρεπε να βρει
βοτάνια που θα
στοιχίζαν μια
ολόκληρη
περιουσία. Οι γέροντες
του ζήτησαν
ένα σεντόνι.
Μόλις τους το 'δωσε,
γύρισαν στο
καραβάνι των
λεπρών που
τους περίμεναν
στο δρόμο· στα
μάτια τους
τρεμόπαιζε η
φλόγα μιας
αμυδρής
ελπίδας... Σε
μισή ώρα είχαν
μαζευτεί πάνω
στο απλωμένο
σεντόνι του
Λεμονμπούζη
ένα βουναλάκι
απ' ό,τι
πολύτιμο
έκρυβαν για
χρόνια στους κόρφους
τους οι λεπροί:
κοσμήματα,
λίρες, βέρες
και δαχτυλίδια,
φυλαχτά,
σταυρούς,
κηροπήγια,
ακόμη και
χρήματα και
εικόνες της
Παναγίας,
αντικείμενα
που δόθηκαν
για κατευόδιο
μέσα σε
κλάματα από
γονείς, γυναίκες
κι αδέρφια
στον καθένα
που ξεκινούσε
για το ταξίδι χωρίς
επιστροφή
προς το
λεπροχώρι της
Εύβοιας. Όταν
ξαναχτύπησαν
την πόρτα του
και του έδωσαν
το σεντόνι
δεμένο μπόγο,
εκείνος είχε
φορέσει τη
μαύρη κάπα του
και τη
ρεπούμπλικα,
“δε γίνεται να
μείνετε εδώ...”
τους είπε,
“αύριο πρωί θα
'ρθει η
αστυνομία και θα
σας διώξει απ'
την πόλη. Θα σας
πάω εγώ σε ένα
μέρος όπου δε
θα σας βρει
κανένας, κι
αύριο το βράδυ
θα σας φέρω τη
λεμονάδα...”.
Περπάτησαν
τρεις ώρες
μέσα στη μαύρη
νύχτα — αυτός
πήγαινε
μπροστά.
Κάποτε ο δρόμος
τέλειωσε και
μπήκαν στο
δάσος,
σκόνταψαν σε
κορμούς και
ρίζες. Βγήκαν σ'
ένα μεγάλο
άνοιγμα γεμάτο
με ξερές
πευκοβελόνες·
εκεί
σταμάτησαν. Ο Λεμονμπούζης
τους είπε να μη
φύγουν και να
τον περιμένουν
σε κείνο το
μέρος, καθώς
ήθελε μια μέρα
για να φτιάξει
τη λεμονάδα
που θα τους
γιάτρευε... »Το
επόμενο βράδυ
ήρθε
σπρώχνοντας
το καρότσι με
το μεγάλο
ντεπόζιτο της
λεμονάδας· απ'
το απόγευμα
έπεφτε ψιλό
χιόνι, το κρύο
είχε γίνει πια
ανυπόφορο. Μόλις
βγήκε στο
ξέφωτο, άναψε
με το τσακμάκι
του ένα
κλεφτοφάναρο·
τι παράξενο, ο
Γιωργάκης
Σταυρόπουλος
δε φορούσε τη
μάσκα του. Όταν
οι λεπροί
είδαν στο λιγοστό
φως το πρόσωπό
του, ένιωσαν
μια αλλόκοτη
ανακούφιση:
δεν είχε μύτη
μήτε φρύδια
και
ζυγωματικά
μήτε πιγούνι,
μόνο δυο μάτια
που έλαμπαν
παράξενα, κι
όπως ήταν
λαχανιασμένος
από το δρόμο,
έμοιαζε στ' αλήθεια
ένας ακόμη
απελπισμένος,
ένας όμοιός
τους... Τους
φώναξε να
κάνουν όλοι
μια σειρά και
κανένας να μην
πιει δυο φορές,
γιατί η
λεμονάδα ίσα
ίσα που θα
'φτανε για
όλους·
ταυτόχρονα
όμως επέμεινε
σαν μανιασμένος
να πιουν όλοι
από τη
λεμονάδα του,
ακόμη κι ένας
άντρας που 'χε
πέσει σε κώμα
από το ίδιο
πρωί —του την
έβαλε ο ίδιος
στο στόμα με το
κουταλάκι—, ακόμη
και ο Λεωνίδας
Μπινής, που
αρνιόταν
επίμονα να πιει,
καθώς έλεγε
πως εκείνος
δεν είχε λέπρα
στο σώμα μα
στην καρδιά
και στο νου:
“πρέπει να
πιεις γιατί
έχεις
μολυνθεί, αν
δεν πιεις
φάρμακο,
κάποτε θα
βγάλεις λέπρα
και θα
μολύνεις κι
άλλους...”. Κι έτσι,
ήπιαν όλοι από
τη λεμονάδα
του
Λεμονμπούζη
και μούδιασε
το στόμα τους
από την
αφάνταστη
γλύκα της. “Ως
αύριο το
μεσημέρι θα
σας έχει
πιάσει
πυρετός· το
βράδυ θα 'ρθω να
σας δώσω το
δεύτερο
ποτήρι και θα
φουντώσει
ακόμη πιο πολύ
και μεθαύριο
το τρίτο για να
σας φύγει...”
τους είπε
εκείνος·
έπειτα έσβησε το
κλεφτοφάναρό
του και
σπρώχνοντας
το καρότσι του
χάθηκε μες στο
σκοτάδι... »Οι
χανσενικοί
άρχισαν να
υποψιάζονται
πως ο
Λεμονμπούζης
τους ξεγέλασε
από το
ξημέρωμα της
επομένης,
καθώς, αντί ν'
ανεβάσουν
πυρετό, όπως
τους είχε πει,
μούδιασαν τα
πόδια τους ως
τα γόνατα και
δεν μπορούσε
κανείς να περπατήσει·
όσο περνούσε η
μέρα, το
μούδιασμα
ανέβαινε. Μέχρι
το μεσημέρι το
σώμα τους από
τη μέση και
κάτω είχε
νεκρωθεί.
Χιόνιζε πια
για τα καλά,
γύρω ο τόπος είχε
γίνει άσπρος.
Την ώρα που
χανόταν η μέρα,
άρχισαν οι
πρώτοι πόνοι
στην κοιλιά κι
η υποψία τους
έγινε
βεβαιότητα.
Πράγματι, ο
Γιωργάκης
Σταυρόπουλος
ή Λεμονμπούζης,
που κάποτε
υπήρξε ένας
από αυτούς, τους
είχε γελάσει·
το 'ξερε καλά
πως, όταν ο κάθε
λεπρός έφευγε
από τον τόπο
του, του έδιναν
στο χέρι οι δικοί
του ό,τι
πολύτιμο
είχαν για
στερνή
βοήθεια... Μόλις
είδε
διακόσιους
λωβιασμένους
έξω από το σπίτι
του να του
ζητούν
απεγνωσμένα
γιατρικό για
να γίνουν καλά,
συνέλαβε
αμέσως το
σχέδιό του: θα
τους έπαιρνε
τα κοσμήματα,
τις λίρες κι
ό,τι άλλο είχαν με
την υπόσχεση
της σωτήριας
λεμονάδας —θα
του τα δίνανε,
δεν είχαν άλλη
ελπίδα εκτός
από αυτόν— κι έπειτα
θα τους
πήγαινε έξω απ'
την πόλη, σ' ένα
ξέφωτο στο δάσος,
που το ήξερε
μόνο αυτός,
λέγοντάς τους
πως θα τους
έφερνε τη
λεμονάδα την
επομένη.
Φυσικά το επόμενο
βράδυ δεν τους
έδωσε να πιουν
τη λεμονάδα που
γιατρεύει τη
λέπρα (δεν
ήξερε καν να
φτιάξει τέτοια
λεμονάδα, η
λέπρα απ' το
δικό του σώμα
δεν έφυγε από
τη λεμονάδα
που 'φτιαξε,
όπως νόμισαν
όλοι, αλλά από
ένα τσίμπημα
φιδιού στην
κατηφοριά της
Οχής που του
'φερε τον
πυρετό), δεν
τους είχε
φτιάξει λοιπόν
τη λεμονάδα
της σωτηρίας,
παρά μια άλλη,
που αντί για
ζάχαρη είχε
κοπανισμένα
ξερά
βατόμουρα της
Αλγερίας, το
πιο γλυκό
καρπό του
κόσμου που έφερνε
το θάνατο μέσα
σε τριάντα έξι
ώρες,
νεκρώνοντας
ολόκληρο το
σώμα σιγά σιγά
από τα κάτω
άκρα ως το
κεφάλι. Γι' αυτό
κι επέμενε να
πιουν όλοι από
το δηλητήριό
του, για να μη
μείνει κανείς
να μαρτυρήσει
τι τους έκανε·
γι' αυτό τους
πήγε και σ'
εκείνο το
ξέφωτο μέσα
στο δάσος, για
να μη βρει
κανένας τα
πτώματα ή τα
κόκαλα τους... Κι
έτσι, όταν
έπεσε η νύχτα
για τα καλά κι
οι λεπροί της
Κουπέλας
συνειδητοποίησαν
πλήρως πως ο
Λεμονμπούζης
δε θα ερχόταν
και πως κανένας
τους δε θα
ζούσε ως το
ξημέρωμα,
απλώθηκε η απόλυτη
σιωπή. Δεν
ακούστηκε ο
παραμικρός
θρήνος, μήτε
καν ένας
λυγμός, μήτε
καμιά κατάρα
γι' αυτόν που
τους πρόδωσε
για έναν μπόγο
με κατευόδια
απελπισμένων·
οι προδομένοι
λεπροί
ένιωθαν τις
νιφάδες του χιονιού
πάνω στο
σαπισμένο
πρόσωπό τους
και μια πρωτόγνωρη
χαρά γέμιζε
την ψυχή τους —
δεν είχαν πια
την παραμικρή
δυνατότητα
και την
παραμικρή ανάγκη·
η εκδίκησή
τους θα ήταν η
σιωπή τους, η
γαλήνη... Έξαφνα,
κι ενώ το
μούδιασμα
ανέβαινε στο
στήθος τους, αγκαλιασμένοι
καθώς ήταν απ'
το
προηγούμενο
βράδυ, σφίχτηκαν
αναμεταξύ
τους μ' όλη τη
δύναμη που τους
απόμενε·
πολλοί ίσως να
ήταν ήδη
πεθαμένοι, μα
τα χέρια τους,
με όσα δάχτυλα
είχε ο καθένας,
έσφιγγαν μανιασμένα
τους πλαϊνούς
τους. Ένα
βουητό
ακούστηκε,
κάτι σαν
παράπονο ή σαν
ανάσα· δεν ήταν
πια οι διακόσιοι
ετοιμοθάνατοι
χανσενικοί, μα
ένας λόφος της
γης που
ανάσαινε, μια
ψυχή στο
τελευταίο
τρέμισμά της.
Όλα ήταν πια
παρελθόν: η
φριχτή
αρρώστια, ο Ολλανδός,
ο
Λεμονμπούζης,
η προηγούμενη
ζωή τους, όλα...
Κι όταν έπαψε
το
παραπονεμένο
βουητό κι η
σιωπή έγινε
απόλυτη, ένα
υπερκόσμιο
τραγούδι
άρχισε ν' ακούγεται
από το λόφο με
τις πλεγμένες
ανθρώπινες
σάρκες: “κι αν
θέλετε να
μάθετε το
όνομά μου,
μάθετέ το από
τα ίδια μου τα
χείλη...”. Τότε
φύσηξε ένας
αφάνταστα
δυνατός
άνεμος κι
αμέσως
σηκώθηκε
φοβερή χιονοθύελλα·
γρήγορα τα
κορμιά των
λεπρών
πάγωσαν, μα το τραγούδι
τους δε
σταματούσε. »Έτσι,
μέσα σε μια
νύχτα, λίγες
ώρες πριν
ξημερώσει η
πρώτη
Φεβρουαρίου του
χίλια
εννιακόσια
δύο, οι
παγωμένες
σάρκες των λεπρών
που
τραγουδούσαν
έγινε μια
τούμπα της γης.
Με το πέρασμα
των ημερών, ο
άνεμος έφερε
χώμα και σκέπασε
τα κοκαλωμένα
απ' το κρύο
κορμιά, κι
έπειτα κι άλλο
χώμα κι άλλο κι
άλλο, κι η μικρή
τούμπα μεγάλωσε
απίστευτα,
μέσα σε λίγες
μέρες έγινε
λοφίσκος, σε
τρεις
βδομάδες
λόφος
ολόκληρος, την
άνοιξη πετάχτηκαν
πράσινοι
βλαστοί μέσα
απ' το χώμα.
Μέχρι το τέλος
του
καλοκαιριού
είχαν γίνει
πανύψηλοι κορμοί·
όταν
χειμώνιασε,
έβγαλαν
κλαδιά που
άπλωσαν και
πλέχτηκαν
μεταξύ τους κι
αγκαλιάστηκαν.
Και το Φλεβάρη άνθισαν
εκείνες οι
μυγδαλιές... Τα
άνθη τους
κρατούσαν για
έξι μήνες,
ίσαμε τον
Αύγουστο· με το
φύσημα του
ανέμου
σκόρπιζαν και
τα κλαδιά
έμεναν γυμνά
μέχρι το
Φλεβάρη. Κι
εκείνα τα
δέντρα δεν
καρπίσαν ποτέ μήτε
μύγδαλα μήτε
κανέναν άλλο
καρπό... Και την
ώρα του
δειλινού,
όποιος το
πρόσεχε, θα
έβλεπε πως ο λόφος
φούσκωνε και
ξεφούσκωνε,
καθώς
ανάσαιναν οι λεπροί
που 'χανε γίνει
δαίμονες και
νοσταλγούσαν. Και
τα βράδια ο
άνεμος
σφύριζε
λυσσαλέα
ανάμεσα απ' τα κλαδιά,
σχηματίζοντας
λέξεις
ανθρώπινες,
προστάγματα,
που αν τα
άκουγε κανείς
έπρεπε να
υπακούσει
αμέσως,
ειδάλλως, ο
άνεμος
έπαιρνε την
ψυχή του και τη
σκόρπιζε στα
τέσσερα
σημεία του
ορίζοντα. Και
στα χρόνια που
ακολούθησαν,
όσοι πήγαιναν
στο λόφο —για ό,τι
κι αν πήγαιναν—
ήξεραν πως
ήταν ο λόφος
των λεπρών της
Κουπέλας· με
κάποιον
μυστηριώδη
τρόπο η ιστορία
του θλιβερού
καραβανιού
από το μακρινό
λεπροχώρι της
Εύβοιας, που
έφτασε στη
Θεσσαλονίκη
μια
χειμωνιάτικη
βραδιά, έφτανε
σ' αυτούς που
έπρεπε να την ξέρουν,
όπως τα
μυστικά των
αλχημιστών
και των μάγων
των
περασμένων
αιώνων... »Το
ίδιο βράδυ που
οι λεπροί
πέθαιναν
τραγουδώντας
αγκαλιασμένοι,
ο Γιωργάκης
Σταυρόπουλος
ξεχώριζε
ανάλογα με την
αξία τους τα
όσα κοσμήματα
και φυλαχτά
τούς πήρε·
κάποτε έπιασε
στο χέρι του
μέσα στο σωρό
το ασημένιο
μενταγιόν που
'χε χαρίσει για
δώρο αρραβώνα
στην κοπέλα που
αγαπούσε
τριάντα πέντε
χρόνια πριν,
στο Μεσολόγγι.
Το αναγνώρισε
αμέσως· το 'χε
πάρει από
Γιαννιώτη
τεχνίτη, κι απ'
έξω είχε
σκαλισμένα
δώδεκα φίδια που
δαγκώναν έναν
αετό — εξάλλου
είχε βάλει τον
τεχνίτη να
χαράξει μέσα
τα αρχικά του:
“Γ.Σ.”. Η τρέλα
χίμηξε στο
μυαλό του την
ίδια στιγμή
τόσο
αστραπιαία,
που η
συνείδησή του
έμεινε
εντελώς
απείραχτη,
ανέπαφη,
ατάραχη, όσο η
επιφάνεια του
λαδιού· εκείνη
τη νύχτα έπεσε
για ύπνο χωρίς
να σκέφτεται
τίποτε δυσάρεστο
ή βίαιο ή
μελαγχολικό —
ηδονικά κενός,
γαλήνιος σαν
μικρό παιδί. Το
πρωί της
επομένης
αγόρασε μια
άμαξα με
τέσσερα άλογα,
έβαλε μέσα τα
νταμιτζάνια
και τα
τσουκάλια που
'φτιαχνε το
λεμόν μπουζ, τα
κάθε λογής
βοτάνια, τις
ρίζες, τις
σκόνες και τα
φαρμάκια που
μάζευε τόσα
χρόνια, και το
απόγευμα
έφυγε απ' τη
Θεσσαλονίκη,
αφού
προηγουμένως
έβαλε φωτιά στο
σπίτι του·
έλεγαν πως την
άλλη μέρα οι
χωροφύλακες
έμειναν
άφωνοι, όταν,
ψάχνοντας στα
αποκαΐδια,
βρήκαν μια
σιδερένια
κασέλα φίσκα
στις χρυσές
λίρες και στα
κοσμήματα,
τόσο βαριά, που
χρειάζονταν
τέσσερις
σωστοί άντρες
για να τη
μεταφέρουν...
Για δέκα χρόνια
βούιξε
ολόκληρη η
Μακεδονία για
το φριχτό άγγελο
του θανάτου με
τη μαύρη μάσκα,
που έλεγαν πως
δεν ήταν άλλος
από τον
Αντίχριστο·
γυρνούσε με
την άμαξα σε
πόλεις και
χωριά και
κερνούσε στις
πλατείες το
γλυκύτατο
λεμόν μπουζ,
που ήταν
φτιαγμένο όχι
μόνο με
αλγερινά
βατόμουρα,
αλλά και με
άλλους, ακόμη
χειρότερους,
φαρμακερούς
καρπούς.
Όποιος το έπινε
πέθαινε με
φριχτούς,
απερίγραπτους
πόνους: οι πιο
τυχεροί
τέλειωναν σε
μερικές ώρες,
για άλλους
τραβούσε μια ή
δυο μέρες, για
μερικούς και
περισσότερο — κανένας
όμως δεν έζησε
πάνω από μια
βδομάδα... Έλεγαν
πως μάγευε
τους πάντες
μονάχα με την
παρουσία του, πως,
όταν έμπαινε σ'
ένα χωριό, οι
εγκυμονούσες
απέβαλλαν
αμέσως, κι όλοι
—άντρες,
γυναίκες και
παιδιά—, μ' όλο
που 'χαν
ακούσει γι'
αυτόν κι
έτρεμαν τον
ερχομό του,
ξεχνούσαν τα
πάντα και σαν
μαγεμένοι
έτρεχαν
παραληρώντας
στην πλατεία μ'
ένα πήλινο
ποτήρι στο
χέρι και
χτυπιόντουσαν
με λύσσα
αναμεταξύ τους
για το ποιος θα
πρωτοπιεί τη
λεμονάδα του.
Εκείνος,
σιωπηλός,
κερνούσε όσα
ποτήρια λεμόν
μπουζ γέμιζε
ένα απ' τα μικρά
νταμιτζάνια
του κι έπειτα έφευγε
αφήνοντας
τους πιο
πολλούς
ανικανοποίητους
να τρέχουν
ουρλιάζοντας
πίσω από την
άμαξά του και
να εκλιπαρούν
να τους
γεμίσει και το
δικό τους
ποτήρι· μόνο
όταν χανόταν η
άμαξά του στον
ορίζοντα,
συνέρχονταν
και
ξαναβρίσκαν
το λογικό τους
και τότε όσοι
δεν είχαν πιει
ευχαριστούσαν
το Θεό που
γλίτωσαν. Ποτέ
δεν πήγαινε
για δεύτερη
φορά στο ίδιο
μέρος. Ειπώθηκαν
γι' αυτόν τόσα
και τόσα· απ'
όπου περνούσε
γίνονταν
εξορκισμοί κι
αναθέματα, κι
όπου δεν είχε
ακόμη
εμφανιστεί
έκαναν
λιτανείες για
να μην πάει, ακόμα
και θυσίες
γίνανε για να
τον
καλοπιάσουν.
Γι' αυτόν φτιάχτηκαν
τα πιο
τρομακτικά
παραμύθια του
καιρού
εκείνου. Κάθε
τόσο οι αρχές
τον
επικήρυτταν
για όλο και
μεγαλύτερο
ποσό, αλλά
κανένας δεν
κατάφερε να
τον πιάσει ή
έστω να τον
στριμώξει,
μήτε ο στρατός
κι η αστυνομία,
μήτε εκείνοι
που
πολεμούσαν
στους βάλτους,
μήτε όσοι
θέλαν τις
λίρες της
επικήρυξης —κι ήταν
πάμπολλοι
αυτοί—, καθώς η
άμαξά του
χανόταν έξαφνα
από τη μια
περιοχή κι
εμφανιζόταν
στην άλλη, μ' όλο
που 'χαν
πιασμένα όλα
τα περάσματα...
Κι αφού φαρμάκωσε
αμέτρητους
ανθρώπους, του
τέλειωσαν κάποτε
του
Λεμονμπούζη
τα βοτάνια κι
οι ρίζες. Τότε
έφτιαξε ένα
τελευταίο
ποτήρι από τη
λεμονάδα του
για τον εαυτό
του, το ήπιε κι
ύστερα
οδήγησε σαν
μανιασμένα τα
άλογά του στην
Κουπέλα. Ήταν
Φλεβάρης —σύμπτωση
άραγε;— του
χίλια
εννιακόσια
δώδεκα. Ανέβηκε
στη Φωλίτσα
χωρίς να
σκοντάψει
ούτε σε έναν
κορμό ή σε μια
ρίζα και
πέθανε
σφίγγοντας
στην παλάμη
του το
ασημένιο
μενταγιόν με
τα δώδεκα
φίδια που δαγκώναν
τον αετό, ενώ ο
άνεμος
σφύριζε μέσα
απ' τα κλαδιά
“έρχου”... »Στα
χρόνια που
ακολούθησαν
κάμποσοι
δοκίμασαν τη
δικαιοσύνη
του λόφου των
αγκαλιασμένων
λεπρών — κανείς
δεν ξέρει
πόσοι παρά
μόνο ο άνεμος...
Στη γούβα της
Φωλίτσας
ερωτευμένοι
γύρεψαν παράφορα
αγκαλιάσματα,
στερνά φιλιά,
επιθανάτιους
ρόγχους,
προδότες και
προδομένοι
ξεψύχησαν
μαζί, επαναστάτες
έκαναν στάχτη
τα μυστικά της
ήττας και της
μελαγχολίας
τους,
δολοφόνοι
νοστάλγησαν
τα δάχτυλα της
μάνας τους,
κωφάλαλοι
ληστές έθαψαν
στο χώμα κλειστές
κασέλες,
τρελοί κι
αλαφροΐσκιωτοι
έβαλαν το κεφάλι
τους μέσα σε
τενεκέδες με
αναμμένα
κάρβουνα και
έβγαλαν τα
μάτια τους με
τα ίδια τους τα
δάχτυλα και
έκοψαν τις
γλώσσες τους
και τα
γεννητικά
τους όργανα για
να χαρούν τη
δροσιά του
μαχαιριού, και
πόσοι άλλοι
ακόμη που δεν
άκουσε
κανένας γι'
αυτούς· όνειρα
και ουτοπίες
πληρώθηκαν με
θάνατο,
ματαιωμένοι
έρωτες
στάλαξαν την
πίκρα που
ξεστρατίζει
το μυαλό απ' το
δρόμο του,
μελαγχολίες
βρήκαν το
μοναδικό
αντίκρισμά
τους σε μια
ωχρή
αιωνιότητα.
Και πάντοτε ο άνεμος
φύσαγε
λυσσαλέα, κι
όπως περνούσε
ανάμεσα απ' τα
κλαδιά των
απελπισμένων
δέντρων, το
σφύριγμά του
τρυπούσε την
ψυχή. Και το
στριγκό
εκκωφαντικό
σφύριγμα
έμοιαζε μ' ένα
αόρατο
πληγωμένο
τέρας που προσπαθούσε
απεγνωσμένα
να μιλήσει με
την ανθρώπινη λαλιά,
και μερικές
φορές το
κατάφερνε
σχηματίζοντας
κανονικές
λέξεις, δικές
μας: άλλοτε
“φύγε”, άλλοτε
“έρχου” κι
άλλοτε “φίλησε”,
σκοτεινά
προστάγματα
που κανείς
ποτέ δεν
τόλμησε να
εξηγήσει...». Με
τα λόγια αυτά η
κυρία
Δομένικα
έπαψε τη μακρά
διήγησή της
για το μαύρο
λόφο της
Κουπέλας, ενώ
είχε ήδη
περάσει το
μεσημέρι
εκείνης της
παγερής πρωτομηνιάς
του Φλεβάρη.
Και είναι
αλήθεια πως
σταμάτησε
κάπως απότομα —την
ώρα που
μιλούσε για τα
προστάγματα
του ανέμου—,
ίσως γιατί
ένιωσε πως
πήγαινε να
προχωρήσει
πιο πολύ απ' ό,τι
έπρεπε,
φανερώνοντάς
μας μυστικά
που δε θα μας
πονήρευαν
απλά, αλλά θα
έπνιγαν τη
διάνοιά μας
στους βάλτους
της τρέλας και
θα έκαναν την
ψυχή μας
έρμαιο μιας
αρρωστημένης
εμμονής, μιας
εμμονής που θα
μας οδηγούσε
στον όλεθρο,
χωρίς δική μας απόφαση...
Το ίδιο
απότομα
τέλειωνε και η
γραπτή εκδοχή
της ιστορίας
εκείνης στο
τέταρτο από τα
κόκκινα τετράδιά
της —πάλι όταν
έγραφε για τα
προστάγματα
του ανέμου—, που
σήμαινε πως
ήταν
συνειδητή
επιλογή της
δασκάλας μας
να κρατήσει
κάποια
πράγματα στο σκοτάδι,
καθώς πίστευε
πως όποιος
ήθελε να
διαλέξει
ετούτο το
δρόμο έπρεπε
να οδηγηθεί
μόνος του ως
εκεί, κι όχι να
τον μπλέξουν
τα δικά της
λόγια χωρίς τη
θέλησή του... Κι
εμείς, όση ώρα
την ακούγαμε,
νιώθαμε το φόβο
να απλώνεται
μέσα μας,
μουδιάζοντας
ηδονικά σάρκα
και νου, κι όταν
σταμάτησε,
δεχτήκαμε τη
σιωπή της με
ένα ανάμεικτο
συναίσθημα,
κάτι σαν ανακούφιση
και θλίψη μαζί·
και βέβαια το
καταλάβαμε
πως δάγκωσε τη
γλώσσα της μια
στιγμή πριν
ξεστομίσει κάτι
που ίσως να
ήταν η ουσία
του μυστικού
της, μα δεν
είχαμε πια
μέσα μας
σιγουριά για
τίποτα ώστε να επιμείνουμε
με μια ακόμη
ερώτηση.
Γείραμε προς
τα πίσω —από το
κρύο δε
νιώθαμε πια τα
αυτιά και τις
μύτες μας— και,
κλείνοντας τα
μάτια,
παραδοθήκαμε
σε μια ομαδική
παραίσθηση
γεμάτη με
εικόνες
νυχτερινής αγρύπνιας
γύρω από
φλόγες —
άνθρωποι με
μαύρη μάσκα
στο πρόσωπο
και φριχτοί
ετοιμοθάνατοι
που αγκαλιάζαν
μανιασμένα
τους
διπλανούς
τους... Μόνο ο
Γιώργος δεν το
'βαλε κάτω — κι
είχε βέβαια
τους λόγους
του. Θα 'χαν δε
θα 'χαν περάσει
δέκα λεπτά,
όταν ακούσαμε
τη φωνή του,
ψιλή κι
εριστική, να
ρωτά τη
δασκάλα μας: «Κι
εσύ γιατί
βρέθηκες σ'
αυτόν το λόφο;
Ξέρεις πολλά
για να τα 'μαθες
τυχαία...». Η
δασκάλα μας
απάντησε με
δυσκολία, δε
μιλούσε πια με
την αργή
γλυκύτατη
φωνή της, αλλά μ'
ένα
ανεξέλεγκτο
τραύλισμα· ανασηκωθήκαμε
όλοι μας
κοιτώντας την
με απορία — ήτανε
φανερό πως
κάτι
συνέβαινε
στην κυρία
Δομένικα εκείνη
την ώρα, σαν να
πάλευαν οι
κουβέντες της
με τον άλλο της
εαυτό: «σου 'χω
μιλλλήσει για
τις θάλασσες...
του αίματος
τις
θάλλλασσες...
εγώ δεν έπρεπε...
δεν έπρρρεπε
να φιλήσω... μα
εγώ φίλλησα...».
Πήρε δυο τρεις
βαθιές ανάσες,
πιάνοντας το
στήθος της σαν
να πονούσε, και
συνέχισε το
παραλήρημά
της: «...ένας
κομμμένος
λαιμός και
νννα σου οι
θάλασσες από αίμα...
Μμμου 'δωσε τη
ζωή... μμμου
'δωσε και το
θάνατο... Κι ο
βαρρρκάρης με
το
ξουριαφιασμμμένο
πρόσωπο δδδεν
αντέχει...». Το
πρόσωπό της
είχε ασπρίσει.
«Με βββήμα
λλλύκου και
μμμάτια
πελλλαργού,
σου λέω... Πίσω
απ' τους
κορρρμούς των
δέντρων με
περιμένουν οι
δδδαίμονες...
Ό,τι μου
δδδόθηκε μου
δόθηκε... Χίλιες
μμμέρες είναι
χίλλλιες
μέρες...» αυτά
είπε κι έπειτα
ούρλιαξε μ' όλη
τη δύναμη των
πνευμόνων της,
πέφτοντας
μπρούμυτα και
κρύβοντας το
πρόσωπό της
μες στις
παλάμες της — κι
ύστερα το
ουρλιαχτό της
έγινε βήχας
ασταμάτητος.
Όταν ησύχασε,
το τραύλισμα
είχε φύγει απ'
την ομιλία της·
όμως τώρα μιλούσε
με φωνή
δωδεκάχρονου
κοριτσιού,
κοφτά και χαμηλόφωνα,
το μάτι της
γυάλιζε σαν
του λαβωμένου
αγριμιού, κι ο
φόβος μάς είχε
κυκλώσει και
πάλι για τα
καλά: «Κι αν
θέλετε να
μάθετε γιατί
βρέθηκα σ'
αυτόν το λόφο...»
είπε, «κοιτάξτε,
λοιπόν...». Κι
ευθύς, με
γοργές κινήσεις,
έβγαλε όλα τα
ρούχα της· το
παλτό, την
μπλούζα, το
πουκάμισο, τη
μακριά φούστα,
τις μάλλινες
κάλτσες, τα
εσώρουχα,
απόμεινε
ολόγυμνη κι ούτε
που νοιαζόταν
για το φοβερό
κρύο· αμέσως η
ματιά μας πήγε
στα στήθη της
κι όχι στο
μαύρο τρίχωμα χαμηλά
στην κοιλιά,
δεν είχαν
καμιά σχέση με
τα τεράστια
βυζιά της
Ελίζαμπεθ που
'χαμε δει στη
φωτογραφία
του Τζακ — τα
στήθη της
κυρίας
Δομένικας
ήταν δυο μικρά
εξογκώματα
πάνω στον
αδύνατο
θώρακα, σαν δυο
καρύδια· και, το
πιο παράξενο,
δεν κατέληγαν
σε ρώγες, δεν
είχε καθόλου
θηλές στο
στήθος της... «Το
βλέπετε... είμαι
μια μυγδαλιά
δίχως μύγδαλα...»
είπε πάντοτε
με
κοριτσίστικη
φωνή· κι αμέσως
μετά ψιθύρισε με
ένα τρελό
χαμόγελο: «έχω
μόνο τον
άνεμο...». Τρόμαξα
τόσο, που
ένιωσα μια
λόγχη να με
κόβει εκεί
κάτω χαμηλά,
κάτω απ' το
στομάχι· την
ίδια στιγμή ο Σώτερ
τη ρώτησε με
έξαψη —πώς
βρήκε το
θάρρος ο αθεόφοβος—
«...και πού τον
συναντάς
αυτόν τον
άνεμο;». Εκείνη
ξέσπασε τότε
σε γάργαρα
γέλια που δε
σταματούσαν,
έπεσε κάτω και
κυλιόταν
γυμνή στο
παγωμένο χώμα
και
ξεκαρδιζόταν,
έμοιαζε
διονυσιασμένη,
ασυγκράτητη,
έτοιμη να
περάσει κάθε
όριο· κι όπως
κυλιόταν, βρήκε
πλάι στον
κορμό μιας
μυγδαλιάς ένα
καλάμι, έπειτα
μπουσούλησε
ως τη Φωλίτσα
και χάραξε
πάνω στο χώμα
μια φράση που
προφανώς
απαντούσε
στην ερώτηση
του Σώτερ: ΕΔΩ
ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ
Και
τότε, μόλις η
δασκάλα μας
έγραψε αυτές
τις λέξεις,
αμέσως
πετάχτηκε ο
Γιώργος
φωνάζοντας,
έξαλλος από
έρωτα, ζώντας στο
δικό του κόσμο:
«κυρία, δώσε μου
τούτο το
καλάμι... Είμαστε
πια μαζί... Θα
γίνεις
γυναίκα μου... Θα
γράφουμε πια
μαζί στο χώμα...
κρατώντας το
και οι δυο...».
Εκείνη τον
κοίταξε
στιγμιαία μ'
ένα φριχτά
άδειο βλέμμα
και έπειτα με
μια
αστραπιαία
κίνηση έσπασε
το καλάμι στο
γόνατό της —
έμοιαζε
αφιονισμένη. Ο Γιώργος
έμεινε
ακίνητος,
θαρρείς
κεραυνοβολημένος,
με τα μάτια
στυλωμένα
επάνω της.
Έξαφνα εκείνη
μας γύρισε την
πλάτη της, κι
έτσι, ολόγυμνη
όπως ήταν, άνοιξε
τα χέρια της κι
άρχισε να
τραγουδάει με
σπασμένη και
συνάμα
παρανοϊκά
παιδική φωνή
το τραγούδι
της πρώτης
μέρας του
Φεβρουαρίου:
«Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε,
πόσο σε
καρτερούσα,
για να φιλήσω
έξαλλα τα χείλη
που ποθούσα...».
Την ίδια ώρα
άρχισε να φυσά
ο άνεμος, και η
κυρία
Δομένικα, στην
αρχή με μικρά
βήματα κι
έπειτα με
κανονικά,
άρχισε να
χορεύει έναν παράξενο
πρωτόγονο
χορό, ενώ
συνέχιζε να
τραγουδά... Κι
όσο χόρευε,
τόσο δυνάμωνε
ο άνεμος. Όταν
το τραγούδι
τέλειωσε, ο
χορός της δε
σταμάτησε, ίσα
ίσα, γινόταν
όλο και πιο
τρομακτικός·
το σφύριγμα
του ανέμου
ανάμεσα απ' τα
κλαδιά μάς
τρυπούσε τα
αυτιά. Η
δασκάλα μας
δεν ήταν πια ο
εαυτός της. Ο
ήλιος έγερνε.
«Πρέπει να την
αφήσουμε μόνη...»
ψιθύρισε ο Σώτερ,
κι όλοι, παρά
την ταραχή μας,
το
καταλαβαίναμε
καλά πως ο
φίλος μας είχε
δίκιο... «Πάμε»
είπε κοφτά ο Όττος
και προχώρησε
προς το
θεόστενο
μονοπάτι που
ήταν μαύρο σαν
το θάνατο· τον
ακολουθήσαμε
αμίλητοι, ενώ η
κυρία
Δομένικα
συνέχιζε τον
τρελό χορό της... [...] |
|