|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
4. [Ο
αγώνας για την
άνοιξη] απόσπασμα
από το β΄
κεφάλαιο,
σελίδες 156-168 [...] Ωστόσο
ο πραγματικός
αγώνας για να
κερδηθεί η άνοιξη
έγινε είκοσι
μέρες
αργότερα, και
βέβαια δεν κερδήθηκε·
κερδήθηκε
μονάχα η
στιγμιαία
ομορφιά της
θλίψης, η βεβαιότητα
των σφιγμένων
δοντιών, η
ανυπομονησία του
αίματος, η
δροσιά της
κόψης του
κυρτού σπαθιού.
Απ' τις αρχές
του Απρίλη η
δασκάλα μας
έβαλε μέσα μας
το σκουλήκι
και το άφησε να
κάνει τη
δουλειά του: «φέτος
δε θα 'ρθει
διόλου η
άνοιξη...» μας
είπε τάχα μονολογώντας
ένα απόγευμα
μόλις
τελειώσαμε το
μάθημα, ενώ
κοίταζε έξω απ'
το παράθυρο
τον ουρανό που
μούχρωνε σιγά
σιγά. Δεν ήταν
και δύσκολο να
το πιστέψουμε·
ο Απρίλης είχε
μπει κι ακόμη
δεν είχαν ανθίσει
οι μαργαρίτες,
μήτε κανένα
άλλο λουλούδι,
τα πρωινά ο
ήλιος δεν
ανάτελλε
περήφανος
θριαμβευτής,
μα φοβισμένος
και δειλός,
γεμάτος
τύψεις, τα
χελιδόνια δεν
είχαν φανεί
και τα βράδια
στο νταμάρι
απέναντι απ'
της Φρόσως, όσο
κι αν στήναμε
αυτί μες στη σιωπή,
δεν ακούγαμε
τίποτε, μήτε
καν ένα
μοναχικό
κούκο... Κι όταν
ένα μεσημέρι,
λίγες μέρες
αργότερα,
είδαμε ένα
μαύρο σημάδι
ψηλά στον
ουρανό, στα
στήθη μας φτερούγισε
άγρια η ελπίδα,
κι όρθιοι το
περιμέναμε να
έρθει πιο
κοντά, ενώ ο
Τζίμης ήδη
γκάριζε «χε-λι-δό-νι,
χε-λι-δό-νι...»,
καθώς είχε δει
με την
καταπληκτική
του όραση
ακόμη και την
άσπρη κοιλιά
του· μα το 'φερε
έτσι η τύχη —ή
μήπως δεν ήταν
τύχη;— και το
μαύρο σημάδι
ήρθε και
προσγειώθηκε
μπροστά στα
πόδια μας, εκεί
στο Μικρό Ρέμα:
ήταν ένα
τσαλακωμένο
χαρτί που
καιγόταν, ίσως
κάποια
επιστολή που ο
κάτοχός της
της έβαλε
φωτιά και την
άφησε να την
πάρει ο αέρας. Ο
Σώτερ έσκυψε
πάνω από το
καμένο χαρτί τη
στιγμή
ακριβώς που η
φλόγα έτρωγε
και την τελευταία
λευκή άκριά
του· άπλωσε το
χέρι του να
πιάσει το μαύρο
αποκαΐδι, μα
αυτό
διαλύθηκε
στην παλάμη
του, κι εκείνος,
γεμάτος
απογοήτευση,
είπε: «πάει
τελείωσε, δε θα
'ρθει ποτέ...». «Εγώ
λέω να κάψουμε
όλα τα βιβλία
που 'χουν
εικόνες ανθισμένων
λουλουδιών...»
είπε της
δασκάλας μας
με σταθερή
φωνή ο Μανόλης
ένα απόγευμα
όταν
τελειώσαμε το
μάθημά μας, κι
ενώ ο Απρίλης
είχε φτάσει
στο μέσο του.
Εκείνη ξαφνιάστηκε,
τον κοίταξε
απορημένη, μα,
πριν προλάβει
να πει
οτιδήποτε, ο
φίλος μας
συνέχισε
διστακτικά, σαν
να
απολογούνταν:
«...αφού η άνοιξη
δε θα 'ρθει
ποτέ...». Μόλις το
άκουσε αυτό,
πήρε αμέσως
φωτιά· «κι εγώ λέω
πως δεν είστε
άντρες» του
απάντησε
φωνάζοντας —έδειχνε
πολύ
εξοργισμένη,
τα μάτια της
πετούσαν αστραπές—
«...πως είστε
φοβισμένες
κότες που
ζαρώνουν στη
γωνιά τους
όταν
μουγκρίζει ο
ουρανός, καλά
θα σας κάνει η
άνοιξη και δε
θα έρθει ποτέ
στην αλάνα σας,
η άνοιξη είναι
γι' αυτούς που
'χουν τα κότσια,
η άνοιξη είναι
γι' αυτούς που
την κυνηγούν,
γι' αυτούς που
αγωνίζονται
να την
κερδίσουν στα
αυλάκια του αίματος
και που
πεθαίνουν
χαμογελώντας
και ψιθυρίζοντας
το όνομά της·
για τέτοιους
άντρες είναι η
άνοιξη κι όχι
για σας που μου
μιρλιάζετε
σαν κλαμένα
μουνιά...».
Μείναμε να την
κοιτάμε
άφωνοι και
σοκαρισμένοι —
ποτέ δε μας
είχε μιλήσει
έτσι η δασκάλα
μας· ως τη μέρα
εκείνη μας
είχε αγριέψει
δυο τρεις φορές,
μα όχι να μας
ξεφτιλίσει
έτσι, να μας πει
πως ήμασταν
«σαν κλαμένα
μουνιά», ακόμα
κι ο Τζακ, που
ήξερε όλες τις
βρισιές του
κόσμου, ούτε
για πλάκα δε
μας το είχε πει
ποτέ. Η κυρία
Δομένικα,
όρθια, μας
κοίταζε με
μάτια που
έκαιγαν κι
έτρεμε — έλεγες
πως
προσπαθούσε
να
συγκρατηθεί
για να μη μας
πει περισσότερα·
το αίμα μου
είχε ανέβει
στο κεφάλι,
υπήρχε μεγάλη
ένταση στην
ατμόσφαιρα κι
ένιωθα πάρα πολύ
άσχημα· κάποια
στιγμή άνοιξα
το στόμα μου
για να
διαμαρτυρηθώ,
μα ζαλίστηκα
κι έπεσα πάνω
στο θρανίο μου,
σχεδόν
λιποθύμησα...
Όταν συνήλθα
κάπως, μισό
λεπτό
αργότερα, είδα
δίπλα μου το
Γιώργο, άσπρο
σαν το πανί, να
'χει μπήξει το
καλοξυμένο
μολύβι του στη
μέση της
αριστερής
παλάμης του· το
αίμα είχε
κάνει μια
μικρή λίμνη. Ο
φίλος μου
μίλησε πολύ
αργά, σχεδόν
διακεκομμένα,
προφανώς από
φόβο μήπως ο
έρωτας τρεμουλιάσει
τη φωνή του και
εκείνη τον
νομίσει για
δειλό: «κυρία,
πες μου για τα
αυλάκια του
αίματος...». Όποτε
φέρνω στο νου
μου εκείνον
τον Απρίλιο
που η κυρία
Δομένικα μας
μίλησε για τον
αγώνα της
άνοιξης,
θαυμάζω όλο
και πιο πολύ
τον
αριστοτεχνικό
τρόπο που μας
παρέσυρε στην
ξέρα της και
μας παγίδευσε
εκεί,
τραβώντας
κάθε φορά κι
από λίγο το
δόλωμα κάτω
από τη μύτη μας,
παριστάνοντάς
άλλοτε την αδιάφορη
κι άλλοτε τη
θυμωμένη ή
κάνοντάς μας
διάφορα κόλπα
όπου την
έπαιρνε,
λέγοντάς μας
πως τάχα δεν
ήθελε να μας
πει
περισσότερα·
κι όμως, κάθε
φορά πετούσε και
μια κουβέντα
που
αγκίστρωνε
όλο και πιο
πολύ την ψυχή
μας... Έτσι, όταν
ο Γιώργος τη
ρώτησε για τα αυλάκια
του αίματος,
εκείνη
καμώθηκε πως
δεν επρόκειτο
να απαντήσει,
φεύγοντας
όμως απ' την
τάξη τίναξε το
φαρμάκι της
λέγοντας
περιφρονητικά:
«τι να σας πω για
τα αυλάκια του
αίματος, εσείς
το λαιμουδάκι
σας το έχετε
περί πολλού...».
Και βέβαια το
ήξερε πως ο
Γιώργος δε θα
το σήκωνε αυτό,
να του πετάξει
εκείνη μια
τέτοια
κουβέντα
κατάμουτρα,
και πως την
άλλη μέρα ο
φίλος μας θα
είχε κάτι να
της απαντήσει.
Πράγματι, την
άλλη μέρα ο
Γιώργος ήρθε
στο σχολείο με
το φαρδύ
μαχαίρι του
πατέρα του μες
στη σάκα του κι
αμέσως μετά
την προσευχή
το ακούμπησε
πάνω στο θρανίο
και της είπε:
«κυρία, αν δε μου
πεις για τα αυλάκια
του αίματος, θ'
ανοίξω ένα
λάκκο στην
αλάνα και θα
τον γεμίσω
μοναχός μου...».
Κι όμως, η
δασκάλα μας και
πάλι
προσποιήθηκε
πως δεν
επρόκειτο να
πει τίποτε,
«κάνε ό,τι θες,
εμένα τι με
νοιάζει...» του
απάντησε,
αφήνοντάς τον
να την κοιτά
σαν χαμένος·
όμως και πάλι
την ώρα που
έφευγε είπε
χαμηλόφωνα:
«αξία έχει ένα
αυλάκι που θα
οδηγήσει το
αίμα ως τα
λουλούδια...».
Και φυσικά και
πάλι το ήξερε
πως την άλλη
μέρα θα
πηγαίναμε στο
σχολείο
άγρυπνοι, με τα
νεύρα μας
κουρελιασμένα
από την
ολονύχτια αδιέξοδη
κουβέντα στο
νταμάρι
απέναντι απ' το
σπίτι της
Φρόσως για το
τι εννοούσε
λέγοντάς μας
πως το λαιμουδάκι
μας το 'χουμε
περί πολλού
και πως αξία έχει
ένα αυλάκι που
θα οδηγήσει το
αίμα κάπου, κι ο Γιώργος
δε θα ερχόταν
διόλου στο
μάθημα, καθώς
απ' το πρωί μέχρι
το βράδυ θα
περπατούσε απ'
το Μικρό ως το
Μεγάλο Ρέμα
και πάλι πίσω
στο Μικρό,
μήπως και βρει
το αυλάκι που
θα οδηγούσε το
αίμα στα
λουλούδια· κι
όταν αμέσως
μετά τη βουβή
προσευχή μας
σηκώθηκα όρθιος
και της είπα
ξερά αυτό που
είχαμε
συμφωνήσει απ'
το πρωί (ο Σώτερ
έκρυψε
ξυλαράκια για
να δούμε ποιος
θα της το έλεγε
κι ήμουν εγώ
που τράβηξα το
σπασμένο),
«κυρία, πες εσύ
το πώς
κερδίζεται η
άνοιξη και θα
δεις άμα
φοβόμαστε για
το λαιμό μας ή
όχι...», μια
αστραπή
έλαμψε για μια
στιγμή στη
ματιά της κι
αμέσως μετά
πήρε αδιάφορο
ύφος και είπε:
«αφήστε τα αυτά,
δεν είναι για
την ηλικία
σας...». Ήταν όμως
η τελευταία
φορά που
καμώθηκε την
αδιάφορη για
τον αγώνα της
άνοιξης. Το
ίδιο βράδυ
ήρθε στο
νταμάρι απέναντι
απ' το σπίτι της
Φρόσως — έφτασε
ένα λεπτό αφότου
ο Σώτερ είχε
πει
μονολογώντας
μελαγχολικά «...ποιος
ξέρει... ίσως να
μη μας έμελλε
να
αγωνιστούμε
κι εμείς για
την άνοιξη...».
Τότε η δασκάλα
μας εμφανίστηκε
ξαφνικά
μπροστά μας
και εγώ,
τουλάχιστον,
σκέφτηκα πως
ίσως στ'
αλήθεια να
ήταν η
γυναίκα-σκιά
που, όποτε
ήθελε,
ξεπηδούσε από
τη μαύρη νύχτα... «Για
να κερδηθεί η
άνοιξη,
χρειάζεται
πρώτα απ' όλα κάποιος
να χαλαλίσει
το λαιμό του...»
μας είπε αμέσως
μόλις κάθισε
μαζί μας
οκλαδόν στο
τσιμέντο της
αλάνας· όταν
είδε πως
κανένας μας
δεν αντέδρασε,
συνέχισε: «άμα
βρεθεί αυτός,
χρειάζονται
κι άλλα: να 'ναι
η ώρα που ο
ήλιος βουτά
στον ορίζοντα
κι ο άνεμος να
φυσά ανάποδα,
κι ένα αυλάκι
να ξεκινά από τις
μαργαρίτες
ίσαμε την
κατηφόρα του
Μικρού Ρέματος.
Χρειάζεται
ακόμα μια
ατσαλένια
κυρτή σπάθα κι ένα
γερό χέρι να
την κατεβάσει.
Και προπαντός
δεν πρέπει να
φοβηθεί ή να
διστάσει
κανένας, γιατί
ο πραγματικός
θάνατος είναι
ο δισταγμός
πριν απ' το θάνατο...».
Η κυρία
Δομένικα
μιλούσε ξερά
κι άχρωμα, χωρίς
ψυχή, πολλά
χρόνια
αργότερα
διάβασα πως
έτσι μιλούσαν
οι παλιοί
μαντατοφόροι
σφαγών και
καταστροφών·
«...λοιπόν, το
αυλάκι θα το
σκάψουμε όλοι
μαζί απ' αύριο
το πρωί· την
κυρτή σπάθα θα
την κρατώ εγώ...
Μένει να
βρούμε ποιος
θα βάλει το
λαιμό του γι'
αύριο το
απόγευμα...».
Έγινε σιωπή
για μισό λεπτό·
θυμήθηκα τα
λόγια του
Ταρνανά για
εκείνον τον
Ζορζ-Ζακ των
αινιγματικών
ιστοριών του:
«όλα ήταν ένα
στιγμιαίο
κάψιμο στο
σβέρκο, κι
έπειτα η
δροσιά γέμισε
το ακέφαλο
κορμί...». Αμέσως
μετά σκέφτηκα
την κυρία Πανδώρα:
αν πέθαινα για
την άνοιξη, θα
ήταν περήφανη
για μένα — γιατί
όχι, λοιπόν;
Ωστόσο δεν
ξέρω αν εντέλει
θα σήκωνα το
χέρι μου, το πιο
πιθανό είναι ο
φόβος να μου
αγκύλωνε το
κορμί και τη
γλώσσα. Εν πάση περιπτώσει,
εκείνη τη
στιγμή που εγώ
σκεφτόμουνα
αν θα άρεσε
κάτι τέτοιο
στην
αγαπημένη μου
μάγισσα,
άκουσα το
Γιώργο να λέει
με εξίσου ξερή
κι άχρωμη φωνή
με κείνη «αυτός
που θα βάλει το
λαιμό του βρέθηκε·
αυτή που θα
κατεβάσει τη
σπάθα να το
ξανασκεφτεί,
μήπως και
δειλιάσει την
τελευταία
στιγμή...». Γύρισα
και τον
κοίταξα· τα
μάτια του
έλαμπαν μέσα στη
νύχτα σαν τις
γαλάζιες
φωσφορούχες
μπίλιες του
Πέπα. Κανένας
μας δε μίλησε,
κανένας δεν
τόλμησε να
φανεί στη
δασκάλα μας
πιο άντρας απ'
αυτόν και —κυρίως
αυτό— κανένας
δεν τόλμησε να
του
αμφισβητήσει
το δικαίωμα να
δοκιμάσει το
χέρι εκείνης
στο λαιμό του.
Όταν η δασκάλα
μάς μίλησε, ο
τόνος της
φωνής της ήταν
αλλαγμένος,
ίσως γιατί
είχε πετύχει
πλέον αυτό που
ήθελε· «έννοια
σου, Γιώργο και
δε θα δειλιάσω...»
του είπε
απαντώντας
ξερά στην
πρόκλησή του
κι έπειτα
σηκώθηκε,
έφτασε στην
άκρη της
ταράτσας, κι όπως
το συνήθιζε,
έγινε ένα με το
μαύρο της
νύχτας... Την
άλλη μέρα ήταν
Κυριακή και
πήγαμε στις
μαργαρίτες
από τις δέκα το
πρωί· ο Βέλιας
είχε πάρει στα
κρυφά από την
αποθήκη του
θείου του
τέσσερα
κασμαδάκια κι
ένα φτυάρι. Η
κυρία
Δομένικα μας
περίμενε εκεί·
φορούσε ένα
μακρύ κόκκινο
φουστάνι, ήταν
στ' αλήθεια
πολύ όμορφη.
Χωρίς πολλές
κουβέντες
μοίρασε τα
κασμαδάκια,
ένα έδωσε στον
Τζίμη, ένα στον
Κώστα, ένα στο
Μανόλη κι ένα
κράτησε για
τον εαυτό της, ενώ
το φτυάρι το
πήρε —ποιος
άλλος;— ο
Μεγάλος
Πρόδρομος.
Αρχίσαμε να
σκάβουμε το
χαντάκι από
τις μαργαρίτες
ως το Μικρό
Ρέμα, ήταν
περίπου
πενήντα μέτρα. Η
δασκάλα μας
μαζί με τους
άλλους τρεις
που 'χαν κασμάδες
πήγαιναν
μπροστά· πίσω
τους
προχωρούσαμε εμείς
σκάβοντας με
ό,τι έβρισκε ο
καθένας, οι πιο
πολλοί με ξύλο,
αλλά και με
μυτερές
πέτρες, με
κονσερβοκούτια,
ακόμη και με τα
χέρια. Πίσω από
όλους μας ακολουθούσε
ο Μεγάλος
Πρόδρομος·
αυτός έκανε
και την πιο
πολλή δουλειά:
με το φτυάρι
έβγαζε απ' το
σκαμμένο
αυλάκι το χώμα
κι έπειτα
πατίκωνε τη γη
για να μη ρουφήξει
μέσα της το
αίμα πριν
φτάσει στο
ρέμα. Παρ' όλο
που είχαμε πει
στο Γιώργο να
έρθει
κατευθείαν το
μεσημεράκι,
εκείνος ήρθε
απ' το πρωί, όπως
όλοι μας·
μάλιστα
έσκαβε με
πάθος μ' ένα
ξύλο ακριβώς μπροστά
μου... Κάποια
στιγμή που
κουράστηκα,
κάθισα για
λίγο να πάρω
μια ανάσα και
τον
παρατήρησα
προσεκτικά:
έσκαβε χωρίς
να σταματάει,
φλυαρούσε συνέχεια
με τους γύρω
του, αυτός, που
συνήθως ήταν
λιγομίλητος,
γελούσε μόνος
του, χαχάνιζε
με το παραμικρό·
ήταν
ολοφάνερο πως
ήθελε να
δείξει ότι δεν
έτρεχε τίποτε
κι ότι διόλου
δεν τον
απασχολούσε
που σε λίγες
ώρες το αυλάκι
που έσκαβε θα
γέμιζε με το
αίμα του.
Κάποια στιγμή,
έτσι όπως
έσκυψε, είδα απ'
το άνοιγμα του
πουκάμισού
του πως είχε
γράψει κάτι
στο στήθος του
με το σκούρο
κόκκινο
κραγιόν της
μάνας του, ήταν
απ' τα ελάχιστα
δικά της
πράγματα που
του 'χαν μείνει
μετά το φευγιό
της. Πλησίασα
κοντά του, τάχα
για να τον
βοηθήσω στο
σκάψιμο· καθώς
γονάτισε για
να βγάλει μια
κοτρόνα,
μπόρεσα να δω
τι είχε γράψει
στο στήθος του,
δε χρειάστηκε
καν να
συλλαβίσω για
να το διαβάσω,
ήταν η ίδια
φράση που απ'
την αρχή της
χρονιάς
έγραφε κάθε
μέρα με το
μολύβι του
πάνω στο
θρανίο μας με
κεφαλαία
γράμματα και,
λίγο πριν
χτυπήσει το
καμπανάκι για
να σχολάσουμε,
την έσβηνε
φτύνοντας
σάλιο και
τρίβοντας τη
με την παλάμη του:
ΑΝ ΕΙΣΑΙ,
ΕΙΜΑΙ. Το
αυλάκι το
τελειώσαμε
κοντά στις
πέντε το απόγευμα·
κατάκοποι και
ιδρωμένοι,
καθίσαμε όλοι
στις μαργαρίτες,
κάτω από τη
φλαμουριά μας.
Για πολλή ώρα
μείναμε όλοι
μας ακίνητοι
και σιωπηλοί·
ακούγονταν
μόνο οι ανάσες
μας μέσα στην
άπνοια του
απογεύματος.
Στο μυαλό μου
στριφογύριζαν
τα λόγια της
κυρίας
Δομένικας το
προηγούμενο
βράδυ: «δεν
πρέπει να
φοβηθεί ή να
διστάσει
κανένας...». Κάποτε
έστρεψα τη
ματιά μου
επάνω της· στο
φως του μεσημεριού
η ελιά στο
μάγουλό της
είχε πάρει το
χρώμα των
χειλιών της.
Κοιτούσε τον
ορίζοντα με
μια αδιόρατη
μελαγχολία
στο βλέμμα — δεν
μπορούσες να
το πιστέψεις
πως σε λίγη ώρα
αυτή η γυναίκα
θα κατέβαζε
μια σπάθα σ'
έναν
ανυπεράσπιστο
λαιμό... Τότε,
εκεί που
καθόμουν, με
πήρε ο ύπνος·
είδα ένα
παράξενο
όνειρο: η
δασκάλα μας
χιμούσε σαν
λυσσασμένο
σκυλί σε ένα
πρόβατο και το
κατασπάραζε
με τα δόντια
της, αίματα
γέμιζαν το
πρόσωπό της, το
λαιμό της, τα
χέρια της, κι
έπειτα εκείνη
πέταξε το
απομεινάρι
του ζώου κι
άρχισε να με
πλησιάζει
γρυλίζοντας.
Ήταν μοναδικά
ωραία,
φοβόμουν, μα
δεν ήθελα να
φύγω· στις
κόρες των
ματιών της
έλαμπε κάτι
απόλυτα
σίγουρο, ίσως αυτή
η λάμψη να ήταν
η μεγάλη
αλήθεια...
Ξύπνησα απότομα
κι άνοιξα τα
μάτια· η κυρία
Δομένικα με
κοιτούσε
χαμογελώντας
γλυκύτατα.
Δάγκωσα τη
γλώσσα μου για
να μη φοβηθώ.
Αναζήτησα με
το βλέμμα το
Γιώργο· ο αθεόφοβος
κοιμόταν, δεν
ξέρω αν έπαιζε
θέατρο, αλλά αν
έπαιζε το
'παιζε καλά,
μέχρι και την
ενστικτώδη
κίνηση του
κοιμισμένου
κατάφερε να
κάνει όταν έδιωξε
με το χέρι του
ένα φυλλαράκι
που ο άνεμος
κόλλησε στο
μάγουλό του... Θα
'χαν περάσει
κοντά δυο ώρες
που 'μασταν
πεσμένοι σε
κείνη την
αλλόκοτη
νάρκη, όταν η
δασκάλα μας σηκώθηκε
όρθια και
χτύπησε
δυνατά τα
χέρια της φωνάζοντας:
«αν είναι να
κερδηθεί η άνοιξη,
η ώρα είναι
τώρα...».
Πράγματι, ο
ήλιος είχε ήδη
βουτήξει για
να χαθεί στον
ορίζοντα κι ο
ουρανός ήτανε
πια μισός μοβ
και μισός
κόκκινος... Η
κυρία Δομένικα
προχώρησε
προς τη
φλαμουριά· στη
ρίζα της είχε
αφήσει απ' το
πρωί μια
μεγάλη ξύλινη
θήκη. Την
άνοιξε κι
έβγαλε μια
κυρτή
ατσαλένια
σπάθα, μακριά
ένα μέτρο,
άραγε από
ποιον να την
είχε πάρει; Την έπιασε
από την
ασημένια λαβή
και τη σήκωσε
ψηλά· το ατσάλι
της λεπίδας
έσκισε τον
αέρα... Κοίταξε
το Γιώργο
χαμογελώντας·
«αυτή που θα
κατεβάσει τη
σπάθα είναι
έτοιμη...» είπε
χαμηλόφωνα. «Κι
αυτός που θα
βάλει το λαιμό
του παίρνει
θέση...» της
απάντησε ο
Γιώργος με
απίστευτη
ηρεμία, κι
αμέσως
γονάτισε στην
αρχή του
αυλακιού που
σκάβαμε όλη τη
μέρα, εκεί όπου
είχαμε βάλει
ένα χοντρό
κούτσουρο για
να πέσει πάνω
του το ακέφαλο
σώμα... «Κι ο
ανάποδος
άνεμος, κυρία;»
ρώτησε τότε με
ανησυχία ο
Σώτερ, «σ' ένα
λεπτό θα 'χει
φυσήξει...» του
απάντησε
εκείνη ξερά. Κι
έτσι όπως ήταν
γονατισμένος
και σκυμμένος
ο Γιώργος, η
δασκάλα μας
κατέβασε σιγά
σιγά την
ατσαλένια σπάθα
και με την κόψη
της άγγιξε
ανεπαίσθητα
το δέρμα του
σβέρκου του·
αμέσως
πετάχτηκε
ανυπόμονο το
αίμα του και
γέμισε το
γιακά απ' το
πουκάμισό του,
ενώ εκείνος
έμενε
ακίνητος,
κοιτώντας
ανέκφραστος
το σκαμμένο
χώμα μπροστά
του — ίσως και να
μην είχε καταλάβει
τίποτα. Τότε
φύσηξε ο
άνεμος
ανάποδα· μια αλλόκοτη
δροσιά
τρύπωσε στα
στήθη μας κι
ένα μούδιασμα
ξεκίνησε από
εκεί χαμηλά,
ανάμεσα απ' τα
σκέλια μας, κι
ανέβαινε προς
την καρδιά... Η
κυρία Δομένικα
με μια
περίτεχνη
κίνηση σήκωσε
τη σπάθα ψηλά
πάνω από το
κεφάλι της· τα
μάτια της
κοιτούσαν
μπροστά κι είχαν
γίνει
κατάμαυρα, το
ίδιο και τα
χείλη της είχαν
πάρει το χρώμα
της ελιάς της. Ο
Γιώργος ήταν
γονατισμένος
πάνω απ' το
κούτσουρο, ο
λαιμός του ήταν
στον αέρα και
κοιτούσε
πάντα μπροστά·
στα σίγουρα θα
έσφιγγε τα
δόντια του, δεν
μπορεί, μα το
έκανε με τόση
βεβαιότητα,
που δεν
κουνιόνταν
μήτε τα
βλέφαρά του.
Ένα αίσθημα
θαυμασμού και
συγκίνησης
φούσκωσε το
στήθος μου
εκείνη την ώρα,
ο ήλιος
βουτούσε στον
ορίζοντα κι ο
αγαπημένος
μου φίλος
έβαζε το κεφάλι
του στον αγώνα
για μια άνοιξη
που δε θα
μύριζε ποτέ
του, κι ούτε μια
στιγμή δεν
ανοιγόκλεισε
τα βλέφαρά του,
ακόμη κι όταν
φύσηξε ο
ανάποδος
άνεμος — α, ήταν
αληθινά
ωραίος ο
Γιώργος
εκείνο το
απόγευμα, έτσι
όπως είχε
δοθεί
ολόκληρος
στον
παραλογισμό και
στη φρίκη της
ομορφιάς
λίγες,
ελάχιστες
στιγμές πριν η
κυρτή σπάθα
της κυρίας
Δομένικας του
κόψει το λαιμό...
Τότε
ακούστηκε ο
Ζήσης (και δεν
ξέρω πόση ώρα η
δασκάλα μας θα
περίμενε με τη
σπάθα ψηλά μέχρι
κάποιος να δει
αυτό που ο
Ζήσης είδε):
«κυρία, δες,
άνθισαν οι
μαργαρίτες...»·
όλοι
κοιτάξαμε τις
μαργαρίτες
γύρω μας, είχαν
πράγματι
ανθίσει, τα
λευκά πέταλά
τους ρόδιζαν
από το κόκκινο
φως της δύσης, έλεγες
πως κάποιος
έσταξε πάνω
τους μια
σταγόνα αίμα...
Ώστε, λοιπόν,
δεν υπήρχε πια
κανένας λόγος
να κατεβάσει η
δασκάλα μας
την κυρτή
σπάθα
παίρνοντας το
κεφάλι του
Γιώργου, η
άνοιξη είχε
έρθει μια στιγμή
πριν κερδηθεί,
κι εμάς μας
κατέκλυζε ένα
αλλόκοτο
συναίσθημα:
χαρά απ' τη μια
που ο φίλος μας
δε θα πέθαινε,
κι απ' την άλλη
μια ανεξήγητη,
παράλογη θλίψη,
σαν ένα ύπουλο
ζώο που μας
δάγκωνε
χαμηλά στην κοιλιά,
καθώς πλέον το
ξέραμε πως το
αυλάκι μας δε
θα γέμιζε με το
αίμα του, και τα
λουλούδια δε
θα ανθίζαν με
τη δική του
βεβαιότητα. Κι
ενώ κάναμε
τέτοιες
σκέψεις,
εκείνος,
γονατισμένος
όπως ήταν,
γύρισε το
κεφάλι του
προς την κυρία
Δομένικα, που
είχε πάντα το
σπαθί ψηλά,
«ούτε να σου
περάσει απ' το
μυαλό...» της
είπε με φωνή
σαν σφύριγμα
φιδιού, «εγώ κι
εσύ ξέρουμε
για τι γίνεται
αυτός ο
αγώνας...»· και,
καθώς η δασκάλα
μας παρέμενε
ανέκφραστη,
συμπλήρωσε χαμηλόφωνα:
«στο κάτω κάτω,
πρόκειται για
τη δική μου
άνοιξη...». Στα
χείλη εκείνης
διαγράφηκε
ένα αδιόρατο
αινιγματικό
χαμόγελο,
τουλάχιστον
έτσι μου φάνηκε,
δεν ξέρω αν
είδα καλά.
Έπειτα όλα
έγιναν μέσα σε
μια στιγμή: η
κυρία
Δομένικα με
μια αστραπιαία
κίνηση
κατέβασε την
κυρτή σπάθα· μ'
ένα φριχτό ήχο
το ατσάλι
έσκισε στα δυο
τον ανάποδο
άνεμο και χωρίς
να το θέλουμε
τα μάτια μας
έκλεισαν. Όταν
τα ανοίξαμε, ο
Γιώργος
κοιτούσε
πάντα μπροστά·
το κεφάλι του
εξακολουθούσε
να 'ναι στη θέση
του και η λεπίδα
της κυρτής
σπάθας ήταν
σφηνωμένη
βαθιά στο
χοντρό κούτσουρο
κάτω απ' το
λαιμό του. Η
δασκάλα μας
κοιτούσε πέρα
μακριά τον
ολοκόκκινο
ορίζοντα και
χαμογελούσε
μελαγχολικά·
είχε
κατεβάσει την
κυρτή σπάθα
τόσο γρήγορα,
όσο μόνο οι
δαίμονες
μπορούσαν, τόσο
που η κόψη της
έγινε χίλιες
φορές πιο ψιλή
από μια τρίχα,
πιο ψιλή κι απ'
τα μαλλιά των
αγγέλων, πιο
ψιλή από τις
ακτίνες του
Θλιμμένου
Άστρου, κι έτσι,
πέρασε μέσα απ'
το λαιμό του
Γιώργου χωρίς
να τον κόψει, χωρίς
καν να ματώσει
το δέρμα του,
όπως είχε
γίνει πριν από
λίγο στο
ανεπαίσθητο
άγγιγμα του
ατσαλιού. Ο
φίλος μας
σηκώθηκε με
αργές
κινήσεις
(χρόνια αργότερα
στον Άσπρο
Βράχο μάς είπε
πως το μόνο που
κατάλαβε όταν
έπεσε η σπάθα
ήταν μια
παράξενη δροσιά,
όπως και στην
ιστορία του
Τζακ), τα μάτια
του ήταν σκοτεινιασμένα
κι απλανή,
καθώς το είχε
καταλάβει πια
πως η άνοιξη
προχωρεί όπως
θέλει εκείνη
ερήμην όλων
μας. Με μια
κίνηση
ξεσφήνωσε την
κυρτή σπάθα απ'
το κούτσουρο
και χωρίς να
πει τίποτε την
έδωσε στην
κυρία
Δομένικα.
Εκείνη τον
κοίταξε
νικημένη — το σχέδιό
της να μας
μάθει τι θα πει
αγώνας ήταν
τόσο τέλειο,
που την
παγίδευσε. Και
την τελευταία
στιγμή, όταν ο
Γιώργος
επέμεινε, ήταν
αναγκασμένη
να το τραβήξει
περισσότερο
απ' όσο το 'χε
σκοπό, και τώρα έπρεπε
να το
παραδεχτεί:
«κανένας δεν
μπορεί να κερδίσει
την άνοιξη, να
την κάνει δική
του... Ένας
τέτοιος αγώνας
είναι πάντοτε
χαμένος...» είπε
με σταθερή φωνή
παίρνοντας
την κυρτή
σπάθα στα
χέρια της. Κι έτσι
όπως γονάτισε
για να τη βάλει
στη θήκη της, το
ηλιοβασίλεμα
έστειλε το
στερνό του
βέλος
βάφοντάς τα
όλα κόκκινα: τα
μαλλιά της που
πέφταν στο
πρόσωπό της, το
δέρμα των
χεριών της, την
ατσαλένια
λεπίδα, ακόμα
και τα πέταλα
των
ανθισμένων
λουλουδιών γύρω
της. Τότε
άκουσα πίσω
μου τον
Αγιούτο να
ψιθυρίζει: «...ας
είναι χαμένος...
αρκεί να
κοκκινίσει ο
ορίζοντας για
μια στιγμή...». [...] |
|