|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
3. [Η
προσευχή] απόσπασμα
από το β΄
κεφάλαιο,
σελίδες 137-145 [...] Θα
'χε περάσει
καμιά
εβδομάδα από
τότε που
άρχισαν και
πάλι τα
μαθήματα για
την καινούρια
χρονιά, όταν
ένα πρωινό, την
ώρα που
ετοιμαζόμασταν
να
ξεκινήσουμε
για το σχολείο,
άνοιξαν οι
ουρανοί κι
έριξε νερό με
το τουλούμι, έγινε
σωστός
κατακλυσμός,
που όμως
κράτησε για
λίγα λεπτά.
Αποτέλεσμα
τούτης της
ξαφνικής
νεροποντής
ήταν να έρθει η
κυρία
Δομένικα στην
τάξη με ένα τέταρτο
καθυστέρηση,
καθώς το σπίτι
της απείχε
περίπου μισή
ώρα απ' το
σχολείο, κι
όταν τη βρήκε η
βροχή είχε μόλις
ξεκινήσει το
δρόμο της και
μάλλον θα
αναγκάστηκε
να περιμένει
σε κάποιο
υπόστεγο για
να κοπάσει...
Εμείς βέβαια
φτάσαμε στην
τάξη κανονικά
στην ώρα μας, κι
αφού
περιμέναμε
αμήχανοι για
ένα
πεντάλεπτο,
άνοιξε η πόρτα
και μπήκε στην
τάξη ο
Κερατένιος· ήταν
λαχανιασμένος
κι είχε κάτω απ'
τη μασχάλη του μια
κλειστή
κόκκινη
ομπρέλα· «λόγω
της
καταιγίδος η
δεσποινίς
Δομένικα θα
έχει μικράν
καθυστέρησιν...»
μας είπε και τα
λόγια του μας
φάνηκαν κάπως
παράξενα με
εκείνα τα νι
στο τέλος των
λέξεων, ενώ το
παρουσιαστικό
του ήταν τόσο
αστείο, κοντός,
χοντρός και
φαλακρός, με
φάτσα κόκκινη
σαν παντζάρι,
μαύρο μουστάκι
βούρτσα, μικρά
μαύρα μάτια
σαν της αλεπούς,
κι ένα στενό
κουστούμι
ανοιχτό
βυσσινί να
τσιτώνει στην
κοιλιά του,
έτοιμο
θαρρείς να
σκιστεί από το
πάχος· τόσο
αστείο ήτανε
το
παρουσιαστικό
του, που αρχίσαμε
να
κρυφογελάμε
στα πνιχτά,
«μικρό είναι το
μάτι σου...» του
πέταξε
μάλιστα μέσα
απ' τα δόντια του
περιπαιχτικά
ο Αγιούτος, κι
εγώ που
καθόμουν πλάι του
το άκουσα
καθαρά, ίσως
και να το
άκουσε και ο Κερατένιος,
αφού την
αμέσως
επόμενη
στιγμή άφησε
κατά μέρος τα
τελικά νι κι
έμπηξε τις
γκαρίδες «σκασμός,
βρε
παλιόπαιδα,
ελεεινά...», κι
εμείς, έχοντας
συνηθίσει σε
τέτοιες φωνές
μόνο στα
σπίτια μας κι
όχι στο
σχολείο (η
κυρία
Δομένικα ποτέ
δεν μας είχε μιλήσει
έτσι), το
βουλώσαμε
αμέσως. Κι αφού
πέρασαν ένα
δύο λεπτά που
ξεφυσούσε
κατακόκκινος
ο Κερατένιος,
έδειξε στην
τύχη το Μανόλη
και του είπε
κοφτά «εσύ σήκω
στον πίνακα να
κάνεις την
προσευχή...», και
βέβαια μες στη
σύγχυσή του ο
διευθυντής
μας έκανε λάθος,
γιατί ένα
παιδί της
πρώτης
δημοτικού δεν
μπορούσε να
ξέρει την
προσευχή... Ο
Μανόλης
έμεινε ακίνητος
στη θέση του,
ώσπου ο
Κερατένιος
τού πάτησε ξανά
μια
αγριοφωνάρα:
«σήκω στον
πίνακα, που να
σε πάρει...»· τότε
ο φίλος μας
σηκώθηκε
διστακτικά,
πήγε στον πίνακα
και στάθηκε σε
στάση
προσοχής.
«Εμπρός, πες μας
την προσευχή...»
είπε
κατακόκκινος
ο διευθυντής. Ο
Μανόλης τον
κοίταξε
ανέκφραστος
και βέβαια δεν
άνοιξε το
στόμα του — ούτε
καν ξέραμε τι
θα πει «προσευχή».
Ο Κερατένιος
πλησίασε
κοντά του· τώρα
μιλούσε
ψιθυριστά: «...θα
το πεις,
παλιόπαιδο, θα
το πεις το
πάτερ ημών,
ειδεμή θα σε
τσακίσω...»
σφύριξε σαν το φίδι
και σήκωσε την
παλάμη του
ψηλά να τον χτυπήσει...
Όμως την ίδια
στιγμή έβγαλε
μια στριγκλιά
πόνου και
πιάνοντας με
το αριστερό
χέρι του το
δεξί ώμο
τινάχτηκε, κι η
ομπρέλα του
έπεσε κάτω, λες
και τον
χτύπησε
χάρτινο βέλος
με καρφίτσα
στη μύτη, σαν κι
αυτά που 'ριχνε
ο Τζίμης με το
φυσοκάλαμό του
στους
ξύλινους
σταυρούς των
παραθύρων.
Γυρίσαμε όλοι
τα μάτια μας
προς την πόρτα·
η κυρία Δομένικα
μόλις την είχε
ανοίξει
αθόρυβα και,
βλέποντας τον
Κερατένιο να
είναι έτοιμος
να χτυπήσει το
Μανόλη,
στάθηκε
ακίνητη και
τον κάρφωσε μ'
ένα τρομερό
βλέμμα. Τα
μάτια της δεν
ήταν όπως τα
ξέραμε ως τότε,
δεν είχαν
καμιά σχέση με
μάτια
ανθρώπου,
καθώς το ασπράδι
τους είχε
σκουρύνει κι
οι κόρες τους
είχαν πάρει το
άσπιλο λευκό
χρώμα της
τιμωρίας και
της εκδίκησης,
σαν δίσκος του
γεμάτου
φεγγαριού στη
χειμωνιάτικη
παγερή νύχτα·
δε χρειαζόταν
πολύ μυαλό για
να καταλάβουμε
πως αυτή η
ματιά της
δασκάλας μας
ήταν που
σούβλισε τον
ώμο του
φαλακρού
διευθυντή μας
και τον έκανε
να χοροπηδά απ'
τον πόνο... Και
σαν να μην του
έφτανε αυτό,
τον ρώτησε με
ψιλή, αλλόκοτα
ειρωνική φωνή,
που 'κανε την
τρίχα μας να
σηκωθεί
κάγκελο: «πάθατε
τίποτε, κύριε
Κερατένιε μας;».
Εκείνος πισωπάτησε
τρίβοντας τον
ώμο του κι
έντρομος
άρχισε να
ψελλίζει, «δεν...
δεν ήξερε την
προσευχή... με
κορόιδευε... το
παλιό...» πήγε να
πει, αλλά
τρόμαξε μην η
δασκάλα μας
του χώσει
καμιά δεύτερη
σουβλιά με τη
ματιά της και
κατάπιε τη
φράση του. «Δε
φταίνε οι
μαθητές, κύριε
διευθυντά...» του
είπε η δασκάλα
μας κάπως πιο
γλυκά αυτή τη
φορά, κι ενώ οι
κόρες των ματιών
της είχαν
σκουρύνει
προς το
συνηθισμένο
τους, «...είναι
στην πρώτη
δημοτικού... δεν
έχουν μάθει ακόμη
να διαβάζουν,
κύριε
διευθυντά... πώς
θα μπορούσαν
να μάθουν την
προσευχή;».
«Έχετε απόλυτο
δίκιο, κυρία
Φραντζή...
απόλυτο δίκιο,
το σφάλμα
είναι δικό μου,
αποκλειστικά
δικό μου...»
απάντησε
εκείνος
ψευτοχαμογελώντας
και
ταυτόχρονα
έσκυψε να πάρει
την κόκκινη
ομπρέλα του
από κάτω.
Έπειτα άρχισε
να πισωπατά
σιγά σιγά, ενώ ο
φόβος είχε
παραμορφώσει
το πρόσωπό του...
Όταν έφτασε
στην πόρτα,
μουρμούρισε
βιαστικά «...αν
θέλετε, μάθετέ
τους έστω το “άγιος
ο Θεός”...» και,
πριν καλά καλά
τελειώσει τη
φράση του, τινάχτηκε
έξω σαν λαγός,
αφήνοντας την
πόρτα ανοιχτή,
ενώ ολόκληρη η
τάξη ξέσπασε
σε έξαλλα
τρανταχτά
γέλια... «Ξέρω
μια προσευχή
που θα τη
μάθετε στο πι
και φι...» μας
είπε η κυρία
Δομένικα ένα
τέταρτο
αργότερα, όταν
δηλαδή
κόπασαν κάπως
τα γέλια και τα
ξεκαρδίσματά
μας για τη
γεμάτη πανικό
φυγή του
Κερατένιου.
«Άμα μιλάει για
κανέναν
πατέρα υπερκόσμιο
που θα μας
χωρέσει όλους
στην υπέροχη στοργική
αγκαλίτσα του,
καλύτερα εγώ
να φύγω, κυρία...»
πετάχτηκε ο
Όττος, «όχι,
Όττο... είναι μια
προσευχή που
δεν έχει
υπερκόσμιους
πατεράδες»
βιάστηκε να
του απαντήσει
κι έπειτα από
λίγο
συμπλήρωσε με
νόημα: «...μήτε
στο τέλος θα σε
γλιτώσει από
τον πονηρό...».
«Αλήθεια,
κυρία...»
πετάχτηκε
τότε ο Σώτερ
«...τι τη
χρειαζόμαστε
την προσευχή;»·
εκείνη
ξερόβηξε δυο
φορές, φάνηκε
σαν να μην
ήθελε ν'
αρχίσει μια
τέτοια
κουβέντα, μα
δεν μπορούσε
να μην του
απαντήσει, «...υπάρχει
κάτι που το
φοβάσαι, Σώτερ;»
τον ρώτησε χαμηλόφωνα
και, καθώς ο
φίλος μας
έμεινε να την
κοιτά
απορημένος,
απευθύνθηκε σ'
ολόκληρη την
τάξη: «...για
σκεφτείτε το
όλοι σας,
υπάρχει κάτι
που φοβάστε;». Έκλεισα
τα μάτια μου
τότε, στο νου
μου ήρθαν
διάφορες
εικόνες, η μια
μέσα στην άλλη,
η μορφή της
μαμάς μου να
σκύβει πάνω απ'
το παιδικό
κρεβάτι μου για
να δει αν
κοιμάμαι, ο
μαύρος σκύλος
της κυρίας Πανδώρας
να μου γλείφει
το λαιμό, το
κλειστό μπουμπούκι
που 'κοψα από
την
τριανταφυλλιά
του κήπου της
και το 'χα από
τότε κάτω από
το μαξιλάρι
μου περιμένοντάς
το μια μέρα ν'
ανοίξει και
από μέσα του να
πεταχτεί μια
φαρμακερή
οχιά, ο
Αγιούτος που
στα όνειρά μου
ερχόταν
συνέχεια προς
το μέρος μου
έχοντας στο
στόμα του
αναμμένο το
κερί του
φεγγίτη, το μισό
φεγγάρι του
χειμώνα που θα
'κοβε την αθώα
σάρκα σαν
λεπίδι, α, ήταν
τόσα πολλά
αυτά που
φοβόμουν, που
κεντούσαν την
ψυχή μου κι
έβαζαν τρανή
φωτιά στη φαντασία
μου... «Προσευχή
είναι η αγάπη
του φόβου...» ακούστηκαν
δυνατά και
καθαρά τα
λόγια εκείνης
και μας βγάλαν
απ' τη
διανοητική
μας δίνη, «δεν
ξέρω αν το καταλαβαίνετε,
μα αυτό είναι:
να αγαπάς
εκείνα που
φοβάσαι...»
συμπλήρωσε.
Μια αμήχανη
σιωπή
απλώθηκε τότε —
δεν ήταν κι
εύκολο να το
καταλάβουμε
αυτό με την
πρώτη· η
δασκάλα μας
έλεγε πως
προσευχή
είναι να
αγαπάει
κανείς αυτά
που κάνουν το
φυλλοκάρδι του
να τρέμει,
δηλαδή το Νάνο
που θα μας
έπνιγε άμα δεν
ήμασταν καλά
παιδιά, τα
τέρατα των
παραμυθιών του
Ταρνανά, την
ξεδοντιάρα
γριά που δε θα
λησμονούσε
ποτέ τις
αμαρτίες της
γενιάς μας.
Ώστε λοιπόν, για
να προσευχηθώ,
έπρεπε να
αγαπήσω το
μαύρο σκύλο με
τη διχαλωτή
γλώσσα και το
μισό φεγγάρι
του χειμώνα, θα
αγαπούσα με τα
μάτια κλειστά
κι ο τριγμός
των δοντιών
μου θα ήταν η
μόνη αλήθεια
μου... «Κι εγώ,
κυρία, που
φοβάμαι τον
πονηρό, τι θα
κάνω;... θα
πρέπει την ώρα
της προσευχής
μου να αγαπήσω
τον ίδιο το
διάβολο;»
ακούστηκε
έντρομος
κάποια στιγμή
ο Ζήσης. Η κυρία
Δομένικα δε
μίλησε, μα
κοιτώντας τον
στα μάτια
κούνησε αργά
καταφατικά το
κεφάλι της.
Εκείνος
άρχισε έξαφνα
να ωρύεται, «εγώ
θα αγαπώ
μονάχα τον
κύριο ημών
Ιησού Χριστό...»
έλεγε «...και θα
προσεύχομαι σ'
αυτόν και θα
αποτάσσομαι
τον πονηρό... ό,τι
κι αν μου πεις
εσύ, κυρία, εγώ
θα αγαπώ
μονάχα τον Κύριό
μου...», «κι εγώ
αυτό σου είπα,
να αγαπάς τον
Κύριό σου...»
ψιθύρισε η
δασκάλα μας
και δεν την
καταλάβαμε
διόλου εκείνη
την κουβέντα
της δασκάλας
μας, ευτυχώς
που δεν την
άκουσε ο Ζήσης,
καθώς συνέχισε
για αρκετά
λεπτά να
παραληρεί για
την αγάπη του
στο Θεό του,
μέχρι που
σώπασε
κρύβοντας το
κεφάλι του
ανάμεσα στα
μπράτσα του.
Κάποτε ο Σώτερ
τής έκανε την
καίρια
ερώτηση:
«δηλαδή, κυρία, ο
καθένας έχει
τη δική του
προσευχή, που
δε θα είναι
ποτέ ολόιδια
με την
προσευχή του
πλαϊνού του...».
Εκείνη τον κοίταξε
με θαυμασμό,
«αυτό ακριβώς
είναι... ο
καθένας έχει
τη δική του
προσευχή»
επανέλαβε τα
λόγια του κι έπειτα
από μια μικρή
παύση
συνέχισε
ενθουσιασμένη:
«...γι' αυτό κι η
προσευχή που
θα σας μάθω δεν έχει
“πάτερ ημών” κι
“άγιος ο Θεός” κι
“αμήν” και τίποτε
τέτοιο... Κάθε
μέρα, μόλις
μπαίνουμε
στην τάξη, θα καθόμαστε
για ένα λεπτό
στα θρανία μας
σιωπηλοί κι ο
καθένας μας θα
προσπαθεί να
αγαπήσει αυτό
που φοβάται —
αυτό μόνο· δεν
είναι, στ'
αλήθεια, η ευκολότερη
προσευχή που
θα μπορούσε να
γίνει;». «Εσύ
θα μας πεις τι
φοβάσαι, κυρία;»
ακούστηκε
ξερή η φωνή του
Μανόλη μετά
από κάμποσα
λεπτά σιωπής
και —σύμπτωση
άραγε;— μου πήρε
την ερώτηση
στην κυριολεξία
μέσα απ' το
στόμα· εκείνη
χλώμιασε
κάπως κι έστρεψε
το βλέμμα της
προς τα κάτω,
προσπαθώντας
να κρύψει την
αμηχανία της.
«...Και γιατί
θέλεις να
μάθεις τι
φοβάμαι εγώ;»
τον
αντιρώτησε
μετά από λίγο
κοφτά κι
επιθετικά
θέλοντας να
τον αποπάρει.
Αυτή τη φορά
τον πρόλαβα
εγώ, «...για να
ξέρουμε σε
ποιον προσεύχεσαι...»
της είπα
κοιτώντας την
στα μάτια· η
κυρία Δομένικα
με μια γοργή
ματιά κοίταξε
ολόκληρη την τάξη
κι έπειτα είπε
χαμηλόφωνα:
«εγώ φοβάμαι
τον άνεμο που
σφυρίζει...».
Έπειτα, κι ενώ
ένιωσα ένα
παράξενο
γλυκό
μούδιασμα
χαμηλά στην
κοιλιά μου,
προχώρησε
προς το
παράθυρο της
έδρας και
κοίταξε έξω: «στ'
αλήθεια, έχετε
ακούσει ποτέ
τον άνεμο που
σφυρίζει;»
ρώτησε με το
βλέμμα
στυλωμένο στη
λεύκα της αλάνας
και χωρίς να
περιμένει
απάντηση
συνέχισε: «υπάρχει
πάντοτε μια
ώρα του
σκοταδιού,
διαφορετική για
κάθε νύχτα, που
ο άνεμος
σφυρίζει
ανάμεσα από
τις αμυγδαλιές
του λόφου των
απελπισμένων...
Είναι η ώρα που
οι δαίμονες
γυρεύουν να
γλυκάνουν το
παράπονό τους
και προκαλούν
τον άνεμο, τον
ερεθίζουν με αλλόκοτους
λαρυγγισμούς,
με
πλαταγίσματα
της γλώσσας, με απερίγραπτα
ρουθουνίσματα,
με ουρλιαχτά
και αλαλαγμούς·
τότε ο άνεμος
φουντώνει,
φουσκώνει με
δάκρυα
αρχαίων
βασιλιάδων, με
αίμα σκλάβων
επαναστατών,
με λευκά
πέταλα που
στολίζουν τα
νεκροκρέβατα
των
θυσιασμένων
παρθένων, με
χυμούς από όλα
τα λουλούδια
του κόσμου που
ανθίζουν τη
νύχτα και
ξεσπάει... Και το
σφύριγμά του
είναι πιο
σίγουρο κι απ'
το θάνατο... Έπειτα
ο άνεμος αυτός
σκορπίζει στα
τέσσερα
σημεία του
ορίζοντα και
γεμίζει τα
απάτητα
μονοπάτια, τις
μυστικές
κοιλάδες, τα
ρέματα και τις
αλάνες με βιολέτες
και ανεμώνες,
τα υπέροχα
άνθη της οργής
του, χαμένες
ψυχές
παραδομένες
στις βουλές
του... Και τότε
γαληνεύει
μέχρι να τον
προκαλέσουν
ξανά οι δαίμονες...».
Έξαφνα η
δασκάλα μας
γύρισε προς το
μέρος μας·
προφανώς, όλοι
μας θα την
κοιτούσαμε μ'
ανοιχτό το
στόμα και
γουρλωμένα τα
μάτια: «αυτόν
τον άνεμο φοβάμαι
πιο πολύ από
καθετί άλλο...»
είπε κι αμέσως
μετά,
χαμηλώνοντας
το βλέμμα,
συμπλήρωσε
σχεδόν ψιθυριστά:
«γι' αυτό ποτέ
μου δεν
τόλμησα να
μαζέψω τα λουλούδια
που αφήνει στο
πέρασμά του...». Το
πρωί της
επομένης είχε
πάει πρώτη
στην τάξη και
μας περίμενε
στην έδρα·
μόλις
μαζευτήκαμε
όλοι και καθίσαμε
στα θρανία μας,
χωρίς να πούμε
ούτε μια κουβέντα,
σταυρώσαμε τα
χέρια και
κάναμε για
πρώτη φορά τη
σιωπηλή
προσευχή μας.
Δε θυμάμαι τι
ήταν αυτό που
προσπάθησα να
αγαπήσω
εκείνη την
πρώτη φορά,
θυμάμαι όμως
ένα
ακαθόριστο
αίσθημα, ήταν
κάτι παράξενο ανάμεσα
σε λαχτάρα και
μελαγχολία...
Μαζί μας προσευχήθηκε
βουβά κι
εκείνη
(αργότερα
σκεφτήκαμε πως,
δεν μπορεί, ο
λυσσασμένος
άνεμός της θα
άφηνε τα έξαλλα
άνθη του και
στη δική μας
αλάνα, αρκεί
ένα βράδυ να περιμέναμε
άγρυπνοι ως
την ώρα που θα
ανέτειλε ο Εωσφόρος...).
Ωστόσο, πριν
περάσουν δυο
τρία λεπτά μες στη
σιωπή, η κυρία
Δομένικα
έδωσε τέλος σ'
αυτή την πρώτη
προσευχή μας,
λέγοντας με τη
γλυκύτατη
φωνή της μια
αινιγματική,
ακατανόητη
κουβέντα:
«έβρεχε όλη τη
νύχτα...». Κι από
κείνη τη μέρα
δεν υπήρξε στον
επόμενο
ενάμιση χρόνο
μάθημα με τη
δασκάλα μας που
να μην άρχισε
με το σιωπηλό,
γλυκά
μελαγχολικό
τρίλεπτο της
προσευχής... [...] |
|