|
Θανάσης
Τριαρίδης Ο άνεμος
σφυρίζει στην
Κουπέλα
1. [Η ταφή
της Δομένικας
Φραντζή] απόσπασμα
από το α΄
κεφάλαιο,
σελίδες 9-69 Η
ΔΟΜΕΝΙΚΑ
ΦΡΑΝΤΖΗ
βρέθηκε νεκρή
το πρωινό της
πέμπτης
Φεβρουαρίου
του χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
οχτώ· αφού
πέρασαν πέντε
μέρες
δυστοκίας και
εικασιών, οι
ιατροδικαστές
εντέλει
συμφώνησαν
πως πέθανε από
κείνη την
κακιά αρρώστια
που της
κατέφαγε τα
σωθικά. Εμείς,
ωστόσο, το
ξέραμε καλά
πως αυτό ήταν
ψέμα· ό,τι
συνέβη στην
κυρία
Δομένικα τη
νύχτα της
τετάρτης προς
την πέμπτη του
Φλεβάρη ήταν η
κατάληξη μιας
φριχτής
κατάρας ξεστομισμένης
πάνω στο
ψυχορραγητό
μάνας σφαγμένης
από το γιο της,
τρεις μήνες
πριν εκείνη
γεννηθεί, και
μιας
παράφορης
συνάντησης
κάτω απ' τη λεύκα
της αλάνας του
εκατοστού
πέμπτου,
κάποια μαγιάτικη
βραδιά του
εβδομήντα
πέντε· και τη
συνάντηση
αυτή ήταν στο
χέρι της
δασκάλας μας
να την
αποφύγει, μα
εκείνη επέλεξε
το δρόμο του
θανάτου. Το
ξέραμε όλοι
λοιπόν ότι θα
συνέβαινε, και
βέβαια πρώτη
από όλους η ίδια,
εξάλλου αυτή
μας είχε πει
ακριβώς ένα
χρόνο νωρίτερα
την
αντεστραμμένη
ημερομηνία
και τον τόπο
του θανάτου
της. Kαι, φυσικά,
δε μιλήσαμε σε
κανέναν για το
μυστικό της,
αλλά, κι αν
μιλούσαμε,
ποιος θα μας
πίστευε, να σκεφτείς
πως, όταν δέκα
μήνες
αργότερα ο
Βέλιας έκανε
κουβέντα στην
κυρία
Ανεμούλα, έτσι,
γενικά και
αόριστα, για
κάποιο
σατανικό
σχέδιο μιας
μάγισσας που
ζούσε στη Σύρο,
εκείνη, που
τόσο μας αγαπούσε,
χαμογέλασε
συγκαταβατικά
κι έκλεισε τη
συζήτηση
λέγοντάς του
«...ίσως και να
'ναι έτσι όπως
τα σκέφτηκες...» —
χωρίς
αμφιβολία τον
πέρασε για φαντασιόπληκτο
αφελή. Ας είναι·
η ουσία είναι
πως η κυρία
Δομένικα
βιάστηκε να
γυμνώσει το
στήθος της για
να δεχτεί
χαμογελώντας
το μαύρο βέλος
του πεπρωμένου,
κι αν έκανε
διαφορετικά,
δε θα ήταν η
δασκάλα μας.
Όμως εμάς μας
άφησε να
περιμένουμε
μονάχοι τον ερχομό
ενός έξαλλου
Φλεβάρη,
αναζητώντας
το τρεμάμενο
άγγιγμα των
ακροδαχτύλων
της στο
μάγουλό μας,
κάνοντας
παγερές
ολονυκτίες
καθισμένοι
ανακούρκουδα
επάνω στην
Κουπέλα, στον
αγαπημένο της
τόπο — εκεί όπου
σχεδόν κάθε
βράδυ
ακούγεται το
σφύριγμα του
ανέμου να
θροΐζει
ανάμεσα απ' τα
κλαδιά των
δέντρων, να σχηματίζει
ξεκάθαρα
λέξεις
ανθρώπινες,
θαρρείς να σου
μιλά η ίδια η
νύχτα, λέξεις
όπως «φύγε»,
«έρχου», «φίλησε». Κι
είναι η
αλήθεια πως
την αγαπήσαμε
πολύ την κυρία
Δομένικα, τη
λατρέψαμε με
απερίγραπτη ένταση
και προσήλωση,
κι αφότου
πέθανε στη
θύμησή της τα
χείλια μας
ματώναν (και
τώρα δα που σου
μιλώ γι' αυτήν
ματώνουν και
πάλι), καθώς
εκείνη ήταν
για όλους εμάς
η Μητέρα που
μας οδήγησε
στον υπέροχο εφιάλτη,
η καταραμένη
γυναίκα που
μας ανέβασε
στο σκοτεινό
λόφο του
πάθους, η
ιεροφάντις
της σκληρής μας
άνοιξης, και
κάτι ακόμη πιο
πολύ: ήταν η
δασκάλα μας,
αυτή που μας
έμαθε να
δένουμε τα
μάτια μας πριν
από το
παιχνίδι, μην
τυχόν
μισανοίξουν
τα βλέφαρά μας
και ξεφύγουν τ'
αφηνιασμένα
όνειρά μας, αυτή
που μας έπεισε
να
προσδοκούμε
την επιστροφή
της λαγνείας,
του φόβου και
του θανατερού
ανέμου, αυτή
που συλλάβισε
μαζί μας το
ακατανόητο
σφύριγμά του
και μας έδειξε
πως αξίζει ο
έρωτας να σου
φάει το κορμί.
Κι όταν τα
χρόνια που
ακολούθησαν
ανεβαίναμε το
Θάνατο (μην
τρομάξεις,
αγάπη μου, ο
Θάνατος ήταν
το μονοπάτι
που 'βγαζε στην
κορυφή της
Κουπέλας· την
πρώτη φορά
λοιπόν μας
φάνηκε
σκοτεινό κι
απροσπέλαστο, σάμπως
να μας
οδηγούσε στο
πουθενά, και
τότε, την ώρα
που
ανεβαίναμε, ο
Μανόλης είπε
«αυτό δεν είναι
μονοπάτι, αυτό
είναι σκέτος
θάνατος», ήταν
Φεβρουάριος
του εβδομήντα
εφτά), όταν
ανεβαίναμε,
λοιπόν, εκείνο
το μονοπάτι,
κάθε φορά
συλλαβίζαμε
και την τελευταία
λέξη της
κυρίας
Δομένικας
σκαλισμένη στον
κορμό της
τελευταίας
αμυγδαλιάς
της σειράς: «απόψε».
Και μας
διαπερνούσε
ένα αλλόκοτο
ρίγος κάθε που
αντικρίζαμε
τη χαραγμένη
πάνω στο
ζωντανό ξύλο
λέξη, σαν να 'ταν
ολοζώντανη η
κυρία
Δομένικα που
μας μιλούσε,
που κάθε φορά
μας έλεγε ότι
απόψε μπορεί
να ήταν για τον
καθένα από
εμάς η μεγάλη
νύχτα, η νύχτα
που θα τον
οδηγούσε πέρα
απ' την
αμφιβολία, τον
πόνο και την
αγάπη... Η
κυρία
Δομένικα
πέθανε λοιπόν
λίγο πριν απ' το
ξημέρωμα της
πέμπτης
Φεβρουαρίου
του εβδομήντα
οχτώ. Το άλλο
πρωί ήταν η
τρίτη ώρα του
μαθήματος, όταν
μπήκε μέσα
στην τάξη μας ο
διευθυντής κύριος
Κερατένιος
και διέκοψε
την κυρία
Δροσιά που
έγραφε στον
πίνακα τη
φράση «ποταμός
Αμαζόν...». Μόλις
μπήκε μέσα
στην τάξη ο
Κερατένιος
ξερόβηξε δυνατά,
πίσω του απ' το
άνοιγμα της
πόρτας είδαμε
μία άγνωστή
μας κυρία
μέσης ηλικίας,
αναμφίβολα
πολύ όμορφη
για τα χρόνια
της και
καλοντυμένη,
και στο πλάι της
έναν αστυνόμο
με βλοσυρό
ύφος και
τσιγκελωτό μουστάκι,
«συγνώμη που
διακόπτω» είπε
ο διευθυντής
μας βιαστικά,
κι από το ύφος
του αλλά και απ'
το γεγονός ότι
δε μας μιλούσε
στη
μιξοκαθαρεύουσα,
όπως συνήθως,
καταλάβαμε
πως κάτι
σοβαρό
συνέβαινε, «θα
'θελα να ρωτήσω
μονάχα κάτι»,
συνέχισε ο
Κερατένιος, «μήπως
κανένα από τα
παιδιά, λέω
μήπως, ξέρει
πού μπορεί να
βρίσκεται η
κυρία
Δομένικα;»,
μείναμε όλοι σιωπηλοί,
«σας το ξαναλέω»
επανέλαβε μια
ιδέα πιο αυστηρά,
«πρέπει να
μάθουμε πού
βρίσκεται η
κυρία Δομένικα,
λείπει από
χθες από το
σπίτι της, την
ψάχνει η
αστυνομία»,
«λείπει
ταξίδι...»
ψέλλισε
δισταχτικά ο
μοιραίος
Νίκος που
καθότανε στο
πρώτο θρανίο
κι έξαφνα ένας
πόνος οξύς μας
λόγχισε όλους
μας, σαν τσίμπημα
φιδιού στην
καρδιά, και
νιώσαμε να
παίρνουνε
φωτιά τα
μάγουλά μας·
σαν τρελός ο
Γιώργος άνοιξε
την κασετίνα
του όπου είχε
σημειώσει ένα
χρόνο
πρωτύτερα το
εξαψήφιο
νούμερο που η
ίδια η κυρία
Δομένικα μας
είχε πει ότι
έκρυβε την
ημερομηνία
του θανάτου
της, κι εγώ
έσκυψα να δω, κι
από πίσω
έσκυψαν ο Σώτερ
κι ο Μανόλης κι
από μπροστά ο
Όττος κι ο
Βέλιας κι ο
κατά τα άλλα
πολλά βαρύς κι
ασήκωτος
Μεγάλος Πρόδρομος
σηκώθηκε από
το τελευταίο
θρανίο της άλλης
σειράς και μες
στη βιασύνη
του να 'ρθει από
πάνω μας έριξε
κάτω την
καρέκλα του,
έγινε
αναστάτωση μεγάλη
κι ο
Κερατένιος κι
η Δροσιά τα
χάσανε. Τότε μου
'ρθαν ξαφνικά
στο μυαλό τα
λόγια που η
ίδια η δασκάλα
μας είχε πει
κάποτε στον
Αγιούτο,
«...στους λαβυρίνθους
να πηγαίνεις
ανάποδα, από
τις εξόδους προς
το κέντρο... κι
αν θες την
αλήθεια να
περπατάς τον κόσμο
ανάποδα...», αυτά
τα λόγια της
θυμήθηκα κι
άρχισα να
φωνάζω «είναι
ανάποδα.... είναι
ανάποδα... πάρε
τα νούμερα από
το τέλος προς
την αρχή...».
Μεμιάς τότε ο Γιώργος
διάβασε με
φωνή που
έτρεμε τον αντεστραμμένο
αριθμό «πέντε,
δύο, ένα, εννιά,
εφτά, οχτώ» κι
αμέσως μετά ο
Σώτερ
ψιθύρισε την
ημερομηνία
που 'κρυβαν τα
νούμερα
εκείνα, «πέντε
δευτέρου του
χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
οχτώ» κι έπιασε
με τις παλάμες
του τα μάγουλά
του κι είπε με
ξερή, ανέκφραστη
φωνή «σήμερα
ήταν, λοιπόν...». Είκοσι
λεπτά
αργότερα
ανεβαίναμε
σαν παλαβοί το Θάνατο
για να βγούμε
στην Κουπέλα,
καθώς μετά την κουβέντα
του Σώτερ όλα
τα αγόρια
ξεχυθήκαμε
σαν τρελοί έξω
από την τάξη,
παραμερίζοντας
τον Κερατένιο,
τη Δροσιά, την
καλοντυμένη
κυρία, μα και
τον αστυνόμο
που περίμενε λίγο
πιο έξω, κι
αρχίσαμε ένα
ξέφρενο
τρεχαλητό. Φτάσαμε
στο Θάνατο στο
μισό χρόνο απ'
ό,τι συνήθως και
χωρίς να
πάρουμε ανάσα
μπήκαμε στο
σκοτεινό μονοπάτι
χωρίς να
πιαστούμε ο
ένας από τον
ώμο του άλλου. Πρώτος
μπήκε στο
μονοπάτι ο
Όττος,
τρέχοντας σαν
το πούμα των
μαγικών
εικόνων του
Τζακ, και πίσω
του ακολουθήσαμε
κι εμείς
αλαφιασμένοι,
έχοντας βαθιά
μέσα μας την
ελπίδα ότι ο
Γιώργος δεν
είχε γράψει το
σωστό νούμερο
στην κασετίνα
του ή ότι κάποιο
λάθος είχε
κάνει ο Σώτερ
στην ερμηνεία
του εξαψήφιου
αριθμού ή ότι
τέλος πάντων
κάτι άλλο θα
είχε συμβεί και
δε θα βρίσκαμε
το άψυχο κορμί
της κυρίας
Δομένικας στη
γούβα όπου
έσμιγε
παράφορα με
την Τζίλντα,
εκεί όπου ένα
χρόνο
νωρίτερα, την
πρώτη
Φεβρουαρίου
του χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
εφτά, εκείνη
γονάτισε μπροστά
σε όλους μας
και με ένα
καλάμι έγραψε
πάνω στο χώμα
τη φράση ΕΔΩ
ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ
Κι ενώ
αυτή η κρυφή
ελπίδα
φούντωνε μέσα
μου και μου
έδινε δύναμη
για να
συνεχίσω να
ανεβαίνω το Θάνατο,
έξαφνα έπεσα
πάνω σε ένα
σώμα· ήταν ο
Τζίμης που
έβγαλε μια
κραυγή πόνου —
προφανώς είχε
στραμπουλήξει
κάπου το πόδι του
και είχε
σωριαστεί
κάτω. Για να τον
αποφύγω, ανοίχτηκα
λίγο προς τα
αριστερά,
βγήκα απ' το
σκοτεινό
μονοπάτι,
παραπάτησα,
σκόνταψα σε
κάποια ρίζα, έχασα
τον έλεγχο του
σώματός μου,
χτύπησα το
κεφάλι μου στον
κορμό μιας
αμυγδαλιάς
και με πήρε η
κατηφόρα.
Κατρακύλησα
για είκοσι
μέτρα,
χτυπούσα σε
κορμούς και
γδερνόμουν σε
κλαδιά, ώσπου
κάποτε έπεσα κάτω
και σκάλωσα σε
δύο κορμούς· το
χώμα ήτανε
ξερό, καθώς είχε
να βρέξει για
καμιά βδομάδα.
Γύρισα
ανάσκελα και
βαριανασαίνοντας
κοίταξα ψηλά:
Μέσα απ' τα πυκνά
κλαδιά των
δέντρων
έβλεπα ένα
κομμάτι
ουρανό — είχε
ένα αφύσικο
μοβ χρώμα, σαν
να 'ταν
ψεύτικος. Και
τότε θυμήθηκα
πως εδώ και
πέντε μέρες
είχαμε μπει σε
κείνον το
ζεβζέκη κι
αδιάντροπο
μήνα, το μήνα το
λειψό, όπου
λογαριάζονται
για αλήθεια τα
ψέματα, κι
ευθύς στο
στόμα μου
ανέβηκε κείνο
το τραγούδι που
μας είχε μάθει
η κυρία
Δομένικα πριν
από δυο χρόνια,
την τελευταία
μέρα του
δίσεχτου
Φλεβάρη, τη μέρα
που ο Σώτερ
φανερώθηκε
πως αγαπούσε
κι εκείνος την κυρία
Πανδώρα:
«Φλεβάρη
κουτσοφλέβαρε,
πόσο σε καρτερούσα,
για να φιλήσω
έξαλλα τα
χείλη που
ποθούσα, κι
ήρθες
φορώντας στο
λαιμό την
κόκκινη κορδέλα,
κι άνθισες τις
αμυγδαλιές
επάνω στην
Κουπέλα...». Και
στη στιγμή
πέρασαν από τη
θύμησή μου
ανάκατα, σαν να στροβιλίζονταν
σε χοάνη, όλα
όσα είχαμε
ζήσει μαζί με
την κυρία
Δομένικα για
δυόμισι
χρόνια, θυμήθηκα
το παλιό
ασημένιο
ρολόι που
χάθηκε κάτω απ'
το μαύρο
μαντίλι, το
κυνηγητό των
χελιδονιών,
την κυρτή ατσαλένια
σπάθα που
έλαμψε
κατακόκκινη
απ' τον ήλιο του
απογεύματος,
τους αετούς με
τα κομμένα
κεφάλια στα
νύχια τους, το
μαυροντυμένο
ταξιδιώτη με
το καλυμμένο
πρόσωπο και
την απαίσια
φωνή, αυτόν που
'κρυβε το δεξί
του χέρι μες
στην κάπα, τη
μαρμάρινη Παναγία
που 'κλαιγε με
κόκκινα
δάκρυα,
θυμήθηκα τις
πασχαλίτσες
που βγαίναν απ'
την τσάντα της
και περπατούσαν,
τις ξύλινες
καρδούλες που
μας μοίραζε, το
χωνί που
ακουμπούσε
στο στήθος μας
για να
καταλάβει
ποιος από μας
ήταν
περισσότερο
ερωτευμένος,
τη φλαμουριά
που θα την
έκαιγε όποιος
έμενε
τελευταίος, το
μελαγχολικό
τραγούδι της,
το τρομερό
φιλί της, που δεν
το άντεξα ούτε
καν πίσω από το
μαυρισμένο
τζάμι, το
σούρωμα των
σκασμένων
χειλιών της, το
σπάσιμο των
δαχτύλων της,
τα γυμνωμένα
στήθη της
δίχως ρώγες, την
ελιά στο
αριστερό της
μάγουλο, τη
μαύρη κορδέλα που
φυλάκιζε τα
αφηνιασμένα
όνειρα, την
ανεμώνη του
λαιμού και τη
βιολέτα της
κοιλιάς της, το
θαμπό ορίζοντα
των ματιών της,
τη μαγευτική
φωνή της, το υπέροχο
γλυκύτατο
χαμόγελό της,
που νόμιζες
πως το 'χε κλέψει
απ' το διάβολο,
τις έξαλλες
αγκαλιές της
με τον άνεμο —
όλα αυτά και
τόσα ακόμη... Κι
όπως θυμόμουν
τον τρομερό
γυμνό χορό του
ανέμου, που ένα
χρόνο νωρίτερα
σφύριζε στα
βήματά της
μπροστά στα
μάτια μας σαν
δαιμονικό
κάλεσμα,
άκουσα από την
κορυφή της
Κουπέλας τον
Όττο να
φωνάζει με όλη
τη δύναμη των
πνευμόνων του
μια λέξη που
ανήκε στον
άνεμο: «φίλησεεεε...».
Αμέσως
κατάλαβα πως ο
πόλεμος της
δασκάλας μας
με τον άνεμο
της Κουπέλας
είχε
τελειώσει οριστικά. Η
κυρία
Δομένικα
ήτανε ο
τέταρτος
δικός μας που
'φευγε για
πάντα από τη
γειτονιά με το
κοκκινόχωμα.
Πρώτη ήταν
—αλίμονο— η
κυρία Πανδώρα
στις είκοσι
εννιά
Νοεμβρίου του
εβδομήντα έξι,
δεύτερος ο
τρομερός Τζακ
ο Ταρνανάς την
πρωταπριλιά
του εβδομήντα
εφτά, τρίτος ο
Πέτρος ο
Σαρανταένας,
που στις δεκαεννιά
Σεπτεμβρίου
όρμησε
τρέχοντας σε
κάποιο εγκαταλελειμμένο
καμίνι που
'πιασε φωτιά
για να δώσει
αγιούτο σ' ένα
αλλόκοτο
ξύλινο γλυπτό,
και τέταρτη η
κυρία
Δομένικα,
ολόγυμνη από
ρούχα, ξαπλωμένη
μπρούμυτα στη
Φωλίτσα της
Κουπέλας,
εκείνο το
πρωινό της πέμπτης
Φεβρουαρίου
του εβδομήντα
οχτώ. Μάλιστα, τούτη
τη φορά είδαμε
με τα μάτια μας
για πρώτη φορά
ανθρώπινο
πτώμα (τις
άλλες φορές
δεν είχε τύχει· την
κυρία Πανδώρα
τη θάψανε στα
μουλωχτά μια
Κυριακή χωρίς
εμείς τίποτε
να
χαμπαριάσουμε
—άσε που εκείνη
τη μέρα εγώ
έλειπα από τη
γειτονιά με το
κοκκινόχωμα—,
τον Ταρνανά
πάλι τον
ρούφηξε η
κινούμενη
άμμος και
χάθηκε, κι ο
Πέτρος ποτέ δε
γύρισε απ' το
καμίνι του
Μαριαλουκά,
δεν ξέρω αν
έμεινε εκεί ή
μπήκε στο
Μεγάλο
Λαβύρινθο που
οδηγεί στην
καρδιά της γης — ο
παπα-Λεπ Ταιρ
έλεγε πως το
κορμί του
ανθρώπου μένει
πίσω όταν
αυτός
ξεκινάει για
το μεγάλο
ταξίδι και
τότε τον
διέκοπτε ο
Γιώργος «λέγε
μας την αλήθεια
παπα-Λεπ Ταιρ»
του 'λεγε, «μη
μας μιλάς για
ταξίδια και
μπούρδες...», κι ο
παπα-Λεπ Ταιρ
έπινε μια γεμάτη
γουλιά από το
ούζο του κι
έλεγε «ποιος
την ξέρει την
αλήθεια;»).
Εκείνο το
πρωινό λοιπόν
της πέμπτης
Φεβρουαρίου
του χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα οχτώ
ο ένας μετά τον
άλλον και
τελευταίος
εγώ αντικρίσαμε
για πρώτη μας
φορά αυτό που
μένει, το σώμα που
κάποτε
αγγίξαμε
ζωντανό ήταν
πια άψυχο, ένα
σακί με αίμα
και
ακαθαρσίες
που θα
γυρνούσε στο
χώμα κι έπειτα
θα γινόταν μια
μικρή πέτρα,
μια χουφτιά
νερό, ένα
φύσημα του
ανέμου (και πού
να πήγε άραγε
αυτός που τα
υποκινούσε
όλα τούτα, πού
να φώλιασε και
πού να χαίρεται
την ηδονή του,
«ας ρουφήξει το
χώμα τους χυμούς
του κορμιού
μου, σάμπως
τους αγόρασα;»
είχε πει ο
Ταρνανάς λίγο
πριν τον
καταπιεί ο
Βάλτος). Πλάι
στο κορμί της
κυρίας
Δομένικας
υπήρχε ένας
άσπρος
φάκελος
αλληλογραφίας
κάτω από μια
μαύρη πλατιά
πέτρα, δε
γινότανε να
μην τον πάρει
το μάτι σου. Ο
Γιώργος τότε
έβγαλε μια
τρελή κραυγή
και πήγε να
τρέξει επάνω
της, μα ο
Μεγάλος
Πρόδρομος, αν
και δυσκίνητος,
έκανε μια
βουτιά και τον
αγκάλιασε·
κυλίστηκαν κι
οι δύο τους
κάτω. Όλοι οι
υπόλοιποι
πέσαμε στα γόνατα·
έγινε απόλυτη
σιωπή. Μια
ανεξήγητη
αίσθηση με
είχε
κυριεύσει στη
θέα του άψυχου
κορμιού της, ένιωθα
ήρεμος,
γαλήνιος και
απόλυτα
διαυγής· νομίζω
πως το ίδιο
νιώθαν κι οι
άλλοι. Πέρασε
κάμποση ώρα,
ώσπου κάποτε ο
Σώτερ
σηκώθηκε,
προχώρησε κι
έσκυψε πάνω
από το γυμνό
κουφάρι της· τα
μάτια της ήταν
κλειστά, τα
σκασμένα
χείλη της
φιλούσαν το
χώμα— ή μήπως η
δασκάλα μας
φιλιόταν με
κάποιον απ' την
άλλη πλευρά;
Εκείνη τη
στιγμή
ακούστηκε μια
βροντερή φωνή,
«αλτ, μην
αγγίξεις
τίποτε»· ήταν ο
αστυνόμος που 'χε
έρθει στο
κατόπι μας.
Πίσω του
φάνηκε
αγκομαχώντας
ο Κερατένιος.
Κι ο Σώτερ
έμεινε
ακίνητος, έπειτα
σήκωσε το δεξί
του χέρι ψηλά,
μα πριν
σηκώσει και το
αριστερό, με
μια κίνηση
ταχυδακτυλουργού,
τράβηξε τον
άσπρο φάκελο
κάτω απ' τη
μαύρη πέτρα και
τον έριξε μες
στον κόρφο του. Σε
λίγη ώρα μάς
κατέβασαν με
το ζόρι από την
Κουπέλα,
είχανε έρθει
κι άλλοι
αστυνομικοί
και χωροφύλακες
κι είχαν
αποκλείσει το
λόφο και τις
παρυφές του,
είχε μαζευτεί
πολύς κόσμος,
οι
περισσότεροι περίεργοι
που διψούσαν
για εγκλήματα,
φόνους και
βιασμούς κι
άλλοι πάλι
μονολογούσαν
φοβισμένοι
ξόρκια για το
κακό που βρήκε
τη γειτονιά.
Λίγο πιο πέρα,
κάπως απόμερα,
στεκόταν η καλοντυμένη
κυρία που
είχαμε δει έξω
απ' την τάξη μας·
φαινότανε
βουρκωμένη, μα
έκανε μεγάλη
προσπάθεια να
κρατηθεί στα
πόδια της.
Ωστόσο, κάποια
στιγμή που έφυγε
από κοντά της η
κυρία Δροσιά
που την
κρατούσε από
το μπράτσο,
παραπάτησε
και
σωριάστηκε
κάτω λιπόθυμη.
Δεν υπήρχε πια
καμία
αμφιβολία:
εκείνη η γυναίκα
ήταν η Αύρα
Φραντζή, η
μητέρα της
κυρίας Δομένικας,
για την οποία
ξέραμε τόσα
πολλά από τις
διηγήσεις της.
Έπεσε πάνω της
ο κόσμος να τη
συνεφέρει, στο
τέλος την
έβαλαν μέσα σε
ένα
αυτοκίνητο
της αστυνομίας
που έφυγε με
θόρυβο
σηκώνοντας
σκόνη. Κάποια
στιγμή, ο
αστυνόμος με
το τσιγκελωτό
μουστάκι ζήτησε
τον Κερατένιο,
κάτι
συζητήσανε
αναμεταξύ
τους και έξαφνα
ο Κερατένιος
έβαλε μία φωνή
«τάξις, επιστρέψατε
εις την
αίθουσαν». Και
όπως
γυρνούσαμε
στοιχισμένοι
ανά ζεύγη στην
τάξη, έπεσε
αναμεταξύ μας το
σύρμα πως, ό,τι
κι αν μας
ρωτούσαν,
εμείς δεν ξέραμε
τίποτε, μόνο
μια μέρα η
κυρία
Δομένικα μας
πήγε περίπατο
στην Κουπέλα,
μόνο αυτό. Αυτό
είπαμε ξανά
και ξανά στον
αστυνόμο με το
τσιγκελωτό
μουστάκι, που
λίγη ώρα
αργότερα μας
ρωτούσε
επίμονα μες
στην τάξη πώς
το ξέραμε
εμείς με τόση
σιγουριά πού
ήταν το κουφάρι
της κυρίας
Πανδώρας, «μόνο
ο ένοχος
δύναται να γνωρίζει
με τέτοιαν
βεβαιότητα»
έλεγε και μας
αγριοκοιτούσε,
αλλά εμείς
μιλιά. Ο
αστυνόμος
στρεφότανε
τότε στο
Γιώργο «κι εσύ
τι διάβασες
στην κασετίνα
σου και
αναστατώθηκες;»,
«τη σημερινή
ημερομηνία,
κύριε....»
απαντούσε ο
Γιώργος, «και
πού την ήξερες
εσύ;» επέμενε,
«την αντέγραψα
από τον πίνακα,
κύριε», «και γιατί
τη φώναξες
δυνατά;», «γιατί
τα έχασα, κύριε»
συνέχιζε ο
Γιώργος, «κεριά
και λιβάνια»
ξεσπούσε τότε
ο αστυνόμος, «κι
εσύ γιατί
φώναξες πως
σήμερα είναι;»
στρεφότανε
στο Σώτερ, «ε,
αφού ήταν
σήμερα, τι άλλο
να φωνάξω;»
απαντούσε
εκείνος, κι
ύστερα πάλι
φτου κι από την
αρχή. Είδε και
απόειδε ο
αστυνόμος και
κάποια στιγμή
σηκώθηκε κι
έφυγε
άπρακτος. Μα
πριν φύγει μας
αγριοκοίταξε
όλους έναν
έναν, «έννοια
σας» είπε, «κι αν
σας πιάσω να
λέτε ψέματα, να
το ξέρετε,
όλους θα σας
κλείσω μέσα». Κι
όταν έφυγε, ο Κερατένιος
άρχισε να μας
μιλά
θυμωμένος,
«αλίμονό σας αν
λέτε ψέματα,
φωτιά θα ρίξει
ο Θεός και θα
σας κάψει»,
τέτοια έλεγε,
και ο Ζήσης
κοίταζε φοβισμένος
το ταβάνι της
τάξης, κάποτε
σταμάτησε να μιλά,
ξεφύσηξε και
μας είπε να
πάμε σπίτια
μας. Μα μόλις
βγήκαμε έξω απ'
την τάξη,
σχεδόν όλοι
μας αντικρίσαμε
τις μανάδες
μας, που είχαν
μάθει τα
καθέκαστα και
ανήσυχες
είχαν
καταφτάσει
στο εκατοστό πέμπτο·
όπως ήταν
φυσικό, μας
πήραν από το
χέρι και
πήραμε το
δρόμο για το
σπίτι χωρίς να
προφτάσουμε
τίποτε να
συνεννοηθούμε
μεταξύ μας.
Μόνον ο
Μεγάλος Πρόδρομος
πρόλαβε να
σηκώσει το
αριστερό του
χέρι με την
παλάμη του
ανοιχτή και
μόνο ο
αντίχειράς
του ήταν σπασμένος
μισός,
χειρονομία
που σήμαινε
πως η συνάντησή
μας ήταν στα
Βαρέλια για
τις τέσσερις
και μισή, την
ώρα δηλαδή που
οι γονιοί μας
θα 'χαν
κοιμηθεί για
μεσημέρι. Όταν
στις τέσσερις
και μισή
εκείνου του
μεσημεριού
πήγαμε στα
Βαρέλια, τα
μάτια όλων μας
ήταν πρησμένα
και
κατακόκκινα,
όπως όταν
προσπαθείς να
συγκρατήσεις
τα δάκρυά σου
πιέζοντας με
όλη σου τη
δύναμη το
πρόσωπό σου
στο μαξιλάρι. Ο
καιρός ήταν
μουντός μα
σχετικά ξηρός,
δε φυσούσε
διόλου· κανείς
δεν αποφάσιζε
να μιλήσει.
Κάποτε —θα 'χε περάσει
κοντά μια ώρα— ο
Γιώργος
έσπασε τη
σιωπή· «εγώ
φταίω» είπε κι
έκρυψε το
πρόσωπό του
μες στις
παλάμες του.
«Γιατί να φταις
εσύ μονάχα;» του
'πε τότε ο
Βέλιας. «Ίσα ίσα,
εσύ έκανες ό,τι
μπορούσες.
Εμείς όλοι οι
υπόλοιποι
φταίμε που το
χάψαμε το
παραμύθι που μας
ξεφούρνισε
εκείνη το
βράδυ του
Νοεμβρίου με τη
γαλάζια
πανσέληνο, πως
τάχα όλα τούτα
που έλεγε και
μας φούσκωνε
το κεφάλι για
δυο χρόνια
ήταν γεννήματα
του νου της, η
κατάρα που τη
βαραίνει, ο αναπόφευκτος
θάνατός της, τα
φαρμακωμένα
χείλια της που
παίρναν τη ζωή,
όλα αυτά ήταν
ονειροφαντασίες
—έτσι δε μας
είχε πει;— πως
τάχαμου είχε
κάτι
μπιμπίκια στο
πρόσωπο και
για να τα
γιάνει θα
πήγαινε να
βρει μια μαύρη
πέτρα στον
ποταμό
Στρυμόνα...». Ο
Βέλιας είχε
λαχανιάσει, μα
συνέχιζε «... και
μην πει
κανένας πως
δεν το ξέραμε
πως έλεγε
ψέματα...» έμεινε
σιωπηλός για
λίγο κι ύστερα
μίλησε
χαμηλόφωνα,
σαν να έκανε
μια φοβερή
ομολογία, «όλοι
το καταλάβαμε
πως σταύρωσε
τα δάχτυλά της
κάτω απ' το
άσπρο
τραπεζάκι...». Ο
Γιώργος
παρέμενε
ακίνητος
χωρίς ούτε
στιγμή να
σηκώσει το
κεφάλι του, σαν
να μην είχε
ακούσει καν τα
λόγια του
Βέλια, μονάχα
όταν ο άλλος
σταμάτησε είπε
μ' έναν
ψιθυριστό
λυγμό, «...φταίω
γιατί την αγάπησα
τόσο πολύ και
τόσο λάθος...»
εκείνη τη
στιγμή ωστόσο
ακούστηκε η
φωνή του Σώτερ,
«κανείς δεν αγάπησε
λάθος...» είπε
ορθά κοφτά,
«...μήτε κανένας
έφταιξε σε
τίποτε».
Γυρίσαμε όλοι
και τον
κοιτάξαμε,
«...χρειάστηκαν
αιώνες
αίματος...»
συνέχισε
εκείνος με ξερή
φωνή λέγοντας
μια δικιά της
κουβέντα,
έπειτα πήρε
βαθιά ανάσα
και συνάμα μας
κοίταξε.
Φαίνεται όμως
πως είδε την
απορία
ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό
μας, και τότε
έβαλε τις
φωνές, «μα δεν
καταλαβαίνετε;»
φώναξε, «όλα
έγιναν όπως
έπρεπε να
γίνουν, έπρεπε
να πιστέψουμε
την ψεύτικη
ιστορία της,
έπρεπε να
κάνουμε πως
δεν είδαμε το
σταύρωμα των
δαχτύλων της
κάτω από το
τραπέζι και
δεν έπρεπε να
πάμε στις μαργαρίτες
για να δούμε αν
βγάλαν
ξυράφια αντί
για πέταλα. Σας
το λέω, έπρεπε
να μείνει μόνη
απ' όλους η κυρία
Δομένικα, να
τακτοποιήσει
τις
τελευταίες της
δουλειές κι
έπειτα να
φορέσει στο
λαιμό της την
κόκκινη
κορδέλα και ν'
ανέβει χθες το
βράδυ στην
Κουπέλα και ν'
ακούσει το
στερνό
σφύριγμα του
ανέμου...», «και να
πεθάνει;»
ρώτησε τότε το
Ζήσης, ο Σώτερ
αναστέναξε,
κοίταξε για
λίγο στον
ορίζοντα το
μούχρωμα που
έσβηνε σιγά
σιγά, κι ύστερα
είπε με αργή
φωνή «ναι, και να
πεθάνει...». Τότε
σωπάσαμε όλοι
για αρκετή ώρα·
είχε δίκιο ο
Σώτερ, τα πάντα
είχα γίνει
όπως έπρεπε —
αλίμονο. Αφού η
δασκάλα μας
θέλησε να
μπλέξει στα
δίχτυα του
έρωτα, έπρεπε
να το τραβήξει
ως το τέλος και
ν' αδράξει την
αλήθεια μες
στο στομάχι
της κόλασης·
«άρα ήταν
θέλημα Θεού...»
είπε κάποια
στιγμή ο Ζήσης
κάνοντας το
σταυρό του. «Όχι»
είπε ο Μεγάλος
Πρόδρομος, που
μέχρι τότε
έμενε
σιωπηλός,
«ήτανε θέλημα
δικό της». Όταν,
αρκετή ώρα
αργότερα, ο
Σώτερ έβγαλε
απ' τον κόρφο
του τον άσπρο
φάκελο που 'χε
αφήσει πλάι
στη γούβα της
Φωλίτσας η κυρία
Δομένικα λίγο
προτού το
τελευταίο
αγκάλιασμά
της με τον
άνεμο, το
σκοτάδι είχε
πέσει για τα καλά,
τόσο που
χρειάστηκε να
καθίσω πλάι
στο Σώτερ και
να του ανάβω
κάθε λίγο από
ένα σπίρτο
ώστε να βλέπει τι
διαβάζει. Ο
Σώτερ, με χέρι
τρεμάμενο,
έσκισε την άκρη
του άσπρου
φακέλου κι από
μέσα έβγαλε
μια κόλλα
χαρτί
διπλωμένη στα
τέσσερα, την
ξεδίπλωσε ευθύς
αμέσως, κι εγώ,
καθώς άναψα το
πρώτο σπίρτο,
αναγνώρισα
στη στιγμή —ή
έτσι νόμισα
τουλάχιστον—
τα πλάγια
γράμματα της
κυρίας
Δομένικας, που
τέλειωναν σε
πονηρές και
ύπουλες
ουρίτσες. Ο
Σώτερ άρχισε
να διαβάζει με
βραχνή φωνή
και
κομπιάζοντας: «Όποιος
διαβάζει
τούτες τις
γραμμές ας
μάθει ότι είναι
οι τελευταίες
επιθυμίες
μιας
ετοιμοθάνατης.
Για το λόγο αυτό
ας παραδώσει
το χαρτί που
κρατά σε
κάποιο αγόρι
—όποιο να 'ναι—
από την τρίτη
τάξη του
εκατοστού πέμπτου
δημοτικού
σχολείου της
περιφέρειας
Μαλακοπής κι
ας σταματήσει
την αδιάκριτη
ανάγνωσή του εδώ. »Στα
αγόρια της
τάξης αυτής,
τους μοναδικούς
φίλους της
ζωής μου, αφήνω
τα εφτά
κόκκινα
τετράδια που βρίσκονται
κλειδωμένα
στο δεύτερο
συρτάρι του γραφείου
μου και τους
ορίζω
εκτελεστές
των τελευταίων
μου επιθυμιών. »Γεννήθηκα
σημαδεμένη,
έζησα ανάμεσα
σε μαύρες σκιές
και πεθαίνω
δίχως να τις
αποχωριστώ. Τίποτε
δεν έχω να
μοιράσω σε
αυτούς που
μένουν πίσω
μου, παρά τα
λιγοστά μου
υπάρχοντα
—ρούχα και έπιπλα—,
αυτά ας τα
δώσει ο
παπα-Λεπ Ταιρ
όπου νομίζει. Μόνο
το μαύρο
μεταξωτό
μαντίλι που
άφησα πριν από δυόμισι
χρόνια στην
έδρα της τάξης
σκεπάζοντας το
ασημένιο
ρολόι του
πατριού μου,
αυτός που το
φύλαξε τώρα
πια ας το δώσει
στη μάνα μου·
είναι δικό της.
Και όσο εκείνη
ζει, μια φορά
κάθε χρόνο, τη
μέρα του Ευαγγελισμού,
στις είκοσι
πέντε του
Μαρτίου, ο
ίδιος φίλος
μου (που 'χει τα
γαλανά μάτια
του πατέρα) ας
πηγαίνει
νωρίς το
απόγευμα στο
σπίτι της, να
της χτυπά την
πόρτα και να
της δίνει στο
μάγουλο ένα απαλό
φιλί. Ύστερα να
φεύγει. »Όσο
για το σώμα μου,
ας μην το
λυπηθεί
κανένας, έτσι ρημαγμένο
που θα βρεθεί.
Δεν είναι δικό
μου, μήτε με
τυραννά πια. Κι
αν η
γρια-Αλεξάνδρα
το θέλει, ας το
κόψει με το
μαχαίρι της κι
ας του
ξεριζώσει τα
σπλάχνα για να
ταΐσει τα
πουλιά της — δε
θα πονέσω.
Μονάχα το
κουφάρι που θ'
απομείνει —ό,τι
απομείνει— θα
'θελα να ταφεί,
όχι στα
κοιμητήρια,
αλλά στη
Φωλίτσα της
Κουπέλας, να
σαπίσει εκεί,
στον τόπο όπου
άλλοτε το σώμα
μου συστρεφόταν
από την ηδονή·
αυτή θα είναι η
δικαιοσύνη
της φύσης. Ας
είναι ρηχός ο
λάκκος του,
εύκολα να μπορούν
να το ξεθάψουν
τα πεινασμένα
τσακάλια. Και
μήτε σταυρός
να μπει μήτε
μνήμα. Κι ούτε
μια φτέρη που
να σκιάζει τον
ύπνο του. »Και
κάθε
φθινόπωρο να
έρχεται
κάποιος και να
ρίχνει μια
χεριά σπόρο
στο χώμα όπου
τάφηκε τούτο
το κορμί. Και
κάθε Ιούλιο να
θερίζει το
ωριμασμένο στάχυ
πάνωθέ του. Και
το στάρι —δυο
χούφτες στάρι
θα 'ναι— να το
σκορπάει στον
άνεμο το ίδιο
βράδυ, να το
τσιμπολογούν
τ' αηδόνια της
νύχτας που θα
ταράζουν τη
γαλήνη του. »Έτσι
θέλω». Όταν
ο Σώτερ
τέλειωσε την
ανάγνωση, το
μόνο που ακουγόταν
ήταν το βουητό
του ανέμου.
Είχε φτάσει πια
το βράδυ και το
κρύο έσφιγγε.
Και κανένας
μας δε μιλούσε.
Νιώθαμε το
κορμί μας
ναρκωμένο, το
στόμα πικρό, τα
δόντια
μάτωναν τα
χείλη, οι μύτες
και τ' αυτιά μας
είχαν
μπουζιάσει
και πονούσαν.
Έξαφνα έπαψε
το βουητό του
ανέμου και
ακούστηκε μια
υπέροχη
μουσική. Ευθύς
στήσαμε αυτί
σαν μαγεμένοι·
ήταν το κελάηδημα
ενός αηδονιού —
μα πού βρέθηκε
τ' αηδόνι να
τραγουδά μες
στο
καταχείμωνο;
Κι ήτανε τόσο
γλυκό το
τραγούδι
εκείνο, που δεν
προφτάσαμε να
συλλογιστούμε
τίποτα, ο ήχος
έσταζε σαν
βάλσαμο στις καρδιές
μας. Όταν έπαψε
κι η τελευταία
νότα, ο Γιώργος
σηκώθηκε
όρθιος —τα
μάτια του ήταν
κόκκινα— και
είπε «έτσι
θέλησε...». Και φυσικά
εκπληρώσαμε
όλες τις
τελευταίες
επιθυμίες της
κυρίας
Δομένικας, όχι
χωρίς
δυσκολίες είναι
η αλήθεια, μα
σίγουρα ό,τι κι
αν είχε
ζητήσει εκείνη
στο τελευταίο
γράμμα της,
εμείς θα το
κάναμε ακόμα
κι αν ήταν το
δυσκολότερο
πράγμα του
κόσμου. Εκείνο
που μας
παίδεψε
περισσότερο ήταν
το μπλέξιμο
της
αστυνομίας
στην υπόθεση:
μια νέα
γυναίκα που
μόλις είχε
κλείσει τα
είκοσι οκτώ
της χρόνια και
που βρέθηκε
νεκρή,
γυμνωμένη απ' τα
ρούχα της,
επάνω στον
ερημικό λόφο
της Κουπέλας,
έφερνε στο νου
του καθένα την
εκδοχή του
εγκλήματος.
Έτσι, το ίδιο
κιόλας βράδυ
της ημέρας που
μαζευτήκαμε στα
Βαρέλια, εκεί
στο Μικρό Ρέμα,
μάθαμε ότι η
αστυνομία
είχε διατάξει
νεκροψία στο
κουφάρι της
κυρίας Δομένικας
κι ότι είχε
σφραγίσει το
διαμέρισμά
της. Και φυσικά
μπορείς να
φανταστείς
την
αναστάτωση της
γειτονιάς μας
από την
επομένη (ήταν η
έκτη του Φεβρουαρίου):
το χαμηλόφωνο
και
μουρμούρικο
κουτσομπολιό
της πρώτης
ημέρας έδωσε
τη θέση του σ'
έναν καταιγισμό
υποθέσεων και
σίγουρων τάχα
πληροφοριών
που κυκλοφορούσαν
παντού· ότι την
κυρία
Δομένικα τη
βίασε κι
ύστερα τη
στραγγάλισε
κάποιος
καινούριος φοβερός
δράκος της
περιοχής, ότι
τη σκότωσε ο
μυστηριώδης
εραστής της
που
συναντούσε
τις νύχτες (αρκετές
φορές την
είχανε δει να
περπατάει
μετά τα
μεσάνυχτα στο δρόμο
του Πύργου), ότι
την έβαλαν με
το στανιό να πιει
δηλητήριο
κάποιοι
μαυροντυμένοι
άγνωστοι που
κυκλοφορούσαν
έξω απ' το σπίτι
της το
τελευταίο βράδυ
για να
ξεκαθαρίσουν
σκοτεινούς
λογαριασμούς
μαζί της, ότι
την έπνιξε μες
στη χαζομάρα
του ο Θόδωλας, ο
νεκροκουβαλητής
του Θανατά που
όλοι τον λέγαν
καθυστερημένο
(τον
υποψιάζονταν,
επειδή όποτε
έβλεπε στο
δρόμο τη
δασκάλα μας
έβαζε το χέρι
του στον κόρφο
του και της
πρόσφερε ένα
ανύπαρκτο
λουλούδι κι
εκείνη το
έπαιρνε
χαμογελώντας
και το έβαζε
στον κόρφο της),
ότι η κυρία
Δομένικα
ανήκε σε μια
οργάνωση του
διαβόλου και
εκείνη τη
νύχτα
πρόσφερε
θυσία το κορμί
της στο σατανά
(η εκδοχή αυτή
είχε και συνέχεια,
ότι επάνω στην
Κουπέλα
γινόντουσαν,
λέει, τελετές
όπου
καλούνταν ο
διάβολος και
στις τελετές
αυτές ήμασταν
τάχα κι εμείς,
κι ότι μέσα στο
κόλπο ήταν κι ο παπα-Λεπ
Ταιρ, που δεν
ήταν παπάς
αλλά τράγος
του πονηρού). Το
τελευταίο
ακούστηκε
αρκετές φορές,
κι ο Μανόλης
μονολογούσε,
δαγκώνοντας
το διπλωμένο δείκτη
του χεριού του,
«αχ και να μάθω
ποιος το είπε
αυτό, θα τον
βάλω να φάει το
σκατό του...», μα ο
Κώστας του έλεγε
«άσ' τους Μανόλη,
αυτοί ποτέ
τους δεν είδαν
τ' αστέρια να
τρεμοπαίζουν...» Βέβαια
όλοι εκείνοι
που ήταν
εντελώς
σίγουροι για
την αιτία του
θανάτου της
ξίνισαν τα
μούτρα τους το
πρωινό της δεκάτης
Φεβρουαρίου,
όταν διάβασαν
τοιχοκολλημένο
το αγγελτήριο
της
προγραμματισμένης
για την επομένη
κηδείας της
και έμαθαν πως
η αστυνομία
θεωρούσε την
υπόθεση
λήξασα, καθώς η
νεκροψία
έδειξε πως τα
αίτια του
θανάτου της
ήτανε φυσικά· ο
δεύτερος
ιατροδικαστής
μίλησε για
προχωρημένο
καρκίνο,
διάσπαρτο σε όλο
της το κορμί,
ενώ μαζί του
αμέσως
συμφώνησε με ανακούφιση
και ο πρώτος,
που αρχικά
είχε βρεθεί σε
αδιέξοδο,
καθώς
αδυνατούσε να
διαγνώσει ή
έστω να υποθέσει
τι είχε συμβεί.
Η γειτονιά
στην αρχή
δυσπίστησε
και στη
συνέχεια, με
φανερή
απογοήτευση
και δυσφορία,
δέχτηκε την
επίσημη
εκδοχή.
Κάποιοι
μάλιστα,
θυμωμένοι που
διαψεύστηκαν
οι υποθέσεις
τους, είπανε με
εμπάθεια πως
«πλήρωσε,
φαίνεται, τα
ανομήματά της...»,
και στα
κουτσομπολιά
τους επέμεναν
ιδιαίτερα στην
περιγραφή του
ρημαγμένου απ'
την αρρώστια
του κορμιού
της, λες κι
ήτανε μπροστά
στη νεκροψία:
«όλα τα μέσα της
ήταν σαν να 'χαν
σαπίσει...»
λέγανε ξανά και
ξανά, θαρρείς
και τους
ηδόνιζε τούτη
η εικόνα. Κι αν
είχαμε το
χρόνο να
ψάξουμε ποιοι
ήταν εκείνοι
που τα 'λεγαν
αυτά, το ίδιο
κιόλας βράδυ
θα τους κατεβάζαμε
τα παράθυρα με
τις σφεντόνες,
για να μάθουν
να μιλούν έτσι
για κείνη... Όμως
εκείνη τη μέρα
δεν είχαμε
χρόνο να ψάχνουμε
τι είχε πει ο
καθένας, καθώς
έπρεπε να
πραγματοποιήσουμε
το συντομότερο
δυνατό την πιο
δύσκολη από
τις
τελευταίες επιθυμίες
της κυρίας
Δομένικας,
αυτήν που είχε
να κάνει με την
ταφή του
σώματός της: η
δασκάλα μας
ήθελε να μην
ταφεί στα
κοιμητήρια
αλλά επάνω στη
Φωλίτσα, εκεί
όπου έζησε τις
πιο ηδονικές
στιγμές της
ζωής της κι
άφησε την
τελευταία της
ανάσα (όσο για
τη φράση του
στερνού
γράμματός της,
όπου έλεγε για
το κορμί της
πως αν το 'θελε η
γρια-Αλεξάνδρα,
η μάγισσα του Στοιχειωμένου,
ας το 'κοβε κι ας
του ξερίζωνε
τα σπλάχνα, η
ίδια η
γρια-Αλεξάνδρα
μόλις δύο
μέρες υστερότερα
από το θάνατο
της κυρίας
Δομένικας
είχε δώσει την
απάντησή της
στον Όττο, που
τον είχαμε στείλει
επί τούτου ως
το
Στοιχειωμένο
για να τη ρωτήσει:
του 'χε πει
χαμογελώντας
αινιγματικά
πως ό,τι ήτανε να
πάρει απ' την
κυρία
Δομένικα το 'χε
ήδη πάρει). Κι όπως
ήταν φυσικό,
μαζευτήκαμε
ανήσυχοι
εκείνο το μεσημέρι
της δεκάτης
Φεβρουαρίου
στα Βαρέλια να
δούμε τι θα
κάνουμε. Η
πρώτη ιδέα
ήταν να
δείξουμε το
γράμμα στη
μητέρα της και
στην
αστυνομία και
να προσπαθήσουμε
να τους
πείσουμε για
τις
τελευταίες επιθυμίες
της κυρίας
Δομένικας. Η
άποψη τούτη
όμως απορρίφθηκε
πολύ γρήγορα,
καθώς, αν η
αστυνομία δεν
το επέτρεπε
—που στα
σίγουρα δε θα
το επέτρεπε—, ουδέποτε
θα μπορούσαμε
πλέον να
θάψουμε την
κυρία Δομένικα
στην Κουπέλα,
αφού θα μας
είχανε πια στο
μάτι. Έπειτα
σκεφτήκαμε να
αφήσουμε να
γίνει η κηδεία
κανονικά και
να πάμε το
βράδυ να
ξεθάψουμε το
κορμί της από
τα κοιμητήρια
και να το
θάψουμε στην
Κουπέλα· αλλά
τι θα γινόταν
αν μας έπαιρνε
χαμπάρι ο
Ψευτοπέτρος, ο
φύλακας του
νεκροταφείου;
Εξάλλου, όταν
την άλλη μέρα η
αστυνομία θα
έβρισκε τον
τάφο
ανοιγμένο, θα
άρχιζε και
πάλι τις
ανακρίσεις
και στο τέλος θα
μας πιάνανε. Το
συζητήσαμε
μέχρι που
σκοτείνιασε
και μόνο τότε
καταλήξαμε
στη μόνη λύση
που μας φαινότανε
κάπως εφικτή: η
κηδεία θα
γινόταν
κανονικά στα κοιμητήρια
το πρωινό της
επομένης, αλλά
το φέρετρο θα
ήταν άδειο, κι
όταν θα έπεφτε
το σκοτάδι, θα
ανεβάζαμε
στην Κουπέλα
το κορμί
εκείνης· και
βέβαια δε
γινόταν να τα
καταφέρουμε
όλα τούτα
χωρίς να πάρουμε
με το μέρος μας,
συνένοχό μας,
τον παπα-Λεπ
Ταιρ — Ελευθέριος
ήταν το
κανονικό του
όνομα, όμως ο
ίδιος ήθελε
εμείς να τον
φωνάζουμε Λεπ
Ταιρ και
μάλιστα να
γράφουμε το
Ταιρ με άλφα
γιώτα, «η
ελευθερία είναι
ένα ψέμα... δε
θέλω το όνομά
μου να
σημαίνει τίποτε...»
μας είχε πει. Θα
ήταν περίπου
εννιά η ώρα το
βράδυ όταν
πήγαμε και τον
βρήκαμε στη
χαμηλοτάβανη
αποθήκη του
Ιερού Ναού
Πίστεως και
Ελπίδος, που
την είχε και
για σπίτι του
(πριν έρθει ο
παπα-Λεπ Ταιρ η
εκκλησία λεγόταν
«Ιερός Ναός
Σοφίας, Αγάπης,
Πίστεως και
Ελπίδος», όμως ο
τρελόπαπας
κατήργησε με
το έτσι θέλω τα
δυο πρώτα
ονόματα
λέγοντας πως η
Σοφία είχε
ταχθεί
ολοφάνερα
πλέον με το
μέρος του
διαβόλου, ενώ η
Αγάπη δεν
υπήρχε, ούτε
είχε υπάρξει
ποτέ — ήταν απ'
την αρχή μια
μπλόφα για να
ησυχάσει τους
πεινασμένους).
Στην αποθήκη
έφεγγε
ασθενικά μια
γκαζόλαμπα κι
από ένα μικρό
ραδιόφωνο
ακούγονταν
παλιά
ρομαντικά
ξένα
τραγούδια. Ο
παπα-Λεπ Ταιρ
ήτανε
καθισμένος
στο τραπέζι
τύφλα
μεθυσμένος
και δε μας
άκουσε που
μπήκαμε. Όλος ο
χώρος μύριζε
από το παράξενο
λιβάνι που
συχνά κάπνιζε
ο παπα-Λεπ Ταιρ
και για τούτο
οι μανάδες μας
τον λέγανε
μαστούρη και
χασίκλα και
του σούρναν τα
χίλια δυο. Και
μόνο σαν
παραταχτήκαμε
απέναντί του
δεκατέσσερα
αγόρια στη
σειρά, σήκωσε
το κεφάλι του
και μας είδε.
Έσκασε τότε ένα
αλλόκοτο
χαμόγελο
ανθρώπου
αγαθεμένου,
έπειτα
ξαφνικά
σοβάρεψε το
πρόσωπό του, «α,
ήρθατε...» είπε, λες
και μας
περίμενε, και
χαμήλωσε και
πάλι το βλέμμα
του
βυθισμένος
στις
αλλόκοτες
σκέψεις του. Στο
ραδιόφωνο
έκλαιγε ένα
τσιγγάνικο
βιολί. Απέναντι
από εκείνον
στο τραπέζι
υπήρχε μια
άδεια καρέκλα.
Ο Σώτερ μάς
έριξε μια
στιγμιαία
ματιά κι
ύστερα προχώρησε
εμπρός και
κάθισε σε
κείνη την
καρέκλα, προκειμένου
να μιλήσει εξ
ονόματος όλων
μας. Και αμέσως
μόλις κάθισε
απέναντί του,
και πριν του
πει οτιδήποτε, έβγαλε
από τον κόρφο
του το γράμμα
της κυρίας Δομένικας
και το άφησε
στο κέντρο του
τραπεζιού. Ο παπα-Λεπ
Ταιρ έδειξε
σαν να μην
καταλάβαινε
τι γινόταν,
μήτε και
ξεκόλλησε το
βλέμμα του από
το δάπεδο ώστε
να δει πάνω στο
τραπέζι τον
άσπρο φάκελο.
«Παπα-Λεπ Ταιρ...»
έκανε δειλά
δειλά ο Σώτερ,
«σσσσσ» τον
έκοψε εκείνος
φέρνοντας με
μια απότομη
κίνηση το
δάχτυλο
μπροστά στα
χείλη του και
σηκώνοντας
ψηλά το πρόσωπό
του με τα μάτια
σχεδόν
κλειστά. Ο
Σώτερ, όπως κι
όλοι μας,
νόμισε πως ο
παπα-Λεπ Ταιρ
ήθελε ν' ακούσει
το τσιγγάνικο
βιολί και
σώπασε μέχρι
που τέλειωσε η
θλιμμένη
μελωδία. Τότε
πάλι
προσπάθησε να
του μιλήσει,
«παπα-Λεπ Ταιρ»
του είπε
σπρώχνοντας με
το χέρι του τον
άσπρο φάκελο,
«διάβασε αυτό
το γράμμα, σε
παρακαλούμε,
διάβασ' το». Ο
παπα-Λεπ Ταιρ
δε μίλησε,
μονάχα έσκυψε
κι έπιασε το
μπουκάλι με το ούζο
και ήπιε στα
κλεφτά μια
γεμάτη γουλιά.
Ύστερα,
ολωσδιόλου
φυσικά, με μιαν
απλή κίνηση
του αριστερού
του χεριού,
έσπρωξε προς
τα πίσω τον
άσπρο φάκελο,
προς το Σώτερ,
κι όταν ο φίλος
μας έκανε να διαμαρτυρηθεί,
λέγοντας «μα,
παπα-Λεπ Ταιρ...
είναι από την ...»,
«σσσσσ» τον
έκοψε και πάλι
εκείνος κι
έσκυψε προς τα
αριστερά του,
σήκωσε φανερά
το μπουκάλι με
το ούζο, ήπιε
μια γουλιά και
κατόπιν το
έδωσε για μια
γουλιά και στο
Σώτερ. Ο φίλος
μας ήπιε
διστακτικά
μια γουλιά, κι
όπως ήταν
φυσικό, άρχισε
να ξεροβήχει...
Μόλις ησύχασε
κάπως, σήκωσε
το χέρι του ψηλά
και έδωσε το
μπουκάλι σε
εμάς που
στεκόμασταν πίσω
του. Ήπιαμε με
τη σειρά όλοι
από μια γουλιά
και θαρρείς
μια λεπίδα
χαράκωσε το
λαρύγγι μας, το
στήθος μας
πήρε φωτιά κι
αρχίσαμε κι
εμείς να
βήχουμε. Μόλις
συνήλθαμε
κοιτάξαμε τον
παπα-Λεπ Ταιρ.
Εκείνος μας
γύρισε με το
βλέμμα του
όλους έναν
προς έναν^ τα
μάτια του
έκαιγαν πάνω
στα μάγουλά
μας. Στο ραδιόφωνο
ένα ακορντεόν
έπαιζε
εκείνον το
γνωστό γοργό δαιμονικό
ρυθμό, κι όλους
μάς βασάνιζε η
απορία γιατί ο
παπα-Λεπ Ταιρ
δε διάβαζε το
γράμμα
εκείνης. Αυτός
—λες και
κατάλαβε τη
σκέψη μας—
έφερε για τρίτη
φορά το
δάχτυλο στα
χείλη του και
είπε «σσσσσ, σας λέω,
σσσσσ». Και κάτι
σαν να
πονηρευτήκαμε
εκείνη τη
στιγμή, μα δεν
μπορούσαμε να
ξεδιαλύνουμε
μες στο μυαλό
μας το τι
γινότανε,
μείναμε
απέναντί του σαν
βλαμμένοι,
ίσως να 'φταιγε
το ούζο, ίσως να
'φταιγαν και τα
ντουμάνια του
λιβανιού που
μας ζαβλάκωναν.
Κάποτε
εκείνος είπε
ασθενικά,
«μπρος, φευγάτε
τώρα». Και, τι
παράξενο, παρ'
όλο που ούτε να
τον πάρουμε με
το μέρος μας
είχαμε
καταφέρει,
ούτε καν του
είχαμε πει τι
τον θέλαμε, παρ'
όλα αυτά
λοιπόν, δεν
επιμείναμε
διόλου και
πήγαμε να
φύγουμε. Ο
μοιραίος Νίκος
μάλιστα είχε
ανοίξει και
την εξώπορτα
της αποθήκης,
όταν ακούσαμε
τον παπα-Λεπ
Ταιρ να λέει:
«αύριο, μισή ώρα
πριν απ' την
ακολουθία,
στις δέκα και
μισή, να είστε
εδώ, θα σας έχω
ανοιχτή την
πίσω πόρτα να μπείτε
στο ιερό...». Πράγματι,
την άλλη μέρα
το πρωί, στις
δέκα και μισή, η
πίσω πόρτα της
εκκλησίας που
οδηγούσε
κατευθείαν
στο ιερό ήταν
ανοιχτή.
Ήμασταν εκεί
και οι
δεκατέσσερις,
φορώντας τα καλά
μας καθαρά
ρούχα, καθώς ο
κύριος
Κερατένιος και
η κυρία Δροσιά
μάς το 'χαν πει
από την
προηγουμένη
ότι μετά την
τρίτη ώρα θα
πηγαίναμε
στην κηδεία
—όμως εμείς την
κοπανίσαμε
από το δεύτερο
κιόλας διάλειμμα.
Ήταν για όλους
μας η πρώτη
φορά που
μπαίναμε σε
ιερό
εκκλησίας·
μείναμε να
κοιτάμε τα δυο
σκαλιστά
εικονίσματα
(τα άλλα δύο τα
είχε
εξαφανίσει ο
παπα-Λεπ Ταιρ)
που
αναπαραστούσαν
δυο νέα όμορφα
κορίτσια,
έπειτα
στρέψαμε το
βλέμμα μας στο
αναμμένο καντήλι
κάτω από τον
εσταυρωμένο
Ιησού, και θες
το παράξενο
τρέμουλο της
φλόγας του
καντηλιού, θες
το λιβάνι με τη
μαγευτική
μυρωδιά του
(όχι εκείνο που κάπνιζε
ο παπα-Λεπ Ταιρ,
μα το άλλο που
άναβε στην πρωινή
λειτουργία),
έξαφνα τα
μάτια όλων μας
θόλωσαν, χάσαμε
την εικόνα του
κόσμου από
γύρω μας κι
άγριες τύψεις
γέμισαν την
ψυχή μας. Το
νιώθαμε πια μ'
ολόκληρο το
είναι μας, πως
εκείνη την
ασθενική
πρωινή ηλιαχτίδα
που λίγο
πρωτύτερα μας
αγκάλιαζε
ποτέ μας δε θα
την
ξαναβρίσκαμε
αθώα, πως το
σαλιγκάρι που
θα γεννηθεί
αύριο δε θα
είναι αυτό που
τσακίσαμε με την
πατημασιά μας,
πως η δική μας
αρτιμέλεια δε
μας λυτρώνει
από το
ρημαγμένο
σώμα των άλλων,
α, τι αφιλότιμος
που ήταν στ'
αλήθεια
τούτος ο Θεός·
μόλις μπήκαμε
στο σπίτι του,
μας γέμισε
τύψεις, κι έτσι,
χωρίς να
καταλάβουμε
το γιατί,
πέσαμε στα
γόνατα σε μια βουβή
ικεσία
συγγνώμης. Σ'
αυτή τη στάση
μάς βρήκε ο παπα-Λεπ
Ταιρ κι έβαλε
τις φωνές, «βρε
χοχόλοι, σηκωθείτε
που να σας
πάρει ο
διάολος, φέραν
απ' του Θανατά
το φέρετρο κι
έχουμε μόλις
ένα τέταρτο...»
(είχαν περάσει
μέρες από το
θάνατο της
δασκάλας μας, κι
επειδή το
πτώμα θα
μύριζε, δεν
έγινε το βράδυ
πριν απ' την
ταφή
ολονυκτία
γύρω απ' το
φέρετρο στο
σπίτι της ή στο
σπίτι της
μάνας της, μήτε
την έντυσαν με
θανατίκια. Η
αστυνομία
παρέδωσε το
κουφάρι της
μια και καλή
στο Θανατά το
πρωινό της
ταφής κι εκείνος
το 'στειλε
κατευθείαν
στην εκκλησία).
Αμέσως
σηκωθήκαμε
όρθιοι και ο
παπα-Λεπ Ταιρ,
ξεμέθυστος
και
φρεσκολουσμένος,
πήρε μαζί του
τους πέντε πιο
δυνατούς για
να φέρουν το
φέρετρο στο
ιερό· τον Τζίμη,
το Μανόλη, τον
Κώστα και τον
Παύλο και,
βέβαια, το Μεγάλο
Πρόδρομο. Κι
όσοι μείναμε
να τους
περιμένουμε, κοιτάζαμε
με θαυμασμό
την αγία
τράπεζα που
ήτανε σκεπασμένη
με ένα
πολυτελές
πορφυρό
βελούδο. Όπως
κοιτούσαμε, ο
Σίμης απόρησε
«τι να 'ναι άραγε
κάτω από το
βελούδο;», «τα
ιερά λείψανα»
είπε με
τρεμάμενη φωνή
ο Ζήσης, «κόκαλα
δηλαδή» έκανε
με μια
γκριμάτσα ο μοιραίος
Νίκος, «ναι»
απάντησε
εκείνος, «τα
κόκαλα του
αγίου που τ'
όνομά του έχει
η εκκλησία». Τότε
αισθάνθηκα
σαν να
πλημμύριζε το
μυαλό μου ένα ψηλό,
θεόρατο κύμα
της θάλασσας,
«δηλαδή» ρώτησα,
«κάτω απ' το
βελούδο είναι
τα κόκαλα της
Πίστεως και της
Ελπίδος;»,
«ννναι» έκανε
διστακτικά ο
Ζήσης, κι αμέσως
προχώρησα ένα
βήμα και
άπλωσα το χέρι
μου — ήθελα να
σηκώσω το
βελούδο, να δω...
Μα εκείνη τη
στιγμή
ακούστηκε η
αγριοφωνάρα
του παπα-Λεπ
Ταιρ, «στην άκρη,
κάντε στην
άκρη, γρήγορα,
βρε κερατάδες,
γιατί αν μας
τσακώσουν, θα
με βάλουν να
φάω το ρημάδι
το ράσο μου...».
Ακουμπήσαμε
το φέρετρο
κάτω στο πάτωμα
κι ο παπα-Λεπ
Ταιρ πήγε να
ανοίξει το
καπάκι. Μα τότε
δίστασε για
μια στιγμή, σαν
να σκέφτηκε κάτι,
γύρισε προς τα
εμάς κι είπε
«ό,τι κι αν δείτε
να ξέρετε πως
είναι ένα ψέμα».
Έπειτα άνοιξε
το φέρετρο,
εμείς τρέμαμε
σαν τα ψάρια απ'
την τρομάρα
μας. Πρώτα απ'
όλα μάς
χτύπησε η
μυρωδιά — ήταν,
βλέπεις, η έκτη
μέρα που έμενε
άταφο το
κουφάρι της
κυρίας Δομένικας
και, καθώς
ήμασταν
απροετοίμαστοι
για μια τέτοια
μυρωδιά, στη
στιγμή
ανακατεύτηκαν
τα σωθικά μας
και σχεδόν
όλοι μας
βάλαμε το χέρι
εμπρός στο
στόμα,
προσπαθώντας
να κρατηθούμε
να μην τα βγάλουμε
όλα από την
αναγούλα. Μόνο
ο Γιώργος
έδειξε να μην
τον ενοχλεί
διόλου η
μυρωδιά,
μάλιστα μας κοιτούσε
όλους με
απορία που
φράζαμε τις
μύτες μας, και
έξαφνα
προχώρησε ένα
βήμα μπρος,
προς το ανοιγμένο
φέρετρο, κι
είπε «μα τι
εξαίσια που
είναι τούτη η
μυρωδιά...».
Εμείς μείναμε
έκπληκτοι. Αν
ήταν άλλος,
ίσως να λέγαμε
πως έκανε
πλάκα, αλλά ο
Γιώργος να
κάνει πλάκα
μπροστά στο
κουφάρι
εκείνης που
τόσο πολύ αγάπησε,
ε όχι, ήταν
αδύνατο...
Κοιτάξαμε τα
μάτια του: οι
κόρες τους
είχαν γίνει
από γαλάζιες
σχεδόν λευκές,
δεν μπορούσες
να τις
ξεχωρίσεις... Κι
όταν αυτός
ξαναείπε,
δυνατότερα
αυτή τη φορά, «μα
τι εξαίσια που
είναι τούτη η
μυρωδιά...»,
είδαμε μια
αλλόκοτη
λάμψη να
πετιέται από
εκείνο το
εφιαλτικό
ασπράδι των
ματιών του κι
ένα αχνό
χαμόγελο να
σχηματίζεται
στο πρόσωπό
του, σαν να
έβλεπε κάποιο
υπέροχο όραμα.
Αμέσως ο Σώτερ
προχώρησε ένα
βήμα κι αυτός,
«ναι, Γιώργο» του
είπε, «...είναι στ'
αλήθεια
εξαίσια αυτή η
μυρωδιά», ο
Γιώργος
γύρισε και τον
κοίταξε με ένα
φαρδύ
χαμόγελο και
θολωμένα
μάτια, «είναι σαν
το μοναχικό
γιασεμί το
καταχείμωνο...»
είπε, «ναι, Γιώργο»
απάντησε ο
Σώτερ και τον
έπιασε μαλακά
από το μπράτσο,
τραβώντας τον
με τρόπο προς
την πόρτα,
«είναι σαν ν'
άνθισε
ολόκληρη η
θάλασσα απόψε...»
είπε και πάλι
εκείνος, «ναι,
Γιώργο, ναι...»
του έλεγε ο Σώτερ,
μέχρι που
άνοιξε την
πόρτα και
βγήκαν έξω. Και
μόλις βγήκαν, ο
παπα-Λεπ Ταιρ
έβαλε και πάλι
τις φωνές «τι
κάθεστε σαν τα
πρόβατα και με
κοιτάτε, σας το
'πα, όλα είναι
ψέματα». Ύστερα
έτρεξε και
κρυφοκοίταξε
πίσω από την
κουρτίνα, «να
σας πάρει ο
διάολος, να σας
πάρει», είπε
ψιθυριστά
μόλις γύρισε,
«άρχισε να
'ρχεται ο
κόσμος...». Και
καθώς τα έλεγε αυτά
πήρε σαν
παλαβός από
μια γωνιά μια
σκούρα καφέ
μάλλινη
κουβέρτα και
την άπλωσε
στην αγία τράπεζα,
ύστερα έσκυψε
πάνω απ' το
φέρετρο και
φωνάζοντας
«άιντε,
βοηθάτε...»
άρχισε να
βγάζει το
κουφάρι. Με τα
πολλά, κι αφού
βάλαμε όλοι
από ένα χέρι
(κρατώντας
συνάμα και την
ανάσα μας),
μεταφέραμε το
κορμί της
κυρίας
Δομένικας
πάνω στην αγία
τράπεζα· ήτανε
τυλιγμένο σε
ένα βρόμικο
κιτρινισμένο
σεντόνι,
φαίνονταν
μόνο οι άκρες
απ' τα μαλλιά
της. Ο παπα-Λεπ
Ταιρ τότε
—πάντοτε σε
νευρική
υπερένταση—
πήρε από τις
φτέρνες του
εσταυρωμένου
Ιησού το
μπουκάλι με το
ούζο κι άρχισε
να περιβρέχει
το κουφάρι προσπαθώντας,
όπως κατάλαβα
αργότερα, να
σκεπάσει τη
μυρωδιά με
μυρωδιά — στο
ενδιάμεσο
τράβηξε και
δύο γουλιές.
Πράγματι, το
ιερό σε ένα
λεπτό μύριζε
κάτι παράξενο,
κάτι
ενδιάμεσο
στην
πτωματίλα και
στη μυρωδιά
του ούζου, ενώ ο
παπα-Λεπ Ταιρ
τύλιξε γύρω
από το ήδη
σκεπασμένο
κουφάρι και
την καφέ
κουβέρτα.
Ύστερα είπε
αλαφιασμένος,
μα μιλώντας
πάντοτε
ψιθυριστά,
«κάτι στο
φέρετρο... να
βάλουμε κάτι
στο φέρετρο να
μη μας πάρουν
χαμπάρι...», κι
είχε βέβαια
δίκιο, γιατί
δεν ήθελαν
πολύ να το
καταλάβουν οι
νεκροκουβαλητές
του Θανατά (και
προπαντός
εκείνος ο
καθίκης ο Πετρισλής)
πως το φέρετρο
δεν είχε
τίποτε άλλο παρά
αέρα
κοπανιστό.
Τότε έγινε
πανικός.
Αλλόφρονες
όλοι μας
ανοίξαμε τις
σάκες μας και
βγάλαμε τα αναγνωστικά
μας και τα
πετάξαμε μέσα
στο φέρετρο, κι
όταν είδαμε
πως αυτά ήταν
πολύ λίγα,
πετάξαμε τα
τετράδιά μας
και τα μολύβια
μας, ο παπα-Λεπ
Ταιρ πέταξε το
μπουκάλι του
ούζου, ο Τζίμης
ένα σπάνιο
καπάκι μπίρας
που είχε
κερδίσει στην
τσάφκο, ο
Βέλιας το μικρό
αναπτήρα του, ο
Σίμης τη λίμα
του, ο Κώστας
μια σπασμένη
χτένα κι ο
μοιραίος
Νίκος ένα
καμένο σπίρτο που
σήμαινε γι'
αυτόν μια
χαμένη
κλήρωση πριν
από μήνες. Μα
και πάλι δεν
είχε μαζευτεί
το απαραίτητο
βάρος, όταν
μπήκε από την
πίσω πόρτα ο
Μεγάλος Πρόδρομος
(πότε άραγε
είχε βγει
χωρίς να τον
δούμε;) κρατώντας
μια πελώρια
πέτρα ίσαμε
είκοσι κιλά —
μόνο αυτός
μπορούσε να τη
σηκώσει,
κανένας άλλος...
Και μόνο σαν
την ακούμπησε
μέσα στο
φέρετρο
ησυχάσαμε κάπως
— αρκούσανε
λίγα κιλά
ακόμη για να
αποκτήσει το φέρετρο
ένα βάρος
πιστευτό. Μέσα
σε ένα δύο
λεπτά όμως μας
έπιασε και
πάλι απόγνωση,
καθώς δεν
ξέραμε τι άλλο
θα μπορούσαμε
να βάλουμε μες
στο φέρετρο, ώστε
να μην
καταλάβουν
πως τους
είχαμε πάρει
το κορμί της
κυρίας
Δομένικας. Κι
έξαφνα είδα με
την άκρη του
ματιού μου τον
παπα-Λεπ Ταιρ
να κάνει κάτι
που μου φάνηκε
πολύ παράξενο·
πήρε στα χέρια
του το μεγάλο
ασημόδετο
ιερό
Ευαγγέλιο και
πήγε να το
βάλει μες στο
φέρετρο, στο
πάνω μέρος που
'μενε κενό. Τον
σταμάτησαν οι
διαμαρτυρίες
του Ζήση που
έβαλε τις φωνές,
«όχι, παπα-Λεπ
Ταιρ, όχι, μην το
πετάς το ιερό
Ευαγγέλιο
στον άλλο
κόσμο...». Τότε ο
παπα-Λεπ Ταιρ,
αμίλητος,
σήκωσε το
ασημόδετο
βιβλίο, το
έστρεψε προς το
μέρος μας και
το άνοιξε σε
μία τυχαία
σελίδα, κι ύστερα
σε άλλη και σε
άλλη κι έπειτα
το ξεφύλλισε γοργά
με τον
αντίχειρά του·
όλες οι
σελίδες του ήταν
λευκές,
ολόλευκες,
χωρίς μήτε μια
λέξη μήτε μια ζωγραφιά,
ίδιες με τα
ανέγγιχτα
τετράδια της
ιχνογραφίας.
Μείναμε να τον
κοιτάμε με
ανοιχτό το στόμα,
μα εκείνος
είπε ξερά «δεν
υπάρχει
Ευαγγέλιο· υπάρχουν
μόνο αδειανά
βιβλία...». Ευθύς
αμέσως τότε με κατέλαβε
ένας
παράξενος
φόβος,
θυμήθηκα που τ'
απογεύματα,
όταν
τελειώναμε το
μάθημα, η κυρία
Δομένικα
συχνά μας
διάβαζε
ιστορίες από
εκείνο το
ασημόδετο
βιβλίο,
λέγοντας σαν
μας έστελνε να
το πάρουμε να
ζητήσουμε απ'
τον παπα-Λεπ
Ταιρ το καλό
(άραγε είχε και
κάποιο
ολόιδιο
αντίτυπο
εκείνου του
βιβλίου που δεν
ήταν και τόσο
καλό;), μα στ'
αλήθεια τι μας
διάβαζε άραγε
από ένα
ανύπαρκτο
κείμενο· και
ποιος ήταν τότε
εκείνος που, μ'
όλο που το 'ξερε
πως θα χαθεί, προχώρησε,
ποιος πρόδωσε
και ποιος
έδωσε τη
μαχαιριά,
ποιος πέθαινε
για τους
άλλους μέσα
στις λευκές σελίδες
εκείνου του
βιβλίου, ποιος
φίλησε στο μάγουλο
και ποιος
αρνήθηκε τον
άρτο και τον
οίνο και, κυρίως,
ποιος βγήκε
έξω με μια απλή
κουβέντα, ποιος
αγάπησε ποιον
εκείνο το
βράδυ στο λόφο
με τις ελιές. Για
μια στιγμή
πέρασε από το
μυαλό μου η
φτηνή σκέψη
πως η κυρία
Δομένικα μας
έλεγε ό,τι
έβαζε με το νου
της εκείνα τα
απογεύματα,
κοίταζε τις
λευκές σελίδες
και, ενώ
καμωνόταν ότι
διάβαζε, μας
πετούσε ό,τι
της ερχόταν
στο κεφάλι.
Αυτή τη σκέψη
έκανα ο ηλίθιος,
μα την ίδια
στιγμή
σκέφτηκα πως η
κυρία Δομένικα
δεν είχε
κανένα λόγο να
παίζει θέατρο
πως τάχα
διαβάζει το
ασημόδετο
βιβλίο για να
μας λέει ιστορίες
απ' το νου της,
άρα λοιπόν η
κυρία
Δομένικα πράγματι
διάβαζε μέσα
απ' το βιβλίο,
ναι, αυτό έκανε, διάβαζε
το λευκό χαρτί...
Εκείνη τη
στιγμή, καθώς ο
παπα-Λεπ Ταιρ
ξεφυσώντας
έκλεινε το
παραγεμισμένο
φέρετρο,
έστρεψα το
βλέμμα μου στο
τυλιγμένο με
την παλιά καφέ
κουβέρτα
κουφάρι της
επάνω στην
αγία τράπεζα·
και μόλις
συνδύασα στο
νου μου πως το
κορμί της ήταν
πάνω ακριβώς
από τα ιερά
κόκαλα της
Πίστεως και
της Ελπίδος
—καταπώς έλεγε
ο Ζήσης—, ένιωσα
ένα παράξενο
αίσθημα, σαν να
γαλήνεψα. Την
ίδια στιγμή ο
παπα-Λεπ Ταιρ
άρχισε πάλι να
φωνάζει
αλαφιασμένος,
«ξεκουμπιστείτε
επιτέλους, ρε
ζαβλάκια, τι θέλετε,
να μας πάρουν
χαμπάρι και να
μας κλείσουν
στα σίδερα,
ορίστε ένας
ένας κι
αθόρυβα, μπρος
φευγάτε...». Σε
όλη τη
νεκρώσιμη
ακολουθία, που
άρχισε δέκα λεπτά
υστερότερα,
ούτε ένας από
μας δεν μπήκε
στην εκκλησία,
παρά καθίσαμε
και οι
δεκατέσσερίς
μας στο πεζουλάκι
του προαυλίου,
αμίλητοι και
ζαλισμένοι από
τα όσα είχαμε
κάνει
πρωτύτερα. Η
εκκλησία ήταν
φίσκα στον
κόσμο, είχε
έρθει
ολόκληρη η
γειτονιά μας,
άλλοι από
αγαθότητα,
άλλοι από
συνήθεια,
άλλοι —οι πιο
πολλοί— από
διάθεση
κουτσομπολιού·
κοντολογίς,
είχε μαζευτεί
κάμποσος
κόσμος για την
κηδεία εκείνης
που έζησε
καταδικασμένη
να περπατήσει
μόνη μέσα
στους πιο
σκοτεινούς
και άγριους
εφιάλτες... Κι όπως
καθόμασταν
και
περιμέναμε να
τελειώσει η
τελετή και να
ανεβούμε στα
μνήματα,
κάποια στιγμή
μάς φάνηκε πως
αργούσαν
υπερβολικά
και τότε
αρχίσαμε να
ανησυχούμε
μην τυχόν και
αποκαλύφθηκε
το τι είχαμε
κάνει. Με τα
πολλά
στείλαμε μέσα
τον Όττο να δει
τι γίνεται, κι
αυτός γύρισε
σε δύο λεπτά με
μια γκριμάτσα αποστροφής
στο πρόσωπο,
«μιλάει ο
Κερατένιος»
είπε χαμογελώντας
πικρά, «λέει πως
θα την κρίνει ο
Θεός...». Ο Μανόλης
κούνησε το
κεφάλι του
λέγοντας
«ευτυχώς που δεν
ορκιζόμαστε
στο Θεό παρά σε
όσους
κοκκίνισαν κάποτε
τα μάγουλά
τους». Και
ακούγοντας
αυτά τα λόγια
του Μανόλη, ο
Μεγάλος
Πρόδρομος
είπε χαμηλόφωνα,
σχεδόν μέσα απ'
τα δόντια του,
«χα, να
ορκιζόμασταν
στο Θεό, αυτό
μας έλειπε...». Κάποτε
τέλειωσε ο
Κερατένιος το
λογύδριό του,
έγινε και η
καθιερωμένη
απόδοση των
συλλυπητηρίων
κι έπειτα
πήραν το
φέρετρο στους
ώμους τους,
εμπρός ο
Πετρισλής και
πίσω ο Θόδωλας,
και πήραν το
δρόμο για τα
μνήματα. Τους
ακολουθήσαμε
σχεδόν όλοι
όσοι ήμασταν
στην εκκλησία·
πρώτη πίσω απ'
το φέρετρο
πήγαινε
βέβαια η Αύρα Φραντζή,
ωχρή σαν
φάντασμα του
άλλου κόσμου,
μα συνάμα
απόμακρη κι
αλλόκοτα
αγέρωχη· μαζί
της, δεξιά κι
αριστερά της,
περπατούσαν
δύο
μαυροντυμένες
γυναίκες που
την έπιαναν
τυπικά απ' τα
μπράτσα. Λίγο
πιο πίσω
προχωρούσαν
οι καθηγητές
του εκατοστού
πέμπτου, ο
Κερατένιος, ο
Χαράλαμπος, η
Μουτσουρίκου,
η Δροσιά και
πλάι τους
βέβαια
περίφροντις ο
παπα-Λεπ Ταιρ
με ύφος
ανάλογο των
περιστάσεων·
κάποτε κάποτε
γύριζε στα
κλεφτά το
κεφάλι του
προς τα πίσω
και μας έριχνε
μια ανήσυχη
ματιά. Το
νεκροταφείο
της Μαλακοπής
ήταν λιγότερο
από ένα
χιλιόμετρο απ'
τον ιερό ναό
Πίστεως και
Ελπίδος. Σε
δέκα
δεκαπέντε
λεπτά φτάσαμε
στα μνήματα με
τους
χορταριασμένους
τάφους και τα ξεθωριασμένα
ονοματεπώνυμα
και σταθήκαμε
γύρω από ένα
φρεσκοανοιγμένο
λάκκο. Ο
παπα-Λεπ Ταιρ
άρχισε να
ψάλλει
βιαστικά και
να
προσεύχεται
τρώγοντας τις
μισές λέξεις.
Μιλούσε για
την αιώνια ζωή, για
το χλοερό τόπο
που
μαζεύονταν οι
ψυχές των
πεθαμένων, για
το θρίαμβο της
επερχόμενης
κρίσης, κι ο
Κώστας έσκυβε
στ' αυτί μου
κάθε λίγο και
λιγάκι και με
ρωτούσε «τώρα
θα πει για τα
κορμιά που
ενώνονται, για
τις γλώσσες
που
συστρέφονται,
για τα μάτια
που λάμπουνε, για
τον άνεμο που
σφυρίζει;», αυτό
με ρωτούσε, και
εγώ την τρίτη ή
την τέταρτη
φορά τού
απάντησα «όχι,
δε θα τα πει
τώρα...». Κάποτε ο
παπα-Λεπ Ταιρ
ψιθύρισε ένα «αμήν»
και σταμάτησε·
πήρε μιαν
ανάσα κι
ύστερα ρώτησε
χαμηλόφωνα
την Αύρα
Φραντζή «να
ανοιχτεί το
φέρετρο;». Εμείς
παγώσαμε τότε,
βρε τον
μαστούρη τι
κάνει, θα μας τα
χαλάσει όλα
τώρα,
σκεφτήκαμε, και
μήτε που
μπορούσαμε
κείνη τη
στιγμή να
καταλάβουμε
πως ο παπα-Λεπ
Ταιρ δεν
άντεχε να μην
προκαλεί την
τύχη του κάθε
στιγμή, μέχρι
μια μέρα να
αφανιστεί και
να ησυχάσει.
Κρατούσαμε
ακόμη και την
ανάσα μας
λοιπόν για να
ακούσουμε την
απάντηση της
μάνας της
δασκάλας μας,
πέρασαν
μερικές
στιγμές βουβές
κι ύστερα
εκείνη
μουρμούρισε
με φωνή
αδύναμη μα
αποφασιστική
ένα κοφτό «όχι». Τότε
φάνηκε η
Τζίλντα. Μόλις
είχε διαβεί
την κεντρική
είσοδο του
νεκροταφείου
και ερχότανε
προς το
φρεσκοανοιγμένο
τάφο, εκεί όπου
σε λίγο θα
θάβαμε το
φέρετρο με το
κορμί (υποτίθεται)
της κυρίας
Δομένικας. Τα
βλέμματα όλων, πρώτα
στα κλεφτά και
αμέσως μετά
απροκάλυπτα,
έπεσαν επάνω
της. Δεν υπήρξε
ούτε ένας
άντρας ή μια
γυναίκα που να
μην την
κοίταξε
σαστισμένα, με
πόθο ή φθόνο — και
πώς μπορούσε
άραγε να γίνει
αλλιώς; Μέσα
στο μουντό
πρωινό του
Φλεβάρη η
Τζίλντα, έτσι
όπως βάδιζε
αργά και
νωχελικά
ανάμεσα στα
πένθιμα
μελαγχολικά μάρμαρα,
πλάι στα
αγριόχορτα
που
λιπάνθηκαν
από τόσα
κορμιά,
αποτελούσε το
θρίαμβο της
σάρκας έναντι
της σκληρής
γης που
ρουφάει τους
ανθρώπους στα σπλάχνα
της, ένα
θρίαμβο
πρόσκαιρο,
στιγμιαίο και
μάταιο — μα
ποιος
θρίαμβος δεν
είναι
πρόσκαιρος, στιγμιαίος
και μάταιος,
και στο κάτω
κάτω τι αξίζει
κιόλας άμα δεν
τον ακολουθεί
η αναπόφευκτη
ήττα. Ένας τέτοιος
θρίαμβος
λοιπόν
στάθηκε η
παρουσία της
Τζίλντας
εκείνο το
πρωινό στο
νεκροταφείο
της Μαλακοπής.
Κι ήταν φυσικό
που όλοι
έμειναν με
ανοιχτό το στόμα,
καθώς έβλεπαν
για πρώτη φορά
τέτοια
γυναίκα. Εδώ
εμείς, μ' όλο που
'χαμε ξαναδεί
την Τζίλντα
(και μάλιστα πώς
την είχαμε
ξαναδεί:
ολόγυμνη, με
σάρκα ξαναμμένη
και παλλόμενη,
να ερωτεύεται,
να σπαρταράει
καταγής και να
φωνάζει
έξαλλη,
παραδομένη
στον καταρράκτη
της ηδονής),
ακόμα κι εμείς
λοιπόν που την
είχαμε ξαναδεί,
μόλις μπήκε
εκείνο το
μουντό πρωινό
στο χορταριασμένο
και ταπεινό
νεκροταφείο,
μείναμε να την
κοιτάμε σαν
χαζοί — βλέπεις,
η Τζίλντα ήταν
από τις
γυναίκες που
όσο τις
βλέπεις τόσο
πιο πολύ λωλαίνεσαι
μαζί τους.
Περπατούσε
προς το μέρος
μας με βήμα
αργό, σταθερό
και συνάμα
διστακτικό,
κάνοντας προσπάθεια
να αποφύγει τα
θηλυκά
κουνήματα του
κορμιού της. Mα
τούτη η
προσπάθεια
έδινε στην
κίνησή της μια
ναρκωμένη
συστολή που
κατέληγε σε
νωχέλεια
προκλητική. Στ'
αλήθεια, ήταν
πολύ γυναίκα η
Τζίλντα, πολύ ερωτιάρα,
γεννημένη για
τις χαρές της
σάρκας: είχε
μαλλιά
πυρόξανθα που
κατέληγαν σε
σπασμένες μπούκλες
ίσαμε τη μέση
της πλάτης,
ολοκόκκινα
σαρκώδη
χείλια, μάτια
μενεξελιά
υγρά, μάτια
καμωμένα για
δάκρυα και για
την πλησμονή
της χαράς. Το
μέτωπό της ήταν
πλατύ, τα
ζυγωματικά
της μια ιδέα
προτεταμένα και
το πιγούνι της
καλοσχηματισμένο
και έδινε στη λαγνεία
του προσώπου
της έναν τόνο
θεληματικό. Όσο
για το κορμί
της, αυτό κι αν
ήταν σκέτη
κόλαση· ψηλός
λαιμός,
φαρδιές
πλάτες, μεγάλο
παράστημα κι
αναλογίες
θαυμαστές,
στήθια
πλούσια και
σπαρταριστά
που δε γινόταν
να κρυφτούν
πίσω απ' τη
μαύρη σφιχτή
ζακέτα, μέση
δαχτυλιδένια,
λεκάνη με όλες
τις θηλυκές
καμπύλες,
πόδια σαν
σπαθιά, μακριά
και υπέροχα κρεατωμένα,
δέρμα λευκό
σαν κρίνο και
σάρκα που σε
καλούσε ίδια
με χνουδωτό
ροδάκινο. Και
βέβαια, ό,τι κι
αν φορούσε μια
τέτοια
γυναίκα θα
φάνταζε επάνω
της ξετσίπωτο
και πρόστυχο,
κι έτσι ακόμη
κι η
κουμπωμένη ως
το λαιμό
ζακέτα που
φορούσε η
Τζίλντα κείνη
τη μέρα, η δίχως
ένα σκίσιμο
μαύρη φούστα
που δεν
ανέβαινε πιο
πάνω απ' το
γόνατο, το
καλσόν για το
κρύο του Φλεβάρη,
τα μαύρα
παπούτσια με
το κοντό
τακούνι, όλα τούτα,
μ' όλο που είχαν
επιλεγεί για
να κρύψουν ό,τι μπορούσε
να κρυφτεί,
έκαναν το
κορμί της
ακόμη πιο
θελκτικό.
Μόλις έφτασε
κοντά στον
ανοιχτό λάκκο,
ο κόσμος γύρω
απ' αυτόν, αν και
δεν ήξερε ποια
ήταν εκείνη η
πανώρια
γυναίκα, μήτε
και τι σχέση
είχε με την
κυρία
Δομένικα, της
άνοιξε δρόμο
για να περάσει.
Βέβαια τα
πρόσωπα των
γυναικών
είχαν κιτρινίσει
από τη ζήλια
—ποιος ξέρει τι
θα 'λεγαν για
την Τζίλντα
στα
μεσημεριανά
τους
κουτσομπολιά;—,
οι άντρες πάλι
είχανε
αλληθωρίσει
για τα καλά μην
μπορώντας να
ξεκολλήσουν
το λιγωμένο
βλέμμα τους
από πάνω της, οι
ανάσες τους
ακούγονταν
βαριές μαζί με
μερικά ακαθόριστα
μουρμουρητά.
Εκείνη
προχώρησε
λοιπόν ανάμεσα
απ' τον κόσμο κι
έφτασε
μπροστά από το
φέρετρο κι απ'
το λάκκο, πλάι
ακριβώς από τη
μάνα της κυρίας
Δομένικας· η
Αύρα όμως μήτε
στιγμή δεν
έστρεψε το
κεφάλι της
προς την
Τζίλντα παρά
συνέχισε αγέρωχη
να κοιτά
εμπρός — για
σκέψου πως τα
φέρνει
μερικές φορές
η τύχη (ή μήπως
δεν ήταν τύχη;),
εκείνες οι δύο
γυναίκες που
σήμαιναν για
την κυρία
Δομένικα τη
ζωή και το
θάνατο ήταν
εκεί,
στέκονταν
πλάι πλάι μπροστά
σε ένα φέρετρο
που δεν έκρυβε
το κουφάρι της
αγαπημένης
τους παρά
πέτρες,
αναγνωστικά,
μπουκάλια με
ούζο, καπάκια
μπίρας,
τσατσάρες και
ένα ασημόδετο
λευκό βιβλίο.
Κάποτε η ματιά
μου έπεσε στον
παπα-Λεπ Ταιρ —
αυτός κι αν
είχε γλαρώσει
με την Τζίλντα,
είχε
απομείνει
κοκαλωμένος
για κάμποση
ώρα και λησμονώντας
ολωσδιόλου να
συνεχίσει τις
ψαλμωδίες του
την κάρφωνε με
βλέμμα
φλογερό·
κάποια στιγμή
μάλιστα, σαν να
'τανε μονάχοι
οι δύο τους σε
μέρος ερημικό,
της ψιθύρισε
με αγαπιάρικο
ύφος ένα στίχο:
«κάθε πρωί να σε
θωρώ κι ας μου
φοράς τα
μαύρα...». Μα την ίδια
στιγμή ο
τρελόπαπας
τινάχτηκε
προς τα πίσω, σαν
να τον χτύπησε
ηλεκτρικό
ρεύμα, και τότε
συνήλθε
ξαφνικά,
κοίταξε
τρομαγμένος
μια το λάκκο
και μια το
φέρετρο κι
ύστερα άρχισε
να ψέλνει
βιαστικά με
την
αγριοφωνάρα
του «δεεεύτε
τελευταίον
ασπασμόοον», το
είπε τρεις
φορές κι
ύστερα
τραβήχτηκε
στο πλάι για να
περάσουν όσοι
το 'θελαν να
δώσουν το
τελευταίο
φιλί στο ξύλο
του κλειστού
φερέτρου της
κυρίας
Δομένικας
(εξάλλου μόνο
εκείνος κι
εμείς το ξέραμε
πως το κορμί
της δεν ήταν
μέσα στο
φέρετρο παρά
κειτόταν
ξαπλωμένο
στην αγία
τράπεζα της
εκκλησίας,
επάνω από τα
ιερά κόκαλα
της Πίστεως
και της
Ελπίδος). Και
βέβαια η
Τζίλντα
προχώρησε
πρώτη για το
στερνό φιλί, μ'
όλο που δεν
είχε καμία
τυπική
συγγένεια με την
πεθαμένη, και
—τι παράξενο— η
Αύρα Φραντζή
δεν αντέδρασε
διόλου, παρά
έμεινε
ακίνητη στη
θέση της σαν
άγαλμα. Όλοι
ανασηκώθηκαν
στις μύτες των
ποδιών τους
για να δουν. Η
Τζίλντα
στεκόταν
εμπρός απ' το
φέρετρο με
μάτια κλειστά.
Κάποτε έφερε
τη δεξιά της
παλάμη προς το
πρόσωπό της
και τότε
αποκαλύφθηκε
πως κρατούσε
ένα
ολοκόκκινο
ανοιγμένο
τριαντάφυλλο
—πώς άραγε το
έκρυβε και δεν
το 'χαμε δει
τόση ώρα;— το
έφερε, λοιπόν,
σχεδόν επάνω
στα χείλη της
εκείνο το
τριαντάφυλλο,
το μύρισε,
έπειτα έβγαλε
τη γλώσσα της
και, Θεέ μου, το
'γλειψε με
ηδονή· τέλος, το
φίλησε με τα
σαρκώδη
χείλια της και
το απόθεσε
επάνω στο ξύλο
της κάσας.
Αμέσως η
Τζίλντα έκανε
μεταβολή για
να φύγει και να
μη γυρίσει
ποτέ, μα ποτέ
πίσω το κεφάλι
της να δει αν
στο κατόπι της
έρχεται κάποιος
ίσκιος, μα έτσι
όπως γύρισε
βρέθηκε
πρόσωπο με πρόσωπο
με την Αύρα
Φραντζή. Αν
μιλούσαν τα
μάτια την ώρα
εκείνη, και τι
δε θα 'λεγαν· το
νήμα της ζωής της
δασκάλας μας
άρχιζε από τα
έξαλλα
αγκαλιάσματα
της Αύρας μ' ένα
μελαγχολικό
ξανθό
γαλανομάτη και
τέλειωνε στα
δικά της
αγκαλιάσματα
με την Τζίλντα
πάνω στην
Κουπέλα — ήταν
κι οι τρεις
γυναίκες που
έκαναν όσους
βρέθηκαν γύρω
τους να χάνουν
τα λογικά τους.
Και τώρα η
κυρία
Δομένικα είχε
πεθάνει κι οι άλλες
δυο στέκονταν
η μια απέναντι
στην άλλη και θαρρείς
πως η καθεμιά
τους
απολογούνταν
σιωπηλά για το
τι έδωσε στην
κυρία
Δομένικα: η
Αύρα τη ζωή και
τον εφιάλτη, η
Τζίλντα τον
παράφορο
έρωτα και το
θάνατο.
Μείνανε για
κάμποση ώρα
έτσι, ακίνητες,
αναμετρώντας
η μια την άλλη·
κάποτε η
μεγαλύτερη
τρέκλισε λίγο,
μα κατάφερε
έστω και
δύσκολα να
κρατηθεί ορθή.
Τότε η Τζίλντα
έκανε κάτι που
κανείς δεν το
περίμενε·
προχώρησε ένα
βήμα, έπιασε απ'
τους ώμους τη
μητέρα της
αγαπημένης
της και τη
φίλησε στο
στόμα με θέρμη
ερωτική. Κι
αμέσως μετά
άρχισε να
περπατά με
βήμα βιαστικό
προς την έξοδο
του
νεκροταφείου. Τα
μάτια όλων την
ακολούθησαν
μέχρι που ο
Ψευτοπέτρος, θαμπωμένος
ακόμα κι αυτός
από την
ομορφιά της,
της άνοιξε την
πράσινη
ξύλινη
εξώπορτα, της
έκανε μια
υπόκλιση,
μουρμουρίζοντας
ανάμεσα στα
δόντια του
κάτι σαν
«περάστε», και
μόλις βγήκε
την έκλεισε αμέσως
πίσω της, λες κι
ήταν δαίμονας. Ακριβώς
εκείνη τη
στιγμή
ακούστηκε
πνιχτό γυναικείο
αναφιλητό:
ήταν η Αύρα που
είχε
γονατίσει εμπρός
στο φέρετρο
της κόρης της,
το 'χε
αγκαλιάσει κι
έκλαιγε. Ήταν
φυσικό για
κείνη τη
γυναίκα κάποια
στιγμή να
σπάσει
ξαφνικά, αφού
και την πέμπτη
μέρα του
Φλεβάρη που
την είδαμε μαζί
με τον
Κερατένιο στο
κατώφλι της
τάξης μας και
την ώρα της
κηδείας ίσαμε
εκείνη τη
στιγμή διατηρούσε
πλήρως τον
αυτοέλεγχό
της, δεν είχε
φανεί ούτε ένα
δάκρυ να
αυλακώνει το
πρόσωπό της
και βέβαια, όσο
πιο πολύ
κρατάς τον
πόνο μέσα σου,
τόσο πιο
έντονο είναι
το ξέσπασμα... Η
μάνα της
δασκάλας μας
έκλαιγε με
τρομερή
ένταση, λες και
το φιλί της
Τζίλντας την
είχε
απελευθερώσει,
έγδερνε με τα
νύχια της τα ξύλο
του φέρετρου, ο
κότσος που 'ταν
πιασμένα τα γκρίζα
μαλλιά της
λύθηκε και τα
χτενάκια της
έπεσαν στο
χώμα· οι δύο
μαυροντυμένες
γυναίκες
πήγαν να την
πιάσουν από τα
μπράτσα για να
τη σηκώσουν, μα
ο παπα-Λεπ Ταιρ
τις σταμάτησε
με ένα νόημα.
Κάποια στιγμή,
το κλάμα της
κατέληξε σε
ένα βουβό
αλλόκοτο
σπασμό που
έσβησε σιγά
σιγά στην
πλήρη
ακινησία· τότε
τα χείλη της
σχημάτισαν
ένα
χαμηλόφωνο
ψίθυρο, που
ωστόσο το δικό
μας ασκημένο
αυτί τον
άκουσε, έναν ψίθυρο
από μια μάνα
στο πεθαμένο
πλέον γέννημα
των σπλάχνων
της: «συχώρεσέ
με». Κι ύστερα η
Αύρα Φραντζή σηκώθηκε
ορθή, δίχως
καμιά βοήθεια,
και στάθηκε αγέρωχη
εμπρός από τον
ανοιχτό λάκκο
που έχασκε ανυπόμονος.
Κοίταξε τον
παπα-Λεπ Ταιρ
κι έπειτα του έγνεψε
καταφατικά με
το κεφάλι, σαν
να του 'λεγε
«ναι, τώρα». Κι ο
παπα-Λεπ Ταιρ
με τη σειρά του
έκαμε ένα νεύμα
στον Πετρισλή
και το Θόδωλα,
κι αυτοί στη
στιγμή
σήκωσαν το
φέρετρο και το
κατέβασαν στο
λάκκο. Και τότε
η Αύρα σήκωσε
τη χούφτα της,
τη μισάνοιξε πάνω
απ' το λάκκο, ίσα
θαρρείς για να
πέσει το χώμα πάνω
στο φέρετρο, μα
παίρνω όρκο
πως δεν έτρεξε
το χώμα μέσα απ'
τη χούφτα της,
και βέβαια
αυτό ήταν επόμενο,
καθώς δεν είχε
σκύψει κάτω να
το μαζέψει, και
τότε μας
κατέλαβε ένα
αλλόκοτο
συναίσθημα —
βλέπαμε κάτι
που δεν
μπορούσαμε να
κατανοήσουμε,
κι όμως
νιώθαμε πως
ήταν απολύτως
φυσιολογικό.
Και κάτι ακόμα
περισσότερο·
νιώθαμε πως
ήταν
απαραίτητο
—ναι, απαραίτητο—
μια γυναίκα
ντυμένη στα
μαύρα, με λυμένα
τα γκρίζα
μαλλιά της, να
στέκεται
αγέρωχη μπροστά
στον ανοιχτό
λάκκο της
κόρης της και
να ανοίγει την
αδειανή της
παλάμη πάνω απ'
το φέρετρο... Κι
αφού πέρασε
ένα λεπτό σε
αυτή τη στάση, η
Αύρα
αποτραβήχτηκε
παράμερα από
τον ανοιχτό
λάκκο. Τότε
άρχισε να
περνά και ο
υπόλοιπος
κόσμος για να
ρίξει ο καθένας
μια χούφτα
χώμα πάνω στο
φέρετρο της
κυρίας Δομένικας.
Εκείνη την ώρα
ο Σώτερ γύρισε
προς τα πίσω το
κεφάλι του και
μας είπε
«πρέπει να πάμε
κι εμείς...». Κι εμείς
κοιτάξαμε
απορημένοι —
πώς διάολο του
κατέβηκε
τούτη η ιδέα,
και τι να
κάναμε
μπροστά σε ένα
φέρετρο που
μόλις λίγη ώρα
πρωτύτερα
είχαμε
γεμίσει με
πέτρες και
αναγνωστικά
και τα
ασημόδετα
βιβλία. Ο
Μανόλης
μάλιστα είχε
αρχίσει ήδη να
διαμαρτύρεται
«μα μες στο
φέρετρο δεν
κρύβεται το
κορμί της κυρίας...»,
«πάμε, βρε
μπουμπούνες...»,
τον έκοψε ο
Σώτερ, «τόσος
κόσμος εδώ
πέρα μας
βλέπει κι όλοι
το ξέρουν τι
νιώθουμε για
την κυρία
Δομένικα. Άμα
δε ρίξουμε κι
εμείς μια
χουφτιά χώμα
στο φέρετρό
της, πολύ θέλει
για να το
καταλάβουν
πως κάτι δεν
πάει καλά;»
Μόλις
τέλειωσε τα
λόγια του, και
μην περιμένοντας
απάντηση,
προχώρησε
εμπρός και
στάθηκε στη σειρά
που είχε
σχηματιστεί·
μα κι εμείς
αμέσως τον ακολουθήσαμε,
πρώτος ο
Μεγάλος
Πρόδρομος,
έπειτα ο Μανόλης
κι ο Κώστας κι
ύστερα όλοι οι
υπόλοιποι.
Τελευταίοι
σταθήκαμε στη
σειρά εγώ κι ο
Γιώργος, που
από τότε που
τζάζεψε μέσα
στο ιερό της
εκκλησίας κι ο Σώτερ
τον έβγαλε
στον καθαρό
αέρα, είχε
μείνει αμίλητος,
ήταν κίτρινος
σαν κερί και
κρατούσε τα
μάτια του κλειστά.
Περνούσε
λοιπόν ο
καθένας μας
εμπρός από το
λάκκο κι
έριχνε μια
χουφτιά χώμα,
έκανε και το σταυρό
του για τα
μάτια του
κόσμου κι
ύστερα πήγαινε
προς την έξοδο.
Κάποια στιγμή,
κι ενώ
απόμεναν ο Παύλος
και ο Τζίμης
για να 'ρθει η
σειρά μου,
άκουσα το Γιώργο
πίσω μου να μου
ψιθυρίζει στ'
αυτί: «τόσο
όμορφη είναι,
λοιπόν;». Γύρισα
και τον
κοίταξα· ήταν
φως φανάρι πως
μιλούσε για
την Τζίλντα.
Είχε ανοίξει
τα μάτια του, οι
κόρες του
είχαν
σκουρύνει
πολύ περισσότερο
απ' το κανονικό
τους, είχαν
γίνει σχεδόν
μαύρες (απ' τη
ζήλια άραγε;).
Αχ, τον έρμο το
Γιώργο, πόσο
γερά τον είχε
δαγκώσει το
μαύρο κόμπο
της αγάπης με
την κυρία
Δομένικα, και
εγώ τι να του
έλεγα εκείνη
την ώρα, «όμορφη,
άσχημη, την
Τζίλντα αγάπησε
εκείνη...» του
απάντησα τάχα
κυνικά, ο
Γιώργος τότε
μου χίμηξε, «κι
εγώ;» με ρώτησε
επιθετικά
πιάνοντας
τους ώμους μου,
και τότε
σκέφτηκα πως
δε γινόταν να
του πω ψέματα,
«εσύ έπαιξες...»
του είπα
δισταχτικά.
Μόλις το
άκουσε αυτό ο
Γιώργος,
πάγωσε κι άφησε
τα χέρια του να
πέσουν κάτω,
«ναι» μου
απάντησε, «έχεις
δίκιο... έπαιξα
κι έχασα»
συμπλήρωσε
ξεψυχισμένα.
Τότε θυμήθηκα
την κυρία
Πανδώρα κι ένα
φούσκωμα μ'
έπιασε στο
στήθος, «αυτό να
μην το
ξαναπείς...» του
φώναξα —σχεδόν
ούρλιαξα—
«κανείς δε
χάνει στο
παιχνίδι με
τους μαύρους
κόμπους...». Τα
μάτια του
Γιώργου
έλαμψαν,
«κανείς δε
χάνει;»
επανέλαβε τη φράση
μου κοιτώντας
με γεμάτος
ελπίδα, και
ευθύς του είπα
την κουβέντα
εκείνης που
άδειασε
μονορούφι το
ποτήρι, μια
κουβέντα που
δεν
καταλάβαινα
και μήτε ακόμη
και τώρα την
καταλαβαίνω:
«άκουσε· ό,τι
έδωσες, θα το
πάρεις...». Μα ο
Γιώργος είχε
κι άλλη
ερώτηση να
κάνει, «...και
γιατί θα το
πάρω;». Κι εγώ,
μην έχοντας άλλη
απάντηση,
σήκωσα την
ποδιά μου και
την μπλούζα
μου και του
'δειξα ό,τι πιο
απόκρυφο είχα:
τη φοβερή
τρύπα στο
κέντρο του
στήθους μου· «γιατί
έτσι...» του είπα
κοιτώντας τον
στα μάτια. Και
μην
περιμένοντας
την αντίδρασή
του, άφησα την
ποδιά μου να
πέσει,
προχώρησα
εμπρός από τον
ανοιγμένο τάφο,
έριξα μια
φούχτα χώμα κι
ύστερα έκανα
το σταυρό μου —
στα ψέματα
βέβαια. Μόλις
αποτραβήχτηκα,
άκουσα έναν
ξερό ήχο, σαν
από πέσιμο, και
ο κόσμος άρχισε
να φωνάζει.
Αμέσως γύρισα
προς το λάκκο
και τι να δω: το
Γιώργο να 'ναι
πεσμένος
μπρούμυτα
πάνω στο φέρετρο
και να βογκά
πιάνοντας τον
αριστερό του αγκώνα.
Κάποτε
έστρεψε το
κεφάλι του και
μας κοίταξε,
στο πλάι μου
είχαν σταθεί ο
Θόδωλας και ο
Πετρισλής, «τι
καθόσαστε και
με κοιτάτε;»
παραπονέθηκε,
«βγάλτε με έξω...».
Βάλαμε ένα
χέρι και τον
ανεβάσαμε απ' το
λάκκο, εκείνος
μονολογούσε
δυνατά, «πώς
γλίστρησα
έτσι, που να
πάρει...»,
«γλίστρησες,
γιατί είσαι βλάκας...»
τον κορόιδεψε
ο Πετρισλής, μα
εγώ το είχα δει
πως τη στιγμή
που απλώναμε
τα χέρια για να
τον τραβήξουμε
επάνω ο
Γιώργος έριξε
κάτι στα
κλεφτά μες
στον κόρφο του,
κάτι κόκκινο
σαν το αίμα. Κοίταξα
το φέρετρο και
τότε κατάλαβα
τι σήμαινε
εκείνο το
δήθεν τυχαίο
γλίστρημα του
Γιώργου στον
ανοιχτό λάκκο:
το κόκκινο
φιλημένο
τριαντάφυλλο
της Τζίλντας
δεν ήταν πια
πάνω στο
φέρετρο. Κι
όπως περπατούσαμε
οι δυο μας πλάι
πλάι για να
βγούμε έξω απ'
το νεκροταφείο
και να
συνεννοηθούμε
με τους άλλους
που ήδη ήτανε
στο δρόμο για
το πώς θα
ανεβάζαμε το
ίδιο βράδυ το
κορμί της
κυρίας
Δομένικας
στην Κουπέλα,
περάσαμε
μπροστά απ' τη
μητέρα της. Ο
Γιώργος κοντοστάθηκε
λίγο και την
κοίταξε
κατάματα. Η
Αύρα Φραντζή
για μια στιγμή
κάπως
αναστατώθηκε
κι ύστερα είπε
σχεδόν
ψιθυριστά
«ίσως το
Μάρτιο...» Ο
Γιώργος τότε δε
μίλησε, μονάχα
κούνησε
καταφατικά το
κεφάλι, σαν να
'λεγε «ναι, θα
'ρθω...». Εκείνο
το ίδιο
απόγευμα ο
Γιώργος ήρθε
στην εκκλησία
έχοντας ακόμη
στον κόρφο του
το φιλημένο
τριαντάφυλλο
της Τζίλντας — είχαμε
πει να
μαζευτούμε
έξω από την
πίσω πόρτα του
ιερού για να
πάρουμε το
κουφάρι της
κυρίας Δομένικας
και να το
ανεβάσουμε
στην Κουπέλα.
Πράγματι, στις
έξι είχαμε
φτάσει όλοι
στο ραντεβού
μας, έλειπαν
μονάχα ο Όττος
κι ο Βέλιας, που
'χανε πάει να
δουν μήπως και
μπορέσουν να
τρυπώσουν στο
σπίτι της
δασκάλας μας
(καθώς η
αστυνομία το
'χε
ξεσφραγίσει
απ' την προηγούμενη)
και να πάρουν
απ' το δεύτερο
συρτάρι του
γραφείου της
τα εφτά
κόκκινα
τετράδιά της —
αυτό ήταν το
θέλημα
εκείνης.
Μαζευτήκαμε
λοιπόν όλοι μας
εκεί όπου μας
είχε πει ο
παπα-Λεπ Ταιρ
ότι θα μας
περίμενε για
να μας ανοίξει
την πόρτα του
ιερού (το
μεσημέρι,
μόλις
τέλειωσε η
δήθεν κηδεία
της, ήταν κάπως
εκνευρισμένος
—ποιος ξέρει
γιατί;— κι όταν ο
Σώτερ τον
ρώτησε στα
κλεφτά τι θα
γινόταν με το
κορμί εκείνης,
ο τρελόπαπας
απάντησε
θυμωμένα «να 'ρθείτε
στις έξι, να σας
το δώσω και να
το πάτε στην ευχή
της Παναγίας...»).
Ωστόσο η ώρα
πήγε εξίμισι, η
νύχτα είχε
απλωθεί για τα
καλά, ο παπα-Λεπ
Ταιρ δε φαινόταν
έξω απ' το ιερό,
κι όταν πήγαμε
να μπούμε στην
αποθήκη της
εκκλησίας, τη
βρήκαμε
κλειδωμένη. Στην
αρχή
διστάσαμε να
χτυπήσουμε
την πόρτα του μην
τυχόν και
κοιμόταν,
γιατί άμα τον
ξυπνούσαμε θα
γινόταν θηρίο,
θα φώναζε και
θα 'βριζε,
μπορεί και να μας
έπαιρνε με τις
πέτρες, όπως
είχε γίνει δύο
καλοκαίρια
νωρίτερα· έτσι,
σταθήκαμε να
τον περιμένουμε,
πέρασαν
είκοσι λεπτά
και το κρύο
είχε σφίξει για
τα καλά. Κάποτε
άνοιξε
διάπλατα η
πόρτα της αποθήκης
και στο
λιγοστό φως
της λάμπας που
'ταν αναμμένη
μέσα φάνηκε η
σιλουέτα του
παπα-Λεπ Ταιρ
με μια μακριά
παλιούρικη
καμπαρντίνα,
τύφλα στο
μεθύσι, να τραγουδά
«μαραμένα τα
γιούλια κι οι
βιόλες...», ενώ
πίσω μου
άκουσα το
μοιραίο Νίκο
να λέει
φουρκισμένος
«μέσα ήταν ο
τράγος και μας
άφησε να
παγώσουμε». Παραπατώντας
λοιπόν ο
παπα-Λεπ Ταιρ
προχώρησε
προς το μέρος
μας και
χασκογελώντας
μάς ρώτησε με
δυνατή φωνή
«άλλον κανένα
περιμένουμε;». Ο
Σώτερ κούνησε
αρνητικά το
κεφάλι του,
«ωραία, λοιπόν»
είπε ο τρελόπαπας,
«ας
ξεκινήσουμε».
Μόλις
ακούσαμε τα
λόγια του, απορήσαμε,
«θα 'ρθεις και συ
μαζί μας;» τον
ρώτησε στη στιγμή
ο Σώτερ, «ναι, θα
'ρθω» απάντησε
εκείνος, «...και συ
πού ξέρεις την
Κουπέλα;» του
χώθηκε ο
μοιραίος Νίκος,
αρπαγμένος
ακόμη από το
ότι μας άφησε
να περιμένουμε
μες στο κρύο. Ο
παπα-Λεπ Ταιρ
τότε σκέφτηκε
για λίγο κι
έπειτα είπε
χαμηλόφωνα,
σαν να
ξεμέθυσε
έξαφνα, «κάποτε
γύρεψα κι εγώ
το σφύριγμα
του ανέμου...»,
ενώ την ίδια
στιγμή
ξεκλείδωσε την
πόρτα του
ιερού. Και
μόλις την
άνοιξε γύρισε
προς το μέρος
μας — όλοι μας
τον
κοιτούσαμε·
ώστε λοιπόν δεν
ήταν η Κουπέλα
μόνο δικό της
και δικό μας
μυστικό. «Τι με
κοιτάτε, ρε, σαν
χάννοι;» είπε
εκείνος, «...μπρος,
ελάτε πέντε
από σας να
κουβαλήσουμε
το σώμα της».
Πράγματι,
πέντε από εμάς
προχώρησαν
εμπρός και μπήκαν
μέσα μαζί του·
ήταν και πάλι
οι πέντε πιο
δυνατοί της
παρέας: ο
Τζίμης, ο
Μανόλης, ο
Κώστας, ο
Παύλος και,
βέβαια, ο
Μεγάλος
Πρόδρομος. Ένα
λεπτό μετά
βγήκαν έξω
κρατώντας το
κουφάρι της
κυρίας
Δομένικας
τυλιγμένο
στην παλιά
καφέ κουβέρτα.
Από μπροστά
κρατούσε ο
παπα-Λεπ Ταιρ,
από πίσω ο Μεγάλος
Πρόδρομος κι
οι άλλοι
τέσσερις από
το πλάι, δύο απ'
τα δεξιά και
δύο απ' τα
αριστερά.
Βγήκανε έξω
λοιπόν με το
κορμί εκείνης,
ο παπα-Λεπ Ταιρ
έβαλε στη δεξιά
τσέπη του το
αριστερό του
χέρι (με
δυσκολία είναι
η αλήθεια,
καθώς με το
δεξί κρατούσε
την κουβέρτα),
έβγαλε τα
κλειδιά της
εκκλησίας, τα
πέταξε στο
Σώτερ κι
εκείνος, χωρίς
να περιμένει
κάποιο παράγγελμα,
κλείδωσε την
πόρτα του
ιερού κι έβαλε
τα κλειδιά
στην τσέπη της
καμπαρντίνας
που ο παπα-Λεπ
Ταιρ φορούσε
πάνω απ' το ράσο.
«Είμαστε
έτοιμοι...» είπε
ο παπάς με
στριγκή φωνή,
«πάμε...». Τότε
αρχίσαμε να περπατάμε
μες στο
σκοτάδι. Είχε
σηκωθεί ένας
παγωμένος
βαρδάρης που
ξύριζε, κι
εμείς
ανεβαίναμε
την ανηφόρα
από τον Πύργο
(έτσι λέγαμε το
μεγάλο πυλώνα
του
ηλεκτρικού
της γειτονιάς
με το
κοκκινόχωμα), για
να τραβήξουμε
αριστερά απ'
τον επάνω
δρόμο στη
στρατούλα που
'βγαζε στο λόφο
της Κουπέλας·
ένα ασθενικό
μισό φεγγάρι
μάς έδειχνε το
δρόμο. Και βέβαια
προχωρούσαμε
δίχως καμιά
προφύλαξη·
όποιον και ν'
απαντούσαμε
στο δρόμο μας
αμέσως θα το
υποψιαζόταν πως
κάτι παράξενο
συνέβαινε,
καθώς
προχωρούσαμε
έξι στη μέση να
κουβαλάν το
κορμί εκείνης
μες στην κουβέρτα,
και γύρω γύρω
αραδιασμένοι
κατά παράταξη
οι υπόλοιποι,
εφτά στον
αριθμό, σαν να
κάναμε γύρα
τον επιτάφιο
της Μεγάλης
Παρασκευής.
Για καλή μας
τύχη όμως δε
συναντήσαμε
κανέναν — μήτε
ψυχή δεν
περπατούσε
στους δρόμους
της γειτονιάς
μας· όλοι
φαίνεται
είχαν
κλειστεί στα
σπίτια τους
από την
παγωνιά.
Κανένας μας δε
μιλούσε,
μονάχα
βαδίζαμε
σκυφτοί· ο
παγερός
αγέρας μύριζε
έντονα —τι
παράξενο— μαλακό
φρεσκοσκαμμένο
χώμα. Όσο για το
κουφάρι της
κυρίας Δομένικας,
αυτό που το
πρωί βρομούσε
ανυπόφορα και
χρειάστηκε ν'
αδειάσει ο
παπα-Λεπ Ταιρ
πάνω στην κουβέρτα
που το τύλιγε
μισό μπουκάλι
ούζο για να σκεπάσει
την μπόχα της
σήψης, ε,
πίστεψέ το,
αυτό το κουφάρι
ευώδιαζε τώρα
μια υπέροχη
μεθυστική
μυρωδιά, σαν να
'χαν χωρέσει
όλα τα
γιασεμιά του
Μαυρομανόλη
μέσα σ' εκείνο
το άψυχο κορμί —
ποιος ξέρει,
ίσως να 'χε δίκιο
ο Γιώργος το
πρωί που
μιλούσε για
ανθισμένη
θάλασσα. Με τις
δύο αυτές
μυρωδιές —του
φρεσκοσκαμμένου
χώματος και
των
λουλουδιών— να
σμίγουν στα
ρουθούνια μας,
φτάσαμε
κάποτε στις
παρυφές της
Κουπέλας. Μια
ακατανόητη
ευφορία μάς
είχε
κυριεύσει, λες
και δεν
πηγαίναμε να
θάψουμε τη
δασκάλα μας παρά
να
γιορτάσουμε
τον ερχομό
μιας
απρόσμενης
άνοιξης μες
στο
καταχείμωνο.
Μόλις
αντικρίσαμε
εμπρός μας
εκείνον το
λόφο των
παράφορων
ερώτων και
προχωρήσαμε προς
το άνοιγμα
όπου άρχιζε ο
Θάνατος,
σκοντάψαμε σε
δυο κορμιά:
ήταν ο Βέλιας
κι ο Όττος που
είχαν φτάσει
εκεί πιο νωρίς
από εμάς και
καθώς κάθισαν
πλάτη με πλάτη
να μας
περιμένουν
τους είχε πήρε
ο ύπνος. Αμέσως
πετάχτηκαν
έντρομοι.
«Εμείς
είμαστε...»
φώναξε ο Μανόλης
και τους
αγκάλιασε για
να τους
ηρεμήσει. Και
μόλις
συνήλθαν, ο
Όττος μάς
έδειξε κάτι
σαν δέμα που το
κρατούσε και
με τα δυο του
χέρια: ήταν τα
εφτά κόκκινα
τετράδια της
κυρίας
Δομένικας,
εκείνα που η
ίδια μας
χάρισε για
ύστατο δώρο·
«ανέβηκα απ' την
ακακία εμπρός
απ' το σπίτι της
και πήδηξα στο
περβάζι του
παραθύρου...»
είπε ο φίλος
μας
χαμηλόφωνα, «καλά
έκανες...» του
είπε ο Σώτερ, «θα
τα διαβάσουμε
αύριο...», «ναι...»
ψιθύρισε ο
Όττος, «αύριο...».
Αμέσως έκανε
μεταβολή κι
άρχισε να
ανεβαίνει το
Θάνατο· πίσω του
προχώρησε ο
Βέλιας,
πιάνοντας με
το δεξί του χέρι
τον ώμο του
Όττου. Κι
έπειτα
προχώρησε ο
παπα-Λεπ Ταιρ,
πιάνοντας με
το δεξί του
χέρι τον ώμο
του Βέλια και
κρατώντας με
το αριστερό
την κουβέρτα
με το κουφάρι
της δασκάλας
μας. Πίσω του πήγαιναν
οι τέσσερις
που κρατούσαν
την κουβέρτα
απ' τα πλάγια κι
έπειτα ο
Μεγάλος
Πρόδρομος και
μετά απ' αυτόν
οι υπόλοιποι,
πιάνοντας ο
καθένας τον ώμο
του μπροστινού
του — βλέπεις, δε
γινόταν ν'
ανεβούμε νύχτα
το Θάνατο
χωρίς ο ένας να
αγγίζει τον
άλλον, θα μας
αρπάζαν οι
θλιμμένοι
δαίμονες της
Κουπέλας. Κάποτε
φτάσαμε στο
τέλος του
μονοπατιού,
στην τελευταία
μυγδαλιά της
σειράς· ο Σίμης,
που ερχόταν
πίσω μου,
έπιασε με την
παλάμη του τον
κορμό για να
στηριχτεί και
μας είπε πως απ'
όσο ένιωθε με
την αφή της παλάμης
του μάλλον
κάτι ήταν
χαραγμένο
εκεί. Μαζευτήκαμε
όλοι γύρω απ' το
δέντρο, εγώ
άναψα ένα
σπίρτο και στη
μια στιγμή που
κράτησε η
φλόγα του
διαβάσαμε
χαραγμένη
βαθιά πάνω στη
φλούδα του
δέντρου μία μόνο
λέξη: «απόψε».
Ένα παράξενο
ρίγος μάς
διαπέρασε
τότε και η
προηγούμενη
ευφορία μας
αμέσως έσβησε,
τι να σήμαινε
άραγε εκείνο
το «απόψε» και
για ποιον τάχα
να χαράχτηκε;
Για την κυρία
Δομένικα ή για
κάποιον άλλο; ή
μήπως ήταν ένα
μήνυμα για
όποιον τολμούσε
ν' ανέβει στο
μαγεμένο λόφο;
Το μυστήριο
αυτό λύθηκε
μόλις μια
βδομάδα
αργότερα, όταν
ένα πρωινό
ήρθε ο Όττος
και μας είπε
πως είχε
ανακαλύψει
ότι σε κάθε
μυγδαλιά απ'
την αρχή του
Θανάτου, χέρι
ανθρώπου είχε
χαράξει κι από
έναν αριθμό,
όπως
εννιακόσια
τρία ή
εξακόσια
ογδόντα εννιά
ή τριακόσια
σαράντα ή
είκοσι εφτά ή
πέντε. Αυτό μας
φάνηκε πολύ
παράξενο κι
αμέσως το
συνδυάσαμε με
εκείνο το
ακατανόητο
«απόψε»· την
επομένη
κιόλας το
μεσημέρι
πήγαμε μήπως και
καταλάβουμε
τι σήμαιναν
όλα αυτά. Πρώτα
απ' όλα είδαμε
προσεχτικά
μία προς μία
όλες τις
μυγδαλιές του
δύσβατου
μονοπατιού·
κοντά
διακόσια
δέντρα είχανε
χαραγμένα
στους κορμούς
τους κι από ένα
νούμερο.
Έξαφνα ο Σώτερ,
βαθιά
συλλογισμένος,
έβγαλε ένα
κομμάτι χαρτί
που πάντα
κουβαλούσε
στην
κωλότσεπή του
κι άρχισε κάτι
να σημειώνει
με το μολύβι
του. Κανένα
νούμερο δεν
ήταν ίδιο με το
άλλο, μα όλα
γειτόνευαν
μες στην
ατέλειωτη
θάλασσα των
αριθμών· το μεγαλύτερο
ήταν το
εννιακόσια
ενενήντα
εννιά και το
μικρότερο το
νούμερο ένα. Μα
το πιο
παράξενο ήταν
πως τα νούμερα
αυτά
ακολουθούσαν
το δρόμο που
ανέβαινε ο Θάνατος·
στα πρώτα
δέντρα του
μονοπατιού
ήτανε χαραγμένα
τα νούμερα του
εννιακόσια,
μετά τα οκτακόσια
τόσο μετά τα
εφτακόσια και
κάτι, και έτσι
ανέβαιναν προς
τα πάνω τα
διψήφια, πάντα
με τη λογική
σειρά τους, το
ενενήντα εφτά,
το ογδόντα
τρία, το
εβδομήντα τέσσερα,
το εβδομήντα
και στον
τελευταίο
κορμό, όπως σου
είπα,
χαραγμένο το
«απόψε». Κάποτε ο
Σώτερ σήκωσε
το κεφάλι του
απ' το χαρτί και
μονολόγησε
κοιτώντας τον
ορίζοντα: «μα
είναι
πανεύκολο...».
Μαζευτήκαμε
όλοι γύρω του
και τότε μας
εξήγησε τι
σήμαιναν τα
χαράγματα
πάνω στον
κορμό των
δέντρων — χωρίς αμφιβολία
ήταν πολύ
έξυπνος ο
Σώτερ: «εδώ και
τρία χρόνια η
κυρία
Δομένικα, για
κάθε νύχτα που
ανέβαινε στην
Κουπέλα για να
σμίγει με την
Τζίλντα,
χάραζε και από
ένα νούμερο με
το μακρύ μαύρο
νύχι του μικρού
δάχτυλου του
αριστερού της
χεριού σε μια
αμυγδαλιά·
ήταν ο αριθμός
των ημερών που
της απόμεναν κάθε
φορά, καθώς οι
χίλιες μέρες
της κατάρας
που ξεστόμισε
η
Μπαρμπακούλα
πάνω στο
ψυχορραγητό
της είχαν αρχίσει
να μετρούν από
τη δωδέκατη
μέρα του Μάη του
χίλια
εννιακόσια
εβδομήντα
πέντε. Κι έτσι,
την τελευταία
βραδιά τη
νύχτα της
τετάρτης προς
την πέμπτη
Φεβρουαρίου
του εβδομήντα
οχτώ, η κυρία
Δομένικα, που
ήξερε πως δε θα
δει το
ξημέρωμα της
επομένης ημέρας,
χάραξε στην
τελευταία
αμυγδαλιά του
θανάτου τη
λέξη “απόψε”...».
Όμως εκείνη τη
νύχτα της
ενδεκάτης Φεβρουαρίου
που ανεβάσαμε
το σώμα της
δασκάλας μας
στη Φωλίτσα
για να το
θάψουμε και
διαβάσαμε στο
φως του
σπίρτου το
αινιγματικό
«απόψε»,
χαραγμένο στον
κορμό μιας
μυγδαλιάς, δεν
μπορούσαμε να
σκεφτούμε
τίποτε από όλα
αυτά, αντίθετα,
ήμασταν
σίγουροι πως
ένας δαίμονας
της νύχτας
είχε χαράξει
εκείνη τη λέξη
στη φλούδα του
δέντρου και
μας ανήγγειλε
πως ήταν να
συμβεί εκείνη
τη νύχτα κάτι
που είχε
προαποφασιστεί
από αιώνες...
Έγινε σιωπή
για αρκετά
λεπτά· κάποτε ο
Μανόλης
ρώτησε
φοβισμένος
τον παπα-Λεπ Ταιρ
«πάτερ, τι
σημαίνει αυτή
η λέξη;». Ο
παπα-Λεπ Ταιρ έδειξε
να
αιφνιδιάζεται
με την ερώτηση,
άρχισε να κομπιάζει
λέγοντας πως
κουράστηκε απ'
το κουβάλημα της
κουβέρτας με
το κουφάρι
εκείνης, ήταν
φανερό πως δεν
ήθελε να
απαντήσει κι
έψαχνε έναν
τρόπο να
ξεγλιστρήσει,
«α» έκανε
ανακουφισμένος
κάποια στιγμή
σηκώνοντας το
ελεύθερο χέρι
του ψηλά, «απόψε
άνθισαν οι
μυγδαλιές...» Και
στη στιγμή
όλοι σηκώσαμε
τα μάτια μας, το
μισό φεγγάρι
μόλις είχε
φανεί ανάμεσα
απ' τα σύννεφα,
και —τι
παράξενο—
φώτισε για τα
καλά τη νύχτα,
σαν να 'ταν δύο
πανσέληνοι
μαζί· πράγματι,
οι μυγδαλιές
είχαν ανθίσει,
νόμιζες είχαν
φορέσει νυφικά
φορέματα κι
έλαμπαν τα
λευκά τους
άνθη στο
φεγγαρόφωτο,
σαν να 'θελαν να
δώσουν εκείνο
το βράδυ στην
κυρία
Δομένικα τον
ύστατο
χαιρετισμό... Και
πάλι η φωνή του
παπα-Λεπ Ταιρ
μας έβγαλε απ'
τη μαγευτική
νάρκη των
λευκών ανθών
του Φλεβάρη,
«μπρος μωρέ...»
είπε
επιτακτικά,
«...δεν ήρθαμε
για χάζι δω
επάνω». Με αυτά
τα λόγια
άρχισε να
προχωράει στο
μικρό ξέφωτο
της Κουπέλας,
παρασέρνοντας
μαζί του όσους
κρατούσαν
μαζί μ' αυτόν
την κουβέρτα
με το κουφάρι της
κυρίας
Δομένικας·
πίσω τους
ακολουθήσαμε
κι εμείς. Όταν
φτάσαμε στο
κέντρο της
Φωλίτσας (έτσι
έλεγε εκείνη
το ξέφωτο της
Κουπέλας),
άφησαν κάτω την
κουβέρτα κι
όλοι ψάξαμε με
τα μάτια να
βρούμε τη
γούβα των
ερώτων της·
μόνο ο παπα-Λεπ
Ταιρ κοιτούσε
τον ουρανό.
Τότε ακούσαμε
τη φωνή του
Γιώργου, «να... η
γούβα της
Φωλίτσας...» είπε
με τον
αλλόκοτο και
τρομακτικό
ενθουσιασμό
αυτού που έχει
χάσει τα λογικά
του, και
προχώρησε σαν
μαγεμένος
προς τα κει· μόλις
έφτασε ως τη
γούβα και την
είδε άδεια,
έβγαλε μια
πνιχτή κραυγή
κι έκανε
αμέσως
μεταβολή κι
έτρεξε προς
τον κορμό της
πιο κοντινής
αμυγδαλιάς
και γονάτισε
κρύβοντας μες
στις παλάμες
του το πρόσωπό
του. Πήγαμε να
πέσουμε από
πάνω του να τον
παρηγορήσουμε,
μα ο παπα-Λεπ
Ταιρ μας είπε
χαμηλόφωνα «άφησε
τον μονάχο για
λίγο...»· έτσι,
προχωρήσαμε
κι εμείς προς
τη γούβα, εκεί
όπου η δασκάλα
μας και η
Τζίλντα είχανε
σμίξει τόσες
φορές, εκεί
όπου η κυρία
Δομένικα μας
είχε
υποδείξει ένα
χρόνο
πρωτύτερα τον
τόπο του
θανάτου της,
σκαλίζοντας μ'
ένα καλάμι τη σκοτεινή
φράση της στο
χώμα της
Φωλίτσας,
ακριβώς εκεί όπου
την είχαμε
βρει νεκρή έξι
μέρες
νωρίτερα. «Εδώ είναι
ο τόπος...» είπε
ψιθυριστά ο
Σώτερ και
γονατίζοντας
στην άκρη της
γούβας, άρχισε
να τη σκάβει με τα
χέρια του,
κουνώντας
λαχανιασμένος
μπρος πίσω το
κεφάλι του σαν
παλαβός. Ένας
ένας τότε
γονατίσαμε όλοι
γύρω απ' τη
γούβα —ακόμη κι
ο παπα-Λεπ Ταιρ—
κι αρχίσαμε να
σκάβουμε κι
εμείς με μανία.
Το ξηρό κρύο
και η
αναβροχιά
δέκα ημερών
είχανε κάνει
το χώμα σκληρό
σαν ξύλο — το
χώμα που
κάποτε ήτανε η
σάρκα εκείνων
των
καταραμένων
που χάθηκαν
αγκαλιασμένοι.
Έτσι όπως
σκάβαμε,
πονούσαν τα
δάχτυλα και τα
νύχια μας, μα
ούτε στιγμή δε
σταματήσαμε
να πάρουμε ανάσα.
Θα πέρασε
κάπου μια ώρα
που παιδέψαμε
τη γη με τα
αδύναμα
παιδικά μας
χέρια, ώσπου
έξαφνα είδαμε
πως εκείνη η
κοίλη γούβα,
που ήταν τόπος
θανάτων και ερωτικών
σμιξιμάτων,
είχε γίνει πια
ένας λάκκος, ένας
λάκκος αρκετά
ρηχός βέβαια,
για να μπορούν
—σύμφωνα με τις
στερνές της
επιθυμίες—
εύκολα να βρουν
τροφή τα
πεινασμένα
τσακάλια, μα
όπως και να το
κάνουμε, έστω
και αυτός ο
ρηχός λάκκος,
ήταν, θαρρείς, σαν
μια πληγή που
έχασκε επάνω
στο μαύρο λόφο
και τον
πονούσε. Έτσι,
μόλις πάψαμε
το σκάψιμο,
φτύσαμε σάλιο
στις παλάμες
μας και το
απλώσαμε στο
χώμα, θέλαμε
έτσι να
καλοπιάσουμε
τη σκληρή γη
για να σπλαχνιστεί
το κορμί της
δασκάλας μας
και να μην το παιδέψει
στον αφανισμό
του. Αφού έγινε
κι αυτό,
σηκωθήκαμε
και πήγαμε
εκεί, όπου
είχαμε
αποθέσει το
κουφάρι της
κυρίας
Δομένικας
τυλιγμένο με
την παλιά κουβέρτα·
τότε έγινε το
πιο δύσκολο απ'
όλα. Ο Μεγάλος Πρόδρομος
σήκωσε την
κουβέρτα στα
δυο του χέρια κι
ο Σώτερ, αφού
πήρε βαθιά
ανάσα, γύρεψε
με τη ματιά του
τον παπα-Λεπ
Ταιρ για να του
δώσει το
τελικό σύνθημα·
μόλις αυτός
έγνεψε
καταφατικά, ο
Σώτερ έπιασε την
άκρη της
κουβέρτας και
άρχισε να την
ξετυλίγει
αργά αργά.
Κάποτε την
τράβηξε
απότομα, μην
αντέχοντας άλλο
το βάσανο της
ψυχραιμίας,
και τότε, ω Θεέ
μου, το
ολόγυμνο
κορμί της
κυρίας
Δομένικας
βρέθηκε στην
αγκαλιά του
Μεγάλου
Πρόδρομου.
Μπροστά σε
κείνη την
εικόνα ένιωσα
για πρώτη μου
φορά την
αίσθηση πως
ίσως στο
θάνατο
φωλιάζει η
αγριότερη
ομορφιά, στην έλξη
του θανάτου,
στην απόφαση
του θανάτου, ή
ακόμη και στη
γαλήνη του. Κι
είναι αλήθεια
πως από εκείνο
το
φλεβαριάτικο
βράδυ είδα
πολλά στη ζωή
μου και στα
όνειρά μου, μα
ποιο σούρουπο
είχε την ώχρα του
προσώπου της,
ποια βιολέτα
τα
μελανιάσματα
του τουμπανιασμένου
δέρματός της,
ποια πέτρα
ρημαγμένης γης
ήταν τόσο
πένθιμα μαύρη
όσο τα
κοκαλωμένα
εξογκώματα
που είχε στο
στήθος της
αντί για ρώγες,
ποια πληγή
ήταν τόσο
τρυφερή όσο η
ολοκόκκινη
τομή της
κοιλιάς της
(από εκεί που
'γινε η
νεκροψία), ποιο
λευκό κρίνο
έκρυβε τα
μυστικά που
κρύβαν τα
σφαλιστά της
βλέφαρα;
Έστρεψα τότε
το βλέμμα μου
ψηλά, «αν είσαι εδώ,
μην κρύβεσαι...»
σιγοψιθύρισα
ψάχνοντας στο
μαύρο θόλο της
νύχτας... Όταν
κατέβασα τα
μάτια μου, είδα
το κορμί της
κυρίας
Δομένικας
ξαπλωμένο μες
στο λάκκο, εκεί
όπου το είχε
αποθέσει ο
Μεγάλος Πρόδρομος·
γύρω γύρω
στεκόμασταν
όλοι όρθιοι
—μόνον ο Γιώργος
ήταν ακόμη
γονατισμένος
στον κορμό
μιας μυγδαλιάς—,
μας είχε
καταλάβει μια
παράξενη
νευρική
αμηχανία, σαν
κάτι να
περιμέναμε μα
δεν ξέραμε τι.
Ήταν ο Μεγάλος
Πρόδρομος που
έδωσε τέλος σε
αυτό το δυσάρεστο
αίσθημα.
Στύλωσε το
βλέμμα του
στον παπα-Λεπ
Ταιρ και του
είπε με την
αργή βαριά
φωνή του «ό,τι είναι
να πεις, πες το
τώρα...». Ο
παπα-Λεπ Ταιρ
στην αρχή
έδειξε να
αιφνιαδιάστηκε,
«εγώ τι να πω;»
φώναξε
ταραγμένος,
ύστερα όμως
κατάλαβε τι
εννοούσε ο
φίλος μας,
«σωστά»
μονολόγησε,
«είναι κάτι που
πρέπει να πω...».
Και μόλις
είδαμε τον
τρελόπαπα να
παίρνει βαθιά
ανάσα, όλοι μας
σκεφτήκαμε
πως πάλι θα μας
έλεγε για
κείνον τον
καταπράσινο
χλοερό τόπο· μα
ο παπα-Λεπ Ταιρ
δε μας μίλησε
για το χλοερό
τόπο, μήτε και
άρχισε τις
συνηθισμένες
του ψαλμωδίες.
Μονάχα έσκυψε
το κεφάλι· τότε,
λες κι άναψε
ένα φως μες το
μυαλό μου,
έκανα με το
κεφάλι μου ένα
νεύμα στον Κώστα
που σήμαινε
«ναι, τώρα». Η
φωνή του
παπα-Λεπ Ταιρ
ήταν καθαρή
και δυνατή,
έσκιζε τη
σιωπή της παγερής
νύχτας: «ας
είναι τα
κορμιά που
ενώνονται, ας
είναι οι
γλώσσες που
συστρέφονται,
ας είναι τα μάτια
που λάμπουνε,
ας είναι ο
άνεμος που
σφυρίζει, ας
είναι...». Και
μόλις
τελείωσε
εκείνη τη
σκοτεινή κι
ακατανόητη
φράση (που δεν
την ακούγαμε
για πρώτη φορά),
σούρωσε τα
χείλια του και
φύσηξε απαλά
προς το κορμί
της. Προτού
προφτάσουμε
να σκεφτούμε
καν τι ήτανε ή
τι σήμαινε
εκείνο το
φύσημα του
παπα-Λεπ Ταιρ, ο
παπάς μάς είπε
με φωνή ξερή
και αδιάφορη «φιλήστε
την». Χωρίς να το
σκεφτούμε
καθόλου,
σταθήκαμε στη
σειρά κι όλοι
περάσαμε ένας
ένας και
γονατίσαμε
πλάι στο λάκκο
και φιλήσαμε
για στερνή
φορά την κυρία
Δομένικα, έτσι
όπως εκείνη
μας έμαθε να φιλάμε
όσους φεύγουν
για ταξίδια
χωρίς γυρισμό,
εφτά φορές
συνολικά,
τρεις στο
μέτωπο, δυο στο
αριστερό μάγουλο,
μια στο δεξιό
και μια
τελευταία στο
λαιμό. Έτσι
περάσαμε και
φιλήσαμε τη
δασκάλα μας· κι
ήμουν εγώ ο
τελευταίος
στη σειρά. Το
κορμί της δε
μύριζε διόλου·
μονάχα το
δέρμα της
ήτανε
παγωμένο.
Ακούμπησα τα
χείλη εφτά
φορές στο
δέρμα της κι
ένιωσα πως τα χείλη
μου γίνανε μια
τεράστια άφθη·
δε σκεφτόμουν τίποτε
απολύτως,
μονάχα με
γέμισε ένα
απροσδιόριστο
αίσθημα,
θαρρείς
γνωστό από
πολύ παλιά,
κάτι σαν γλύκα
και πικρία
μαζί. Κι αφού
έδωσα το
στερνό χαιρετισμό
σε κείνη, πήγα
και στάθηκα
στον κύκλο που
'χαμε κάνει
γύρω από το
λάκκο· ήμασταν
έτοιμοι να
σκύψουμε και
να ρίξουμε
χουφτιές το
χώμα να
σκεπάσουμε το
κορμί της, όταν
είδαμε το
Γιώργο όρθιο
να 'χει σηκωθεί
από τον κορμό
της μυγδαλιάς
και να βαδίζει προς
το λάκκο με το
κουφάρι της
δασκάλας μας.
Κι όταν έφτασε
στην άκρη του
ρηχού τάφου, δε
γονάτισε.
Μονάχα
στύλωσε τα
μάτια του σε
κείνη και μετά
από μια μικρή
σιωπή είπε
κοφτά: «αν ήσουν,
ήμουν». Ύστερα
έβαλε το χέρι
του στον κόρφο
του κι έβγαλε
το φιλημένο τριαντάφυλλο
της Τζίλντας·
αφού το
κράτησε για
μια στιγμή, σαν
να 'θελε να το
ζυγίσει, το
πέταξε πάνω στο
κορμί εκείνης.
Και το
τριαντάφυλλο
έπεσε ανάμεσα
στα χωρίς
ρώγες στήθη
της κυρίας
Δομένικας και —τι
παράξενο—
στάθηκε εκεί,
ακριβώς στο
μέρος της καρδιάς. Όση
ώρα ρίχναμε με
τις χούφτες το
χώμα για να
σκεπάσουμε το
κορμί της
δασκάλας μας,
κρυφοκοίταξα
το Γιώργο πλάι
μου να κάνει το
ίδιο και
συλλογιόμουν
πως στ' αλήθεια
αυτό το πράγμα
είναι η αγάπη·
να λογαριάζεις
δηλαδή την
αγάπη των
άλλων πιο πολύ
απ' τη δική σου,
να σαπίζεις —αν
έτσι τυχαίνει—
σ' ένα αδιέξοδο
μαράζι, να
βάζεις πρώτο
το φιλημένο
τριαντάφυλλο
της Τζίλντας
απ' το δικό σου
το φιλί που
ποτέ δεν
έδωσες. Αυτά
σκεφτόμουνα
εκείνη την ώρα
κι έριχνα με
τις χούφτες το
χώμα, όπως
άλλωστε
έκαναν όλοι,
μέχρι κι ο
παπα-Λεπ Ταιρ
είχε πέσει στα
γόνατα κι έσκαβε
τη γη μ' ένα
ξυλαράκι, για
να 'χουμε χώμα
για τις
χουφτιές μας.
Σιγά σιγά
άρχισε να
σκεπάζεται απ'
το χώμα το σώμα
της κυρίας
Δομένικας,
πρώτα οι παλάμες
των χεριών,
κατόπιν ο
λαιμός και οι
αστράγαλοι
των ποδιών της,
τα μαλλιά της
έπειτα και το
πρόσωπό της κι
ύστερα όλο το
υπόλοιπο σώμα,
το εφηβαίο και
η κοιλιά, οι
μηροί και οι
ώμοι. Κάποτε
σκεπάστηκε
ολόκληρο το
κορμί της,
εκτός από τα
δυο της στήθη
και το
ολοκόκκινο
τριαντάφυλλο
ανάμεσά τους —ξέρω,
φαίνεται
παράξενο, μα
έτσι έγινε
—βλέπεις κανείς
μας δεν
τολμούσε να
ρίξει χώμα
πάνω σε ένα
φιλημένο ρόδο.
Μόλις αυτό
έγινε πια
φανερό,
μείναμε όλοι
μας ακίνητοι
για ένα λεπτό.
Κι ο Γιώργος,
αφού μας κοίταξε
έναν έναν,
κατάλαβε πως
αυτός ήταν ο
μόνος που είχε
δικαίωμα να το
κάνει· έσκυψε
και με ενωμένες
τις παλάμες
του μάζεψε όσο
περισσότερο
χώμα μπορούσε
και με μια
αποφασιστική
κίνηση το
πέταξε εκεί
όπου ήταν το
ακάλυπτο
σημείο. Έτσι,
χάθηκαν και οι
τελευταίες
άκρες απ' το
κορμί της
κυρίας Δομένικας,
τα στήθη και το
τριαντάφυλλο.
Κι αφού
πατικώσαμε με τα
χέρια μας το
χώμα από πάνω
της,
σηκωθήκαμε
όρθιοι· ο Σώτερ
τότε πήρε ένα
καλάμι που
'τανε πεταμένο παράμερα
και χάραξε
πάνω στη γη που
σκέπασε τη δασκάλα
μας τη φράση
που εκείνη
πριν από ένα
χρόνο μας έμαθε: ΕΔΩ
ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ
Τη
στιγμή εκείνη,
μόλις ο Σώτερ
τελείωσε τη
γραφή του κι
έσπασε το
καλάμι στο
γόνατό του,
όπως είχε κάνει
κι εκείνη,
ακούστηκε το
σφύριγμα του
ανέμου, οξύ,
διαπεραστικό,
να τρυπάει τα
αυτιά μας, ενός
ανέμου που
μόλις είχε
σηκωθεί, θαρρείς
και περίμενε
να θάψουμε το
κουφάρι της
κυρίας
Δομένικας για
να ξεσπάσει.
Σηκώθηκε
κουρνιαχτός
στη Φωλίτσα
και μεμιάς
σβήστηκε
εκείνη η γραφή που
'χε χαράξει στο
χώμα με το
καλάμι ο Σώτερ,
όπως ακριβώς
έγινε και τότε,
ένα χρόνο
πρωτύτερα.
Όταν προσπαθήσαμε
να
ξεδιαλύνουμε
το σφύριγμα
εκείνο του
ανέμου,
ακούσαμε μια
συνεχώς
επαναλαμβανόμενη
λέξη, μια λέξη
δική μας,
ανθρώπινη:
«έρχου». Τώρα
γιατί και για
ποιον
σφυρίχτηκε
τούτη η λέξη,
αυτό μη μου το
ρωτάς, δεν το
ξέρω... Την
άλλη μέρα
ανεβήκαμε και
πάλι στην
Κουπέλα,
ξεκινήσαμε
κοντά στις
τέσσερις το μεσημέρι,
ο Όττος
πήγαινε
μπροστά, όπως
πάντοτε, κι είχε
κάτω από τη
μασχάλη του τα
εφτά κόκκινα
τετράδια της
κυρίας
Δομένικας·
μόνον ο
παπα-Λεπ Ταιρ δεν
ήτανε τούτη τη
φορά μαζί μας. Η
μέρα είχε
βαρύνει πια για
τα καλά, όταν
καθίσαμε σε
κύκλο στη
Φωλίτσα, γύρω
από τη γούβα
των ερώτων κι ο
Όττος έδωσε
στο Σώτερ (που
'ξερε την
καλύτερη
ανάγνωση απ'
όλους μας) τα εφτά
κόκκινα
τετράδια
εκείνης. Τότε
έγινε σιωπή· ο
Σώτερ με άφατη
προσοχή τα
απόθεσε
εμπρός του, έπειτα
σήκωσε το
πρώτο, το
άνοιξε στην
πρώτη σελίδα, πήρε
βαθιά ανάσα κι
άρχισε να
διαβάζει
πνιχτά, μπουκωμένα:
«Κι αν ήλιο, κι
αν σκιά, δεν
είδα, φως μου, να
βγάλεις πια το
πέπλο απ' το
κεφάλι, αφότου
ένιωσες τι
πόθος πάλλει,
πόση λαχτάρα
βασιλεύει
εντός μου...» Κι
ενώ ο Σώτερ
έκανε μια
μικρή παύση
ίσα για να πάρει
μιαν ανάσα,
εμείς
κοιτιόμασταν
αναμεταξύ μας αμήχανα,
ώστε λοιπόν
ένα ποίημα
ήταν γραμμένο
σε τούτη την
πρώτη σελίδα
του πρώτου
τετραδίου της
κυρίας
Δομένικας,
άραγε να 'ταν
δικό της ή
κανενός άλλου,
μα αυτό τι
σημασία έχει
πια, σημασία
έχει πως όλοι
οι άνθρωποι
κάποτε πρέπει
να σηκώσουν,
έστω για μια
στιγμή, το
πέπλο από το
πρόσωπό τους —
μην την αφήσεις
τη στιγμή αυτή
να περάσει... Ο
Σώτερ
κατέβασε με
δυσκολία το
σάλιο του και
συνέχισε να
διαβάζει
εκείνο το
ποίημα: «...Φως
ευσπλαχνίας μ'
έραινε η ματιά
σου, όσο κρυφά
με φλόγιζε το
αίμα, όσο είχα
το λογισμό
κρυμμένο. Μου
κρύβεις τώρα
το γλυκό σου
βλέμμα και δε
μου δείχνεις
τα ξανθά
μαλλιά σου.
Αφότου μ' έχει η
αγάπη
προδομένο, τα
'χασα αυτά που μ'
είχαν
μαγεμένο...». Σε
αυτό το σημείο
ο Σώτερ
σταμάτησε και
πάλι, γύρισε
και μας
κοίταξε με
βλέμμα δισταχτικό,
δεν ξέρω τι
διάβασε στα
μάτια μας, μα
φάνηκε να το
παίρνει
απόφαση·
ξερόβηξε δυο
τρεις φορές και
είπε
χαμηλόφωνα
τους
τελευταίους
στίχους με μιαν
αναπνοή: «...Κι
είναι το πέπλο
σου η γλυκιά
νεφέλη, που,
ζέστη κρύο, να
σκεπάσει
μέλλει από τα
μάτια μου το
φως του κόσμου».
Και στα χρόνια
που
ακολούθησαν, ακόμα
και στους πιο
δύσκολους
μήνες της
μεγάλης επιδημίας,
όταν ανέβαινα
στην Κουπέλα
και δεν υπήρξε
ούτε μια απ'
αυτές που να
μην επανέλαβα
τούτο το τελευταίο
τρίστιχο,
άλλοτε το
απήγγελλα έξω
φωνή μαζί μ'
όλους τους
άλλους (γιατί
ήτανε κάτι σαν
ιεροτελεστία
το να ανεβούμε
εκεί, έπειτα να
πιάσουμε το
ποίημα αυτό,
έπειτα το
τραγούδι του
Φλεβάρη κι έπειτα
να καθίσουμε
οκλαδόν και να
περιμένουμε
σιωπηλοί το
σφύριγμα του
ανέμου) κι
άλλοτε το
ψιθύριζα μονάχος
μου, ψάχνοντας
μάταια στους
κορμούς των πιο
ψηλών δέντρων
του Θανάτου να
βρω χαραγμένη
τη λέξη «αύριο»
(όπως μου είχε
πει ο
Μαυρομανόλης),
είτε έτσι, λοιπόν,
είτε αλλιώς,
όποτε
ανέβαινα στο
μαύρο λόφο περίμενα
ένα μαύρο
πέπλο, έτσι
όπως μ' έμαθε η
δασκάλα μου,
όπως με δίδαξε
το σουβλί της
κυρίας Πανδώρας,
οι
μπουρμπουλήθρες
του Βάλτου, η
μελωδία από το
μενταγιόν
στην κοιλιά
του Αγιούτου,
το σφύριγμα
της Κουπέλας,
τα θανατηφόρα
χείλη που
φιλούσαν το
χώμα, τα
ποτήρια με το
νερό και το
φαρμάκι, η
κατρακύλα των
αναχωμάτων
που δεν
τελείωνε ποτέ·
έτσι έζησα όλα
εκείνα τα
χρόνια μέχρι
που μπήκα στο
ψυγείο του
Ζαχαρένιου με
αυτή τη
βεβαιότητα, κι
από τότε που
βγήκα πάλι με
την ίδια
βεβαιότητα ζω,
πως ό,τι κι αν
γίνει, όποια
και να είναι η
παρέκκλιση
της πορείας των
άστρων, όποια
και να είναι η
φορά του
ανέμου, η ερυθρότητα
της φλόγας και
η άμπωτις της
θαλάσσης, στο
τέλος το φως απ'
τα μάτια μου θα
το σκεπάσει το
δικό σου μαύρο
πέπλο. Και κάθε
φορά που
ανεβαίναμε στην
Κουπέλα,
κάνοντας
παγερές
ολονυκτίες
και τραγουδώντας
τον
Κουτσοφλέβαρο,
περιμένοντας
το σφύριγμα
του ανέμου
καταπώς μας
είχε
παραγγείλει εκείνη,
ο Σώτερ
έπαιρνε
πάντοτε μαζί
του τα εφτά κόκκινα
τετράδιά της,
ποτέ όμως δεν
προχωρήσαμε
περισσότερο
απ' την πρώτη
σελίδα, παρά
έξι χρόνια
αργότερα, το
Σεπτέμβριο
του χίλια
εννιακόσια
ογδόντα
τέσσερα, τότε
που ο Μεγάλος
Πρόδρομος, ο
Γιώργος, ο
Σώτερ κι εγώ τα
είπαμε
αναμεταξύ μας
όλα στον Άσπρο
Βράχο (εξάλλου τότε
διαβάσαμε και
τις
αινιγματικές
φράσεις που 'χε
γράψει η
δασκάλα μας
τον τελευταίο
καιρό στο έβδομο
τετράδιό της).
Κι είναι
αλήθεια πως ο
άνεμος εκεί,
στη Φωλίτσα
της Κουπέλας,
μας σφύριζε κι
εμάς —τον έναν
μετά τον άλλον
κι έπειτα
όλους μαζί— λέξεις
ακατανόητες
και προσταγές
φοβερές που
μας οδήγησαν
στο πάθος και
στην
καταστροφή, μα
όλα τούτα είναι
μια άλλη
ιστορία και θα
σου την πω όταν
θα έρθει η ώρα... Όσο για τις
στερνές
επιθυμίες της
κυρίας
Δομένικας, όλα
έγιναν όπως τα
θέλησε· ο
Γιώργος
πράγματι πήγε
στη μάνα της τη
μέρα του
Ευαγγελισμού,
στις είκοσι
πέντε Μαρτίου
(το πώς θα
πήγαινε στο
σπίτι της του
το 'πε ο παπα-Λεπ
Ταιρ, που κάτι
διάβασε στον κίτρινο
κατάλογο των
τηλεφώνων, κι ο
Γιώργος έκανε
κοντά μισή
μέρα για να
φτάσει με τα
πόδια στο παλιό
νοσοκομείο
των φυματικών),
της έδωσε το
μαύρο μεταξωτό
μαντίλι, που
εκείνη είχε
δώσει στην
κόρη της πάνω σ'
ένα πλοίο
σχεδόν είκοσι
χρόνια πιο
μπροστά, τη
φίλησε απαλά
στο μάγουλο κι
ύστερα έφυγε
μες στη σιωπή·
μα την επόμενη
χρονιά, όταν
ξαναπήγε την
ίδια μέρα,
βρήκε το σπίτι
κλειστό και
μανταλωμένο,
όσο κι αν
ρώτησε, δεν
μπόρεσε να
μάθει τι
απόγινε η Αύρα
Φραντζή, αν
είχε φύγει για
κάπου μακριά ή
αν είχε
πεθάνει. Αλλά
και στη γούβα
των ερώτων
κάθε φθινόπωρο
ρίχναμε μια
φουχτιά σπόρο,
όπως εκείνη
μας είχε
ζητήσει· μα —τι
παράξενο— πάνω
στη γούβα δε
φύτρωνε στάρι,
όπως έπρεπε κι
όπως εξάλλου
περίμενε και η δασκάλα
μας στη
διαθήκη της, μα,
πίστεψέ το,
λευκές ανεμώνες
που άνθιζαν
εξαίσια κάθε
Γενάρη. Και τον
Απρίλη δε
μαραίνονταν
οι ανεμώνες
αυτές, αν και ήταν
ο καιρός τους,
παρά έμεναν
ζωντανές και
στητές, και
κάθε Ιούλιο τα
κόβαμε εκείνα
τα παράξενα
ολόλευκα
λουλούδια για
να
ξανανθίσουν
και πάλι τον
επόμενο
Γενάρη... Το ίδιο
βράδυ που
κόβαμε τους
ανθούς, σκορπούσαμε
τη λιγοστή
τους γύρη στον
άνεμο· και φαίνεται
πως τα αηδόνια
μεθούσαν
αλλόκοτα από
εκείνη τη γύρη,
καθώς για
ενάμιση μήνα
—μέχρι που
ξημέρωνε η
μέρα της
Παναγίας— το
μαγευτικό
τραγούδι τους
συνέχιζε
ακατάπαυστα
νύχτα και μέρα,
χωρίς να σταματά
ούτε λεπτό,
ούτε στιγμή. |
|